Βιβλία για τα 100 χρόνια από την ένδοξη Οκτωβριανή επανάσταση -B’ Μέρος

| 26/12/2017

 Φέτος, είπαμε το καθιερωμένο αφιέρωμα στα βιβλία των Χριστουγέννων να στριφογυρίσει γύρω από τις εκδόσεις που έγιναν μέσα στο 2017 για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ένας ελάχιστος, φυσικά, φόρος τιμής για τις μέρες που συνεχίζουν να συγκλονίζουν τον κόσμο μας και μας κάνουν να θέλουμε να συνεχίζουμε με πάθος να διαβάζουμε, να γράφουμε, να διαφωνούμε και να ανταλλάσσουμε ιδέες για το πώς ο κόσμος μας θα γίνει αυτό που θέλουμε. Η έφοδος στον ουρανό δεν είναι εύκολο πράγμα, είναι όμως κάτι που γίνεται, όπως μας αποδεικνύουν τα αναγνώσματα που παραθέτουμε -και άλλα τόσα φυσικά που έχουν γραφτεί όλα αυτά τα εκατό χρόνια… 


Συνεχίζουμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στις εκδόσεις για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση με την καινούργια έκδοση του εμβληματικού «Κράτος και Επανάσταση» του Βλαντίμιρ  Ίλιτς Λένιν (Εκδ. Ερατώ), σε μετάφραση Μιλτιάδη Αργυρόπουλου. Ένα, τρόπο τινά, πολιτικό εγχειρίδιο προορισμένο για τον ρώσο εργάτη, γραμμένο εν θερμώ τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη του 1917, πάνω στην πιο κρίσιμη καμπή της πολύμηνης επαναστατικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει τον Φλεβάρη με την εξέγερση των εργατών και των στρατιωτών, το διώξιμο του Τσάρου και την δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης απέναντι στα Σοβιέτ που σταδιακά αποκτούσαν μεγάλη δύναμη, το «Κράτος και Επανάσταση», περιέχει όλα όσα θα έπρεπε να γνωρίζει και να κατανοεί η εξεγερμένη εργατο-στρατιωτική μάζα. Όπως γράφει και ο Μιλτιάδης Αργυρόπουλος στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, «πρόκειται ουσιαστικά για ένα ‘βασικό εγχειρίδιο μαρξισμού για αρχάριους’, γραμμένο βιαστικά, σχεδόν μονοκονδυλιά, με στόχο να διδάξει μαρξισμό σ’ αυτούς που δεν τον είχαν διαβάσει και δεν θα τον διάβαζαν ποτέ». Με βάση αυτό, ο Λένιν εστιάζει στα βασικά τής θεωρίας – τη θέση του εργάτη στον κρατικομονοπωλακό πια καπιταλισμό, την εκμετάλλευση και πώς την υφίσταται· σημειώνει την εξέλιξη του εργατικού κινήματος. Συνεχίζει ο Αργυρόπουλος:  «ο Λένιν πλάθει τον λόγο του με λαϊκά υλικά: απλό λεξιλόγιο, σχετικές σύντομες περιόδους, απουσία λογοτεχνικών σχημάτων -που άλλωστε δεν θα είχαν θέση σε ένα εγχειρίδιο εκλαϊκευμένης πολιτικής φιλοσοφίας – έλλειψη παραλλαγών στον τρόπο προσέγγισης και ορισμού των βασικών  θεωρητικών εννοιών και τακτική επανάληψή τους κατά την εξέλιξη του κειμένου, ώσπου να εμπεδωθούν αυτολεξεί, δίκην συνθήματος». Αναφορά γίνεται στον πόλεμο που μαίνεται στην Ευρώπη, στην στάση πολλών σοσιαλδημοκρατών υπέρ της ιμπεριαλιστικής σύρραξης- σύγκρουσης και αναδιανομής της λείας. Γι’ αυτό και αναφέρονται σειρά οπορτουνιστών αριστερών ηγετών που τάχθηκαν με την εθνική τάξη της χώρας τους, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Γερμανό Καρλ Κάουτσκυ, τον γνωστότερο από τους ηγέτες της Β’ Διεθνούς, «η οποία χρεοκόπησε τόσο θλιβερά σε τούτο τον πόλεμο». Επίσης αναφέρεται στην εμπειρία των δημοκρατικών εξεγέρσεων μεταξύ 1848 – 1851, στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και στις ρώσικες επαναστάσεις του 1905 και του Φλεβάρη του 1917 και τονίζει ότι, καθώς ολοκληρώνεται το πρώτο στάδιο ανάπτυξής της μπαίνει επιτακτικά η προοπτική ολοκλήρωσης σαν «ένας κρίκος σε μια αλυσίδα σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων που έχουν την αφετηρία τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», όπως αναφέρεται στο τέλος του προλόγου. Χαρακτηριστικές της παιδευτικής μεθόδου του Λένιν είναι οι επικεφαλίδες των μερών που χωρίζεται το βιβλίο καθώς εξηγούν σχεδόν λεπτομερώς σε τι αναφέρονται καθιστώντας έτσι το δοκίμιο ένα είδος λαϊκής πολιτικής εγκυκλοπαίδειας όπου ο καθένας δύναται να το διαβάζει αποσπασματικά ανάλογα με τις απορίες του. Πέρα των άλλων αυτό που έχει συζητηθεί πάρα πολύ και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή αντιπαραθέσεων είναι η άποψη του Λένιν για το κράτος καθεαυτό. Με τον εργατικό έλεγχο και την δικτατορία της τεράστιας πλειοψηφίας των ανθρώπων του μόχθου απέναντι σε μια μηδαμινή μειοψηφία  αλλά και την  εμπλοκή όλων στην διακυβέρνηση -με την πάροδο του χρόνου η βία που εξασκείται θα μειώνεται συνεχώς, οι κατασταλτικοί μηχανικοί θα περιέρχονται σιγά- σιγά σε αχρηστία έως ότου  το κράτος, έχοντας παίξει τον ρόλο του, θα δώσει την θέση του σε μια κομμούνα. Και αυτό διότι οι άνθρωποι απελευθερωμένοι από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την δουλειά θα τηρούν τους βασικούς κανόνες συμβίωσης , γνωστούς από αιώνες χωρίς έξωθεν καταναγκασμούς, χωρίς να έχουν ανάγκη τους  περισταλτικούς μηχανισμούς  του κράτους. Εδώ ο Λένιν προεκτείνει της θεωρία του Μαρξ για το πέρασμα στην Κομμουνιστική θεωρία με τον μαρασμό του Κράτους η οποία τα επόμενα χρόνια θα εγκαταλειφθεί λόγω άκρως δυσμενών συνθηκών…

Μιας και ο λόγος για τον Λένιν, υπάρχει το εντελώς πρόσφατο βιβλίο που  έγραψε και συνέθεσε ο πασίγνωστος Σλοβένος φιλόσοφος και κριτικός θεωρητικός, Σλαβόι Ζίζεκ, το «Λένιν 2017» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), σε περιεκτική μετάφραση Γιώργου Καράμπελα. Σε αυτό συγκέντρωσε κείμενα εκ των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του μπολσεβίκου ηγέτη που κατά την άποψη του συγγραφέα αποκαλύπτουν πλήρως την οξεία αντίληψή του. Είναι περίοδος όπου το νεοπαγές σοσιαλιστικό κράτος έχει αφήσει πίσω την διεθνή εισβολή και τον αιματηρό εμφύλιο, έχει βγει απ’ το εμπάργκο και έχει, επίσης, καταστείλει εσωτερικές εξεγέρσεις σαν της Κρονστάνδης. Η Σοβιετική Ένωση, αποδυναμωμένη υλικά και ψυχικά, και ενώ ευρωπαϊκή εξέγερση δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, οφείλει, μπροστά στην νέα πραγματικότητα, να ανασκευάσει τα αρχικά πλάνα και να ξαναρχίσει, όπως λέει ο Ζίζεκ εκ θεμελίων. Με άλλα λόγια να κάνει μια μεγάλη υποχώρηση σχετικά με όσα πίστευε ο ηγέτης της επανάστασης και είχε ευθαρσώς γράψει στο κλασικό «Κράτος και Επανάσταση» που αναφερθήκαμε πιο πάνω. Πολύ ενδιαφέρον έχει η, μεγάλης έκτασης 90 σελίδων εισαγωγή, αλλά και το επίμετρο του Ζίζεκ για την μπολσεβίκικη εμπειρία αλλά και τις όποιες προοπτικές του σήμερα. Χαρακτηριστικός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου «Ανάμνηση, επανάληψη και επεξεργασία», καθώς ο σλοβένος φιλόσοφος χρησιμοποιεί τις θεωρίες του Χέγκελ, του Μάρξ και του Λακάν ως αναλυτικά εργαλεία. Πχ σχετικά με την πραγματική ελευθερία που επικαλείται ο Λένιν, ο Ζίζεκ γράφει: «η αληθινά ελεύθερη επιλογή είναι αυτή στην οποία δεν επιλέγω απλώς ανάμεσα σε δυο ή περισσότερες εναλλακτικές εντός ενός προκαθορισμένου συνόλου συντεταγμένων· επιλέγω αντίθετα να αλλάξω το σύνολο των συντεταγμένων.» Πιο κάτω σημειώνει πως στα 1920 ο Λένιν καταλάβαινε πως η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορούσε να προχωρήσει στην επικράτεια της καθυστερημένης αγροτικής οικονομίας με τα καθήκοντα των μπολσεβίκων να είναι, κυρίως, αυτά ενός προοδευτικού αστικού καθεστώτος αλλά επειδή τα καθήκοντα αυτά τα ανελάμβανε μια προλεταριακή επαναστατική εξουσία δινόταν μοναδική ευκαιρία αυτά τα «εκπολιτιστικά» μέτρα να εφαρμοστούν έτσι ώστε να διαρρήξουν το περιορισμένο αστικό ιδεολογικό τους πλαίσιο. Σήμερα, πλέον, τα κράτη, οι μηχανισμοί και οι θεσμοί τους είναι ολοένα και λιγότερο ικανά να αρθρώσουν τα κεντρικά διακυβεύματα: «η αυταπάτη του 1917 ότι τα επείγοντα ζητήματα  που αντιμετώπιζε η Ρωσία (η ειρήνη, η διανομής της γης, κ.ο.κ.) μπορούσαν να λυθούν με «νόμιμα» κοινοβουλευτικά μέσα είναι η ίδια με την σημερινή αυταπάτη ότι, ας πούμε, η οικολογική απειλή μπορεί να αποφευχθεί με την επέκταση της λογικής της αγοράς στην οικολογία (ώστε όλοι όσοι ρυπαίνουν να πληρώνουν το τίμημα  για την ζημιά που προκαλούν κ.ο.κ).» Τα κείμενα που σταχυολογεί ο συγγραφέας είναι επιστολές, γράμματα, εισηγήσεις και σημειώματα του Λένιν για τα προβλήματα που έχρηζαν λύσης εκείνη την εποχή, αλλά και κριτικές απέναντι σε συντρόφους όπως ο Σοκολόφ, ο Μιάσνικοφ και ο Κάμενεφ, το γράμμα στον Στάλιν για την σκαιά συμπεριφορά του απέναντι στην γυναίκα του, Κρούπσκαγια, αλλά και η βαρυσήμαντη ομιλία του στο 11ο Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ), όπως και το τελευταίο γράμμα που έγραψε ποτέ στους γεωργιανούς συντρόφους για να τους συμπαρασταθεί στην βίαιη συμπεριφορά του Ορτζονικίτζε, έμπιστου του Στάλιν. Τέλος, κεντρικό πυρήνα του βιβλίου αποτελεί το παρακάτω εδάφιο του Ζίζεκ: «Σήμερα, η αριστερά βρίσκεται σε μια κατάσταση που μοιάζει αλλόκοτα με εκείνη που γέννησε τον λενινισμό, και καθήκον της είναι να επαναλάβει τον Λένιν. Αυτό δεν σημαίνει μια επιστροφή στον Λένιν. Επαναλαμβάνω τον Λένιν θα πει δέχομαι ότι “ο Λένιν είναι νεκρός”, ότι η συγκεκριμένη λύση του απέτυχε, και απέτυχε μάλιστα τερατωδώς. Επαναλαμβάνω τον Λένιν σημαίνει ότι χρειάζεται κανείς να διακρίνει ανάμεσα σε ό,τι όντως έκανε ο Λένιν και το πεδίο δυνατοτήτων που διάνοιξε, να αναγνωρίσει την ένταση στον Λένιν ανάμεσα στις πράξεις του και μια άλλη διάσταση, τι “περισσότερο υπήρχε στον Λένιν από τον ίδιο τον Λένιν”. Επαναλαμβάνω τον Λένιν θα πει επαναλαμβάνω όχι ό,τι έκανε ο Λένιν, αλλά ό,τι απέτυχε να κάνει, τις χαμένες του ευκαιρίες.»

