Η σκλαβιά... ως «τουριστική ατραξιόν»

Η «τουριστική» αναβίωση της φρίκης της δουλείας διευρύνει τα όρια του αγοραίου κυνισμού

| 12/12/2016

Την ώρα που στην Ευρώπη ξανασηκώνει κεφάλι ο φασισμός, ο ρατσισμός και ο ναζισμός, σε άλλες ηπείρους, η σκλαβιά, από μια φρικώδης σελίδα της ανθρωπότητας, προωθείται ως… τουριστική «ατραξιόν»

Το βουκολικό τοπίο, τα κατάφυτα λιβάδια και ο ευχάριστος καιρός θα ήταν το τέλειο σκηνικό για να απολαύσεις τον καφέ σου και να χαλαρώσεις στο αγρόκτημα της Paraíba, στην κοιλάδα του Ρίο ντε Τζανέιρο, στην Βραζιλία, αν δεν είχε χυθεί πολύ αίμα εκεί πέρα.

Η συγκεκριμένα περιοχή πλούτισε από την εκμετάλλευση των σκλάβων στις φυτείες του καφέ και ήταν ιδιαίτερα γνωστή για την ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα και βαναυσότητα εναντίον τους.

Αν και εκείνες οι ματωμένες μέρες φαίνεται να έχουν περάσει, ωστόσο, στην τοπική οικονομία της «αγοράς»… «φύσηξε» νέος «άνεμος»: Τώρα, στον «πολιτιστικό χάρτη» της περιοχής, διαφημίζεται μια μορφή «τουρισμού» που «δοξάζει» το παρελθόν της, μέσω της «αναπαράστασης» του ρατσισμού και της δουλείας.

Ετσι, αν εν έτη 2016 έχει κάποιος την αρρωστημένη επιθυμία να υπηρετηθεί από έναν σκλάβο, δεν έχει παρά να επισκεφθεί, για παράδειγμα, την φυτεία Santa Eufrásia στο Vassouras. Κατασκευάστηκε περίπου το 1830 και βρίσκεται στην γνωστή και ως «Κοιλάδα του καφέ», αποτελώντας την μοναδική ιδιωτική φυτεία που προστατεύεται από το Ινστιτούτο Ιστορικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Ρίο ντε Τζανέιρο.

%cf%83%ce%ba%ce%bb%ce%b1%ce%b2%ce%b9%ce%b12

Η φυτεία πέρασε από τα χέρια των πολλών ιδιοκτητών μέχρι το 1895 – επτά χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας – όταν αγοράστηκε από τον συνταγματάρχη Horácio José de Lemos, οι απόγονοι του οποίου την κατέχουν μέχρι σήμερα. Τα σχέδιά τους για την αποκατάσταση της φυτείας εγκρίθηκαν το 2013 και δέχονται πλέον καθημερινά, προγραμματισμένες τουριστικές επισκέψεις, παρέχοντας ένα «τουριστικό προϊόν» που καθιστά την αντίληψη της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο περί «προστασίας» και «ανάδειξης» της πολιτιστικής κληρονομιάς τουλάχιστον… ανήθικη.

Η αγριότητα με την οποία μεταχειρίστηκαν οι λευκοί αφέντες τους μαύρους δούλους έφτασε σε ιστορικό «ρεκόρ» το 1829, αναγκάζοντας ακόμη και έναν κυβερνητικό αξιωματούχο, τον Eleutério Delfim da Silva, της Vila da Valença (γνωστή σήμερα ως Valença), μιας πόλης κοντά στην Vassouras, να εκφράσει την ανησυχία του για τις «βάναυσες τιμωρίες στις οποίες υπόκεινται οι σκλάβοι» της περιοχής. Εφτασε μάλιστα στο σημείο να καταθέσει με στοιχεία κτά αυτής της σκληρότητας στο δημοτικό συμβούλιο.

Είναι προφανές όμως ότι τα παραπάνω δεν φαίνεται να προκαλούν ιδιαίτερα συνειδησιακά προβλήματα σε όσους πωλούν αυτό το απάνθρωπο παρελθόν ως «τουριστικό» παρόν. Διότι το να απολαμβάνεις τις υπηρεσίες «σκλάβων» ένα απόγευμα σε αυτή την «τουριστική» φυτεία, είναι ευθέως ανάλογο με το να μοιράζεσαι ένα βαγόνι πολωνικού τρένου που υποτίθεται ότι κατευθύνεται προς το Αουσβιτς, με ηθοποιούς ντυμένους Εβραίους που πηγαίνουν προς το Ολοκαύτωμά τους…

Μπορεί λοιπόν οι επισκέπτες στα ιστορικά μουσεία των ναζιστικών εγκλημάτων να βγαίνουν «άρρωστοι» από όσα αντίκρυσαν, αλλά οι «τουρίστες» στην φυτεία ακούν συναυλία με μουσική εποχής, ξεναγούνται από τις «αφέντρες» και εξυπηρετούνται από ανθρώπους ντυμένους σκλάβους, εκλαμβάνοντάς τα όλα αυτά ως ένα είδος… «ταξιδιού στο χρόνο»…

