Το Άβατον στην αρχαιολογία

Παθογένειες και δυσλειτουργίες στην παραγωγή αρχαιολογικού λόγου στην Ελλάδα

| 04/05/2015

Τα γεγονότα της Αμφίπολης του 2014 και οι συνέπειές τους, με εισηγήσεις και αποσύρσεις νουθεσιών για τη χριστή διαχείριση του λόγου για το παρελθόν, προκάλεσαν αναμενόμενη αναστάτωση στην αρχαιολογική κοινότητα της Ελλάδας. Τώρα που καταλάγιασε λίγο ο κουρνιαχτός από το άσκοπο ποδοβολητό, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή για μια ουσιαστική κριτική και ασφαλώς για μια ειλικρινή αυτοκριτική.

Οι αρχαιολόγοι έμειναν «εμβρόντητοι» (!) μπροστά σε απροκάλυπτες προκλήσεις πολιτικής εμπλοκής στο έργο μιας ανασκαφής, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε τα χαρακτηριστικά συμβολικής, αλλά και κυριολεκτικής τυμβωρυχίας. Συνακόλουθα, έμειναν «άφωνοι» (!) μπροστά στην υπηρεσιακή παρέμβαση προς μια ελεγχόμενη παραγωγή και διακίνηση απόψεων που αφορούν στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της ελληνικής γης.

Οι συνέπειες της αναστάτωσης αυτής ήταν, κατά το μάλλον ή ήττον, αρνητικές. Για μία ακόμη φορά, από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που συμβαίνει, η αρχαιολογία εισήλθε στο καθημερινό λεξιλόγιο ευρύτατων στρωμάτων πολιτών, προβληματισμένων και μη. Η κριτική που ασκήθηκε για την συγκεκριμένη αρχαιολογική διαμάχη, ως προς την αρμοδιότητα και την καταλληλότητα των θιασωτών της αρχαιολογίας στην Ελλάδα, τελικά απέβη εις βάρος της ίδιας της αρχαιολογίας. Η σχετική κριτική είναι στην πλειονότητά της απαξιωτική, τόσο για το νόημα και τη λειτουργία του αρχαιολογικού έργου, όσο και συνακόλουθα για τη θέση των αρχαιολόγων στην κοινωνία.

Ωστόσο, οι αντίδικοι φαίνεται ότι, κινούμενοι εντός ενός συγκεκριμένου αξιακού πλαισίου συμπεριφοράς, το οποίο υπηρετούν πιστά χωρίς πολλές φορές να το παραδέχονται, αναπαράγουν ενδογενείς αδυναμίες μιας μάλλον φιμωμένης αρχαιολογίας. Για να κατανοήσουμε την αντιδικία και για να προσεγγίσουμε το προαναφερθέν αξιακό πλαίσιο θα πρέπει να γνωρίσουμε κατ’ ελάχιστον το θεματολόγιο του έργου, καθώς και όλους εκείνους που εμπλέκονται στην παραγωγή αυτού του νεοελληνικού δράματος που ονομάζεται «Αρχαιολογία εν Ελλάδι».

Η αρχαιολογία, ως μια από τις επιστήμες του Ανθρώπου που επιλαμβάνεται των υλικών καταλοίπων της ανθρώπινης δραστηριότητας, κινείται αναγκαστικά μέσα σε ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο συστηματικής προσέγγισης και ερμηνείας των δεδομένων που παράγει. Τόσο το θεωρητικό όσο και το μεθοδολογικό πλαίσιο ουδέποτε υπήρξαν θέσφατα στην ιστορία της αρχαιολογίας, εφόσον αυτές οι συνταγματικές, θα λέγαμε, δεσμεύσεις, υποβάλλονται σε συνεχείς αναθεωρήσεις, ανάλογα με τις ευρύτερες επιστημολογικές θεωρήσεις της κάθε εποχής.