Στον χώρο της λογοτεχνίας επανεκδίδεται το λογοτέχνημα του Τζότζεφ Κόνραντ, «Με τα Μάτια ενός Δυτικού» (Εκδ. Ερατώ), σε ωραία μετάφραση του Γιώργου- Ίκαρου Μπαμπασάκη. Είναι η προσπάθεια του Πολωνού, γεννημένου στην Ουκρανία αλλά πολιτογραφημένου Άγγλου συγγραφέα να μιλήσει για την ρώσικη κοινωνία συνεπαρμένος από την λογοτεχνία και την κοινωνική της κουλτούρα. Είναι η εποχή που τελειώνει με τα ναυτικά ταξίδια και στρέφεται από το αφήγημα της εσωτερικής αναζήτησης με τα «Η καρδιά του σκότους» ή το «Λόρδος Τζιμ» σε περισσότερο πολιτικά θέματα: «Πληροφοριοδότης», «Ένας Αναρχικός», αν και η ενδοσκόπηση είναι πάντοτε παρούσα. Τρία χρόνια πριν την κυκλοφορία του «Δυτικού» ο Κόνραντ, σε κακή κατάσταση υγείας, θυμάται κάποιες ιστορίες που του είχαν διηγηθεί για την δράση Ρώσων επαναστατών -υπό την επίδραση της επανάστασης του 1905- και αποφασίζει να γράψει. Επρόκειτο, στην αρχή, να το εκδώσει ως νουβέλα έχοντας ένα και μόνο χαρακτήρα εμπρός του, τον Ραζούμοφ. Η συγγραφή ταλανίζει τον Κόνραντ, μάλιστα εκμυστηρεύεται στην γυναίκα του πως καλύτερα να μην είχε ξεκινήσει ποτέ το γράψιμό του. Είναι άρρωστος τον περισσότερο καιρό, αλλά πιο σημαντικό είναι πως τον κατατρύχει ο ψυχολογικός φόβος απέναντι στην βία και την καταπίεση του τσαρικού καθεστώτος. Τόσο ο πατέρας του όσο και πολλοί στενοί συγγενείς του είχαν υποστεί διώξεις από την Οχράνα λόγω πολιτικής δράσης. Είναι φορές που βλέπει εφιάλτες σε κατάσταση απελπισίας καθώς αισθάνεται ανήμπορος να αντιδράσει στην τεράστια ισχύ ενός πανταχού παρόντος σκοτεινού συστήματος. Όλο αυτό το πλέγμα των καταστάσεων το καταγράφει με τεράστιο συναισθηματικό κόστος. Το όλο έργο λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε δυο πόλεις: την κοσμοπολίτικη και ευδαίμονα Γενεύη και την παράξενη και μοναχική Αγία Πετρούπολη. Θέλοντας να εκφράσει τον αληθινό ψυχισμό των Ρώσων διαλέγει τελείως διαφορετικούς ήρωες -τον ενοχικό και οργισμένο Ραζούμοφ, τον ευκολόπιστο, αγνών προθέσεων, επαναστάτη Χαλντίν, τον πονηρό Πέτροβιτς και τον τρομοκράτη Νικήτα- με αφηγητή της ιστορίας έναν γηραιό καθηγητή αγγλικών. Ο Κόνραντ στήνει γύρω τους ένα γαϊτανάκι «καταραμένων», από χαφιέδες, εμιγκρέδες και επαναστάτες μπλεγμένους στις διαδρομές της ιστορίας όπου οι κανόνες του καλού και του κακού είναι ίδιοι για όλους. Είναι οι κλασικοί αντί-ήρωες του Κόνραντ, γεμάτοι αμφιβολίες και αμφισημίες. Με ύφος ρομαντικό αλλά με σκληρή ειρωνεία ο  Άγγλο-Πολωνός συγγραφέας  θεωρείται εκ των προδρόμων του ρεαλισμού και το διαπιστώνει κανείς σε βιβλία όπως αυτό. Εδώ βρίσκουμε τα «πιόνια» του συγγραφέα με τον Ραζούμοφ που ανακαλεί στην μνήμη τον Μπαζάρεφ απ’ το «Πατέρες και Γιοί» του Ιβάν Τουργκένιεφ με τους υπόλοιπους να διαβιούν στο ντοστογεφσκικό κλίμα που συντηρεί ο Κόνραντ. Στο βιβλίο, πέρα από το σημείωμα της έκδοσης, υπάρχει ένα περιεκτικό χρονολόγιο με φωτογραφίες, το επίμετρο της Σώτης Τριανταφύλλου και, τέλος, ένα ακόμη σημείωμα του Κόνραντ, στην έκδοση του 1920, όπου τονίζει πως πρόθεσή του ήταν να αποδώσει όχι τόσο την πολιτική κατάσταση, όσο την ψυχολογία της ίδιας της Ρωσίας. Πράγμα που, μάλλον, πέτυχε γιατί ενώ στην Ευρώπη το μυθιστόρημα δεν είχε ανταπόκριση, στη νεαρή σοβιετική δημοκρατία γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις.

«Η Λευκή Φρουρά» (Εκδ. Ερατώ), σε εξαίρετη μετάφραση από την Ελένη Μπακοπούλου, θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, του μεγάλου Ουκρανού συγγραφέα που, αν και μεγάλη αδυναμία του Στάλιν, βρέθηκε ουκ ολίγες φορές υπό την δαμόκλειο σπάθη της λογοκρισίας με αποτέλεσμα το έργο ως αυτόνομος τόμος να μην δημοσιευθεί ποτέ, όπως και το έτερο αριστούργημά του, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα». Η πλοκή της «Λευκής Φρουράς» λαμβάνει χώρα στην πόλη γέννησης του συγγραφέα, το Κίεβο, στα τέλη του σωτηρίου έτους 1918 κατά την διάρκεια του οποίου ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται στο ζενίθ του. Τη χρονιά αυτή ο νεαρός γιατρός Μπουλγκάκωφ επιστρέφει στο Κίεβο από την  αναγκαστική θητεία του σε κάποιο μακρινό χωριό έχοντας δηλώσει πριν ακατάλληλος να πολεμήσει μια και αντιτασσόταν σε όλο αυτό το μακελειό. Χωρίς να ονομάζεται η πόλη που περιγράφεται ενδελεχώς, μας μιλάει για το πώς «τα πάθη των ανθρώπων ποτίζουν τους δρόμους της», σε μια εποχή που η Οκτωβριανή επανάσταση έχει τινάξει στον αέρα την κρατική οντότητα της Τσαρικής Ρωσίας ανάβοντας πυρκαγιές σε όλη την επικράτεια. Το Κίεβο υπό γερμανική κατοχή ετοιμάζεται να παραδοθεί στον Ουκρανό εθνικιστή Σιμόν Πετλιούρα που δεν αφήνει τίποτε όρθιο στο πέρασμά του προκειμένου να καταλάβει τάχιστα την πόλη ακόμη και απέναντι στην συντηρητική Λευκή Φρουρά με εκπροσώπους της προηγούμενης τάξης πραγμάτων. Βιάζεται καθώς πίσω του ακολουθεί ο Κόκκινος Στρατός που τελικά θα επικρατήσει, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες. Ένα καζάνι που βράζει η πόλη, αλλάζει διαρκώς εξουσίες και οι ίδιοι οι κάτοικοί της δεν γνωρίζουν ποιοι κυβερνούν κάθε φορά -λευκοί, κόκκινοι, εθνικιστές ή τσαρικοί. Καθώς εν καιρώ πολέμου κάθε έννοια ανθρώπινου πολιτισμού καταρρέει, χάος και τρόμος επικρατούν -«κανένας δεν ήξερε ποιος πυροβολούσε ποιόν» γράφει ο Μπουλγκάκοφ. Οι εναπομείναντες της παλιάς ρώσικης φαμίλιας των Τουρμπίν – ο Αλέξης, η Ελένα και ο Νικόλκα, τρία αδέλφια- και οι γύρω τους νιώθουν μετέωροι, καθώς όλες οι βεβαιότητες που είχαν για το απαρασάλευτο της κοινωνίας, την αιώνια σταθερά της, μέσα στην οποία μεγάλωσαν, αφανίζονται με γοργούς ρυθμούς και νέες βίαιες δυνάμεις εισέρχονται στο θέατρο της ιστορίας. Αντιστέκονται στην αλλαγή του τρόπου ζωής τους γαλουχημένοι με τα βιβλία και τον πολιτισμό. Άνθρωποι, σε υπαρξιακή κρίση, προσπαθούν να κρατήσουν τις ισορροπίες τους, να διατηρήσουν τον ανθρωπισμό τους απέναντι στην βαρβαρότητα που τους κατακλύζει και όπου κάθε κανόνας συμπεριφοράς αναστέλλεται. Ο συγγραφέας θυμίζει εδώ τον Χέρμαν Μπροχ στους «Υπνοβάτες», την έξοχη τριλογία του για την θέση των ανθρώπων σε καιρό πολέμου. Το επικό αυτό μυθιστόρημα έχει πλείστα όσα αυτοβιογραφικά στοιχεία με τον Αλέξη ως νεαρό γιατρό να φωτογραφίζει τον ίδιο τον συγγραφέα και τους υπόλοιπους χαρακτήρες να εκπροσωπούν κοντινούς του ανθρώπους. Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ (1891-1940) θεωρείται εκ των μεγάλων ανανεωτών του ρώσικου θεάτρου καθώς τα έργα του, στα όρια του παραλόγου, βρίθουν κοινωνικών συμβολισμών και καυστικότατου χιούμορ. Η «Λευκή φρουρά», παρθενικό βιβλίο του ουκρανού λογοτέχνη, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1971 σε μετάφραση Αντρέα Φραγκιά. [Ακριβώς το ίδιο επανεκδόθηκε τέλος του 2016 από τις εκδόσεις  Βίπερ- Πάπυρος.] Στην τωρινή προσεγμένη έκδοση των εκδόσεων Ερατώ υπάρχει ένα λεπτομερές και κατατοπιστικό επίμετρο του Ίγκαρ Μπέλζα, καθώς και αναλυτικό χρονολόγιο της ζωής του συγγραφέα.

