Φρέσκιες δυνατές γυναικείες φωνές

Βασιλική Πέτσα, Σταυρούλα Σκαλίδη, Κάλλια Παπαδάκη

| 24/12/2015

Τρεις νέες συγγραφείς με την ίδια πάνω–κάτω ηλικία, με πολύ ενδιαφέρον, ήδη, έργο πίσω τους και με τα πρόσφατα βιβλία τους από τις Εκδόσεις Πόλις, ξεχωρίζουν από την ελληνική παραγωγή. Η Πέτσα γεννήθηκε στην Καρδίτσα, η Σκαλίδη στον Άγιο Ανδριανό, Αργολίδας και η Παπαδάκη στο Διδυμότειχο αλλά μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. Επαγγελματίας δημοσιογράφος η δεύτερη, ενώ η πρώτη σπούδασε ΜΜΕ και Θεωρίες του Πολιτισμού στην Βρετανία και η τελευταία Οικονομικά στις ΗΠΑ. Με αυτά τα δεδομένα, γράφουν στα εν λόγω βιβλία τους θέματα που έχουν να κάνουν, σε ένα βαθμό, με τις επαγγελματικές και σπουδαστικές τους εμπειρίες.

filmΜόνο Το Αρνί, Βασιλική Πέτσα

Η Βασιλική Πέτσα γράφει τέσσερα διηγήματα υπό τον τίτλο «Μόνο Το Αρνί»  όπου επισκέπτεται ξανά τον επαρχιακό θεσσαλικό μικρόκοσμο -όπως και στην νουβέλα της «Θυμάμαι»- που αρχίζουν από το ’40 και φθάνουν έως και τη μεταπολίτευση, ενώ σχεδόν παντού ακούγεται ο ιδιωματικός λόγος, όταν δεν διακόπτεται από την «λόγια» off αφήγηση. Πιο έντονη γλώσσα χρησιμοποιεί στο πρώτο διήγημα, «Ο κόραξ εξελθών» σχετικά με την ζωή ενός αντάρτη στην κατοχή και στον εμφύλιο. Τα τρία, σαφώς πιο σύντομα, κείμενα που ακολουθούν διαδραματίζονται, βεβαίως, στην επαρχία και σε μετεμφυλιακούς χρόνους. Μια ιδιόμορφη σχέση δυο κοριτσιών -όπως και στο «Θυμάμαι»- στο «Καθένας άλογο», ενώ στο «Φίδι στον κόρφο», βασικός χαρακτήρας, ένας ανανήψας παλαιός κομμουνιστής και τέλος, στο «Άνθρωποι και σκύλοι», η συγγραφέας πραγματεύεται διαφορετικά συναισθήματα ξενιτεμού: καθηγητές πρωτοδιορίζονται  στο τοπικό γυμνάσιο ενός απομακρυσμένου χωριού και ένας νεαρός βοσκός αφήνει, για πρώτη φορά τον τόπο του, μιας και τον καλεί ο στρατός. Το ιδιαίτερο των ηρώων είναι η συμπεριφορά τους, ο λιτός λόγος που λίγα λέει και πολλά υπονοεί, αυτή η έλλειψη έκφρασης, βασικό χαρακτηριστικό της επαρχιακής κουλτούρας σε παρελθούσες δεκαετίες. Ούτως, και η Πέτσα προσεγγίζει τα πρόσωπά της υπόγεια με υποδηλώσεις, δεν τα χωρίζει σε αρνητικά και θετικά αλλά με τρόπο τα αποκαλύπτει ψυχογραφώντας τα. Ιστορικά γεγονότα, προσωπικά δράματα, συγκρούσεις συχνά λαμβάνουν χώρα στις μικρές κοινωνίες των διηγημάτων που καταστρέφουν την όποια ισορροπία που με κόπο χτίζουν οι άνθρωποι για να επανέλθουν αργά ή γρήγορα σε ένα είδος ήρεμου, επιφανειακά, κοινωνικού habitat. Και επειδή, ακριβώς, μιλάμε για μικρούς τόπους -και όποιος έχει ζήσει εκεί το νιώθει απόλυτα- η όποια μετανάστευση γεμίζει τους πρωταγωνιστές άγχος και νοσταλγία, αλλά και πλήθος νέων εμπειριών που δύσκολα μπορούν να τις βιώσουν και να τις διαπραγματευτούν.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΚΑΛΙΔΗΓραφείον Ο Φόβος, Σταυρούλα Σκαλίδη

Η νουβέλα της Σταυρούλας Σκαλίδη αναφορά κάνει σε  γνωστά της  χωράφια. Στον χώρο της σύγχρονης δημοσιογραφίας και στην εμπλοκή της με την εξουσία και στις παράνομες οικονομικές διακλαδώσεις. Ένα πολιτικό θα λέγαμε νουάρ, δομημένο πολύ καλά, καθώς και η ίδια όπως είπαμε στην αρχή έχει δουλέψει χρόνια ως στέλεχος εφημερίδας.Βασικός χαρακτήρας και αφηγητής ο 40ρης Άρης Στεριανός, βετεράνος δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, μάχιμος στους δρόμους και στον τόπο των εγκλημάτων που απολύεται από την εφημερίδα του ύστερα δεκαετίες συνεργασίας με πρόσχημα πως γράφει ξερά και λιτά στοιχεία που αφορούν στα διάφορα εγκληματικά περιστατικά. Δηλαδή, δεν διανθίζει τα σκληρά κείμενά του με διάφορους πικάντικους κτιτρινισμούς. Βεβαίως, η ουσία έγκειται στην επιμονή του Στεριανού να φθάνει στο βάθος των πραγμάτων και να αποκαλύπτει τις όποιες διαπλοκές, όπως αυτές του ματωμένου χρήματος. Η συγγραφέας δεν ονοματίζει, αλλά περιγράφει ρυπαρές, υπαρκτές υποθέσεις που βγήκαν στην επιφάνεια από το 2010 μέχρι το 2014 και  έχουν να κάνουν με την  πρακτική των εκβιασμών προς άγραν χρήματος, ή, συνευρέσεις ποινικών με κατηγορούμενους για τρομοκρατία, ρατσιστικούς φόνους και τακτικές ναζιστών σε ορισμένες συνοικίες της Αθήνας όπως και η σύμπλευση πολιτικού προσωπικού με το οργανωμένο έγκλημα –όλα περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου της Σκαλίδη. Χωρίς να χάσει χρόνο ο Στεριανός, στήνει  ιστοσελίδα με την βοήθεια ενός νέου συντάκτη και συνεχίζει τις έρευνες και τις αποκαλύψεις του για την απίστευτη διαφθορά που διαβρώνει μέχρι μυελού οστών το πολιτικό μας σύστημα. Μια άγρια εισαγωγή, με απανθρακωμένα πτώματα (μάνα και κόρη) και ένα κουβάρι γεγονότων να ξετυλίγεται με αφορμή αυτό το έγκλημα που έχει να κάνει με «πλυντήριο», ήτοι με ξέπλυμα χρημάτων.  Είναι, όμως, ο βίαιος θάνατος του συναδέλφου και μέντορά του, Ανδρέα, που του αποκαλύπτει την διαπλοκή φασιστικής οργάνωσης με κυβερνητικούς πολιτικούς, την Αστυνομία και ισχυρούς επιχειρηματίες που τον σπρώχνει να  ψάξει και αυτός. Σαν αποτέλεσμα ένα πέπλο απειλών και φόβου απλώνεται πάνω στον ίδιο και στους οικείους του. Κινούμενος στόχος, πλέον, ανακαλύπτει τις φονικές διαδρομές του χρήματος και, ενώ στο τέλος όλα βγαίνουν στο φως, άνθρωποι και συμφέροντα, η Σκαλίδη υπογραμμίζει πως, «Δεν ξεριζώνεται το κακό. Μόνο ανακυκλώνεται». Το ύφος σε αυτό το σχετικά σύντομο κείμενο, αγχώδες και λιτό, με μικρές προτάσεις, δεν εξηγεί τα πάντα, αλλά εναπόκειται στον αναγνώστη να ενώσει ο ίδιος τις τελείες-γεγονότα για να εισέλθει τον πυρήνα του βιβλίου, να νιώσει το καθεστώς τρόμου που εγκαθίστανται  παντού και την αδυναμία  του κόσμου απέναντι στο οργανωμένο παρακράτος. Η αγία τριάδα των μεγαλοεπιχειρηματιών, των πολιτικών και των δημοσιογραφικών οργανισμών των πρώτων και το ηθικό χρέος του κάθε δημοσιογράφου να αποκαλύπτει την αλήθεια, όντας τσιμπούρι σε κάθε εξουσία.

ΚΑΛΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗΔενδρίτες, Κάλλια Παπαδάκη

Η Κάλλια Παπαδάκη έκανε αίσθηση με τον «Ήχο του ακάλυπτου», συλλογή διηγημάτων νουάρ ύφους που προβάλλονται σε  γκρίζο φόντο εικόνες της σύγχρονης Αθήνας. Επιστρέφει τώρα με τους «Δενδρίτες», ένα μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα στις ΗΠΑ- συγκεκριμένα στη πόλη Κάμντεν του Νιού Τζέρσεϊ, απέναντι από την Φιλαδέλφεια. Εκεί φτιάχνει το σκηνικό του έργου, στα 1982, όταν η οικονομική κρίση που επέρχεται σταδιακά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κλείνει όλες τις μεγάλες βιομηχανίες όπου μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς -Έλληνες και Ιταλοί- πίστεψαν πως κατακτούν σιγά–σιγά το Αμερικάνικο Όνειρο για να χάσουν τελικά την δουλειά τους και να καταντήσουν παρίες και outsiders της αμερικάνικης κοινωνίας. Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο ανοίγονται μικρές προσωπικές ιστορίες, ο έφηβος Πιτ που εξαφανίζεται, η δώδεκα χρονών αδελφή του Μίνι ορφανεμένη από γονείς συνδέεται στενά με τη συμμαθήτριά της Λητώ, με το θετό Έλληνα πατέρα της τελευταίας να κατατρύχεται από την αίσθηση της προσωπικής και επαγγελματικής αποτυχία και τη γυναίκα του Σούζαν να χάνει κάθε επαφή μαζί του… Έτσι, η Λητώ και η Μίνι μεγαλώνουν και οδεύουν προς την ενηλικίωση χωρίς κανένα απολύτως στήριγμα. Μόνες τους θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν στο άγριο κοινωνικό περιβάλλον. Καθώς, λοιπόν, οι βιομηχανίες ταξιδεύουν στο Νότο, στα σύνορα με το Μεξικό και προς δυσμάς, για φθηνό, παράνομο, εργατικό  δυναμικό, πλήθη πορτορικανών και αφροαμερικάνων μεταναστών εγκαθίστανται στην πόλη για να διαψευστούν και αυτών οι προσδοκίες για μια ανθρώπινη ζωή. Μια περιοχή με το μεγαλύτερο ποσοστό εγκληματικότητας σε ολόκληρη τη χώρα, όπου την κραταιά βιομηχανία- δισκογραφικές, τροφίμων, ναυπηγοκατασκευαστικές– την αντικατέστησε, πρώτα το λαθρεμπόριο του αλκοόλ και τις τελευταίες δεκαετίες η διακίνηση ναρκωτικών, σε μια τέτοια περιοχή η Παπαδάκη σκιαγραφεί ολοζώντανους τύπους Ελλήνων, βασικά, μεταναστών  έχοντας κάνει επισταμένες έρευνες στην εκεί παροικία. Παρακολουθεί με αγωνία την κατάπτωση της πόλης που έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα την φθορά των προσωπικών σχέσεων και τα συσχετίζει με τις στρατηγικές της οικονομίας. Οι άνθρωποι πιέζονται από την κρίση, χάνουν την υπόσταση τους, νεώτερες γενιές αγωνίζονται να ορθοποδήσουν χωρίς πάντοτε να τα καταφέρνουν. Σαν μια τεράστια φάκα, η κοινωνία εγκλωβίζει ανθρώπινα όντα και ενίοτε τα συνθλίβει. Πολύ ενδιαφέρουσα η νοηματοδότηση  του τίτλου, καθώς «Δενδρίτες» είναι το σχήμα της χιονονιφάδας με τους άπειρους,  επαναλαμβανόμενους δαιδαλώδεις σχηματισμούς αλλά και οι συνάψεις των νευρώνων του εγκεφάλου. Το λιώσιμο και η εξαφάνιση κάθε ίχνους των νιφάδων και η αίσθηση της μνήμης που πυροδοτούν οι νευρώνες -η ματαίωση των προσδοκιών και η αποτύπωση ή η λησμονιά των αναμνήσεων που βαραίνουν τα πρόσωπα σε χαλεπούς καιρούς. Ο χαμένος χρόνος και τα χαμένα όνειρα. Ασθμαίνουσες είναι οι εκφράσεις της συγγραφέως, μια θλιμμένη ποιητικότητα  διατρέχει τους ήρωες και τις σκέψεις της δημιουργού ενόσω η γλώσσα βρίθει της ιδιαίτερης προφοράς των μεταναστών. Μυθιστόρημα για το πώς πάσχουν οι άνθρωποι σε καιρό κρίσης -η σύγκριση με την δικής μας περιπέτεια είναι προφανής- αλλά και μια ιστορία για την αντοχή των υποκείμενων απέναντι στα οικονομικά τερτίπια των ισχυρών τάξεων.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.