Αμερικανικές εκλογές: No, We Can’t

Η ταφόπλακα του αμερικανικού δικομματισμού και η οργή που εκφράζει η ψήφος αλλά και η μη ψήφος

| 09/11/2016

Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ.  Και αυτό είναι το επιστέγασμα μιας από τις χειρότερες, από άποψη επιπέδου και προσωπικών επιθέσεων, προεκλογικής εκστρατείας που έζησε ποτέ η χώρα και μαζί της όλος ο πλανήτης. Μιας προεκλογικής εκστρατείας, που και δια του αποτελέσματός της, επιβεβαιώνει ότι δεν ήταν μία ακόμη σαν όλες τις άλλες αλλά το αποτύπωμά της θα αναλύεται ενώ ταυτόχρονα θα βιώνεται, εντός και εκτός συνόρων ΗΠΑ, για χρόνια στο εξής.

clinton

Το τι σημαίνει η εγκατάσταση του πολυεκατομμυριούχου businessman στο Λευκό Οίκο, ενός ανθρώπου που δεν έχει θητεύσει σε καμία πολιτική ή στρατιωτική θέση σπάζοντας έτσι ένα modus vivendi της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, ενός ανθρώπου που ο προκλητικός και σοκαριστικός του λόγος αλλά και οι ελλιπείς του γνώσεις κατάφεραν να διχάσουν και το ίδιο το κόμμα του, και ο οποίος ήταν Ρεπουμπλικάνος, για να γίνει Δημοκρατικός (2001 – 2009), περνώντας από το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, για να ξαναγίνει Ρεπουμπλικάνος, θα φανεί λίαν συντόμως. Το τι επίσης από όσα διακήρυξε ο Τραμπ θα το υλοποιήσει κιόλας, μένει επίσης να φανεί με την εξωτερική πολιτική να μοιάζει η πρώτη που θα αφεθεί «στο ράφι». (Αλήθεια φαντάζεται κανείς ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός «θα αποσυρθεί» από την ευρεία Μέση Ανατολή λόγω… οικονομικού κόστους και θα αφήσει τον έλεγχό της τόσο σημαντικής γεωστρατηγικά περιοχής σε άλλες δυνάμεις όπως Ρωσία ή Κίνα;) Άλλωστε, η εμπειρία της 8ετίας Ομπάμα που ξεκίνησε με πολύ περισσότερες προσδοκίες από όσες ποτέ δημιούργησε ο Τραμπ εσωτερικά και διεθνώς, και το πώς κατέληξε, δίνουν μια καλή πρώτη γεύση.

Υπάρχουν όμως ορισμένα πρώτα συμπεράσματα που εξάγονται από την νίκη Τραμπ, εκ των οποίων τα περισσότερα προδιαγράφονταν και από την προεκλογική εκστρατεία.

Η «αντιπροσωπευτικότητα» των εκλεκτόρων και το «τέλος της αυθεντίας» των ΜΜΕ

Σε ένα πολύ πρώτο «τεχνικό», πλην εξίσου ουσιαστικό, επίπεδο αναδεικνύεται για άλλη μια φορά η αντίφαση και η μη αντιπροσωπευτικότητα του εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ. Αναμένοντας τα τελικά αποτελέσματα από Μινεσότα, Νιού Χαμσάιρ, Μίτσιγκαν, τα οποία δεν μπορούν να αλλάξουν το τελικό αποτέλεσμα, ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέγεται Πρόεδρος των ΗΠΑ συγκεντρώνοντας λιγότερες ψήφους από την Χίλαρυ Κλίντον. Συγκεκριμένα, μέχρι στιγμής, η Κλίντον προηγείται περίπου 167.643 ψήφους. Η διαφορά αυτή μάλιστα δεν αποκλείεται να αυξηθεί. Εντούτοις, αυτό δεν αλλάζει το ότι, δια μέσου του συστήματος των εκλεκτόρων, ο Τραμπ  διασφαλίζει άνετη πλειοψηφία και γίνεται ο νέος πρόεδρος.

