"Αυτό που περισσεύει"

Ο τόπος συνάντησης με το κομμάτι που λείπει... στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, μέχρι 21/1

| 06/01/2016

«Αυτό που περισσεύει» είναι ένα σώμα, ή, μάλλον τρία σώματα μαζί. Είναι ένα κείμενο, ή, μάλλον, αρκετά κείμενα μαζί. Είναι Ένα, που απαρτίζεται από κομμάτια. Ξεχωριστά ποιήματα εννέα ποιητών συντίθενται με τρόπο τέτοιο ώστε να βυθιζόμαστε σε έναν λόγο ενιαίο, ακριβή και προκλητικό. Τρία σώματα πάνω στη σκηνή συνυπάρχουν με τέτοια σχέση ώστε να αναγνωρίζουμε στο καθένα τα κομμάτια του εαυτού μας, που τελικά μόνο ως κομμάτια ενός πράγματος, ενός όντος μπορούμε να τα δούμε, και όχι αλλιώς, όχι ξεχωριστά. «Ακούγοντας» την παράσταση νιώθεις να έχουν επιλεγεί όλες οι ενδεχόμενες καταστάσεις που μπορεί να συνθέτουν τον εαυτό μας μέσα σε μία ερωτική σχέση. Ή, τη σχέση την ίδια.

«Aυτό που περισσεύει» είναι το κομμάτι του εαυτού μας που πάντα θα μένει απέξω, που πάντα θα ψάχνει κάπου να μπει και δεν θα χωράει πουθενά, που θα μας κάνει να νιώθουμε ότι δεν γεννήθηκε αγκαλιά να μας χωρέσει ολόκληρους ή ολόκληρες. Είναι μια αλεπού που ξεπηδάει από το βλέμμα τού άλλου και μας κλείνει το μάτι για να μας θυμίζει ότι κάτι ακόμα λείπει, για να μας κάνει να συνεχίζουμε. Κι εμείς, εκεί, πεισματικά να αναζητάμε. Το βλέμμα της αλεπούς και την αγκαλιά. Την ψάχνουμε, πότε ως Χιονάτη και πότε ως πρίγκιπας, πότε ως πρόσφυγες και πότε ως ξέγνοιαστα παιδιά, πότε ως σύντροφοι και πότε ως ταξιδιώτες….

Και κάθε φορά ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει κάτι ακόμα που δεν έχουμε πει, που δεν έχουμε αφήσει, που δεν έχουμε μοιραστεί. Και αγωνιούμε. Σα να μην αντέχουμε τον εαυτό μας και πρέπει να τον αφήσουμε κάπου, να τον μοιραστούμε, να τον απεκδυθούμε. Ή, μήπως, να τον δούμε ακόμα μεγαλύτερο; Να τον δούμε σε ένα νέο σχήμα, αυτό της αγκαλιάς; Να δούμε το σώμα και το βλέμμα μας να απλώνεται, να γίνεται πέτρα και δέντρο και ζώο και χείμαρρος. Να γίνεται μια παρτίδα σκάκι.

Η γυναίκα μου δεν είναι δέντρο / είναι πέτρα. / Όταν τη ροκανίζω σπάω τα δόντια μου /κι εκείνη επίσης υποφέρει καθώς δεν γίνεται /να της αλλάξω σχήμα.

Η Αιμυλία Παπαδάκου συνθέτει ένα έργο πάνω σε μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι ο τόπος ή η ου-τοπία του καθένα και της καθεμίας από εμάς. Είναι ο τόπος που συναντιόμαστε με το ανεκπλήρωτο του έρωτα, με την μανιώδη αναζήτησή του, με τη ακατάλυτη ορμή του. Με τη συνειδητοποίηση ότι κάτι πάντα θα περισσεύει.