%cf%83%ce%ba%ce%bb%ce%b1%ce%b2%ce%b9%ce%b13

«Εχω συνήθως μια σκλάβα σπίτι, αλλά το έσκασε στο δάσος. Εστειλα μια άλλη σκλάβα να την πιάσει αλλά ούτε αυτή επέστρεψε. Οταν θέλω να αγοράσω ένα φόρεμα λέω: “Δυο σκλάβες παρακαλώ!” γιατί καμιά τους δεν μπορεί να κάνει μόνη της όλη αυτή την διαδρομή».

Τα παραπάνω ακούγονται σαν «ηχώ» από το 1880, αλλά δεν είναι παρά σημερινές φράσεις της Elizabeth Dolson, μιας από τις απογόνους του συνταγματάρχη Lemos, ιδιοκτήτη φυτείας Santa Eufrásia. Ντυμένη με ρούχα αφέντρας της εποχής της δουλείας, δέχεται τους «τουρίστες» συνοδευόμενη από μαύρες γυναίκες ντυμένες «σκλάβες» εξυπηρετώντας όσους είναι πρόθυμοι να πληρώσουν 15 – 20 δολάρια.

Η Dolson εργάστηκε επί 23 χρόνια στην τουριστική βιομηχανία στο Σικάγο, όταν της «ήρθε η ιδέα» για μια «τουριστική αναβίωση της δουλείας». Και όταν την ρωτούν αν έχει κατηγορηθεί ποτέ για ρατσισμό λόγω αυτής της «ιδέας» της απαντά: «Ρατσισμός; Γιατί; Επειδή ντύνομαι ως αφέντρα φυτείας και έχω μια οικιακή σκλάβα που ντύνεται ως οικιακή σκλάβα; Για τι πράγμα μιλάς; Οχι! Δεν κάτω τίποτα ρατσιστικό εδώ!»…

Η «αφέντρα» έχει έναν εργαζόμενο που ντύνεται σαν σκλάβος – μπάτλερ εποχής και μια γυναίκα επίσης ντυμένη σαν σκλάβα. «Είναι εργαζόμενος που ζει εδώ, που με βοηθά και ντύνεται σαν σκλάβος. Αλλά είναι πολύ λευκός! Αρα το χρώμα δεν έχει καμία σχέση. Είμαι πιο σκουρόχρωμη από αυτόν» επιμένει η Dolson. Η οποία όμως συνεχώς χρησιμοποιεί τους όρους «mucamo» και «mucama», που ήταν η απαξιωτική ονομασία των Πορτογάλων αποίκων για τους σκλάβους…

%cf%83%ce%ba%ce%bb%ce%b1%ce%b2%ce%b9%ce%b14

Για τον διαμένοντα στο Ρίο ιστορικό, Luiz Antônio Simas, το εκπαιδευτικό σύστημα της Βραζιλίας συμβάλλει στην πολιτιστική «μυωπία».

«Τα σχολεία της Βραζιλίας αναπαράγουν αξίες που εισάγουν διακρίσεις. Δεν αρκεί να υιοθετηθούν δράσεις για τον μαύρο και γηγενή πληθυσμό, όσο το σχολικό περιβάλλον συνεχίζει να αναπαράγει την οπτική ενός κόσμου λευκού, χριστιανού, Ευρωπαίου και να στηρίζεται σε πολιτιστικές προκαταλήψεις».

Την πρώτη χρονιά απογραφής πληθυσμού της Βραζιλίας το 1872, το 60% των ανδρών και το 56,4% των γυναικών της Vassouras ήταν σκλάβοι. Το 1873, στην γειτονική Valença, υπήρχαν 27.000 σκλάβοι που αντιπροσώπευαν πάνω από το 70% του συνολικού πληθυσμού.

Σήμερα οι μισοί κάτοικοί της είναι μαύροι, αλλά το ποσοστό των λευκών που κερδίζουν τουλάχιστον πέντε φορές των κατώτατο μισθό, είναι 29 φορές μεγαλύτερο από το μαύρο και Αφρο-βραζιλιάνικο ποσοστό των κατοίκων.

Πάντως η «αφέντρα» Ελίζαμπεθ δεν πρέπει να ανησυχεί. Τουριστικοί οδηγοί όπως ο TripAdvisor στάζει «μέλι» για την «εμπειρία» και την «αφέντρα», γράφοντας ότι η «δεσποινίς Ελίζαμπεθ μας δέχθηκε ευγενικά, ντυμένη με ρούχα εποχής και μας διηγήθηκε την όμορφη ιστορία της φυτείας και της οικογένειάς της»…

Πηγή: theintercept.com

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.