Ο παράξενος και σουρεαλιστικός κόσμος του Χόρχε Φ. Ερνάντες - Συνέντευξη στο Περιοδικό

Ένας έξοχος συγγραφέας μαγικών εικόνων γειωμένων στην μεξικάνικη πραγματικότητα    

| 16/10/2019

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο Μεξικανός συγγραφέας Χόρχε Φ. Ερνάντες κυριολεκτικά αψηφά κάθε κανόνα και όριο αφήγησης όπως συνηθίζεται στην συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων λογοτεχνών. Καταξιωμένος στην χώρα του, έζησε πολλά χρόνια στις ΗΠΑ και τώρα, πλέον, στην Μαδρίτη σαν και πολλούς άλλους λατινοαμερικανούς συναδέλφους του. Στο δημιουργικό του ρεπερτόριο συγκαταλέγονται πέρα από τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα, χρονικά και δοκίμια – έχοντας επηρεαστεί από σύγχρονους Μεξικάνους κλασικούς- Χουάν Ρούλφο, Κάρλος Φουέντες, Οκτάβιο Πας- τον Μπόρχες, τους μεγάλους Ισπανούς αλλά και τους Βόρειο-αμερικανούς γραφιάδες. Γεννημένος το ’62 στην Πόλη του Μεξικού, ο Ερνάντες αρέσκεται πολύ στο να σκαρώνει μικρές ιστορίες που εδράζονται στην λεγόμενη «Μεξικανικότητα», δηλαδή σε όλο εκείνο το μείγμα στερεοτύπων που καθορίζουν εν πολλοίς την κουλτούρα του τόπου του. Πέραν τούτων ο Ερνάντες ασχολείται επισταμένως με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και όντας εξαιρετικός μίμος – μια οικογενειακή παράδοση- κατορθώνει να κερδίζει την προσοχή και τη μεγάλη εκτίμηση του κοινού. Νικητής δύο εμφραγμάτων και ενός καρκίνου ο Ερνάντες ποτέ δεν έχασε το απίστευτο χιούμορ και την πληθωρικότητά του και τούτο επιβεβαιώθηκε στην συνάντησή μας στο πλαίσιο του  11ου Φεστιβάλ ΛΕΑ και με αφορμή το εν Ελλάδι εκδοθέν βιβλίο του, «Ο βασιλιάς του μάμπο- μαριάτσι» (Εκδ. Ροές) σε συλλογική μετάφραση, με συντονιστές τον Νίκο Πρατσίνη και Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Στα εννέα διηγήματα και τα επτά διηγηματίδια του ο Μεξικανός συγγραφέας εννοεί να απεικονίζει με σουρεαλιστικό τρόπο την, ας πούμε, καθημερινή ζωή στην, είκοσι εκατομμυρίων, Πόλη του Μεξικού. Διάφοροι ασυνήθιστοι χαρακτήρες: νάνοι, μουσικοί της σάλσα, αναγνώστες δολοφόνοι αλλά και ιατροί ψυχοτρόπων ουσιών, παρελαύνουν στο βιβλίο και αναδεικνύουν έναν έξοχο δημιουργό μαγικών εικόνων γειωμένων όμως στην μεξικάνικη πραγματικότητα.

Θα λέγατε ότι η γραφή σας ενσωματώνει στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού;

Φυσικά, μέσα στα κείμενά μου υπάρχει πολύ από αυτό που αποκαλούμε μαγικό ρεαλισμό, όπως συμβαίνει εξάλλου με πολλούς Λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Είμαστε όλοι κάτω από τη σκιά του Μάρκες,  του Ρούλφο και της γενιάς τους. Βέβαια, έχουν περάσει τα χρόνια, έχει φύγει από τον σύγχρονο μαγικό ρεαλισμό η τραγωδία, το αίμα.

Στο διήγημα «Αυτό που διαλύεται στους καθρέπτες» φαίνεται ότι ακολουθείτε τα βήματα των Μπόρχες και Κασάρες, μιας και ο δολοφόνος δεν είναι άλλος από τον αναγνώστη…

Πράγματι, οι δύο αυτοί συγγραφείς είχαν ως στόχο να γράψουν μία αστυνομική ιστορία όπου ο δολοφόνος να είναι αυτός που τη διαβάζει, δηλαδή ο αναγνώστης. Την περίοδο που έγραψα το συγκεκριμένο διήγημα ήμουν πολύ νέος, παρθένος, ωραίος και αδύνατος και ήθελα να κάνω ακριβώς αυτό! Πήγαινα λοιπόν σε μια ψυχιατρική κλινική και έπινα τον καφέ μου. Εκεί γνωρίστηκα με έναν γιατρό. Γίναμε φίλοι και κάθε εβδομάδα πίναμε μαζί τον καφέ μας, εκείνος μου μιλούσε για φάρμακα, δηλαδή για χημεία, κι εγώ για τη συγγραφή. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να δει το διήγημα που έγραφα, το οποίο περιστρεφόταν γύρω από μία καταδίκη. Του το έφερα, άρχισε να το διαβάζει και όσο το ξεφύλλιζε  εκνευριζόταν και έβγαινε εκτός εαυτού. Τελικά, ήταν ένας τρόφιμος του ψυχιατρείου που παρίστανε τον γιατρό και εκείνη τη στιγμή ήθελε απλώς να με πνίξει. Το διήγημα είχε λειτουργήσει πλήρως!

