ΗΠΑ: Η λογική του Αμπού Γράιμπ τώρα... «δικαιώνεται»

Αν νομίζουμε ότι είδαμε όλα τα «τέρατα», μάλλον έχουμε δρόμο ακόμη

| 15/03/2018

Με ένα tweet ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέλυσε τον υπουργό Εξωτερικών του Ρεξ Τίλλερσον.  Ο ίδιος ο Τίλλερσον το έμαθε επίσης από το twitter. Κατάσταση διόλου καινούργια για τα νέα «ήθη και έθιμα» που εγκαινίασε η προεδρία Τραμπ. Τουλάχιστον 22 – 23 συνεργάτες, ή λιγότερο συνεργάτες του, έφυγαν ή «τους έφυγε» μέσα στον ένα χρόνο που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.

Έχοντας παρακολουθήσει κανείς τον ρυθμό μηνυμάτων στα social media με τον οποίο ο Τραμπ αλλάζει ή «εκπαραθυρώνει» συνεργάτες, εμπιστεύεται ή παύει να εμπιστεύεται,  συμφωνεί ή παύει να συμφωνεί, η απόλυση Τίλλερσον δεν θα προκαλούσε και μεγάλη εντύπωση. Ωστόσο η γενικότερη κατάσταση, παγκοσμίως, και οι επιλογές Τραμπ στην μετά Τίλλερσον εποχή, έχουν μια ιδιαίτερη, τουλάχιστον, συμβολική σημασία (προς το παρόν, και ευχόμαστε όλοι να μείνει σε επίπεδο συμβολισμών, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους).

Τη θέση του Τίλλερσον ανέλαβε, κατευθείαν,  (πολλοί αναρωτιούνταν αν, μάλιστα, πρόλαβε να πάρει τα πράγματά του από το γραφείο του) ο, μέχρι εκείνη την στιγμή, επικεφαλής της CIA Μάικ Πομπέο.  Πρώην στρατιωτικός, ο Πομπέο είναι γνωστός για τις εξαιρετικά σκληρές του θέσεις. Αν και ορισμένοι αναλυτές έσπευσαν να εκτιμήσουν ότι πιθανότατα η υποστήριξη που ο Τίλλερσον έδωσε στη βρετανική ηγεσία στον διπλωματικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει με την Μόσχα με επίκεντρο τη δηλητηρίαση πρώην διπλού Ρώσου πράκτορα στο Λονδίνο και της κόρης του, κάποιοι άλλοι έστρεφαν το βλέμμα τους  ανατολικότερα στο χάρτη: στο Ιράν.

Στο βάθος….Τεχεράνη; 

Ο Τραμπ, από την έναρξη της θητείας του, έχει επανειλημμένως εκφράσει τη θέληση για κατάργηση της συμφωνίας  που ο προκάτοχός του Ομπάμα είχε καταλήξει με την ιρανική ηγεσία με αφορμή το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας.  Ο Αμερικανός πρόεδρος, ταυτόχρονα, έχει  ανοιχτά εκφράσει, με κάθε τρόπο, την υποστήριξή του προς την ισραηλινή κυβέρνηση προχωρώντας ακόμη και στην προκλητικότητα και κατάφωρη παραβίαση των αποφάσεων του ΟΗΕ και αναγγέλλοντας την μετακίνηση της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την Ιερή Πόλη ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, παρά το ειδικό της καθεστώς υπό τον ΟΗΕ και παρά την κατοχή της ανατολικής Ιερουσαλήμ από τον ισραηλινό στρατό.  Από την πλευρά του, το Τελ Αβίβ, ουδέποτε, αποδέχτηκε τη συμφωνία με το Ιράν και επέμεινε στις απειλές και στη διαμόρφωση πολεμικού τρομοκρατικού κλίματος, έχοντας, πλέον, την αγαστή συμπαράσταση σε αυτό και της Σ. Αραβίας.

(Ναι αυτής που βομβαρδίζει επί χρόνια την Υεμένη, όπου χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, που η χολέρα μετρά 1 εκατομμύριο θύματα και ο λιμός θερίζει περίπου 17 εκατομμύρια! Και όχι δεν κλαίει κανένα μεγάλο ΜΜΕ για την Υεμένη γιατί εκεί δεν υπάρχει Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Μπέρμπινγχαμ ούτε «Λευκά Κράνη»)…

Τις παράμετροι αυτές επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Τραμπ όταν, μετά το tweet απόλυσης του Τίλλερσον, μιλώντας σε δημοσιογράφους ανεπισήμως,  δήλωσε ότι είχαν «διαφορετική άποψη σε ορισμένα θέματα όπως το Ιράν». Και αυτό είναι αλήθεια γιατί ο αποπεμφθείς υπουργός Εξωτερικών είχε, με διάφορους τρόπους, εκφράσει την αντίρρησή του στο ενδεχόμενο κατάργησης της συμφωνίας με το Ιράν και κατ’ επέκταση εξαπόλυσης επίθεσης κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αντίθετα, ο διάδοχός του, Μάικ Πομπέο, όπως και ο Τραμπ είπε, είναι θιασώτης της κλιμάκωσης απέναντι στην Τεχεράνη, ενδεχόμενο που δεν κάνει κανέναν να νιώθει άνετα πλέον ανά τον πλανήτη.  Πόσο μάλλον που ο Πομπέο υποστηρίζει επίσης την περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην ΛΔ Κορέας (η πιθανότητα συνάντησης Τραμπ – Κιμ δεν μοιάζει πια και τόσο πιθανή παρά την μεγάλη δημοσιότητα).  Για πολλούς, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε μια «συνταγή πολέμου».

