Γιώτα Νέγκα

«Μπορεί να μου πάρουν το σπίτι μου• δεν θα μου πάρουν τη ψυχή μου»

| 15/07/2014

Μια μεγάλη λαϊκή ερμηνεύτρια, μια από τις σημαντικότερες γυναικείες φωνές σήμερα και μια καλλιτέχνιδα με θαυμαστή συνέπεια στο έργο της και στη δημόσια παρουσία της. Ο δίσκος «Καινούργιο φιλί», σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και ερμηνεία δική της, συγκαταλέγεται στις πιο αξιοπρόσεκτες κυκλοφορίες της χρονιάς. Στις 16 και στις 17 Ιουλίου, θα δώσει δύο συναυλίες στη Μικρή Επίδαυρο μαζί με τον Δημήτρη Μπάση, σε τραγούδια της μετανάστευσης. Η κυρία Γιώτα Νέγκα, σε μια κουβέντα, πάντα στον ενικό – κατ’ απαίτησή της.

Η τελευταία μου εικόνα σου, οπτικά, είναι η παρουσία σου σε ένα αφιέρωμα της εκπομπής «Στην υγειά μας» για τον Δημήτρη Μητροπάνο. Σε θυμάμαι πολύ φορτισμένη. Γιατί;

Ήταν μια πάρα πολύ συγκινητική βραδιά. Είδα πολλούς συναδέλφους δακρυσμένους, κι εγώ είχα μια τρομερή ένταση, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Μου λείπουν πολλά από τον Μητροπάνο. Μου λείπει που δεν μπόρεσα να γνωρίσω τον άνθρωπο Μητροπάνο – όσοι τον έζησαν, βίωσαν την παλληκαριά του και το κιμπαριλίκι του. Τον καλλιτέχνη Μητροπάνο τον έχω γνωρίσει ερήμην του. Ονειρευόμουν τη συνεργασία που είχαμε αρχίσει να συζητάμε για την επόμενη σεζόν, γιατί είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον, κι εγώ πετούσα στα σύννεφα που θα μπορούσα να κερδίσω περισσότερο χρόνο δίπλα του.

Τι μας έδωσε ο Μητροπάνος;

Ο Μητροπάνος έφερε μια στιβαρότητα στο τραγούδι. Δεν μπορείς ποτέ να κρύψεις τι είσαι. Τα μάτια ό,τι μπορούν να δουν το βλέπουν. Στον Μητροπάνο βλέπαμε όλοι αυτό που ήταν, δεν μπορούσε να το κρύψει. Ακόμα κι όταν θύμωνε, θύμωνε παλικαρίσια.

Την ίδια βραδιά που στο ένα κανάλι τραγουδούσες Δήμο Μούτση και Δημήτρη Παπαδημητρίου, στο άλλο είχε την Eurovision. Ήταν λίγο κωμικοτραγικό, έκανα ζάπινγκ και έβλεπα τις δυο πλευρές μιας χώρας. Αφενός, την Ελλάδα του λαϊκού τραγουδιού και του Μητροπάνου, κι αφετέρου την Ελλάδα της Eurovision και της απερίγραπτης υποκουλτούρας – εγχώριας και εισαγόμενης. Τελικά, γίναμε Ευρώπη;

Αν δεν νοιώσουμε πόσο Ελλάδα είμαστε, δεν μπορούμε να γίνουμε τίποτα, ούτε Ευρώπη, ούτε Αμερική, ούτε Ζιμπάμπουε. Φοβόμαστε και διώχνουμε μακριά ό,τι δικό μας, θέλουμε να ενστερνιστούμε ό,τι ξένο. Να κατανοήσω τα δικά μου, για να δανειστώ, να ενσωματώσω, να αναπτύξω, να διανθίσω. Δεν γίνεται χωρίς κορμό να βάλεις λουλούδια. Να τραφούν πώς; Να είναι αληθινά πώς; Μόνο τα πλαστικά μπορούν να σταθούν κάπου που δεν είναι ριζωμένα. Έχουμε μια τεράστια αγωνία να δείξουμε επιφανειακά πόσο λαμπεροί και πόσο μπροστά μπορούμε να είμαστε, και ξεχνάμε ότι για να πάμε μπροστά πρέπει να περπατήσουμε. Προσπαθούμε να κάνουμε άλματα με το κεφάλι. Δεν γίνεται έτσι.