Οι αντιλήψεις για τον έλεγχο του υποκειμενικού στοιχείου, και της υπέρβασης αυτού με την επιδίωξη της «αντικειμενικότητας», διαμόρφωσαν τους μοχλούς ζύμωσης των θεωρητικών και των μεθοδολογικών προβληματισμών, καθώς και την έκφραση της αρχαιολογίας στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο, σήμερα, οι αρχαιολόγοι συνειδητοποιούν όλο και πιο πολύ ότι ο λόγος που παράγουν για το παρελθόν δε μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τον λόγο που υπηρετούν σήμερα – τον λόγο που τους δεσμεύει με το παρόν. Η αντίληψή μας για τη ζωή και το νόημά της απεικάζεται με πλείστες μορφές στο είδωλο που συνθέτουμε για τις παρελθούσες μορφές ζωής. Και το σημαντικότερο: το φαινόμενο αυτό δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό ως προς τις θετικιστικές αρχές της ορθολογικής επιστήμης, αλλά ενδέχεται να είναι η ουσιαστική δημιουργική πνοή της επιστήμης της αρχαιολογίας, που εμπνέει και προκαλεί ερευνητικό ενδιαφέρον. Από αυτήν την άποψη είναι εύλογο γιατί και η αρχαιολογία αποτελεί μια από τις κατεξοχήν πολιτικές επιστήμες, είτε το θέλουμε είτε όχι!

Η επιλεκτική άντληση θεμάτων διαπραγμάτευσης από το πολυσχιδές ιστορικό – αρχαιολογικό απόθεμα του ελληνικού χώρου, διαμορφώνει μια πρωτογενή έκφραση του «άβατου» στην αρχαιολογία. Ιδιαίτερα όταν τα θέματα αυτά επικεντρώνονται αποκλειστικά στο εθνοκεντρικό μοντέλο προσέγγισης της ιστορίας μας, τότε είναι που η αρχαιολογία κουτσουρεύεται, αν δεν ευτελίζεται κιόλας, με τον τυχοδιωκτικό λόγο ενός κακώς εννοούμενου πατριωτικού ωφελιμισμού. Ασφαλώς, ο δραματουργός θα αντλήσει από τη μυθολογία το κατάλληλο εκείνο περιστατικό που θα ανασυνθέσει, προκειμένου να προβληματίσει και να «διδάξει» το παρόν. Με αντίστοιχο κριτήριο ο αρχαιολόγος θα εστιάσει σε εκείνο το περιστατικό που θεωρεί ότι διαμορφώνει ορθή αντίληψη, όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το παρόν. Ωστόσο, είναι αυτές οι μονομερείς εστιάσεις που έχουν προκαλέσει την αποβολή, εν πολλοίς, των μωαμεθανικών μνημείων και των εκφραστών τους από το αρχαιολογικό αφήγημα στην Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο που προκαλεί την μήνιν των πολιτικών ιθυνόντων, η συζήτηση για την πιθανή σημιτική, ή άλλη, καταγωγή των προ-ελλήνων στο άκρο αυτό της βαλκανικής χερσονήσου. Η «Αμφίπολη του 2014» πλέον αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα συμπτώματα αυτής της καχεκτικής εστίασης.

ο αρχαιολόγος δεν είναι “αρχαιοσκαφτιάς”…ούτε “αρχαιοθήρας”

Στοιχειώδης «επίσκεψις ονόματος» της αρχαιολογίας δεν αφήνει αμφιβολία για τον ακριβή προσανατολισμό του κλάδου: ο αρχαιολόγος, πρωτίστως, παράγει «λόγον» για το παρελθόν. Επομένως ο αρχαιολόγος δεν είναι πρωτίστως «αρχαιοσκαφτιάς», χαρακτηρισμός που αναφέρεται στενά σε μία μέθοδο άντλησης των δεδομένων του· πολύ περισσότερο, δεν είναι «αρχαιοθήρας», χαρακτηρισμός που δυστυχώς αναδύθηκε δικαιολογημένα από το ήθος των συμπεριφορών, αρχαιολόγων και μη, στα γεγονότα της «Αμφίπολης 2014».

