Επιστολές αναγνωστών / Αναδημοσιεύσεις απόψεων

Έξω η ταμπέλα γράφει «ανθρωπισμός»

Μια περιήγηση στον κόσμο των ΜΚΟ και της «διαχείρισης προσφυγικών πληθυσμών»

| 03/10/2017

Μου άρεσε πάντοτε να χαζεύω απ’έξω τις βιτρίνες: εκκεντρικές διακοσμήσεις, παγωμένα βλέμματα ανθρώπινων ομοιωμάτων, η μόνιμη αμφιβολία στις κινήσεις του καταναλωτή και το ατέλειωτο πέρα-δώθε των εργαζομένων. Ομως, πίσω απ’ τα τζάμια η εικόνα είναι πάντοτε παραπειστική. Η φαντασμαγορία της βιτρίνας είναι φτιαγμένη για να ξεγελάει ακόμα και τον πελάτη που περνιέται υποψιασμένος. Αν δεν πιάσεις το εμπόρευμα με τα ίδια σου τα χέρια, ο μαγαζάτορας είναι ικανός να σου πουλήσει τα πιο δυσώδη φύκια του Σαρωνικού μέσα σε πολυτελές περιτύλιγμα από μεταξωτές κορδέλες.

Αφήνοντας πίσω τις επιφυλάξεις, είπα κάποια στιγμή να σταματήσω να κοιτάω σαν χάνος και να περάσω στα ενδότερα. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις στον διευθυντή του καταστήματος (βιογραφικά, συνεντεύξεις κλπ), άνοιξε στο πέρασμά μου μια διπλή αυτόματη πόρτα. Απ’έξω έγραφε «Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων». Πάνω στη τζαμαρία τεράστια αυτοκόλλητα με φράσεις όπως «Weloverefugees» και λέξεις γεμάτες καλωσύνη και συμπόνοια στο συνάνθρωπο.

Όπως «Ανθρωπισμός». Στην άκρη μία πινακίδα με ενημέρωνε ότι ο χώρος παρακολουθείται (και χρηματοδοτείται) από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Την πρώτη μέρα της δουλειάς κατάλαβα πώς πρέπει να αναβαθμίσω το λεξιλόγιό μου, υιοθετώντας την αργκό των τεχνοκρατών της φιλανθρωπίας: εδώ στην καθομιλουμένη τα παιδιά είναι «φιλοξενούμενοι», ενώ στην πιο επίσημη γλώσσα ονομάζονται «ωφελούμενοι». Επίσης οι συνάδελφοι, οι προϊστάμενοι και τα αφεντικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, χωρίς ιεραρχίες και προστριβές. Τόσο ωραία που αυτοαποκαλούμαστε όλοι «συνεργάτες». Σύντομα έπαψε να μου προκαλεί εντύπωση η τυπολατρική επιμονή στον εξευγενισμένο λόγο, αφού κατάλαβα το νόημα πίσω από τις λέξεις. Τα πάντα εδώ μέσα καλύπτονται από ένα πέπλο υποκρισίας: όλα πρέπει να φαίνονται -και ν’ακούγονται- άψογα και επιμελημένα, όπως εκείνες οι οικογένειες στις τηλεοπτικές διαφημίσεις που παίρνουν χαμογελαστές το πρωινό τους σε τραπεζαρίες ολόφωτες από τον ανέφελο ουρανό.

Τη δεύτερη μέρα στο μαγαζί είχα μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου. Άρχισα να συνηθίζω στην υποκριτική λέγοντας στους ανήλικους μετανάστες ό,τι μου υπαγόρευαν οι «συνεργάτες» μου να λέω: τα πάντα εδώ γίνονται με γνώμονα το καλό σας, όλοι είμαστε ίσοι, εμείς εδώ δεν κάνουμε διακρίσεις κλπ. Ομως οι «φιλοξενούμενοι» είχαν αμείλικτες απορίες. «Αν δεν υπάρχουν διακρίσεις τότε γιατί κάποιοι παίρνουν τα χαρτιά να φύγουν σε άλλη χώρα κι άλλοι όχι; Γιατί κάποιοι αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες με δικαίωμα παραμονής στη χώρα ενώ άλλοι στερούνται ακόμα και τη στοιχειώδη προστασία; Κι αν, όπως λέτε εδώ, εσείς είστε οι καλοί κι οι άλλοι απ’έξω είναι οι κακοί, τότε γιατί δεν κάνετε κάτι για να διορθώσετε αυτές τις αδικίες;»

Τις επόμενες μέρες σταμάτησα να ενθαρρύνω την τόση ελευθεριότητα στην έκφραση, μιμούμενος τους γύρω μου, μόνο και μόνο για ν’αποφύγω τις δύσκολες ερωτήσεις. Αυτές στις οποίες δεν είχα τι να πω. Αυτές στις οποίες είχα τι να πω αλλά δεν έπρεπε να πω απολύτως τίποτα. Δεν ήταν άλλωστε αυτός ο ρόλος μου. Η σύμβασή μου δεν μου επέτρεπε να παρέχω τέτοιες πληροφορίες. Οι προϊστάμενοί μου θα δυσαρεστούνταν ιδιαίτερα αν μάθαιναν ότι ενσπείρονται «καινά δαιμόνια» στις δομές φιλοξενίας, ότι υποδαυλίζεται η δυσαρέσκεια των  φιλοξενούμενων προς τους οικοδεσπότες τους.