Ο ∆ηµήτρης Μπελαντής, γνωστός δοκιμιογράφος και μαχόμενος δικηγόρος έχει ένα καινούριο βιβλίο με τον παράξενο τίτλο, «Ο Στάλιν στην Κολιμά» (Εκδ. Τόπος). Την συγγραφική του δεινότητα την είχαμε επισημάνει από το εξαιρετικό τρίτομο έργο του «Η Ουλρίκε µετά το θάνατο της Μάινχοφ» (Εκδ. Βιβλιοπέλαγος). Αν εκεί ο Μπελαντής δημιουργούσε μια φανταστική υπέρβαση, στο καινούριο του πόνημα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να παίζει με τις πιθανότητες. Στο δικό του σύμπαν είναι οι Τρότσκι και Ράντεκ που κυριαρχούν του Στάλιν, ο οποίος διαφεύγει παράνομος στήνοντας δίκτυα του δικού του ΚΚΣΕ. Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε 44 ημέρες, από την 1.1.1936 έως και τις 13.2.1936, όσα και τα κεφάλαια, με ένα ακόμη για επίλογο και με την αυλαία να ανοίγει καθώς ο Στάλιν μεταφέρεται δεσμώτης στα γκουλάγκ της Κολιμά. Έχει περάσει διάφορα βασανιστήρια και πιέσεις αλλά ένεκα τον ικανοτήτων του κατορθώνει με την εξέγερση των οπαδών του που βρίθουν στις φυλακές να πάρει την εξουσία και να συστήσει ένα είδος κρατικής οντότητας. Έτσι, η Σοβιετική Ένωση διχοτομείται σε Ανατολική και Δυτική. Στην τελευταία, είναι ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας -της Τσεκά- ο Μπέρια που επωφελείται της αναταραχής και της αμηχανίας της επίσημης ηγεσίας να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία, να δολοφονήσει τον Τρότσκι και να κυνηγήσει τον Ράντεκ που καταφεύγει στην Δύση και στην Τρίτη Διεθνή. Τα δυο στρατόπεδα και οι στρατοί τους συγκρούονται με απίστευτη σκληρότητα για πρώην συντρόφους στέλνοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους βορά στη νομή της εξουσίας χωρίς κανέναν ενδοιασμό σε σειρά από μάχες που οι περιγραφές τους θυμίζουν σπλάτερ ταινία στιλ «Άρχοντα των Δακτυλιδιών». Πέρα από τον Δεύτερο Εμφύλιο Πόλεμο για την επικράτηση υπάρχει ένα ακόμη επίδικο: Σε μια υπόγεια μυστική βάση στο Μαγκαντάν υπάρχει ολόκληρη πόλη με επιστήμονες και τεχνικούς του επίσημου καθεστώτος όπου με επικεφαλής τον Αϊνστάιν κατασκευάζει υπερόπλα έχοντας ήδη μερικές ατομικές βόμβες σε πειραματικό στάδιο. Ο αγώνας – πέρα από τη σύγκρουση του έμψυχου υλικού- γίνεται για την κατάληψη της εν λόγω βάσης, για το ποιος θα προλάβει να πλήξει πρώτος τον άλλον. Και μέσα σε αυτό το δυστοπικό  σύμπαν που δημιουργεί ο συγγραφέας υπάρχει μια μικρή ελπίδα φωτός: Η Κομμούνα της Βορκουτά, μια συλλογικότητα από πρώην κρατούμενους υπό την δημοκρατική ηγεσία του Γκαβρίλ Μιάνσικοφ, προσώπου αληθινού που έλαβε μέρος στην επανάσταση και σχημάτισε μέσα στο κόμμα την «Εργατική Ομάδα», συνεπούς πολέμιου του Λένιν ύστερα από την εγκατάλειψη των σοβιέτ, του εργατικού ελέγχου και της εσωκομματικής δημοκρατίας. Η εξέλιξη έχει πολλές ανατροπές με την δραματικότερη στο τέλος, αλλά εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στην δομή του μυθιστορήματος είναι η εμβάπτιση για τα καλά του συγγραφέα στα συναρπαστικά χωράφια της επιστημονικής φαντασίας και μάλιστα στο είδος της εναλλακτικής ιστορίας. Με αυτά τα δεδομένα, ο Μπελαντής ενσωματώνει δημιουργικά, στοιχεία από έργα του Φίλιπ Κ. Ντικ , του Ρόμπερτ Χαϊνλάιν, του Μονταλμπάν απ’ τον «Φόνο στην Κεντρική Επιτροπή», παράλληλα με το «Πανόπτικον» του Τζέρεμι Μπένθαμ ακόμα και  με αναφορές στον εξωγήινο που «βρέθηκε» σε διαστημόπλοιο στο Ρόσγουελ των ΗΠΑ το ’50, για να μην αναφέρουμε τα φαινόμενα παραψυχολογίας αλά Γιούρι Γκέλερ με τα οποία ψυχογραφούνται ο Στάλιν και ο Αϊνστάιν. Με αυτά τα συστατικά αλλά και με έρευνα ιστορικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται κατά την κρίση και την φαντασία του λογοτέχνη, «Ο Στάλιν στην Κολιμά» δεν είναι με κανένα τρόπο ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά δημιουργική λογοτεχνία και σαν τέτοια οφείλουμε να το διαβάζουμε, καθώς η αφήγηση έχει έντονη την αίσθηση του σασπένς ενώ ο συγγραφέας διατάσσει τους χαρακτήρες του ένθεν και ένθεν με άνεση, αληθοφάνεια και ιστορικότητα για να σχολιάσει εμμέσως την Οκτωβριανή Επανάσταση και τις προοπτικές της, «καθώς η Ιστορία», όπως γράφει, «συνδυάζει την ανάγκη µε την ενδεχοµενικότητα

