Ένα χωριό περιμένει ένα φέρετρο για μια κηδεία...

Ο Νίκος Καραγεώργος μιλάει σΤο Περιοδικό για τη Φαιδρή Κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε

| 02/01/2016

Η Φαιδρή Κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015) είναι μια πραγματική μυθιστορηματική ιστορία γύρω από τα τεκταινόμενα μιας κηδείας. Ο Νίκος Καραγεώργος περιγράφει μια ολόκληρη μικρή κοινωνία, τους χαρακτήρες της και τις αντιδράσεις τους μπροστά στο θάνατο, αλλά -κυρίως- μπροστά στη ζωή. Μία κηδεία σε ένα χωριό γίνεται η αφορμή να αναμετρηθούμε με το πόσο αντέχουμε τους ανθρώπους με τις παραξενιές τους, το πόσο αντέχουμε την ίδια μας της ζωή με τα συναισθήματά μας, το πόσο αντέχουμε την ιδέα ότι κάτι μπορεί να τελειώσει. Και να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος βρίσκει τους δικούς τους δρόμους να αντιμετωπίσει τη γνώση της φθαρτότητάς του.

Layout 1Ο αφηγητής ξεκινάει από την Αθήνα για να παρευρεθεί στην κηδεία του αγαπημένου του φίλου, Οδυσσέα Λουντάντε, σ’ένα μικρό χωριό του νομού Μεσσηνίας. Φθάνοντας όμως στην εγκαταλειμμένη εκκλησία του χωριού, θα γίνει μάρτυρας μιας σειράς απροσδόκητων περιστατικών όπου το τραγικό εναλλάσσεται διαρκώς με το γκροτέσκο. Από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη κηδεία. Τα σουρεαλιστικά στοιχεία περιπλέκονται με τα πραγματικά και ανάμεσα στις ανθρώπινες φιγούρες περιφέρεται ένας σκελετός με ροπή προς τη φιλοσοφία.

Μας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το ιδιότυπο χιούμορ σε μια κηδεία. Και βρήκαμε τον συγγραφέα για να τον ρωτήσουμε τι ακριβώς κρύβεται πίσω από αυτό:

  • Ας ξεκινήσουμε από τον ρεαλισμό του μυθιστορήματος: την πραγματικότητα της αντίφασης ανάμεσα στη θλίψη του θανάτου και τη φαιδρότητα συμβάντων κατά τη διάρκεια του τελευταίου αποχαιρετισμού. Μήπως τα έχουμε ανάγκη σε κάποιες περιπτώσεις τα συμβάντα αυτά; Είναι τρόπος αντιμετώπισης του «αναπόδραστου»;

Ενδεχομένως να είναι ένας τρόπος, ένα συμπεριφορικό αντανακλαστικό για τη στιγμιαία απόδραση από τον διαρκή φόβο του θανάτου. Ο θάνατος δεν εμπερικλείει καμία αντίφαση. Είναι σαφής, οριστικός, φυσικός. Η αντίφαση αφορά στη στάση των ανθρώπων απέναντί του και πώς, καθένας μας, ως ενεργητικό κράμα ατομικών συστατικών και ποικιλόμορφων κοινωνικών, θρησκευτικών, εθιμικών καταβολών, διαχειρίζεται αυτό τον φόβο προσπαθώντας να αμβλύνει τις επιπτώσεις του ώστε η ζωή να μην κυριαρχείται από αυτόν ή, τουλάχιστον, να μην φαίνεται ότι κυριαρχείται. Συνεπώς, οι αντιφάσεις, οι πολλαπλές εκδοχές θέασης και λήψης της πραγματικότητας, τα φαινομενικά οξύμωρα και παράδοξα, ό,τι μας καθιστά απλώς και μόνο μεταφραστές μιας πολύπλευρης αλήθειας που παραμένει πάντα, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, απροσέγγιστη, είναι παρούσες κι αισθητές σε κάθε έκφανση της ζωής μας, στα τραγικά, στα ιλαρά, στα σοβαρά και στα ασήμαντα, στα ουσιώδη και στα επουσιώδη, στα μικρά και στα μεγάλα. Έτσι, δεν μπορώ παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η ίδια η αντίφαση είναι αναπόδραστη. Κι επειδή ακριβώς είναι αναπόδραστη, την έχουμε ανάγκη για να ανυψώνουμε, λίγο ή πολύ, όσα μας καθιστούν χοϊκούς περαστικούς από τούτο τον κόσμο. Αυτό συμβαίνει και με τον θάνατο. Τον έχουμε ανάγκη κι ας μην είναι αντιφατικός, κι ας μας υπενθυμίζει τη χοϊκή μας φύση.

  • Έχετε παραβρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση; Σε πολλές περιοχές «γιορτάζουν» με έναν διαφορετικό τρόπο τον θάνατο.

Πράγματι, σχετικά με τα ταφικά έθιμα έχετε απόλυτο δίκιο και υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτά εμπεριέχουν χαρωπές εκδηλώσεις κι ευωχίες όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στην ποντιακή παράδοση. Η διαιώνιση αυτών των εθίμων αποκρυσταλλώνει πανάρχαιους προβληματισμούς των ανθρώπων για το αναπόφευκτο: Ο θάνατος είναι μετάσταση σε κάτι νέο κι ωστόσο άγνωρο; Με τον θάνατο επέρχεται η λήξη μιας εξαρχής πεπερασμένης ζωής; Το τέλος της θνητής ζωής είναι ο κόμβος διάβασης σε ένα ενσυνείδητο μεταθανάτιο σύμπαν ή απλώς κατάβαση στη βεβαιότητα της ανυπαρξίας; Συνεπώς, είναι κάτι που επιφέρει τον θρήνο ή τη γιορτή;