Είναι σημαντικό να επιστρέφεις στη ρίζα;

Εγώ δεν νοιώθω ότι έχω φύγει από τη ρίζα. Τον ξέρω τον πυρήνα μου και τον αποδέχομαι με τα θετικά και τα αρνητικά του, τα φωτεινά και τα σκοτεινά του. Ο πυρήνας μου είναι λαϊκός, και δεν είναι λαϊκός μόνο επειδή ηχεί δίπλα ένα μπουζούκι. Είναι λαϊκός γιατί έχω μεγαλώσει σε μια λαϊκή συνοικία, επειδή έχω ζήσει τη γειτονιά, τη βοήθεια, το κουτσομπολιό, τα γέλια το βράδυ όλοι μαζί. Έχω ζήσει με ανθρώπους δίπλα μου και κοντά μου.

Πώς ήταν στο Αιγάλεω και στον Κορυδαλλό;

Γεννήθηκα πάνω στην Aγία Μαρίνα, εκεί που είναι τώρα το μετρό. Μεγάλωσα σ’ ένα χωματόδρομο, μια ανηφόρα που τελείωνε σε μια εκκλησία. Σπάγαμε τα γόνατά μας, λερωνόμασταν, και το βράδυ μαζευόμασταν όλοι, παιδιά και γονείς, και παίζαμε παιχνίδια, και ήμασταν όλοι μαζί. Τα μεσημέρια έβγαινα στην αυλή και ξάπλωνα σ’ ένα δέντρο που είχε γείρει στην αυλή, και ηρεμούσα. Αυτές τις εικόνες τις κουβαλάω, θυμάμαι τις μυρωδιές, θυμάμαι τραγούδια, κι αυτό βοηθάει να συνειδητοποιώ και ποια είμαι. Δεν χρειάζεται να μείνω σ’ αυτό που ήμουν. Αν ξέρω όμως αυτό που είμαι, το παίρνω μαζί μου και μπορώ να πάω παρακάτω, όπου επιλέξω.

Οι γειτονιές αυτές τι απέγιναν;

Δόθηκαν αντιπαροχή. Χάθηκε αυτή η συνοχή της μικρής κοινωνίας, όπως χάθηκε η συνοχή της οικογένειας, λόγω της κατάστασης και του κυνηγιού των χρημάτων. Ήρθε η αποξένωση και η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί και μόνος του. Πειστήκαμε ότι μπορούμε να είμαστε μόνοι μας. Και τελικά μας τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια και συνειδητοποιούμε τώρα τη μικρότητά μας. Και ψάχνουμε απ’ την αρχή να στήσουμε γειτονιές.

Βλέπεις να στήνεται από την αρχή η αλληλεγγύη;

Πρόσφατα,  ήμασταν στο Γκάζι με το ΚΕΘΕΑ και τους Γιατρούς του Κόσμου για να μαζέψουμε φάρμακα. Ήταν χιλιάδες κόσμου, νέα παιδιά και μεγαλύτεροι, με τους Encardia, με τις μπάντες του ΚΕΘΕΑ, της Στροφής, της Παρέμβασης. Αυτό για μένα είναι μια κίνηση γειτονιάς. Ευρύτερα, παρατηρώ ότι υπάρχει η τάση να απλώσουμε το χέρι στον άλλον, ακόμα και στην τέχνη μας, και στη μουσική. Τα οικονομικά είναι τόσο δύσκολα, οι δουλειές φθίνουν διαρκώς, είναι έως και ανύπαρκτες. Μέσα σ’ αυτό όμως ακούς «ρε παιδιά δεν πειράζει, αφήστε τα λεφτά, να το κάνουμε κι ότι βγει». Ελπίζω να απλώσει παντού αυτή η ιδέα. Αλλά χρειάζεται συνειδητοποίηση.

