Η μουσική ευφυΐα του Αντώνη Βαρδή

Ο συγκάτοικος στην τρέλα δεν μένει πια εδώ

| 03/09/2014

Πέρα από το αίσθημα της λύπης που αφήνει η απώλεια ενός σεμνού και δημιουργικού ανθρώπου, ο θάνατος του Αντώνη Βαρδή τερματίζει συμβολικά μια συγκεκριμένη παράδοση του ελληνικού τραγουδιού: την παράδοση των τραγουδιών που γράφονταν για να τραγουδηθούν. Ως προς αυτό, ο Βαρδής πήρε κατευθείαν τη σκυτάλη από τον Λοΐζο. Ο Βαρδής είναι ο κατεξοχήν συνθέτης της μπαλάντας, της μιας κιθάρας, των μελωδιών που τραγουδιούνται και σφυρίζονται, που δεν ακολουθούν το στίχο ασθμαίνοντας μπας και βγει το τρίλεπτο, αλλά που παίρνουν το στίχο απ’ το χεράκι και του εμφυσούν μια ζωή καινούργια και αυτόνομη.

Στον Βαρδή διακρίνω τέσσερα βασικά πρόσωπα, αλληλένδετα αλλά για τις ανάγκες τούτου του σημειώματος και διακριτά.

Καταρχήν, ο Βαρδής υπήρξε πολιτικός. Δύσκολα ξεχνιούνται οι παλλόμενες τραγουδάρες που χάρισε στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τους στίχους του Πάνου Φαλάρα, απόλυτα ενταγμένες στην πολιτική συνειδητοποίηση του δεύτερου μισού των 1970s. Δύναμη, πολλή δύναμη έχουν αυτά τα τραγούδια, χωρίς καμία προσφυγή σε «αγωνιστικές» ρυθμικές ευκολίες, ένα-δύο, εν-δυο και εμβατήρια. Αντιθέτως, ο Βαρδής υπηρετεί πιστά τις εικόνες κάθε τραγουδιού με τη θαυμαστή ρυθμική και μελωδική του παλέτα, μετακινούμενος από τη διαδήλωση και τα πολιτικά γραφεία στα καφενεία με τους δοσίλογους, κι από την υψωμένη γροθιά στη μελαγχολία της επαρχίας. Μετά από 36 χρόνια, μόνο το «Φεύγουν Καράβια» ακούγεται ακόμη πού και πού στα ραδιόφωνα, αλλά ειλικρινά βρείτε μου εσείς ένα φετινό τραγούδι που να βάζει κάτω κομμάτια όπως η «Επαρχία 1978», το «Πάλι βρέχει», το «Θα ’ρθουν στιγμές»… Ούτε ένα δεν μπορεί να κοντράρει τα «Σακατεμένα τραγούδια» εκείνης της περιόδου του συνθέτη.

Ο Βαρδής υπήρξε επίσης ένας μεγάλος λυρικός. Ευαίσθητος, μελαγχολικός, τρυφερός, παραπονεμένος και βροχερός, έγραψε τραγούδια που κολλάνε πάνω σου και δεν λένε να βγουν. Στην κορυφή βάζω το «Ήρθες νύχτα», εκλεκτό δείγμα της μουσικής ευαισθησίας του Βαρδή. Βασικό χαρακτηριστικό της το γεγονός ότι έχει λόγο ύπαρξης, μέσα στην ευτυχή συνάντησή της με στίχους όπως αυτούς του Κώστα Τριπολίτη. Είναι μια ευαισθησία που βγάζει κάτι το ταπεινό, κάτι το ειλικρινά αδιέξοδο, και όχι κάτι το ναρκισσιστικό και το επιβεβαιωμένο. Δεν φωνάζει ο Βαρδής «δείτε τι cool καταραμένος είμαι», παρά ψιθυρίζει «έτσι είναι τα πράγματα, τετριμμένα και δραματικά, κι εγώ θα βρω τον τρόπο να τους δώσω νόημα και να τα γευτώ μέχρι τέλους». Το «Ήρθες νύχτα» το ακούμε εδώ από το αρχείο του ακούραστου αρχειοδίφη Μάνου Ορφανουδάκη.

Τρίτον, ο Βαρδής υπήρξε λαϊκός, βαθιά λαϊκός, απλός, στιβαρός, όπως πρέπει – αλλά διόλου καθωσπρέπει. Και δεν μπορεί να βγήκε τυχαία αυτή η λαϊκή ταυτότητα, από έναν άνθρωπο που έκανε το «αγροτικό» του στην οικοδομή και στο βενζινάδικο προτού καταξιωθεί στη δισκογραφία. Ο Βαρδής έγραψε το καθαρό και ξάστερο «Βάσανο γλυκό» που τραγούδησε η Λιζέττα Νικολάου το 1980 – αναζητήστε το. Έγραψε, επίσης, ένα από τα ωραιότερα ζεϊμπέκικα των 1990s, το «Έκλαιγε μαζί μου το φεγγάρι» με τη φωνή της Γλυκερίας. Αυτό όμως που ακούς και πέφτουν οι σοβάδες απ’ τον τοίχο είναι το «Μ’ άφησες σαν πόλη» με τη Χαρούλα στα καλύτερά της.

Τέλος, ο Βαρδής υπήρξε απρόβλεπτα και ιδιόμορφα ροκ. Ενδεικτικό των πρώιμων ερεθισμάτων του είναι το ότι η θητεία του στο τραγούδι ξεκινά με τους Βίκινγκς και την αγγλόφωνη ποπ στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Κομμάτια της κληρονομιάς που αφήνει πίσω του είναι η ενορχηστρωτική έκπληξη, η απρόσμενη αυξομείωση της έντασης και η εξηλεκτρισμένη μπαλάντα, ένα πραγματικά υβριδικό είδος τραγουδιού στο μεταίχμιο λαϊκού και ροκ. «Φεύγω», «Σχήμα λόγου», «Δεν είχα δύναμη», «Ροκ μπαλάντα», είναι μερικά μόνο από τα δείγματα αυτού του ιδιόμορφου ύφους. Ξεχωρίζω το «Θα εκραγώ», όχι μόνο για την ορμητική μελωδία του αλλά και για τους στίχους του Αντώνη Ανδρικάκη που φέρνουν τον ερμηνευτή, πλέον, Βαρδή αντιμέτωπο – όλοι σας και μόνος μου – με το σύστημα, την «κρυφή μηχανή».

Τα 500-παρά-κάτι τραγούδια του Βαρδή είναι σίγουρα άνισα, και δεν ήταν πρόθεση αυτού του μικρού σημειώματος η ωραιοποίηση ενός έργου εξαιρετικά αντιφατικού και κάποιες φορές επαναλαμβανόμενου, καθορισμένου αναπόφευκτα από την εκάστοτε ιστορική συγκυρία και το πνεύμα των καιρών. Μέσα σε αυτό το έργο όμως βρίσκονται σημαντικές στιγμές, και ο φίλος του ελληνικού τραγουδιού έχει να κερδίσει από την περιδιάβαση σ’ αυτό. Ο αυτοδίδακτος Αντώνης Βαρδής υπήρξε ένας ευφυής συνθέτης.

ΥΓ: Το αγαπημένο μου: «Κάτω απ’ την κληματαριά». Δώρο του Βαρδή και του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, μια Ελλάδα που υπάρχει μόνο όταν βρίσκεσαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά της. Ένα τραγούδι όμορφο μα προπαντός χρήσιμο – το παίρνεις στα μπαγκάζια και δεν χρειάζεσαι να κουβαλάς ήλιους, νησιά, νερά κι αρώματα. Κι απ’ τις πολλές ακροάσεις, μπορεί να γυρίσεις και πίσω κιόλας, να επιστρέψεις ψάχνοντας την κληματαριά. Τι κι αν δεν βρεις κληματαριά; Τη φαντάστηκες, την ονειρεύτηκες, την τραγούδησες, κι αυτό σου φτάνει.