Η αλήθεια είναι πως δεν έχω παρευρεθεί ο ίδιος σε μια τέτοια τελετή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσα περιγράφονται στο βιβλίο δεν συνέβησαν σε άλλο μέρος και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Κατά τη γνώμη μου ένα λογοτεχνικό έργο συντελείται πάνω σε τρεις δοκούς ισορροπίας∙ της προσωπικής, συγκαλυμμένης μαρτυρίας, της αληθοφανούς μετάπλασης ενός γεγονότος που δείχνει να περιπλανιέται ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό, και του ατόφιου ψεύδους που αυτοκαταργείται καθώς εμβολιάζεται από τη μυθοπλαστική οπτική και μεταφορά. Για να ενοποιήσω τα τρία αυτά δομικά συστατικά θα επικαλεστώ τον Φερνάντο Πεσόα ο οποίος έγραφε ότι η βάση κάθε τέχνης δεν είναι η ανειλικρίνεια, αλλά η μεθερμηνευμένη ειλικρίνεια. Η λεπτομερής, λοιπόν, και γλαφυρή αφήγηση του ανθρώπου που παρευρέθηκε σε μια παρόμοια τελετή με έκανε να νιώσω ότι πραγματικά ήμουν κι εγώ παρευρισκόμενος και αποτέλεσε την έμπνευση γι’ αυτή την ιστορία.

  • Πίσω από τον ρεαλισμό της γραφής σας, υπάρχει μια ολόκληρη φιλοσοφική θεώρηση για την ίδια τη ζωή. Όταν μιλάμε για τον θάνατο, μήπως αναφερόμαστε στη ζωή, τελικά;

karagewrgos photo profile 2015Δεν γίνεται διαφορετικά. Ο θάνατος είναι η κινητήριος δύναμη της ζωής γιατί χωρίς αυτόν θα αδρανούσαμε, θα αναβάλλαμε, θα εγκλωβιζόμασταν, εντέλει, σε μια κατάσταση ατέρμονης απραγίας. Από την άλλη, η ζωή τροφοδοτεί με νόημα τον θάνατο και του χαρίζει επίθετα όπως ένδοξος, ηρωικός ή άσημος, τον αναγορεύει σε εγωιστικό ή αλτρουιστικό. Ουσιαστικά, η φιλοσοφική μου θεώρηση της ζωής εκπορεύεται από τη φιλοσοφική μου θεώρηση για τον θάνατο. Με βάση αυτή τη διασύνδεση, ζωή και θάνατος, απαρτίζουν τα αδιαίρετα μέρη μιας ευρύτερης κοσμικής αρμονίας που διαφεύγει της ανθρώπινης σύλληψης. Οπότε, μιλώντας για τον θάνατο μιλούμε για τη ζωή και το αντίστροφο. Κάθε λέξη μας για τη ζωή φέρει τον σπόρο του θανάτου, κάθε αναφορά μας στον θάνατο σπείρει τη ζωή. Η ζωή είναι θάνατος, ο θάνατος είναι ζωή, και μέσα από αυτή την αλληλεξάρτηση αρχίζει να αχνοφαίνεται αμυδρά, θαμπά, γενικά και αδιασαφήνιστα, η ιδέα της αθανασίας.

  • Άρα, μήπως ο καλύτερος τρόπος για να νιώσουμε τη σχέση ζωής και θανάτου, για να καταλάβουμε τη ζωή ή τον θάνατο, είναι αυτός ο απλός λόγος της καθημερινότητας; Αυτές οι απλές σχέσεις;

Οι σχέσεις, από τις πιο απλές ως τις πιο περίπλοκες, καταδεικνύουν την ορμέμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να εξέλθει από το μοναχικό του καβούκι συνεπιδρώντας στα πλαίσια μιας ευρύτερης κοινότητας. Ο άνθρωπος, συνάπτοντας σχέσεις, μεταπηδά από την κατάσταση του ατομικού όντος σε αυτήν του κοινωνικού. Πρόκειται για μια μετάβαση που συνεπάγεται κόστη και οφέλη. Όσο οι σχέσεις εξελίσσονται τόσο το αρχικό αίτιο της δημιουργίας τους, της ανάγκης για κοινωνικοποίηση δηλαδή, γίνεται πιο δυσδιάκριτο. Όταν, όμως, επέρχεται η απώλεια μιας σχέσης αναφαίνονται οδυνηρά οι πρωτογενείς δυνάμεις που την γέννησαν και, τότε, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες από τις δυνάμεις αυτές έχουν βλαστήσει πάνω στον φόβο∙ στον φόβο για τη μοναξιά, στον φόβο για τον θάνατο, στον φόβο για τη δυσερμήνευτη ζωή, στον φόβο να αντέξουμε το βάρος της ύπαρξής μας. Ο απλός λόγος της καθημερινότητας, οι απλές σχέσεις, μοιάζουν με αραχνοΰφαντο πέπλο πίσω από το οποίο πνέουν οι ανομολόγητες φοβίες μας και οι εναγώνιες προσπάθειές μας να κατανοήσουμε έννοιες όπως η ζωή και ο θάνατος,  έννοιες που πάντα συλλαμβάνουμε ανεπαρκώς, και σχετικά, εξαιτίας της περιορισμένης μας διανόησης. Παρόλα αυτά δεν έχουμε εφεύρει καλύτερο τρόπο για να νιώσουμε τη ζωή και τον θάνατο, για να καταλάβουμε τη ζωή και τον θάνατο. Αποτυγχάνουμε βέβαια αλλά θέλω να πιστεύω, ανατρέχοντας στον Μπέκετ, ότι κάθε φορά αποτυγχάνουμε καλύτερα.