Ο δίσκος «Καινούργιο φιλί» υμνήθηκε σαν μια επιστροφή στο καλό λαϊκό τραγούδι. Δεν είναι παράδοξο όλοι να πίνουν νερό στο λαϊκό και σαν κοινωνία να παράγουμε το λαϊκο-ποπ και τη χυδαιότητα;

Αυτό που ενοχλεί εμένα είναι ο μονόδρομος. Καθοδηγηθήκαμε σαν κοινωνία. Όταν άρχισε να γίνεται βομβαρδισμός όλων των δυτικών στοιχείων και να βαφτίζονται «νέο-λαϊκά» πράγματα που σαν στόχο είχαν να κρατήσουν τον όρο αλλά να αποξενωθούν από τους κώδικες και τα νοήματα τα λαϊκά, και όταν σε νέους καλλιτέχνες τάζονται γκλαμουριές και επιτυχία, αυτό είναι σαν μια κακή συνήθεια που το μαθαίνεις, όπως τη μαθαίνει ένα παιδί. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Όταν έφυγαν οι τελευταίοι λαϊκοί, δεν επιτράπηκε να αντικατασταθούν από νεότερους. Κι αυτό έγινε και με το παραδοσιακό τραγούδι, τον θησαυρό μας, επειδή επί Χούντας χόρευαν τσάμικο. Ήρθαν πάρα πολλά ξενόφερτα στοιχεία που αλλοίωσαν κάποια πράγματα, και οι γενιές που βρίσκονταν σε ηλικία που θα μπορούσαν να γνωρίσουν το χθες, δεν τους επετράπη να το κάνουν. Γνωρίζω ανθρώπους που μέχρι τα σαράντα τους άκουγαν μόνο το κυρίαρχο στυλ, και ξαφνικά μέσα από ένα τραγούδι ανακάλυψαν τον Σαββόπουλο, τον Λοΐζο και τον Μούτση. Γενιές ολόκληρες ποτίστηκαν με αυτό το «νέο-λαϊκό» υβρίδιο, το οποίο φυσικά σαν υβρίδιο εξελίχτηκε και έφερε αυτό που έφερε.

Σε προσβάλλει όλο αυτό;

Δεν έχω κάτι εναντίον του οποιουδήποτε που μπορεί και να με προσβάλλει. Έχω όμως κάτι εναντίον αυτού που επιτρέπει και δίνει χώρο στον άλλον για να με προσβάλλει. Οι εταιρείες προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι «αυτό θέλει ο κόσμος». Όχι, δεν θέλει αυτό ο κόσμος. Αυτό βρίσκει ο κόσμος, μόνο, και το μαθαίνει. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου στο σπίτι έβαζε από παραδοσιακό τραγούδι μέχρι Θεοδωράκη κι από Σπανό και Λοΐζο μέχρι Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου, και πήγαινε μέχρι το τότε «σκυλάδικο», Κόλλια, Φλωρινιώτη.

Ή και Κοντολάζο – σημαντική λαϊκή φωνή που αδικήθηκε από το ρεπερτόριο που τραγούδησε.

Ναι, και Κοντολάζο. Υπήρχε σαν λουλούδι της εποχής κι αυτό, αλλά το θέμα είναι η δοσολογία. Δεν επέβαλλε κανείς τις δοσολογίες, ήταν ελεύθερη η επιλογή. Κι άκουγες δέκα τραγούδια άλλων, και ένα του Κοντολάζου, και τον αγαπούσαμε κι αυτόν σ’ αυτό το ένα που επιλέγαμε να ακούσουμε. Θυμάμαι να βγαίνουμε, να γλεντάμε και στον Φλωρινιώτη. Κανένας δεν μου επέβαλλε μετά να ακούω μόνο Φλωρινιώτη. Αυτό άλλαξε, έφυγε η ελευθερία της επιλογής, και γι’ αυτό νοιώθω ότι το πράγμα είναι καθοδηγούμενο.

Όταν άκουσα το νέο σου δίσκο, είπα μέσα μου: «Επιτέλους, δύο άνθρωποι που δεν κλαψουρίζουν για το ότι ‘δεν γράφονται λαϊκά τραγούδια σήμερα’, αλλά αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, να γράψουν και να τραγουδήσουν οι ίδιοι λαϊκά τραγούδια.

Εγώ πάντα ποθούσα να πω λαϊκά, μελωδικά τραγούδια. Καλοί και άγιοι οι παλιοί, αλλά εμείς τι κάνουμε; Κι όταν ρώτησα τον Θέμη «τι θα γίνει, στην τρίτη μας προσπάθεια θα τα καταφέρουμε;», μου απάντησε: «θέλω ένα σημερινό λαϊκό δίσκο, βαρέθηκα τα μνημόσυνα, σιχάθηκα τα μουσεία». Και κάναμε με πλήρη συνείδηση έναν λαϊκό δίσκο με όλα του τα χρώματα και όλες του τις εκφράσεις, για να νιώσουμε κι εμείς ότι βάζουμε ένα κρικάκι στο τραγούδι που τιμούμε κι αγαπούμε. Ο Θέμης πήγε ένα βήμα παραπέρα: πάντα έδειχνε, και με τις προηγούμενές του δημιουργίες, με τη Νατάσσα, με την Ελεονόρα, πόσο αγαπά, πόσο σέβεται και γνωρίζει αυτό το πράγμα. Και ήρθε η στιγμή να το εκφράσει με μένα – που έχω έναν πιο λαϊκό πυρήνα απ’ τα κορίτσια, και μια μεγαλύτερη σύνδεση με τα παλιά.

newego_LARGE_t_661_106199777

Τι βρήκες στον Καραμουρατίδη;

Ο Θέμης δεν έχει κόμπλεξ, δεν κλείνεται μέσα σε τοίχους. Σ’ αυτόν, λοιπόν, βρήκα το ταλέντο του και την ειλικρίνειά του. Βρήκα κάποιον που δεν ντρέπεται να πει ότι είναι συνδεδεμένος με τον Ζαμπέτα, με τον Καλδάρα, κι ας μην του φαίνεται.

Με τον Ζαμπέτα σαν να του φαίνεται λίγο περισσότερο…

Στο τραγούδι «Καινούργιο φιλί». Αλλά μην ξεχνάς ότι ο Νίκος Κατσίκης, σπουδαίος βιρτουόζος και με ζαμπετική πενιά, ανέδειξε ακόμα περισσότερο τη σύνδεση με τον Ζαμπέτα.

Από το δίσκο, μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση το «Σερί» και το «Δίκιο μου», δύο τραγούδια σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου. Σαν να μας χρωστούσε κάτι εδώ και καιρό ο στιχουργός.

Μιας και ανέφερες αυτά τα δύο τραγούδια, θα ήθελα να πω ότι τα ονειρευόμουνα καιρό να τα τραγουδήσω. Ως προς το «Δίκιο μου», με αυτή τη θεματολογία κι αυτό το λόγο, ήταν σημαντικό για μένα να πω αυτό που νοιώθω και που βιώνουμε όλοι μας. Απ’ την άλλη μεριά, το «Σερί», ήταν μια απίστευτη έκπληξη για μένα. Δεν το είχε έτοιμο ο Ιωάννου, το έγραψε όταν είχαμε μπει στο στούντιο και δουλεύαμε τα υπόλοιπα τραγούδια. Έρχεται μια μέρα και μου λέει: «εχθές το βράδυ σε σκεφτόμουνα, και σκεφτόμουνα το τι ξέρω για σένα, και το πώς έχουν γίνει κάποια πράγματα στη ζωή σου». Κι όταν το διάβασα, γύρισα και του είπα «Παναγία μου, αν μπορούσα να γράψω, αυτό θα έγραφα για μένα». Είναι πολύ, μα πάρα πολύ σημαντικό στη ψυχή μου αυτό το τραγούδι. Και είναι και θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο έγραψε τη μουσική ο Θέμης. Επέλεξε μια τέτοια μουσική έτσι ώστε να μην το βαρύνει, να το ισορροπήσει. Έχει μνήμες το τραγούδι αυτό, με πάει στα παράλια, στη Σμύρνη, με δένει με αυτό, μαζί με την προσωπική μου ιστορία.

«Δεν έχει τέλος το σερί / πήρα το λίγο για πολύ». Και σαν χώρα, το ίδιο πήραμε. Αλήθεια, πώς βίωσες την Ελλάδα του Πέτρου Κωστόπουλου, των τζιπ και της Ολυμπιάδας;

Σαν ένα πανηγύρι το βίωσα, αλλά όχι πανηγύρι παλαιού τύπου· ένα πιο γκλαμουράτο πανηγύρι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι καλό μπορούσε να βγάλει όλο αυτό, και δεν μπορούσε η λογική μου να απαντήσει. Θυμάμαι την τελετή στους Ολυμπιακούς, θυμάμαι τα έργα, αλλά και πόσο μεγάλη θλίψη είναι που σαπίζουν όλα τώρα πια. Αντί να πούμε ότι πονούσαμε, δείχναμε στολίδια. Γιατί και τότε η ελληνική κοινωνία πονούσε, απλά δεν είχε φανεί τόσο πολύ. Εγώ βίωσα ότι κάτι προβληματικό είχε αρχίσει να ξεκινάει ήδη από το 1993, το 1994. Πολύ σιγά, πολύ αργά, ένιωθα ότι το πράγμα αλλάζει. Το είδα μέσα απ’ τη δουλειά μου, τη διάθεση του κόσμου, την πολιτική του κράτους. Είχα ένα μαγαζί τότε, και παρατηρούσα μια τάση καθοδική. Ούτε που φανταζόμουν βέβαια ότι θα χρειάζονταν είκοσι χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Αναφέρεσαι στο «Έμμετρο»;

Ναι. Το «Έμμετρο» ήταν μια κίνηση φίλων και συνεργατών. Δύο φίλοι αγόρασαν ένα μαγαζί και ήθελαν να κάνουν μουσική σκηνή. Όμως, δεν ήξεραν καθόλου τα μουσικά, και μου πρότειναν να το αναλάβω και να μπω σαν συνέταιρος. Αυτό ξεκίνησε το ’90, εγώ έφυγα το ’96 γιατί τραγουδούσα έξι χρόνια, κάθε βράδυ, και ένιωσα κάπου ότι έμενα στάσιμη. Το μαγαζί έμεινε ανοιχτό μέχρι το 2000.

Σκέφτεσαι να ξαναφτιάξεις με μια παρέα έναν χώρο δικό σου, ένα στέκι;

Διαβάζεις τις σκέψεις μου, ε; Το έχω σκεφτεί και το σκέφτομαι για το μέλλον. Θέλω μια αγκαλιά, ένα μικρό χώρο, οικείο, όπου να μπορώ εκεί μέσα μαζί με τους φίλους μου να παίζουμε μουσική, να τρώμε, να διαβάζουμε, να συζητάμε, να βλέπουμε πίνακες ζωγραφικής, να παίζουμε σκάκι – και τάβλι, ε, όχι μόνο σκάκι.

Θα τραγουδήσεις στη Μικρή Επίδαυρο τραγούδια της μετανάστευσης. Πώς σου φαίνεται που ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι φεύγουν για σπουδές και δουλειά στο εξωτερικό;

Η ιστορία κύκλους κάνει και πάντα κύκλους έκανε. Είμαστε πενήντα χρόνια πίσω, ξανά. Το έχουμε ξαναζήσει σαν έθνος, σαν χώρα, και φτάσαμε πάλι στο ίδιο σημείο. Πώς να μου φαίνεται; Αδειάζει η χώρα.

Και το success story;

Μα φυσικά! Κάποιοι ζουν το προσωπικό τους success story, αλλά δεν κάνουμε όλη την ίδια ζωή, δεν ζούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Εγώ δεν κάνω την ίδια ζωή μαζί τους, ούτε ο διπλανός μου, ούτε ο καλοντυμένος κύριος που βγαίνοντας το πρωί ψάχνει στη γωνία τα σκουπίδια.


Αντιγράφω από το «Δίκιο μου», πάλι σε στίχους Ιωάννου: «εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω κι άλλο μήνα / ανοίγω και δεν βλέπω ουρανό». Πού βλέπεις ουρανό; Πού η διέξοδος;

Έχω πάρει μια απόφαση: μπορεί να μου πάρουν το σπίτι, μπορεί να μην έχω να φάω, μπορεί να μην έχω να ντυθώ. Τη ψυχή μου όμως δεν θα την πάρουν. Έκλεισα την τηλεόραση γιατί δεν δεχόμουν άλλο να με τρομοκρατούν για κάτι που δήθεν πρόκειται να έρθει, και να περνάει «στα ψιλά» αυτό που βιώνουμε σήμερα. Δεν μπορώ να δεχτώ να έχω κατάθλιψη για κάτι ομιχλώδες, και να μην έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω αυτό που έχω απέναντί μου. Είπα όχι.

Άρα ουρανός σου είναι η προσωπική σου αφύπνιση;

Ναι. Αποφάσισα να προσπαθήσω να καταλάβω μόνη μου ό,τι μπορώ, με τη δική μου ταχύτητα, και όχι να τρώω τη μασημένη τροφή που μου δίνουν.