Ποιος τόπος μπορεί να το αντέξει όλο αυτό; Ποιος τόπος μπορεί να χωρέσει και αυτό που περισσεύει; Ποιος τόπος μας αντέχει ολόκληρους; Ποιος τόπος αντέχει την ειρήνη και τον πόλεμό μας;

«καθόντουσαν κοντά κοντά / και ανάβανε μια κόκκινη / μοχθηρή φωτιά και / κάθε βράδυ ακούγανε τα τριξίματα και τους κρότους που ξεριζώνανε τον τόπο στην απέραντη προσπάθεια που έκανε να μετακινηθεί

Και φεύγουν οι άνθρωποι από τους τόπους τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά φεύγουν. Χωρίς να καταφέρνουν να διασώσουν, πολλές φορές, ούτε τους ίδιους τους τους εαυτούς.

και τώρα σκέπτομαι καμιά φορά ότι ίσως και να μην είχες υπολογίσει με ακρίβεια το μήκος της διαδρομής, αχανής ήταν η χώρα που έπρεπε να διασχίσεις, το ταξίδι κράτησε αρκετά αλλά πάντα λιγότερο απ’ όσο αρχικά ευχόσουν και τώρα μόλις καταλαβαίνω ότι απ’ όλα αυτά ίσως τελικά τίποτα δεν άξιζε να διασωθεί από τα νύχια του θανάτου παρά μόνο μια μακρινή ανάμνηση…

Πεισματικά όχι. Πεισματικά κουβαλάμε όλο το φορτίο, γιατί αν αφήσουμε κάτι πίσω αφήνουμε κομμάτι του είναι μας και εμείς θέλουμε ολόκληρο τον εαυτό μας είναι μας μαζί. Να τον φέρουμε κάθε φορά, να τον μετράμε, να τον στριμώχνουμε –για να χωρέσει. Ολόκληρος ο εαυτός, μαζί με τον εαυτό κάποιου άλλου. Χωρίς να περισσεύει τίποτε από κανέναν. Μα, ποιος τόπος μπορεί να είναι αυτός;

κουδούνια που χτυπούνε μεγαλώματα μέσα στα ρούχα πάμε για μπάνιο είπες ό,τι αφήνω πίσω μου δεν πιάνεται ξανά δεν θέλω τώρα να μαζέψω τα κομμάτια αποβολές επιστροφές δίκαιοι εραστές γωνιές κρυφές κραυγές απατηλές φωλιές φωνές στιγμές επιτηρήσεις και σιωπές

Και αν τολμήσεις να προχωρήσεις, τότε καλό κουράγιο

Κι άμα τα θες πιο βαθιά / μέσα γαλάζιο (1 αναπνοή) – έξω γαλάζιο (1 αναπνοή) / άμα τα θες πιο βαθιά / καλό κουράγιο

Και ακόμα πιο βαθειά, στον πιο βαθύ ύπνο, στο πιο βαθύ μέτρημα, στην πιο βαθειά αναμέτρηση, στην πιο βαθειά αγκαλιά. Στην πιο βαθειά αυταπάτη που ονομάζουμε όνειρο ή πραγματικότητα, αναλόγως…

Σαν την χλωμή, κατάλευκη Χιονάτη

Και με κρατούσε από τον λαιμό γερά για να μην φύγω.

(νεράιδες, πνεύματα, φαντάσματα, κράτα τα απ’ τον λαιμό γερά αν να εξαφανιστούν δεν θέλεις)

…………………………….

Ήταν αλλιώς με τους υπόλοιπους αριθμούς.

“Απ’ όλους μόνο ο ένα μου έκανε έρωτα στ’ αλήθεια κι εγώ ποθούσα πάντα τον ανέκφραστο εφτά”.

……………………………

– Οι μακριές αυτές γραμμές που διασχίζουν το δέρμα σας, είναι μήπως του μήλου το σιρόπι;

                                                                                                                                                                           Μα δεν υπήρξε πρίγκιπας.

                                         Μην πείτε όχι, κρίμα… κρίμα… όλοι μας είχαμε φαντασιώσεις για τον πρίγκιπα.

                                                                                                                                               (Τουλάχιστον δεν έκρυβε την αθλιότητά του)

-Μα δεν υπήρξε πρίγκιπας.

-Ήταν απλώς, άλλος ένας άντρας που δεν θέλησα.

-Τα μάγια δεν με πρόλαβαν ποτέ, δεν βλέπετε;

Η αναμέτρηση αυτή δεν έχει νικητές. Πάντα βγαίνουμε όλοι νικημένοι. Είναι, ίσως, η μοναδική στιγμή που θέλουμε να αφήσουμε τον εαυτό μας να νικηθεί, να εξοντωθεί, να διαλυθεί. Για να ξαναγεννηθεί.

λέω γιατί δεν γράφω κι ένα ποίημα να υπάρχει αυτό αφού δεν υπάρχει η φωνή της, τώρα που όλο κάθεται μόνη της και περιμένει, και απουσιάζει ολόκληρη από τον εαυτό της, και σαν να ξέχασε πως έχασε κάποτε τη φωνή της, και δεν της αρέσουν κι οι απουσίες, και που ποτέ δεν της άρεσε να χάνει πράγματα.

Να ξαναγίνει παρουσία. Και να φαντασιωθεί το πιο ολόκληρο είναι. Και, ίσως, να το ζήσει. Στο πιο φτωχό φως ή στο πιο ακριβό σκοτάδι.

Τόσο πολύ με κοίταζες

Που μια μικρή αλεπού

Ξεπήδησε απ’τα μάτια σου.

Νομίζαμε πως χάθηκε

Όμως εκείνη ξαναγύρισε

Για να μας φέρει

Μια μπουκιά ακριβό σκοτάδι.

“Μα ποια είσαι λοιπόν” τη ρωτήσαμε

“Είμαι” είπε, “αυτό που περισσεύει”.

 12227548_694614810640008_4709389660880417482_n

[Τα λόγια που εμφανίζονται με πλάγια γράμματα είναι από τα κείμενα της παράστασης]

[hr]

INFO:

Κείμενα: Αρσένι Ταρκόφσκι, Β. Αμανατίδης, Φ. Γιαννίση, Κ. Ηλιοπούλου,
Γ. Μπούκοβα, Σ. Πολενάκης, Α. Σιγούρου, Γ. Στίγκας, Γ. Ψάλτης

Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Αιμυλία Παπαδάκου
Σκηνικά, Κοστούμια, Βίντεο: Αλέξανδρος & Χρήστος Μπουρελιάς (boubrothers)
Επιμέλεια κίνησης-χορογραφίες: Αγγελική Σιγούρου
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Χριστοπούλου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Βέργης
Επιμέλεια αφίσας, τρέιλερ: Αλέξανδρος & Χρήστος Μπουρελιάς(boubrothers)

Ερμηνεύουν: Κωσταντίνος Δανίκας, Έλενα Θωμοπούλου, Βασιλική Χριστοπούλου

Διάρκεια παράστασης 60΄

 Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Αίθουσα 1 ισογείου, Πειραιώς 206, Ταύρος, Αθήνα

Ημερομηνία: 16 Δεκεμβρίου 2015 – 21 Ιανουαρίου 2016
Μέρες & ώρες: Κάθε Τετάρτη & Πέμπτη, στις 21:30 

Τιμές Εισιτηρίων: 10€, 8€ μειωμένο, 7€ Ατέλειες ΣΕΗ

Προπώληση: ταμεία του Ιδρύματος, Εκδοτήρια Ticket Services Πανεπιστημίου 39 (Στοά Πεσματζόγλου), Forthnet

Πληροφορίες – Κρατήσεις: τηλ. 210 3418 550, 210 3418579, Δευ-Παρ 11:00 – 14:00