Τι σημαίνει για εσάς ο όρος «μεξικανικότητα»;

Μεγάλωσα στις ΗΠΑ, έχω ζήσει στη Μαδρίτη συνολικά έντεκα χρόνια και τώρα τελευταία αισθάνομαι πολύ Έλληνας. Οι εθνικότητες είναι μάλλον ένας τρόπος να υπάρχεις, να αισθάνεσαι. Η «μεξικανικότητα» λοιπόν είναι το φαγητό, οι ντόπιοι, οι Μαριάτσι, ο τόπος και τα τοπία, το όνομα, τα ισπανικά μαζί με 56 άλλες γλώσσες, η λογοτεχνία πάνω απ’ όλα, η μουσική. Η «μεξικανικότητα» είναι όλα αυτά χτυπημένα σε ένα μίξερ.

Εκτός από συγγραφέας είστε και ιστορικός και μάλιστα με ροπή στην μικροϊστορία…

Γράφω και σχεδιάζω ιστορίες από τα επτά μου χρόνια, ήξερα λοιπόν από μικρός ότι θα γίνω συγγραφέας. Επίσης, είμαι φανατικός αναγνώστης, η ανάγνωση είναι κάτι σαν αρρώστια για μένα. Όταν ήρθε η εποχή να σπουδάσω, εκεί στο τέλος της εφηβείας μου, επέλεξα την ιστορία. Ημουν πολύ τυχερός γιατί ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο ήταν ο πρωτεργάτης της ανάδειξης της μικροϊστορίας στο Μεξικό. Μαζί του έμαθα να μελετώ την ιστορία των μικρών πραγμάτων, για παράδειγμα την ιστορία των μικρών χωριών που δεν εμφανίζονταν στους χάρτες, την ιστορία μιας πόρτας ή μιας συνομιλίας. Η μεγάλη ιστορία, όπως είναι η ιστορία των πολέμων, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Με απασχολούν οι  μικρές ιστορίες διότι όταν τις βλέπεις από καλή οπτική γωνία είναι παγκόσμιες.

Έχετε γράψει ότι η συγγραφή είναι σαν την ταυρομαχία. Αλήθεια, γιατί θέλατε να γίνετε ταυρομάχος;

Υπήρξα ταυρομάχος, όταν νεότερος και πιο αδύνατος, μάλιστα έχω σκοτώσει και δύο ζώα. Το άφησα όμως γιατί ήταν κακό και επιπλέον δεν μου άρεσαν και τα κοστούμια που φοράνε οι ταυρομάχοι. Το να είσαι ταυρομάχος σημαίνει ότι έχεις έναν τρόπο σκέψης και το να γράφεις είναι σαν να μπαίνεις στη μάχη με το στυλό σου στο χέρι και περιμένεις να δεις τι θα βγει από το τούνελ. Θα είναι ποίημα, θα είναι πρόζα, χρονογράφημα, παραμύθι, νουβέλα, ίσως μια μελέτη; Στην αρχή δεν το ξέρεις και μετά βγαίνουν στην αρένα οι πρώτες φράσεις, κάνουν κύκλους και φτάνει η στιγμή που το θέμα αρχίζει να αιμορραγεί εκεί, μπροστά σου, είσαι μόνος εσύ κι αυτό. Το αφήνεις να σε πλησιάσει, χωρίς να σε ενδιαφέρει τι θα πει το κοινό ή οι άλλοι συγγραφείς. Αυτή η αίσθηση είναι που μου αρέσει σε όλο αυτό, ότι είσαι μόνος στο κέντρο του σύμπαντος, εσύ κι απέναντί σου εκείνο. Μέχρι τη στιγμή που πρέπει να το σκοτώσεις, γιατί πρέπει να τελειώσει, απλά τελειώνει, όπως συμβαίνει και στα ρομάντζα. Συνεπώς, συνεχίζω ακόμα και σήμερα να σκέπτομαι σαν ταυρομάχος, απλά τώρα έχω περισσότερα κιλά!

Μιλήστε μας λίγο για τη διαδρομή σας, τα ταξίδια σας, τους αγαπημένους σας συγγραφείς και ειδικότερα για τον Juan Villoro.

