Εικόνες ενός κόσμου που αποσυντίθεται

“Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν” της Τζανίν Ντι Τζιοβάνι

| 18/06/2018

Ο υπότιτλος διευκρινίζει για “ανταποκρίσεις από τον πόλεμο στη Συρία” και αμέσως προετοιμάζεσαι για είσοδο στο χάος. Έτσι απλά, δίχως δραματοποιημένο, πομπώδες, ύφος, δίχως δέος και φόβο. Ο πόλεμος είναι η καθημερινότητα αλλιώς, απλά έχει πολύ μαύρο, πολύ μέταλλο, πολύ αίμα, πολύ θόρυβο, πολλή σκόνη και ελάχιστη ελπίδα. Α, και καθόλου αλήθεια. Ως γνωστό, στον πόλεμο αυτή είναι το πρώτο θύμα. Εκεί, λοιπόν, που “σκοτώνεται” η αντικειμενικότητα και καθετί που θεωρείται δεδομένο, εκεί δημιουργούνται οι ανταποκρίσεις, οι νέες εικόνες ενός κόσμου που αποσυντίθεται για να μην επιστρέψει ποτέ. Ο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στον καταραμένο τόπο χάνει την ιδιότητα του ταξιδιώτη και γίνεται περαστικός από ένα τοπίο που τον έλκει για να τον “καταπιεί” και να του πάρει ό,τι ανθρώπινο έχει μέσα του. Τέτοιος περαστικός είναι ο πολεμικός ανταποκριτής, ο ξένος που θέλει να δει το σαρκοβόρο ψέμα από κοντά, να το δει να απλώνεται και να σκεπάζει τα πάντα, να απομυζά κάθε ίχνος ζωής.

Η Τζανίν Ντι Τζιοβάνι είναι μία απ’ αυτούς που είδαν την αποκτήνωση, το κενό στους ανθρώπους που δημιούργησε το ψέμα, ο πόλεμος ο ηλίθιος, ο πόλεμος που συνεχίζει την απάνθρωπη πολιτική των ιμπεριαλιστών, ο πόλεμος που θρέφει τους δικτάτορες, ο πόλεμος που επιβάλλουν οι νοσηρές διαστρεβλώσεις των θρησκειών, ο πόλεμος που ξεκινά ως αντίδραση απέναντι σε αυτούς που διεκδικούν ελευθερία και δημοκρατία. Η Τζανίν Ντι Τζιοβάνι είδε από κοντά μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει η τύφλωση, η πολιτική-θρησκευτική-κοινωνική. Το να ψάχνεις απαντήσεις σε μια μόνιμη κόλαση είναι μάταιο αλλά και αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν!  Οι απαντήσεις μόνο εύκολες δεν είναι, ούτε να τις βρεις, ούτε να τις ακούσεις, ούτε να τις γράψεις. Η Ντι Τζιοβάνι όμως ξέρει ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος σε τέτοιες περιπτώσεις και πως μόνο η άμεση επαφή με θύτες και θύματα μπορεί να πιάσει τον σφυγμό της αλήθειας που ψυχορραγεί. Η εμπειρία της σε διάφορα πολεμικά μέτωπα -Βοσνία, Ρουάντα, Ιράκ, κ.α.- την οδηγεί σωστά και παρά το γεγονός ότι ο δρόμος είναι επικίνδυνος, αυτή τον περπατά.

Η συγγραφέας συλλέγει σπαρακτικές ανθρώπινες ιστορίες και τις συλλέγει μέσα στα άγνωστα μονοπάτια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Δεν υπάρχουν σύνορα και όρια, γι’ αυτό μιλά με στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, με ανθρώπους που υποστηρίζουν τον Άσαντ, με μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, με Σύρους που θέλουν να απαλλαγούν από την τυραννία. Μιλά με βασανισμένους, μιλά με βασανιστές, περιγράφει το πριν και το μετά πόλεων που εν μία νυκτί ισοπεδώθηκαν, περιγράφει την αδυναμία και την ατολμία των διεθνών οργανισμών να επέμβουν και να σώσουν ό,τι κι αν σώζεται. Η πολεμική ανταποκρίτρια εντοπίζει την ανθρωπιά που κρύβεται  αλλά δεν λιποτακτεί απέναντι στη βαρβαρότητα. Ο λόγος της όμως δεν είναι μελοδραματικός (θα μπορούσε) αλλά στέκει ψύχραιμος έναντι των όσων απάνθρωπων βλέπει και βιώνει. Τα επεισόδια που αφηγείται δίνουν μια μικρή εικόνα για το γεωπολιτικό χάος που επικρατεί στην περιοχή και την επίδραση στους ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτό. Ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει έτσι απλά, δίχως πολύπλοκες πολιτικό-κοινωνικές αναλύσεις, τι συμβαίνει σε αυτή την περιοχή του πλανήτη. “Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν”  κυριολεκτεί γιατί σε αυτή την όμορφη χώρα, τη Συρία, ένα πρωί ο πόλεμος πήρε τα πάντα. Η καλή μετάφραση ανήκει στη Μαριάννα Ρουμελιώτη και οι εκδόσεις “Δώμα” μας προσφέρουν άλλο ένα αξιόλογο βιβλίο.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις