Ανοιχτό βιβλίο

Η Διδώ Σωτηρίου αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία της Ηλέκτρας…

| 05/07/2014

Διδώ Σωτηρίου – Ηλέκτρα

Εκδόσεις Κέδρος

Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1942 οι κρατούμενοι στο Τμήμα Μεταγωγών σταμάτησαν το σουλάτσο κι έβαλαν αυτί. Άκουγαν καλά; Ή μήπως έπαθαν παράκρουση από την πείνα; Ένα χαρούμενο παιδικό γέλιο βγαίνει από το σκοτεινό κελί των κρατουμένων γυναικών. Παιδικό γέλιο σ’ έναν τάφο;

imagemagic

Έτσι ξεκινά να αφηγείται τη συγκινητική ιστορία της φίλης της, Ηλέκτρας, η Διδώ Σωτηρίου. Η Ηλέκτρα Αποστόλου συμμετείχε στο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι το 1935, ανέλαβε αντιφασιστική δράση, κρατήθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, βασανίστηκε και πέθανε αγωνιζόμενη.

Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας, μεταφέρεται στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με το συνοδευτικό έγγραφο, ήταν ένα από τα πολλά θύματα του σφαγείου που λειτουργούσε επί κατοχής στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κρυστάλ. Η ιατροδικαστική έκθεση πιστοποίησε ότι το σώμα της γυναίκας έφερε εγκαύματα, είχε υποστεί φρικτές παραμορφώσεις και κακοποιήσεις σε διάφορα όργανα. Η δολοφονημένη γυναίκα είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης μέρας από Γκεσταπίτες. Η Αντίσταση είχε χάσει ένα από τα πιο μαχητικά και ευγενικά στελέχη της. Την Ηλέκτρα.

Η έκδοση του βιβλίου «Ηλέκτρα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή, καθώς εφέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την άγρια δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου (26 Ιουλίου 1944) και δέκα χρόνια από το θάνατο της συγγραφέως Διδώς Σωτηρίου (23 Σεπτεμβρίου 2004), γράφει στον πρόλογό του ο Νίκος Μπελογιάννης.

Η συγγραφή της νουβέλας Ηλέκτρα (η Διδώ χρησιμοποιούσε τον όρο «μυθιστορηματική βιογραφία» ή στα γαλλικά «vie romancee») άρχισε αμέσως μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου της, «Οι νεκροί περιμένουν», το φθινόπωρο του ’59 και συνεχίστηκε στην Αίγινα το καλοκαίρι του ’60 (το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε να γράφει και τα «Ματωμένα Χώματα»).

dido sotiriou

Αποσπάσματα

Οι κατακτητές και οι πουλημένοι κυβερνήτες τα χάνουν. Πως ζωντάνεψαν οι νεκροί; Πού βρήκαν αυτό το σθένος; Πώς ενώθηκαν έτσι σαν ένας άνθρωπος; «Την ενότητα χτυπήστε, την ενότητα», διατάζει ο κατακτητής. Προσπαθούν οι κουίσλινγκς. Φτάνουν να υποσχεθούν ογδόντα δράμια ψωμί σε ορισμένους κλάδους. Αποτυχαίνουν. «Ή όλοι ψωμί ή κανείς!». Αρχίζει η τρομοκρατία. Πιάνουν υπαλλήλους και τους παραπέμπουν σε στρατοδικεία. Ψηφίζουν νόμο που προβλέπει ποινή θανάτου για τους απεργούς. Αποτυχαίνουν πάλι. Οι υπάλληλοι απαντούν σαν ένας άνθρωπος «Σκοτώστε μας!». Οκτώ μέρες χαλάει ο κόσμος με τις κλαδικές απεργίες. Προετοιμάζεται η μεγάλη μάχη που θα παραλύσει ολόκληρη την κρατική μηχανή: Η παν-υπαλληλική απεργία του 1942.

………..

Η Ηλέκτρα λάμπει, είναι βαθιά συγκινημένη, ώρα πολλή σκέπτεται, δίχως να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο Σολωμός τραγουδούσε τον Απρίλη με τον Έρωτα….

Η Ηλέκτρα μιλάει με τις φίλες της για τις προοπτικές που ξανοίγονται. Ανασκοπούν την πορεία των αγώνων από το 1933, όταν άρχισαν να προειδοποιούν τον ελληνικό λαό για τον κίνδυνο του φασισμού. Κανείς σχεδόν δεν ήθελε να το πιστέψει. «Προπαγάνδες» έλεγαν. «Η Ελλάδα δεν τα γουστάρει τέτοια σκέρτσα»… «Άι παράτα μας μ’ αυτόν τον φασισμό» είπε μια μέρα στην Ηλέκτρα μια φτωχιά, αγράμματη νοικοκυρά. «Πες μας καλύτερα τί να μαγειρέψουμε, να γεμίσουμε τα στομάχια των παιδιών μας που πεινούνε».