Βασανιστές χωρίς προσωπείο

Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο στοιχείο, εξίσου επικίνδυνο, αν όχι περισσότερο, σε συμβολικό επίπεδο. Διάδοχος του Πομπέο στην ηγεσία της CIA ορίστηκε από τον Τραμπ (και πρέπει βέβαια να εγκριθεί και από το Κογκρέσο) για πρώτη φορά μια γυναίκα. Αλλά όχι μια οποιαδήποτε γυναίκα: η Τζιν Χάσπελ. Η Τζ. Χάσπελ είναι ένα πρόσωπο στο οποίο θα μπορούσε να προσωποποιείται  η πολιτική βασανιστηρίων και διατήρησης δικτύου μυστικών φυλακών ανά τον κόσμο που η αμερικανική ηγεσία, υπό τον Τζωρτζ Μπους τον νεότερο, εγκαινίασε μετά τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους.  Πρόκειται για «μία από τις πιο μαύρες σελίδες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» όπως συνηθίζουν να λένε τα ΜΜΕ, χωρίς φυσικά κανείς και ποτέ να έχει μια απολύτως σαφή και ξεκάθαρη εικόνα για το πόσο ευρύ και μεγάλο ήταν το δίκτυο αυτό, πόσοι άνθρωποι μαρτύρησαν εντός του, πόσοι είναι οι εμπλεκόμενοι, και σε ξένες χώρες και σε πρόσωπα, και φυσικά αν έχει σταματήσει εντελώς να λειτουργεί. 

Το βέβαιο είναι ότι σε όλο αυτό το δίκτυο εφαρμόστηκαν «τακτικές ανάκρισης», όπως είθισται να αποκαλούνται, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν μέσα από εκθέσεις διεθνών οργανισμών όπως ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός (που εννοείται ότι δεν είχαν πρόσβαση μέσα στις φυλακές αυτές, αφού καλά καλά δεν είναι σαφείς οι τοποθεσίες τους) αλλά και σε έκθεση της ίδιας της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας: εικονικός πνιγμός, διαρκής οξύς θόρυβος, διαρκές φως, επί ώρες παραμονή του συλληφθέντα είτε σε άβολες σωματικές στάσεις (ορθοστασία ή μέσα σε φέρετρα)  και πολλά άλλα. Παρά τις λεκτικές καταδίκες και του προκατόχου του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, Μπαράκ Ομπάμα, είναι γεγονός ότι μέχρι και σήμερα η εικόνα του τι έγινε, που έγινε, ποιοι εμπλέκονται κλπ, δεν είναι σαφής, ούτε φυσικά κάποιος έχει τιμωρηθεί.

Η Τζ. Χάσπελ αποτελεί ένα από τα ελάχιστα γνωστά πρόσωπα της σκοτεινής απάνθρωπης και ιδιαζόντως αιματηρής και βάρβαρης πτυχής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Φέρεται να υπήρξε υπεύθυνη της μυστικής φυλακής των ΗΠΑ στην Ταϊλάνδη το 2002 και επικεφαλής των μυστικών επιχειρήσεων μεταξύ 2003 – 2005, δηλαδή στο απόγειό τους, όταν έρχονταν στη δημοσιότητα και οι φωτογραφίες βασανιστηρίων από τις φυλακές Αμπού Γράιμπ στο Ιράκ προκαλώντας ρίγη ανατριχίλας στη ραχοκοκαλιά της ανθρωπότητας για το τι σημαίνει «απελευθερωτής» για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα βρίσκεται στο τιμόνι της  CIA  (φυσικά ουδείς παρά τα παχιά λόγια Ομπάμα δεν απέταξε κανέναν από οπουδήποτε για όλα αυτά)  και ο Πομπέο, που δηλώνει ανοιχτά ότι ο Σνόουντεν πρέπει να πεθάνει, ενώ δεν  έχει καταδικάσει ποτέ τα βασανιστήρια ως «ανακριτικές τακτικές», έστω και σε συμβολικό επίπεδο αποτελούν ένα ποιοτικό βήμα. Ένα βήμα προς την προβολή, κυριαρχία και επικράτηση της απόλυτης βαρβαρότητας  χωρίς καν τα προσχήματα των «παχιών λόγων» και της δήθεν μεταμέλειας, που τελικά δεν τιμώρησε και δεν άλλαξε τίποτε. Είναι ένα βήμα, αναμφίβολα, περαιτέρω εξαχρείωσης.

Γιατί ποτέ η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια δεν σήμαινε τίποτε για τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό αλλά μέχρι τώρα γινόταν, σε επίπεδο εντυπώσεων  και μόνο, μια προσπάθεια να μην είναι αυτό τόσο οφθαλμοφανές. Εξ ου και η διαρκής  ρητορική περί «δικαιωμάτων, ελευθεριών κλπ». Πάει καιρός  που δεν χρησιμοποιούνται αυτές οι δικαιολογίες τόσο πολύ. Τώρα πλέον, δεν χρειάζονται καν. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι βασανιστές. Και ναι σίγουρα αυτή είναι η εποχή των τεράτων. Των πραγματικών τεράτων. 

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.