Το ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο επαγγελματικής αποκατάστασης, δημιούργησε και δημιουργεί επιπλοκές στην απορρόφησή των αρχαιολόγων από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, που μονοπωλούν την αρχαιολογική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Επιπλέον, ευρύτερες παθογένειες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, επέφεραν πλήγμα στο κύρος των πτυχίων. Το πλήγμα δημιούργησε μια διαδοχική σειρά απαξιώσεων που οδήγησαν αναπόφευκτα σε μια βαθμοθηρία και τιτλοθηρία, προκειμένου οι αρχαιολόγοι να επιβιώσουν σε ένα ευτελισμένο εργασιακό περιβάλλον. Οι παραπάνω παθογένειες φαίνονται συνυφασμένες με ένα περίεργο πλέγμα εκδήλωσης του «άβατου», δηλαδή του απάτητου, για τους παρείσακτους της αρχαιολογίας, για αυτούς που δεν διαθέτουν, με άλλα λόγια, ούτε τα απαιτούμενα εχέγγυα ούτε και το δικαίωμα να ομιλούν για τις υλικές μαρτυρίες του παρελθόντος. Όσο για τους αρχαιολογούντες άνευ πανεπιστημιακής πιστοποίησης, το πρόβλημα αποκτά ακόμη περισσότερες διαβαθμίσεις, που δεν είναι του παρόντος.

arxaiologoia-6

[hr]

Εκφράσεις του «άβατου» στην «υπηρεσιακή αρχαιολογία» της Ελλάδας

[hr]

Ο μηχανισμός παραγωγής αρχαιολογικού έργου στην Ελλάδα καθορίζεται βάσει συγκεκριμένης νομοθεσίας, που επικεντρώνεται όχι τόσο στην προώθηση της αρχαιολογικής έρευνας, όσο στην προστασία των αρχαιολογικών τεκμηρίων από τις πλείστες επιβουλές της σύγχρονης ζωής και τις δυσκολίες ένταξής τους στην καθημερινότητά μας. Η φυσιογνωμία αυτή του αρχαιολογικού νόμου, διαμορφώνει αναπόφευκτα το ισχυρότερο, ίσως, πεδίο για την έκφραση του «άβατου»: στο όνομα της προστασίας των αρχαιολογικών αντικειμένων πλήττεται αναγκαστικά, τόσο η διατύπωση όσο και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και αντιλήψεων γύρω από αυτά.

Το χειρότερο σύμπτωμα αυτής της έλλειψης ισορροπίας μεταξύ προστασίας και έρευνας, πέραν όλων των άλλων, είναι και η νομική διάκριση του σώματος των αρχαιολόγων στην Ελλάδα, σε εκείνους που υπηρετούν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, και βάσει του νόμου έχουν δικαίωμα να παράγουν λόγο, και σε εκείνους που δεν πρόκαμαν να ενταχθούν στους κόλπους της και κατά συνέπεια, τους απαγορεύεται, ενίοτε διά ροπάλου, να ομιλούν για οτιδήποτε αφορά στα δεδομένα που ελέγχει η εν λόγω Υπηρεσία.

Έτσι, σ’ αυτόν τον παράλογο κατακερματισμό ενός ενιαίου σώματος επιστημόνων ανάλογης κατάρτισης, γίνεται κατανοητό το φαινόμενο της παρουσίας του Σ.Ε.Α. (Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων) που εντάσσει στους κόλπους του αρχαιολόγους που υπηρετούν με μακροπρόθεσμη σχέση στην κρατική Υπηρεσία, και της ύπαρξης του Σ.Εκ.Α (Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων), που περιλαμβάνει τους αρχαιολόγους (ανεξάρτητα αν είναι Έλληνες ή όχι;) που υπηρέτησαν ή υπηρετούν σε έκτακτη σχέση στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Πέραν μάλιστα των ειρωνικών σχολίων για τους «έκτακτους αυτούς νέους» του Σ.Εκ.Α., είναι κοινός τόπος πια ότι οι εν λόγω αρχαιολόγοι παρουσιάζουν συμπτώματα λούμπεν προλεταριάτου, ενός δηλαδή σώματος εξαθλιωμένων εργαζομένων, χωρίς ουσιαστικούς πόρους ζωής, και το βασικότερο, με μοναδική πολιτική πρόθεση την ένταξή τους στους κόλπους του Σ.Ε.Α., ως πλήρωση των απώτερων φιλοδοξιών ενός επιτυχημένου αρχαιολόγου στην Ελλάδα!