Δύο βιβλία για τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι με πρώτο το εξαιρετικό «Φλέγομαι» (Εκδ. Μεταίχμιο) του Σουηδού Torbjörn Säfve,σε εύπλαστη μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη, που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Scripta το 2001- ένα μεγάλου μεγέθους βιβλίο με την χαρακτηριστική  φωτογραφία του ποιητή στο εξώφυλλο στην ξύλινη καρέκλα, με ξυρισμένο κεφάλι και με οργή στο βλέμμα- εικόνα που ταιριάζει απόλυτα με το πυρετώδες γράψιμο του συγγραφέα. Με σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας ο Σέβε, έχει γράψει πολλά βιβλία, κυρίως ιστορικά μυθιστορήματα και ενώ υπήρξε σε νεαρή ηλικία αναρχοσταλινικός και μαοϊκός έχει, πλέον, ασπαστεί το Ισλάμ αναβαπτιζόμενος ως Ali Touba. Πολλά έχουν γραφτεί για τον μεγάλο σοβιετικό ποιητή, πολλά αποσπάσματα από ποιήματά του έχουμε διαβάσει, αλλά δύσκολα μας δίνεται η ευκαιρία να ζήσουμε την ζωή του στους καιρούς των ανατροπών και να νιώσουμε τα συναισθήματά του. Αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό κατορθώνεται από τον Σουηδό συγγραφέα στη «Μυθιστορηματική Βιογραφία του Βλαντίμιρ Μαγιακόσφσκι», όπως λέει και ο υπότιτλος του βιβλίου. Ένας καυτός χείμαρρος λέξεων και φράσεων, εικόνων και αισθήσεων όπως, μάλλον, ήταν ο γεωργιανός ποιητής, για τον οποίον η αφήγηση άρχεται από τις 26 Μαρτίου του 1930  όταν ο άγριος γίγαντας νοσηλεύεται με βαριά κατάθλιψη για να ολοκληρωθεί είκοσι ημέρες μετά, με την αυτοκτονία του στο φτωχικό του γραφείο- διαμέρισμα. Το κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε κάθε μία από τις ημέρες αυτές, μέχρι τον θάνατό του. Ο συγγραφέας κάνει συνεχώς αναδρομές στο παρελθόν του Μαγιακόφσκι, αρχής γενομένης από τα 1910 όταν σε ηλικία 17 ετών έρχεται σε ρήξη με τις τσαρικές αρχές και πολύ γρήγορα με την καθιερωμένη τέχνη. Με λίγους ακόμη τολμηρούς, τον ζωγράφο Νταβίντ Μπουρλιούκ και τον συγγραφέα Βέλιμιρ Χλέμπνικοφ δημιουργούν την πρώτη φουτουριστική ομάδα, μιαν αληθινά ριζοσπαστική δράκα καλλιτεχνών που προοιώνιζε τις καταστάσεις των πραγμάτων που θα έρθουν στην ρώσικη κοινωνία. Και είναι πολλά αυτά που ήρθαν: Η σχέση του με το ζεύγος Μπρικ και βέβαια με την Λίλια Μπρικ που έγινε για πολλά χρόνια η μούσα του ποιητή με την παθιασμένη σχέση τους να ακροβατεί μέσα στο καμίνι της Ρώσικης Επανάστασης. Και ύστερα η συντροφική συνεργασία με τον λόγιο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, τον πρώτο Κομισάριο για την Τέχνη και την Παιδεία με ουσιαστική συμβολή στην άνθιση των τεχνών στην Σοβιετική Ένωση. Ο Κυβοφουτουρισμός, το ΛΕΦ – το, σε ελληνική μετάφραση, «Αριστερό Μέτωπο Τέχνης»- «Το Σύνεφο με Παντελόνια», ο «Λένιν», η «Ωδή στην επανάσταση», ο «Κοριός», το «Λουτρό» κ.α.  Ο συγχρωτισμός του Μαγιακόφσκι με τεράστιες φιγούρες όπως ο Μέγιερχολντ, ο Αϊνζεστάϊν, ο Ντζίγκα Βερτόφ, ο Τάτλιν, ο Μάλεβιτς και ο άτυχος ποιητής Γεσένιν που αυτοκτόνησε στα τριάντα του. Ο τρόπος συγγραφής των μεγάλων ποιημάτων του, τα πολλά ταξίδια του στην ενδοχώρα αλλά και στο εξωτερικό και οι φλογερές απαγγελίες του, οι έρωτές του με δυναμικές γυναίκες, η όλο και μεγαλύτερη έγνοια του για την σκλήρυνση του σοβιετικού καθεστώτος, η καλπάζουσα κατάθλιψή του παράλληλα με τα διάφορα προβλήματα που άρχιζε να συναντά στο γράψιμο θεατρικών έργων και  κινηματογραφικών σεναρίων, οι θάνατοι συντρόφων, η ανάδυση του Στάλιν και η εμφάνιση του Γιάγκοντα και της ογκούμενης Τσεκά, η ιδέα της αυτοκτονίας που ωρίμαζε χρόνια στη σκέψη του, αυτού του αντικονφορμιστή αλλά και απελπισμένου δημιουργού που πίστεψε με όλο του το είναι στο όραμα της επανάστασης  και προσπάθησε να φέρει τον κόσμο ανάποδα. Ο συγγραφέας παραθέτει ένα προς ένα τα αληθινά γεγονότα, εικόνες και λεπτομέρειες, ακολουθεί τον γεωργιανό από νωρίς μέχρι το τέλος και είναι τόσο ζωντανή η αφήγηση που οι αναγνώστες / τριες φτάνουν στο σημείο να νιώσουν ότι έχουν ζήσει τη ζωή τού Μαγιακόσφκι. Απολαυστικότατο  μυθιστόρημα ποταμός, καθώς δεν μιλά μόνο για την ζωή του δημιουργού αλλά και για την ιστορία της επανάστασης, την ανατολή και την δύση της. «Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόσφκι αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά στις έντεκα το πρωί της 14ης Απριλίου 1930»- η, σχεδόν, λευκή σελίδα του επίλογου.

