Η «μάγισσα» της Σαχαλίνης

Ο παλινορθωμένος καπιταλισμός ως Μεσαίωνας. Κυριολεκτικά.

| 15/07/2017

Η Βαρβάρα Νιγκματούλινα είναι μια μαμά 26 ετών. Ζει, μαζί με το παιδί της, σε ένα χωριό, το Πομπιέντινο, στην μέση της Σαχαλίνης.

Μια ημιζωή.
Σε μια «τρύπα στην γεωγραφία», της σημερινής ρωσικής επαρχίας της ανεργίας, του αλκοολισμού, της κρατικής εγκατάλειψης.

Κατά πάσα πιθανότητα, ούτε η ίδια, ούτε το χωριό της θα είχαν ακουστεί ποτέ εκτός Ρωσίας. ‘Ισως και εκτός του νησιού της.

Σίγουρα όχι για τους σωστούς λόγους.

Στις αρχές Ιουλίου, ένας κάτοικος της περιοχής, ο Ολέγκ Βνούκοφ, εμφανίστηκε στην αστυνομία για να καταγγείλει κάτι που πολύ δύσκολα, ομολογουμένως, θα αναμενόταν να ακουστεί στην εποχή μας, στα περισσότερα αστυνομικά τμήματα του πλανήτη: Σύμφωνα με όσα είπε, οι χωριανοί έκαψαν το σπίτι μιας γνωστής του, θεωρώντας την «μάγισσα».

‘Ηταν το σπίτι της Βαρβάρας.

Η οποία έμεινε στον δρόμο με το παιδί της.

Ο Ολέγκ είπε ότι οι ντόπιοι αρνούνται να βοηθήσουν την Βαρβάρα. Δεν θέλουν να έχουν καμία επαφή μαζί της, επειδή φοβούνται ότι θα τους κάνει «μάγια».

Αφορμή γι’ αυτήν την άγρια επιστροφή στην νοσηρή μεσαιωνική «ντίσνεϊλαντ» στάθηκε η αυτοκτονία του συντρόφου της. Και ότι ακόμη δύο άνδρες που ήταν κοντά της σε διάφορες φάσεις της ζωής της, επίσης έδωσαν τέλος στην ζωή τους.

Αλλά και χωρίς τα παραπάνω, η Βαρβάρα δεν έχει και την καλύτερη φήμη στην κλειστή κοινωνία του χωριού. Θεωρείται «επιπόλαιη», έχει «πολλές αντρικές παρέες».

Αλλά μπορεί απλώς να προσπαθεί να ζήσει με όποιον τρόπο θα την βοηθήσει να περάσει ακόμη μια μέρα χωρίς να τρελαθεί.

Ποιος ξέρει.

Μια ντόπια είπε στους δημοσιογράφους ότι η φήμη περί «μαγείας» ίσως διαδόθηκε εσκεμμένα από τους φίλους του συζύγου της, του πατέρα του παιδιού της, μετά τον θάνατό του. Για να την εκδικηθούν. ‘Αγνωστο γιατί.

‘Ισως επειδή αυτή είναι ακόμη ζωντανή.

‘Οπως και νά ‘χει, αν και οι κατηγορίες εναντίον της κοπέλας είναι εύκολες, δεν υπάρχει ούτε μισό στοιχείο που να τις τεκμηριώνει.

Απλά, η Βαρβάρα είναι διαφορετική.

Ο τελευταίος σύντροφός της, ο 38χρονος Ντμίτρι Ρουμπτσόφ, σύμφωνα με τις διηγήσεις των χωριανών, ήταν άνεργος, άγρια αλκοολικός και ναρκομανής. Γέννημα – θρέμμα του Πομπιέντινο. Η μητέρα του είχε φύγει από τις αρχές του 2000 ακόμη, για την ηπειρωτική Ρωσία. Τον εγκατέλειψε.

Ωστόσο ο Ντίμα προσπάθησε κάτι να κάνει με την ζωή του. ‘Ηταν καλός τεχνίτης με τα αυτοκίνητα, αλλά είχε και επαγγελματικά σχέδια με την αλιεία.