………….

Το καλαντάρι γράφει 8 Σεπτεμβρίου του 1942. Σωθήκανε τα ψέματα. Σήμερα η Ηλέκτρα πρέπει να δώσει το παιδί της, για να ‘ ναι ελεύθερη να δραπετέψει. Το παιδί ξέρει πως θ’ αποχωριστεί τη μάνα του κι είναι ανήσυχο. Στριφογυρνά στην αγκαλιά της, τη φιλάει, αποζητά το χάδι της. Η Ηλέκτρα προσπαθεί να το προετοιμάσει ψυχολογικά. Μα κείνο είναι νευρικό, νιώθει σα να ‘χασε τη σκεπή πάνω απ’ το κεφάλι του. Όλο μουρμουρίζει «Μαμά!» κι ύστερα βουρκώνουν τα ματάκια του και σωπαίνει.

Έλα, μπρος να παίξουμε, Αγνή. Όμως θα τα φυλάξεις εσύ τώρα, να το ξέρεις. Ζαβολιές δε θέλω…

Δεν πρόλαβε ν’ αρχίσει το παιχνίδι. Τη φωνάζουν για επισκεπτήριο. Ένας κόμπος δένεται στο λαιμό της Ηλέκτρας και δεν την αφήνει ν’ ανασάνει. Σφίγγει θερμά το παιδί της, το φιλάει στα μάτια, στα μαλλιά , στα χέρια. Ύστερα σηκώνεται αποφασιστικά. Είναι σαστισμένη μα δεν το δείχνει.

Πάμε Αγνούλα αγάπη μου. Ήρθαν να σε πάρουν καλοί φίλοι. Κοντά τους θα τρως ψωμάκι. Θα σ’ αγοράσουν και την κουκλίτσα που θέλεις….

……….

«Δεν παίζουμε τις κουμπάρες» έλεγε. «Γράφουμε την ιστορία του τόπου μας, πασχίζουμε να χαρίσουμε καλύτερη ζωή στο λαό μας. Αν μπρος σ’ αυτόν τον σκοπό η ζωή και η ευτυχία η δική μας δε λογαριάζονται , η ζωή και η προκοπή του λαού και των οργανωτών του είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε».

Γι ‘αυτόν τον λόγο ήταν αμείλικτη, πρώτα με τον εαυτό της. Τα λάθη της ήθελε να τα συζητάει, ήταν η πρώτη που τα ‘βλεπε και τα φανέρωνε, ακόμα κι όταν δεν τα είχαν αντιληφθεί οι άλλοι. Πίστευε στην αυτοκριτική, δεν τη θεωρούσε θεατρική παράσταση για τη δημιουργία εντυπώσεων. Αυτό το ήθος το διατηρεί και προς τα πάνω και προς τα κάτω.

………..

Η πόρτα ανοίγει ξανά. Δυο άντρες κουβαλούν συρματόσχοινα, φάλαγγες, τροχαλίες, μαστίγια, βούνευρα, κεριά κι έναν κουβά με νερό.

Ετοιμάσου, κοντοζυγώνει η ανάκριση! της λέει ο ένας. Ξαναφεύγουν. Η Ηλέκτρα κοιτάζει τα σύνεργα. Τούτη τη σαδιστική γκάμα του τρόμου την ξέρει. Έκαναν λάθος όμως στην πόρτα. Για τη δική της δεν πρόκειται ν ‘ ανακαλύψουνε κλειδί. Θα παραδώσει στα χέρια τους ένα άδειο κορμί να το βασανίζουν. Εκείνη θα στέκει πλάι, απτόητη, αγέρωχη, ατσαλένια. Όταν την καίνε, δεν θα καίγεται, όταν την τρυπούν δεν θα τρυπιέται, όταν τη μαστιγώνουν, όταν της ξεριζώνουν τα νύχια και τα μαλλιά, εκείνης η καρδιά θα τραγουδάει, η σκέψη της θα’ ναι στη νίκη, στις γενιές που θα ζήσουνε ξέγνοιαστα σ’ έναν κόσμο δίχως βαρβαρότητα….

…………..

Λέγε πώς σε λένε;

Ελληνίδα.

Το στόμα δέχεται μια σιδερένια γροθιά, που την ακολουθεί δεύτερη και τρίτη….

Όταν πέθανε ήταν μόλις 32 χρονών.