Η νίκη Τραμπ κλόνισε συθέμελα την παντοδυναμία του συμπλέγματος συστημικών ΜΜΕ –  «ειδικών της πολιτικής» – πολιτικά στελέχη και στις ΗΠΑ και για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια εξευτέλισε τις δημοσκοπήσεις και τους κάθε είδους «ειδήμονες».  Η Κλίντον στηρίχθηκε από 186 εφημερίδες,  αρκετές εκ των οποίων παραδοσιακά ρεπουμπλικανικές, τα περισσότερα εθνικής εμβέλειας κανάλια, από τη συντριπτική πλειοψηφία του οικονομικού κατεστημένου αλλά και από στελέχη των ρεπουμπλικάνων. Στην καμπάνια της συνέβαλε ο μηχανισμός της μαζί με αυτόν του πρώην προέδρου και συζύγου της Μπιλ Κλίντον και του ιδρύματός του ενώ άντλησε βοήθεια και από ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στην υποδειγματική καμπάνια του Ομπάμα το 2008. Οι δημοσκοπήσεις της έδιναν  «αέρα» και οι περισσότεροι «ειδήμονες» ακόμη περισσότερο αέρα.

photo-mexico

Από την άλλη, ο Τραμπ είχε τη στήριξη μόνο 19 εφημερίδων, κανενός καναλιού, ενώ συγκρούστηκε με τον μηχανισμό του κόμματος του, στράφηκε ανοιχτά ενάντια στον Πολ Ράιαν, ρεπουμπλικάνου προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι το κομμάτι του κόμματος που πρόσκειται στην οικογένεια Μπους έδωσε κατεύθυνση να μη στηριχθεί κανένας προεδρικός υποψήφιος και συγκέντρωσε πόρους και δυνάμεις μόνο για τους υποψηφίους για Βουλή και Γερουσία. Υπό άλλες συνθήκες, αυτό θα ήταν σκηνικό συντριβής για έναν υποψήφιο.

Όμως αντίθετα, φάνηκε τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα, να έχουν χάσει την προπαγανδιστική επιρροή τους σε αυτό που, μέχρι πρότινος, ήταν το κατεξοχήν ακροατήριό τους: ο μέσος πολίτης, μεσαίας – χαμηλότερης μόρφωσης και να ταυτίζονται πλέον στα μάτια αυτού του κοινού με το σύστημα που εκλαμβάνει ως εχθρικό. Όσο περισσότερο και περισσότερα ΜΜΕ επιτίθονταν στον Τραμπ, τόσο οι ψηφοφόροι του αυξάνονταν προφανώς με την λογική «για να του επιτίθενται, κάτι καλό λέει ενάντια στο σύστημα».

Λευκοί, άνδρες, μεγαλύτερης ηλικίας οι ψηφοφόροι Τραμπ – Κυρίως λευκοί στις κάλπες γενικώς

Αν και ολική εικόνα θα υπάρχει σε αρκετές εβδομάδες, έχουν καταγραφεί τάσεις από τα διάφορα exit polls που είναι ενδεικτικές ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ψήφου στον Τραμπ. Φαίνεται ότι Τράμπ ψήφισαν κυρίως άνδρες (53% όσων συμμετείχαν στα exit polls) αλλά και γυναίκες με 42% έναντι 54% που ψήφισαν Κλίντον, παρά τα σεξιστικά του σχόλια. Από άποψη ηλικιών, φαίνεται ότι τα μεγάλα ποσοστά του Τραμπ βρίσκονται στις ηλικίες 45 – 54 χρόνων (το 40% του εκλογικού σώματος) καθώς εκεί στηρίχθηκε από το 53%.  Αντίστοιχο ποσοστό στήριξης έχει και στις ηλικίες 65 και άνω, οι οποίες όμως αποτελούν μόνο το 15% του εκλογικού σώματος. Αντίθετα, η Κλίντον ψηφίστηκε από τις ηλικίες 18 – 29 χρόνων με 55% (μόλις το 19% του εκλογικού σώματος οι ηλικίες αυτές) και από τις ηλικίες 30 – 44 χρόνων με 50% (το 25% του εκλογικού σώματος).

%ce%b5%ce%ba%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%cf%84%ce%bc%ce%ae%ce%bc%ce%b1_%ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%ba%ce%b9%cf%89%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%ce%b9

Το πόσοι απείχαν (είτε κατ’ επιλογήν για συνειδησιακούς λόγους ή από αδιαφορία, είτε κατ’ ανάγκη δεδομένης της πολύπλοκης και ενίοτε κοστοβόρας διαδικασίας εγγραφής στους καταλόγους) δεν είναι σαφές. Οι εκτιμήσεις πάντως, εκ των προτέρων, καταμετρούσαν την αποχή περίπου στους 80 εκατομμύρια ψηφοφόρους αριθμό σημαντικό αν το εκλογικό σώμα κυμαίνεται στα 200 και πλέον εκατομμύρια, κατ’ εκτίμηση.

Πάντα με βάση τα exit polls, αυτοί που προσήλθαν τελικά στην κάλπη ήταν στο 70% λευκοί. Εκ των λευκών ψηφοφόρων, φέρεται να ψήφισε Τραμπ το 58%, ενώ εκ των μη λευκών το 21%. Από τους λευκούς άνδρες ψηφοφόρους, το 63% φαίνεται να στήριξε Τραμπ και από τις λευκές γυναίκες ψηφοφόρους, το 53% φέρεται να τον ψήφισε επίσης. Ο Τραμπ προηγείται στις προτιμήσεις και των λευκών νέων ψηφοφόρων (-29 ετών) με 48%, ενώ στις ίδιες ηλικίες φαίνεται να παίρνει 9% από τους μαύρους ψηφοφόρους αλλά 24% από τους Ισπανόφωνους!  Στους λευκούς με μη κολλεγιακή (χαμηλότερα από το πανεπιστήμιο) μόρφωση (34% των ψηφοφόρων) ο Τραμπ σάρωσε με 67% (62% στις γυναίκες και 72% στους άνδρες). Στους λευκούς με πτυχίο κολλεγίου (37% των ψηφοφόρων), το 49% ψήφισε Τραμπ έναντι 45% που ψήφισε Κλίντον.

Η καθημερινότητα, η οικονομική κρίση και «ποιοι» τελικά την άφησαν πίσω

Μπορεί για τον υπόλοιπο πλανήτη η προσοχή πάντα να πέφτει κυρίως στα ζητήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όμως, όπως θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο, για τους ψηφοφόρους τα επίδικα βρίσκονται στην καθημερινότητά τους. Και σε αυτό φαίνεται ότι ο Τραμπ έκανε την μεγάλη έκπληξη (;) καταφέρνοντας να προσεταιριστεί το ρεύμα της «βουβής οργής».

make-america-white-again

Μετά την κορύφωση της κρίσης το 2008, η πολιτική παροχής ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, η οποία ξεκίνησε επί προεδρίας Μπους με το σχέδιο Πόλσον και συνεχίστηκε επί Ομπάμα, πιστώθηκε την αποφυγή της γενικευμένης κατάρρευσης. Από το 2010 και μετά, καταγράφηκε σχετικά σταθερά θετικός ρυθμός ανάπτυξης, στοιχείο που καταγράφεται ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της κυβέρνησης Ομπάμα. Το ότι οι ΗΠΑ «άφησαν πίσω τους την κρίση» ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Κλίντον και πολλών υποστηρικτών της. Ποιοι όμως άφησαν πίσω τους την κρίση και για ποιους ήρθε η ανάπτυξη;

Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, όντως η ανεργία κυμαίνεται στο 4,9%.  Ποσοστό αρκετά χαμηλό που εντάσσεται στην πρώτη καλύτερη 10άδα του καταλόγου του οργανισμού. Με βάση, δε, τα επίσημα στοιχεία, το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού στις ΗΠΑ αυξήθηκε 5,2% μεταξύ 2014 – 2015. Παραμένει όμως χαμηλότερα από ό,τι προ κρίσης, και για την ακρίβεια χαμηλότερα από ό,τι κυμαινόταν το 2000 ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται σε σταθερή πτώση σχεδόν από τη δεκαετία του ’70.

Ταυτόχρονα, η εισοδηματική ανισότητα έχει εκτιναχθεί στα άκρα. Οι ΗΠΑ, στην λίστα του ΟΟΣΑ, βρίσκονται στην 4η θέση μετά μόνο από το Μεξικό, τη Χιλή και την Τουρκία ως προς την εισοδηματική ανισότητα ενώ ταυτόχρονα καταγράφουν την μεγαλύτερη ταχύτητα διεύρυνσης της ανισότητας αυτής. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, το 10% των πιο πλούσιων οικογενειών στη χώρα έχει στα χέρια του το 76% του συνολικού πλούτου.  Οι υπόλοιποι όσων  βρίσκονται, εισοδηματικά, στο πλουσιότερο 50% της χώρας, ελέγχουν άλλο ένα 23% του πλούτου. Κοινώς, λέει το Γραφείο, σε όλους τους υπόλοιπους δεν απομένει να μοιραστούν παρά το 1% . Όπως ανέφερε ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times προ εκλογών, πίσω από τα νούμερα αυτά, κρύβεται η έλλειψη ελπίδας, η απογοήτευση και ο θυμός των μικρομεσαίων και χαμηλών οικονομικών στρωμάτων.