Ταξιδεύω από την ηλικία των δύο ετών. Όταν γεννήθηκα οι γονείς μου ζούσαν στη Γερμανία και μετά μετακόμισαν στις ΗΠΑ. Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια, έχω έναν χάρτη στο μυαλό μου με φανταστικά τοπία, αλλά και με τοπία που έχω γνωρίσει μέσα από τη λογοτεχνία, τα οποία δεν ξέρω αν θα προλάβω να τα γνωρίσω από κοντά, μέρη όπως η Κέρκυρα, η Θεσσαλονίκη, το Όσλο. Ταξιδεύω μέσα από αυτά που γράφω και διαβάζω, η λογοτεχνία είναι ο πιο φθηνός τρόπος για να ταξιδέψει κανείς! Όσο για τον Juan Villoro, η γενιά μου του οφείλει πολλά. Μας δίδαξε το ροκ, όλοι θέλαμε να έχουμε ένα κόκκινο volkswagen και γένια σαν κι αυτόν. Ο Juan ήταν αδελφός, ο αδελφός της γενιάς μου.

Σε ποιο βαθμό σας επηρέασε η εποχή της Movida Madrilena *;

Έφτασα στη Μαδρίτη στο τέλος της εφηβείας μου για να σπουδάσω ιστορία. Έκανα έντονη ζωή, με πολλή μουσική, αλκοόλ και ναρκωτικά. Η αλήθεια είναι ότι έχω δει ελάχιστα την Μαδρίτη, όταν έβγαινα έξω ήταν πάντα βράδυ. Ωστόσο, ποτέ δεν έγραψα γι’ αυτά, αισθανόμουν ταξιδιώτης στην  Μαδρίτη.

Μεταξύ άλλων είστε και μίμος. Έχει επιδράσει αυτό στη δομή των έργων σας και κυρίως στους αφηγηματικούς χαρακτήρες;

Ο πατέρας μου ήταν επαγγελματίας κα έκανε μιμήσεις διαφόρων φωνών στο ραδιόφωνο. Ήταν πολύ καλός μίμος. Εγώ μπορώ μόνο να μιμηθώ κάποιες φωνές, τα παιδιά μου είναι επίσης πολύ καλοί μίμοι, όπως ο παππούς τους. Εμένα μου αρέσει να γράφω λογοτεχνία, αλλιώς θα ήμουν σε ψυχιατρείο! Πολλές φορές λέω ότι είμαι αστροναύτης, ότι δημιουργώ χαρακτήρες με κάθε λογής στοιχεία και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ.

Στον «Βασιλιά του Μάμπο Μαριάτσι» υπάρχουν και μερικά πολύ μικρά διηγήματα…

Γράφω σε τετράδια. Κάποιες φορές πρώτα ζωγραφίζω έναν χαρακτήρα και μετά γράφω γι’ αυτόν. Αλλοτε πρώτα δημιουργώ το διήγημα και ύστερα ζωγραφίζω τον ήρωα. Όταν γράφω μια ιστορία, δεν ξέρω αν θα είναι είναι μικρή ή μεγάλη, πού  θα τελειώσει. Υπάρχουν ιστορίες που είναι σύντομες, σαν ανέκδοτο, αλλά δεν τις πειράζω, γιατί εάν μεγαλώσουν θα χάσουν τη δύναμή τους, θα χαλάσουν. Έχω πέντε βιβλία με παραμύθια και πάντα βάζω στο τέλος τα πιο μικρά από αυτά.

Είναι αλήθεια ότι ο παππούς σας ήθελε έναν νάνο για εγγόνι, όπως  γράφετε στο διήγημα «Περί της μυστικής μεθόδου η οποία εξαφανίζει τους νάνους του κόσμου τούτου…»;

Ο παππούς μου ο Πέτρος δεν ζει πια, αλλά πρόλαβε να δει 53 εγγόνια. Από ένα σημείο και μετά έβλεπε όλα τα εγγόνια του ίδια. Αν και δεν είναι πολιτικά ορθό, εντούτοις η επιθυμία του ήταν να είχε ένα εγγόνι-νάνο, να το ανεβάζει για χορό στο τραπέζι και να διασκεδάζει μαζί του!

Κάποιος που ενδιαφέρεται για  «Τα Αφεψήματα του Γουανγκ Φενγκ»,  πού μπορεί να τα βρει;

Στον Αμαζόνιο. Ή, μου δίνετε τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού σας ταχυδρομείου και σας τα στέλνω εγώ. Είναι πολύ επικίνδυνο  να τα αγοράσετε στο δρόμο,  μπορεί να σας πιάσει η αστυνομία.


*Πολιτιστική έκρηξη που έλαβε χώρα μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο. Ένα καλλιτεχνικό κίνημα που συμπεριέλαβε όλα τα είδη με πρωταγωνιστή το πανκ και το γκλαμ ροκ- κίνημα που χαρακτηρίστηκε από την ελευθερία έκφρασης, τον πειραματισμό και το σπάσιμο κάθε φόρμας και κοινωνικού ταμπού.

[Ευχαριστούμε τον Στέλιο Ροδαρέλη για την μετάφραση]

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.