Μετά από εβδομάδες εργασίας σταμάτησα ακόμα και να έχω τύψεις για όλα αυτά, αφού συνειδητοποίησα ότι η αποσιώπηση «ευαίσθητων ζητημάτων» ήταν ο χρυσός κανόνας. Για τα πάντα. Παραδόξως σε αυτό εδώ το μαγαζί ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο. Για την ακρίβεια, οι ανήλικοι μετανάστες-ωφελούμενοι των προγραμμάτων στέγασης δεν έχουν σχεδόν ποτέ δίκιο: το δίκιο βρίσκεται παντού τριγύρω εκτός από αυτούς. Ποτέ άλλωστε δεν έφτασε η φωνή τους έξω από το μαγαζί. Ποτέ δεν κατάφεραν να αρθρώσουν το δικό τους λόγο για το πώς βιώνουν αυτή τη φιλοξενία, για το τι πραγματικά τους παρέχεται και τι τους λείπει, για το πόσο ανθρωπιστική είναι τελικά όλη αυτή η διαχείριση των αποκαλούμενων «μεταναστευτικών ροών». Κι όποτε έγινε αυτό, έγινε με τη «συνετή» διαμεσολάβηση ή τη νουθεσία κάποιων ενηλίκων: με το αρμόδιο επιστημονικό προσωπικό ή μέσω των επιτρόπων  της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Ετσι που να διασφαλίζεται ότι τίποτε δεν πρόκειται να ρίξει σκιές στην έξωθεν καλή μαρτυρία των υποκαταστημάτων του ανθρωπισμού.

Και μέσα; Μέσα οι μέρες μου περνούσαν με μπόλικη εργασιακή εκμετάλλευση κι ακόμα περισσότερες συνειδησιακές δοκιμασίες. Ωστόσο, τα πάντα παρέμεναν σκεπασμένα από το γνώριμο, πια, πέπλο της υποκρισίας. Οι πάντες ασκούνταν στην ευγενή τέχνη της προσποίησης. Από τη μια οι συνάδελφοί μου προσποιούνταν ότι οικειοθελώς παρείχαν απλήρωτες ώρες και μέρες εργασίας (ποιος να μιλήσει εδώ για απλήρωτες αργίες, βραδινά ωράρια και χαμένα ρεπό, όταν ήδη η σύμβαση εργασίας προϋποθέτει τη συναίνεση του εργαζόμενου στη «μη καταβολή δώρων και επιδομάτων»;). Κι από την άλλη οι προϊστάμενοί μου προσποιούνταν ότι δεν υπάρχουν παράπονα, ούτε από τους «ωφελούμενους» αλλά ούτε και από τους «συνεργάτες».

Σκεφτήκαμε έτσι κάποιοι «συνεργάτες» να κάνουμε μια μικρή διακοπή εργασιών. Να ανοίξουμε ένα λάκκο στο συμπαγές έδαφος της σιωπής και της συναίνεσης. Να σταματήσουμε να παίζουμε το παιχνίδι της υποκρισίας. Να αρχίσουμε να μιλάμε για κάποια απ’όσα μας ενοχλούσαν. Και πρώτα-πρώτα για την ακαταλληλότητα ημών των ιδίων να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της δουλειάς. Για την αδυναμία μας να αντεπεξέλθουμε στις στοιχειώδεις ανάγκες ή τις εύλογες επιθυμίες των «φιλοξενουμένων» χωρίς το απαραίτητο αριθμητικά αλλά και το επαρκές ποιοτικά προσωπικό. Για όλες τις ανεπάρκειες των «επιστημόνων» του μαγαζιού και για τις αδεξιότητες των προϊσταμένων μας. Για την κυρίαρχη στάση κατευνασμού των παραπόνων αντί για επίλυση προβλημάτων. Για τον «οπαδισμό», την αφόρητη έπαρση και την αλαζονεία των αμειβόμενων επαγγελματιών της αλληλεγγύης. Κι ακόμα περισσότερο αποφασίσαμε να μιλήσουμε για εκείνους τους πάντοτε αόρατους, ατσαλάκωτους, πετυχημένους καριερίστες, για τους εσαεί υψηλά ιστάμενους ανθρωπιστές και για το όνειδος του φιλανθρωπικού τους σωματείου. Εκείνο που προβάλλει στην ταμπέλα τη «στήριξη ευάλωτων πληθυσμών» αλλά έχει καταχωνιασμένο στο πατάρι τον κυνισμό του οικονομικού κόστους των «παρεχόμενων υπηρεσιών».

Εκείνη η μέρα ήταν από τις τελευταίες στο μαγαζί. Μάζεψα από την αποθήκη τα προσωπικά μου είδη και κατευθύνθηκα στην πόρτα της εξόδου. Μαζί μου πήραν τον ίδιο δρόμο όσοι είχαν προηγουμένως την ίδια περιέργεια να μάθουν τι κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης και κάτω από την ταμπέλα του «ανθρωπισμού». Σταθήκαμε μια στιγμή στο δρόμο και κοιταχτήκαμε. Καμιά απογοήτευση. Έμεινε μόνο η στυφότητα στο στόμα εκείνου που βουτάει το δάχτυλο να δοκιμάσει λίγη απ’την αλήθεια.