Μέχρι που βρέθηκε ξαφνικά στην φυλακή «από μια βλακεία».

‘Οταν βγήκε ήταν ήδη ένας τελειωμένος άνθρωπος. Παράτησε την γυναίκα του για την Βαρβάρα, ή τουλάχιστον σε εκείνη βρήκε ίσως ένας καταφύγιο. Στο σπίτι της πάντα υπήρχε κίνηση, θόρυβος, κάτι ζωντανό. Πάρτι, άφθονο ποτό, χορός. Στο χωριό λένε, πως αν ένας άνδρας δεν είχε επιστρέψει το βράδυ σπίτι του, τότε μάλλον γλεντούσε στο σπίτι της Βαρβάρας.

Λένε ότι λίγο πριν πεθάνει, ο Ντίμα είχε τσακωθεί άγρια μαζί της. Αλλά μια γειτόνισσα της Βαρβάρας, σαν μια όαση ορθολογισμού σε μια έρημο προλήψεων και προκαταλήψεων, θα πει: «Βλακείες είναι όλα αυτά για τις μαγείες. Απλά ο Ντίμα ήταν μαστουρωμένος πάλι. Λένε ότι βρήκαν σύριγγες στο αυτοκίνητό του».

Μια άλλη γειτόνισσα λέει ότι κανείς δεν κυνηγάει την Βαρβάρα. Ότι δεν μένει στον δρόμο αλλά στο σπίτι της αδελφής της.

Αλλά το δικό της σπίτι, παραμένει καμμένο.

Και κάποιοι το έκαψαν.

Πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει ο μύθος;

DD5dBVqXgAAh0VL

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα περνάει μέσα από την ιστορία του ίδιου του χωριού. Η οποία είναι, υπό κλίμακα, η σοβιετική και μετασοβιετική ιστορία όλης της Ρωσίας. ‘Οσο κι αν ακούγεται παράξενη τώρα, στο τέλος αυτής της σύντομης αφήγησης δεν θα μοιάζει και τόσο η διαπίστωση, ότι ο ηθικός αυτουργός του εμπρησμού του σπιτιού της Βαρβάρας είναι, ουσιαστικά, ο παλινορθωμένος καπιταλισμός.

Το Πομπιέντινο βρίσκεται περίπου 10 χιλιόμετρα μακριά από το διοικητικό κέντρο της περιοχής. Μέχρι το 1945, οπότε η Σαχαλίνη βρισκόταν υπό ιαπωνική κατοχή, ήδη από τους Ρωσο-ιαπωνικούς πολέμους των αρχών του 20ού αιώνα, ονομαζότον Κότον και ανήκε στην ιαπωνική επαρχία Καραφούτο.

Μετά την απελευθέρωσή του από τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος έδιωξε τους Ιάπωνες και από την Νότια Σαχαλίνη, το χωριό γνώρισε μια πρωτόγνωρη άνθηση. Κοντά του δημιουργήθηκε μια μικρή στρατιωτική βάση και, ταυτόχρονα, οργανώθηκαν οι πρώτες αλιευτικές μονάδες βιομηχανικής κλίμακας.

«Στην σοβιετική εποχή, στο Πομπιέντινο ζούσαν 7.000 άνθρωποι», θυμάται μια παλιά κάτοικος. «Αλλά στην 10ετία του ‘90 άρχισε να βυθίζεται».

Το 2002, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή, στο χωριό είχαν απομείνει 1.390 κάτοικοι. Σήμερα είναι ακόμη λιγότεροι. Κανείς πια δεν μετρά. Ακόμη και η στρατιωτκή βάση, η τελευταία ελπίδα του χωριού για δουλειά και για ανανέωση του πληθυσμού με νέο κόσμο, έκλεισε με αφορμή ένα τραγικό γεγονός: Το 1998, ο έφεδρος στρατιώτης, Ολέγκ Ναούμοφ, πήρε το όπλο του, το έστρεψε στους συναδέλφους του και άρχισε να πυροβολεί. Εξι φαντάροι και ο επικεφαλής της φρουράς έπεσαν νεκροί. Η έρευνα και η δικαστική διαδικασία γι’ αυτό το τραγικό περιστατικό κράτησε έξι χρόνια. Ο Ναούμοφ καταδικάστηκε σε ισόβια.

«Μετά από αυτά τα γεγονότα μάζεψαν την βάση» λέει η ίδια κάτοικος στο «Russia Today». «Ακριβώς τότε άρχισε η μαζική μετακίνηση των κατοίκων προς το διοικητικό κέντρο της περιοχής. Ετσι, τώρα στο χωριό απέμειναν μόνο συνταξιούχοι και άνεργοι. Η νεολαία πίνει μέχρι αλκοολισμού ή παίρνει ναρκωτικά».

Στην θέση των ντόπιων κατοίκων του χωριού που πήραν τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης άρχισαν να εγκαθίστανται πρώην τρόφιμοι της κοντινής φυλακής. Οι κάτοικοι λένε ότι οι πρώην κατάδικοι έχουν έναν «μη κοινωνικό» τρόπο ζωής. Τα τελευταία τρία χρόνια, το άλλοτε γνωστό για την αλιευτική βιομηχανία του Πομπιέντινο, βρέθηκε κάμποσες φορές μέσα στις περιοδικές αναφορές των αρχών για ποινικά εγκλήματα ομοσπονδιακού χαρακτήρα.

Οι τοπικοί κρατικοί παράγοντες προσπαθούν να παρουσιάσουν μια διαφορετική εικόνα. «Ναι, έχουμε μια φυλακή κοντά. Μερικοί από τους φυλακισμένους, όταν απελευθερώνονται και δεν έχουν πού άλλου να πάνε, έρχονται να ζήσουν στο Πομπιέντινο. Φυσικά, αυτό το πράγμα αφήνει κάποιο αποτύπωμα στην ζωή των ανθρώπων. Αλλά, την ίδια στιγμή, στο χωριό υπάρχουν χώροι άθλησης, πολιτιστικό κέντρο, καλή βιβλιοθήκη, γίνονται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι άνθρωποι δουλεύουν, τουλάχιστον εκείνοι που θέλουν. Αλλά και οι κάτοικοι δεν είναι αναίσθητοι».

Λέξη για την αποβιομηχάνιση, για την καταστροφή της παραγωγικής βάσης του χωριού, για την πληθυσμιακή «αποψίλωσή» του, για την χαμένη νεολαία. Το πιθανότερο είναι, όλα αυτά που παρουσιάζουν οι παράγοντες, να συμβαίνουν από την καλή θέληση κάποιων κατοίκων που επιμένουν να κρατούν ζωντανή την φλόγα της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. ‘Οσο για τα περί «επιλογής» του ανέργου να μην δουλεύει για να πίνει και να παίρνει ναρκωτικά, πρόκειται για την γνωστή συστημική, αμοραλιστική, χυδαία και άθλια προπαγάνδα.

Και με την Βαρβάρα τι γίνεται;

Ο επικεφαλής της δημαρχιακής υπηρεσίας Παιδείας της περιοχής Σμιρνιχόβσκι, Νικολάι Κοζνίσκι είπε ότι η κοπέλα ήρθε στις αρμόδιες αρχές και αιτήθηκε επισήμως στέγη. Της πρότειναν να μείνει σε ένα κοινόβιο (σσ. διαμέρισμα το οποίο μοιράζονται διαφορετικά νοικοκυριά ανα δωμάτιο), αλλά σύμφωνα με τον ίδιο η Βαρβάρα αρνήθηκε και τώρα ψάχνουν εναλλακτικές.

«’Ακουσα, φυσικά, ότι την λένε μάγισσα, αλλά είναι μια χαρά, κανονική κοπέλα» πρόσθεσε.

Για την ρωσική ‘Ενωση Νομικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεν υπάρχει καμία μεταφυσική. «Δεν είναι το πρώτο ανάλογο περιστατικό στην Ρωσία τα τελευταία χρόνια, που οι κάτοικοι προβαίνουν σε πράξεις “εκδίκησης” για υποτιθέμενα “μάγια”. Κατά βάση αυτό συμβαίνει σε φτωχές περιοχές, με μεγάλα ποσοστά ανεργίας, όπου κλείνουν οι εκπαιδευτικές δομές» ανέφερε εκπρόσωπός της.

«Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη δική τους εμπειρία και βγάζουν συμπεράσματα με βάση τα τοπικά έθιμα, τις παραδόσεις, τις πεποιθήσεις, και εκείνες τις μίζερες, λιγοστές πληροφορίες που παίρνουν από τα μέσα ενημέρωσης στα οποία έχουν πρόσβαση. Δυστυχώς, σε τέτοιες περιοχές, οι πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι είναι ψευδοεπιστημονικές εκπομπές, οι οποίες προβάλουν “πληροφορίες” οι οποίες δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την πραγματικότητα, για μέντιουμ, μάγισσες και ανάλογα επινοημένα πρόσωπα, τα οποία, ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι αρχίζουν να ψάχνουν έξω από τα όρια του σπιτιού τους».

Οι νομικοί προσθέτουν ότι «στις οικονομικές δυσκολίες, οι άνθρωποι αρχίζουν να επιρρίπτουν την ευθύνη σε “ανώτερες δυνάμεις” και σε ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι έχουν “ιδιαίτερες δυνάμεις”. Δηλαδή, συμβαίνει μία αποδόμηση της στοιχειώδους συνείδησης από την λογική σκέψη στην μυστικιστική και την δεισιδαιμονική, η οποία καθίσταται στρεοτυπική.Αυτή την “τύχη” είχε και η Βαρβάρα. Κατηγορήθηκε από τους ντόπιους για μαγεία. Νομίζουν ότι είναι μια μάγισσα που φέρνει κακή τύχη στο χωριό τους και, άρα, θα πρέπει να απαλλαγούν από αυτήν».

Για την ‘Ενωση είναι απαραίτητο να ληφθούν μια σειρά μέτρων, από οικονομικά και κοινωνικά, μέχρι διαφωτιστικά – εκπαιδευτικά.

Την υπόθεση της Βαρβάρας οι νομικοί της ‘Ενωσης την πήραν ζεστά. Θα κινηθούν ταυτόχρονα σε επίπεδο γενικού εισαγγελέα και δομών υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Διότι θεωρούν ότι ο συγκεκριμένος εμπρησμός δεν είναι απλά ποινικό αδίκημα. Συνιστά έκφραση κοινωνικής διάκρισης. Και αυτό ξεπερνά τις αρμοδιότητες της τοπικής αστυνομίας.

Στην πραγματικότητα βέβαια, ο εμπρησμός του σπιτιού της Βαρβάρας ξεπερνά και τον γενικό εισαγγελέα. Διότι τα οικονομικά, κοινωνικά και διαφωτιστικά μέτρα που προτείνουν πολύ σωστά οι νομικοί, ξεπερνούν το ίδιο το κυρίαρχο σύστημα. Τέτοια μέτρα, δεν είναι απλά εκτός των καπιταλιστικών ορίων. Αλλά ενάντια στον καπιταλισμό εν γένει.

Ο οποίος, μέσα σε μια νύχτα – με όρους ιστορίας – κατέστησε έναν λαό που οι παππούδες του άνοιξαν τον δρόμο στο μέλλον με την Επανάσταση του Οχτώβρη, έναν λαό που εξάλειψε τον αναλφαβητισμό μέσα σε λιγότερα από είκοσι χρόνια, έναν λαό που έστειλε τα παιδιά του δρόμου στο διάστημα, έρμαιο του τσαρλατανισμού και του σκοταδισμού.

Στοιχειώδης γνώση του μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου της ΕΣΣΔ θα αρκούσε για να γίνει κατανοητή αυτή η καταστροφή που συνέβη με την αντεπανάσταση.

Με μια ταχύτητα τρομακτική.

Σχεδόν «μαγική».

Αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για «μαύρη μαγεία»…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.