Εκεί ακριβώς είναι που αρχίζει το μυθιστόρημα της Ιταλίδας συγγραφέα, κριτικού και μεταφράστριας, Σερένα Βιτάλε, κορυφαίας σλαβολόγου, που έχει γράψει πολλά βιβλία για σημαντικούς ρώσους δημιουργούς. «Ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό» (Εκδ. Καστανιώτη)- σε κάλλιστη μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη / ποιήματα, Αλέξης Πάρνης– φράση παρμένη απ’ το μεταθανάτιο  γράμμα που άφησε πίσω του ο Μαγιακόφσκι, ως τίτλος του βιβλίου εκφράζει απόλυτα το περιεχόμενό του καθώς η Βιτάλε διερευνά τις θεωρίες συνομωσίας γύρω από την απονενοημένο  διάβημα του ποιητή. Η «έρευνα» συνοδεύεται από το ανατρεπτικό χιούμορ της ιταλίδας συγγραφέως. Καθώς η είδηση τρέχει μέσα απ’ τα σύρματα των τηλεφώνων και των τηλεγράφων, συζητήσεις διαχέονται ανά την σοβιετική επικράτεια πως, ίσως, ο φουτουριστής καλλιτέχνης να δολοφονήθηκε και να σκηνοθέτησαν την αυτοκτονία του. Ποιος ο ρόλος της παντρεμένης ερωμένης του, Νόρα Πολόνσκαγια – η τελευταία που τον είδε ζωντανό; Το καθεστώς βέβαια, αμήχανο, για την άκρως ενοχλητική και άβολη κατάσταση προσπαθεί να την παρουσιάσει αποκλειστικά σαν ερωτική απογοήτευση. Η Βιτάλε με ενδελεχή έρευνα από μαρτυρίες, εφημερίδες και, κυρίως, από ντοκουμέντα  αρχείων που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες δεκαετίες, συνθέτει και ενώνει ολόκληρο το παζλ των ανδρών και γυναικών που επηρέασαν αποφασιστικά τον ποιητή. Είναι αλήθεια πως ο Μαγιασκόφσκι ερχόταν όλο και πιο ανοιχτά σε σύγκρουση με το κατεστημένο των συναδέλφων του, η πλειοψηφία των οποίων λειτουργούσαν ως οργανικοί διανοούμενοι του σταλινικού καθεστώτος. Η συγγραφέας με τέχνη υφαίνει την αστυνομικού τύπου δομή του μυθιστορήματος παραθέτοντας τις εκδοχές τόσο της Νόρα και των φίλων του όσο και των αρχών, και ανακαλύπτει σωρεία αντιφάσεων στις αναφορές τους: η αμφισβητούμενη αξιοπιστία της ερωτικής συντρόφου του, μιας φιλόδοξης και μέτριας ηθοποιού, ο μη συμβατός με τη νοοτροπία του τρόπος γραφής τής σημείωσης που άφησε ο ποιητής, η ακαριαία επέμβαση αστυνομίας, ανακριτή και αρχών ασφαλείας που μετακίνησαν την σωρό και απέσπασαν κείμενα και την ύστατη γραφή του Μαγιακόσφκι, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε και το οποίο αντικαταστάθηκε, περιέργως, με άλλο, καθώς και το λιτότατο άρθρο της Πράβντα την επομένη πως ο χαμός του, «οφειλόταν σε προσωπικούς λόγους που δεν αφορούσαν τη δημόσια ή τη λογοτεχνική δραστηριότητα του ποιητή» και ότι «ο ποιητής υπέφερε από μακροχρόνια και σοβαρή ασθένεια, από την οποία ουδέποτε συνήλθε εντελώς». Αυτά και μερικά ακόμη -όπως η αδέξια λήψη(;) του εκμαγείου του που του άφησε έντονα σημάδια στο πρόσωπο- δίνουν την ευκαιρία στην Βιτάλε να σκιαγραφήσει με ευαισθησία και γνώση το ποτραίτο τού ποιητή που η κοινωνική συνθήκη τον έσπρωχνε όλο και πιο βαθιά στο περιθώριο. Ο ελλειπτικός τρόπος γραφής, οι συνεχείς επιστροφές στο μοιραίο σκηνικό καθώς και οι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις που υποψιάζουν το αναγνωστικό κοινό αλλά δεν επιβεβαιώνουν τον «φόνο» δημιουργούν μια πολύ ευχάριστη ανάγνωση. Σε αυτό συμβάλλουν κατά πολύ το ευφυές χιούμορ με το οποίο αντιμετωπίζει το ψυχολογικό γαϊτανάκι γύρω από τον νεκρό Μαγιακόφσκι και βεβαίως ο τρόπος απεικόνισης της φιγούρας του τραγικού ποιητή -βαθιά πληγωμένου από την κατάσταση των πραγμάτων και την κριτική εναντίον του αλλά και υπερήφανου ώστε να μην απεμπολήσει ούτε ένα ιώτα από αυτά που πίστευε, έγραφε και έκανε πράξη με την ζωή του. Τι ακριβώς συνέβη στην κομουνάλκα που ζούσε ο Μαγιακόφσκι δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όμως εκείνο που μας εμπιστεύεται στο φινάλε η συγγραφέας είναι τουλάχιστον οδυνηρό.

Συνεχίζουμε με τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και το μακροσκελέστατο ποίημα του «Λένιν» (Εκδ. Καστανιώτης) -σε δίγλωσση έκδοση και δυναμική μετάφραση του Αλέξη Πάρνη– έργο που άρχισε να γράφει στα τέλη του 1923 όταν ήδη ο Λένιν ήταν βαριά άρρωστος και το τελείωσε το φθινόπωρο του 1924 μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του ηγέτη της επανάστασης. Ποίημα ελεγειακό, πάει πίσω δυο αιώνες περίπου -από την άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία και την δημιουργία του προλεταριάτου έως την Οκτωβριανή Επανάσταση. Πιστός στην ρώσικη παράδοση του ρυθμού και της ρίμας γράφει με το γνωστό «αραιό» του στιλ, δίκην, ενίοτε, σκαλωσιάς :

 

«Μονάχα κέρδος,

                           ύπνο

                                    και φαΐ  ·

βάρυνε,

             φούσκωσε ο καπιταλισμός.

Φρακάρισε

                    της ιστορίας

                                             το στρατί

κι έχει κρεβάτι

                          όλη τη γη.