Οι κατά καιρούς συζητήσεις για μια αυτονόητη «Ένωση Αρχαιολόγων Ελλάδας», δηλαδή ενός ενιαίου συνδικαλιστικού και ευρύτερα λειτουργικού οργάνου των πτυχιούχων αρχαιολόγων, Ελλήνων και μη, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, προσκρούει στην αδιαφορία των «βολεμένων» του Σ.Ε.Α., αλλά και στις μύχιες ελπιδοφόρες προθέσεις των έτι «αβόλευτων» του Σ.Εκ.Α., υπό το μειλίχιο, πάντα, βλέμμα και το σαρδόνιο, ενίοτε, χαμόγελο των εκπροσώπων της πανεπιστημιακής αρχαιολογίας…

Επί του προκειμένου, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που εκπρόσωποι της υπηρεσιακής αρχαιολογίας, έρχονται σε σύγκρουση με τους έξω-υπηρεσιακούς αρχαιολόγους (είτε τους αδιόριστους είτε, κυρίως, τους πανεπιστημιακούς), με κύριο σημείο τριβής την ευθύνη, την υποχρέωση και το δικαίωμα, «ποίων» να ομιλούν «διά τί;». Τα γεγονότα της «Αμφίπολης 2014» βρίθουν συμπτωμάτων τέτοιων αγκυλώσεων, με την υπηρεσιακή αρχαιολόγο να εγκαλεί την πανεπιστημιακή αρχαιολόγο, προς συμμόρφωση εντός του προαναφερομένου πλαισίου και σεβασμού του «άβατου», και το πολιτικό κερασάκι να διαβεβαιώνει ότι διαθέτει ώτα μόνον προς την νομικά κατοχυρωμένη υπηρεσιακή εκπρόσωπο της αρχαιολογίας… Και ο φαύλος κύκλος καλά κρατεί.

[hr]

Εκφράσεις του «άβατου» στην «πανεπιστημιακή αρχαιολογία» της Ελλάδα.

[hr]

Το πανεπιστήμιο, εξ ορισμού, παρέχει το οικείο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ελεύθερα η διαμόρφωση και διακίνηση απόψεων, αντιλήψεων, αμφισβητήσεων, παραδοχών και αντιθέσεων, πάνω στους στόχους και στις μεθόδους έρευνας της αρχαιολογίας. Οι εισηγητές των σχετικών συζητήσεων στο πανεπιστημιακό περιβάλλον (καθηγητές, διδάσκοντες κ.λπ.) αποτελούν, εξίσου εξ ορισμού, τους θεματοφύλακες της εγκυρότητας, της συχνότητας και της ποιότητας του διαλόγου και του προβληματισμού που αναπτύσσεται. Ο φοιτητής μαθαίνει να παράγει αρχαιολογικό λόγο, και, το βασικότερο, να έχει το σθένος να επιχειρηματολογεί πάνω σ’ αυτόν.

Δυστυχώς, όμως, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι σχετικοί εισηγητές της πανεπιστημιακής διαπαιδαγώγησης εμφανίζονται πρακτικά υπερασπιστές του «άβατου» στον αρχαιολογικό λόγο, με ποικίλους τρόπους. Αναπαράγουν μια νοοτροπία φραγμών και οριοθετημένων προσβάσεων στη διατύπωση και διακίνηση του κριτικού λόγου, επικαλούμενοι, μάλιστα, ένα πλαίσιο κανονιστικής διαχείρισης του επιστημονικώς θεμιτού και εφικτού. Η πανεπιστημιακή κατάρτιση περιλαμβάνει την από κοινού σύμπραξη και τριβή διδάσκοντα και μαθητευόμενου, πολλές φορές επί σειρά ετών, γεγονός που ενίοτε καταλήγει σε μια σιωπηρή ή ακόμη και εκπεφρασμένη δυσκολία αποδέσμευσης του δεύτερου από τον πρώτο. Παρουσιάζεται έτσι το παράδοξο, ο κατεξοχήν υπέρμαχος του ελεύθερου λόγου να καταπνίγει, εν τη γενέσει πολλές φορές, τη σκέψη του υποτακτικού, και μάλιστα με διάφορες προφάσεις.

amfipoli-36-630x400

Η υπέρβαση του δασκάλου δημιουργεί, τις περισσότερες φορές, σημαντικές φθορές στις σχέσεις των δύο συμβαλλομένων, γεγονός που εκφράζεται με την αδυναμία του ταγού να εφαρμόσει στην πράξη το «πανεπιστημιακό κεκτημένο», και με την υπερβολή του φέρελπι διδασκομένου να ισορροπήσει την τακτική της αποδέσμευσης. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που καθηγητές φέρνουν προκλητικά εμπόδια στους μαθητές τους πάνω στην έκφραση του αρχαιολογικού τους «πιστεύω», αλλά και του δικαιώματος εξάσκησης στοιχειώδους κριτικής σε διάφορους τομείς της αρχαιολογικής θεματολογίας. Τα εμπόδια αυτά εκφράζονται, αρκετές φορές, με τη φρασεολογία και το ύφος των υπηρεσιακών αδειοδοτήσεων πρόσβασης στο πρωτογενές αρχαιολογικό υλικό! Όσο, βέβαια, για την κακοδαιμονία των «αυλικών σχέσεων», οι οποίες στοχεύουν ουσιαστικά στην αναπαραγωγή του ακαδημαϊκού κεφαλαίου, το σημείωμα αυτό δεν επαρκεί για μια εκτενή αναφορά.

[hr]

Η θεσμική αρχαιολογία σε απόγνωση: το υπηρεσιακό στη σύγκρουσή του με το πανεπιστημιακό «άβατο».

[hr]

Από τη μια μεριά, το νομοθετικά κατοχυρωμένο «άβατο» επί των αρχαιολογικών δεδομένων, που εκφράζεται με την ουσιαστική οικειοποίηση και την εσαεί (παρόλες τις επί του αντιθέτου προσπάθειες!) δέσμευση του αρχαιολογικού υλικού, δηλαδή της τροφής του αρχαιολογικού λόγου, από τους εκάστοτε εντεταλμένους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και από την άλλη, το εθιμικά κατοχυρωμένο «άβατο» του πανεπιστημιακού κατεστημένου, με τις άτυπες δεσμεύσεις της αρχαιολογικής θεματολογίας, διαμορφώνουν μια πνιγηρή ατμόσφαιρα στην απρόσκοπτη παραγωγή αρχαιολογικού λόγου στην Ελλάδα.

Οι αρχαιολόγοι της κρατικής Υπηρεσίας βλέπουν με μισό μάτι την εμπλοκή του πανεπιστημίου στα «χωράφια» τους (!)· οι πανεπιστημιακοί επισημαίνουν σε όλους τους τόνους την ελλειμματική συμπεριφορά των υπηρεσιακών στην παραγωγή ουσιαστικού επιστημονικού λόγου επί των αρχαιολογικών καταλοίπων· οι υπηρεσιακοί επικαλούνται το βάρος των διοικητικών τους υποχρεώσεων, οι οποίες δεν τους επιτρέπουν να αφιερωθούν απρόσκοπτα στο επιστημονικό τους έργο· οι πανεπιστημιακοί ανταπαντούν επικαλούμενοι τις εναλλακτικές λύσεις που παρέχει το πανεπιστημιακό περιβάλλον, σ’ αυτό το πρόβλημα … Τέλος, οι ανένταχτοι ακόμη στους φορείς της θεσμικής αρχαιολογίας, ελέγχουν τις κινήσεις τους και τον λόγο τους, προκειμένου να διαφυλάξουν ακέραια την ελπίδα για μια πολυπόθητη επαγγελματική αποκατάσταση… και πάει λέγοντας!

Εν μέσω των φορέων της θεσμικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα, ο αρχαιολόγος που στοιχειωδώς αγωνιά, αναρωτιέται αν και κατά πόσο διατηρεί σε αυτήν την χώρα των «υπευθύνων» και των «ειδημόνων», αποκατεστημένων και μη, τη δυνατότητα να εκφράσει και να εκφραστεί. Αν, δηλαδή, θα μπορούσε να τιμήσει στην πράξη το αναφαίρετο δικαίωμα που ορίζει με ευαισθησία ο Ποιητής και που ταλανίζει την αρχαιολογία στην Ελλάδα:  «Δε θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη…» (Γιώργος Σεφέρης, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», 16.)