Δεν τον δρασκελάς

                                  δεν τον κάνεις πέρα.

Ένα σου μένει-

                          να τον τινάξεις στον αέρα.»

Και πιο κάτω: «Κόμμα-είναι μπουρίνι συμπαγές, πρεσαρισμένες κραυγές που σιγά ξεπηδάνε και ραγίζουν τις εχθρικές γραμμές  όπως οι κανονιές των αυτιών τη μεμβράνη… Το κόμμα-μυριάδες ώμοι συμπαγείς, ο ένας με τον άλλο δεμένος… Κόμμα-ραχοκοκαλιά της τάξης. Κόμμα-αθανασία των έργων μας.» Αν σε αυτό το tours de force ποίημα ο Μαγιακόφσκι τιθασεύει για λίγο την αψάδα του, αφήνοντας έξω κάποιες σκληρές εκφράσεις που μας έχει συνηθίσει σε άλλους στίχους είναι γιατί κλείνει το γόνα στην πιο εμβληματική φιγούρα της επανάστασης- παρ’ όλα αυτά δεν χαρίζεται σε κανέναν: «Τα τυπικά γίνονται μετά. Βγάζουν λόγους -ασ’ τους να λένε. Τόσο πόνο μήπως σε δύο λεπτά μπορείς να κλείσεις, αγαπημένε.» Σε αντίθεση με πολλούς άλλους, ο γεωργιανός δεν ξεπέφτει ποτέ στο μελό ή, ακόμη, σε ατελείωτους δοξαστικούς, όχι, ο Μαγιακόσφκι γράφει αυτά ακριβώς που πιστεύει: γράφει για το πολιτικό μέγεθος του Λένιν, γράφει για τα εκρηκτικά συναισθήματα που του προκαλεί το θάνατός του. Το ανατρεπτικό ύφος του φουτουρισμού συνδυάζεται με την διανόηση της ρώσικης παράδοσης σε αυτόν το αιχμηρό φόρο τιμής στον ηγέτη. Ένας πρώιμος πανκ ποιητής στην υπηρεσία της καθημερινής επανάστασης. Όπως γράφει και η αδελφή του, Λουντμίλα Μαγιακόφσκαγια, «ο Βολόντια συγκλονίστηκε πολύ βαθιά από τον θάνατο του Λένιν, που τον αντιμετώπισε σαν θάνατο του πιο κοντινού δικού του». Η περίφημη «Λενινιάδα» υπάρχει εδώ στην πλήρη, μη λογοκριμένη εκδοχή της και όσο για την αποδοχή της ο ποιητής την περνά από την δοκιμασία της ζωντανής ακρόασης έξω στον απλό κόσμο: «Τέλειωσα το ποίημα “Β. Ι. Λένιν”. Το χειρόγραφο το διάβασα σε πολλές εργατικές συγκεντρώσεις. Πολύ το ’χα φοβηθεί αυτό το έργο. Γιατί είναι πολύ εύκολο να γλιστρήσεις στην απλή πολιτική έκθεση. Η συμπεριφορά του εργατικού ακροατηρίου με γέμισε χαρά. Και μου στέριωσε την πίστη ότι το έργο αυτό είναι χρήσιμο».

Στον επίλογο μας, δεν ξεφεύγουμε απ’ τον έμμετρο λόγο και πάμε στο 2014, για να συμπεριλάβουμε στο παρόν αφιέρωμα και την δουλειά του Παναγιώτη Μανιάτη με τίτλο, «Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση» (Εκδ. Δίαυλος), ένα δοκίμιο που αναφέρεται στην διαδρομή της ποίησης προ και μετά την επανάσταση στην Ρωσία μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρελαύνουν διάφορα ρεύματα τέχνης, αρχής γενομένης από τον ενορατικό Συμβολισμό με πρωτοπορία το κίνημα του Ακμεϊσμού -απέναντι στον Φουτουρισμό που έρχεται από την Ιταλία και τον Μαρινέτι όπου σε αντίθεση με την φιλική διάθεση του τελευταίου στον φασισμό, το ρωσικό παρακλάδι “στρατεύεται” στην ιδέα της επανάστασης. Εδώ αναλύονται τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κινήματος και οι διαφορές με το ιταλικό για να περάσουμε κατόπιν στα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης των μπολσεβίκων με τη νεώτερη γενιά των συμβολιστών όπως ο Μπλοκ και ο Μπέλι, να έχουν αριστερή ενατένιση. Στη συνέχεια φτάνουμε στις διάφορες ενώσεις καλλιτεχνών και λογοτεχνών με βασικές την περίφημη Προλετκούλτ, η οποία έχει πρόθεση την δημιουργία προλεταριακού πολιτισμού σε αντίθεση, θα λέγαμε, με το ΛΕΦ -το Αριστερό Μέτωπο Τέχνης– με πρωταγωνιστή τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι που επεδίωκε τη συνεχή αλλαγή των αισθητικών δεδομένων σε επαφή πάντοτε με την εργατική τάξη. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η προβολή για κάθε περίοδο και τάση, χαρακτηριστικών ποιημάτων ενδεικτικών του ύφους και της φιλοσοφίας κάθε δημιουργού. Αποτυπώνεται παραστατικά η απίστευτη κινητικότητα των μέσων του ’20 όσον αφορά στην ποίηση στην Σοβιετική Ένωση, περίοδο κατά την οποία πολλοί ποιητές βρίσκονται υπό την ομπρέλα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που τότε άρχισε να προωθείται από το καθεστώς. Στον Μαγιακόφσκι αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο -και δικαίως- ενώ το τελευταίο κομμάτι μιλά για την εποχή των πεντάχρονων πλάνων και τον πόλεμο με την πολύ σημαντική επισήμανση πως κατά την διάρκεια της μεγάλης σύγκρουσης αρκετοί ποιητές και ποιήτριες που ζούσαν στην απομόνωση έγραψαν και δημοσίευσαν έργα.

 ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ 

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.