trump

Η Κλίντον επέμεινε ότι «η ανάπτυξη έρχεται». Ο Τραμπ αφουγκράστηκε το θυμό και τον μετέτρεψε σε λαϊκιστική οργή. Ακίνδυνη φυσικά για το σύστημα, χρήσιμη για τον ίδιο. «Πετροβόλησε» τις διεθνείς συμφωνίες, την υψηλή φορολογία στις επιχειρήσεις και τους ξένους εργάτες, τρεις τομείς που προφανώς δεν αποτελούν απάντηση στην καπιταλιστική κρίση αλλά αποτελούν «ακίνδυνη απάντηση για το σύστημα» στη λαϊκή οργή. Έδειξε ότι «νοιάζεται» και «έχει επαφή με την πραγματικότητα». Επιτέθηκε και στο «στημένο» σύστημα των μεγαλοεπιχειρηματιών (στους οποίους βέβαια ανήκει και ο ίδιος) που εξαγοράζουν πολιτικούς, όπως την αντίπαλο του.  Η Κλίντον «σύρθηκε» αλλά τόσο η μέχρι τώρα πορεία της (επιτομή πολιτικού που στηρίζεται από το κατεστημένο και πλουτίζει από το σύστημα που έθεσε απέναντι του τους πολίτες) όσο και η, πρακτικώς, ανύπαρκτες προτάσεις της, άφησαν τον Τραμπ μόνο του «στο γήπεδο».

Ο Τραμπ, με ακροδεξιά αφήγηση και υπερσυντηρητισμό σε όλα τα πεδία,  ανέδειξε έναν «προστατευτισμό» που θεωρούνταν ότι ανήκει στο παρελθόν. Με το κεντρικό σύνθημα του, «Make America Great Again» επικοινώνησε με τη γενική δυσαρέσκεια αλλά και με τη συγκεκριμένη απογοήτευση των λευκών φτωχών εργατών, μικροαστών και μεσοαστών, που στην πλειοψηφία τους θεωρούν ότι οι ΗΠΑ ήταν σε καλύτερη κατάσταση της δεκαετία του ’50, όταν αποτελούσαν την ηγέτιδα χώρα παγκοσμίως και επηρέαζαν τη διεθνή πολιτική, επικρατούσαν, όμως, ριζικά διαφορετικές συνθήκες

Η απάντηση που δεν ήρθε από Κλίντον, ούτε Δημοκρατικούς

Κι όμως, τα ζητήματα που απάντησε λαϊκίστικα ο Τραμπ, είχαν τεθεί. Από τον Σάντερς και πολύ περισσότερο από όσους τον στήριξαν και εμφανώς από το αποτέλεσμα, δεν τον ακολούθησαν στην στήριξη Κλίντον (ας μην ξεχνά κανείς ότι συγκέντρωσε περίπου 13 εκατομμύρια ψήφους). Είχαν, έστω και ακροθιγώς, τεθεί στην πολιτική πλατφόρμα του με επίκεντρο την αναγέννηση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, τον απεγκλωβισμό του από την επιρροή των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, την ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας, την αύξηση της χρηματοδότησης για δημόσια παιδεία και υγεία και τον αναπροσανατολισμό της διεθνούς πολιτικής, πολύ δε περισσότερα στις πτυχές περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού» vs καπιταλισμού. Μια τέτοια πρόταση πιθανότατα θα στεκόταν πολύ καλύτερα απέναντι στον ακραίο φασίζοντα συντηρητισμό του Τραμπ. Οι «ελιγμοί» Κλίντον πάντως σίγουρα δεν μπορούσαν να σταθούν δίνοντας την εντύπωση της μη απάντηση στα προβλήματα, κάτι «αναμενόμενο» στην λογική των ψηφοφόρων του Τραμπ αφού «εκπροσωπεί το σύστημα».

protest-los-angeles

Έτσι η Κλίντον δεν έπεισε ένα μάλλον «παραδοσιακό» ακροατήριο των Δημοκρατικών,  την μικρομεσαία και εργατική τάξη, τις μειονότητες. Και αν και επένδυσε πολλά στις επιθέσεις κατά του αντιπάλου της για ρατσισμό, δεν φαίνεται να έπεισε ούτε αυτό το κλασικό ακροατήριο των Δημοκρατικών: τις μειονότητες και κυρίως τους αφροαμερικανούς, οι οποίοι, χωρίς να υπάρχουν ακόμη αναλυτικά στοιχεία, φαίνεται ότι δεν την ακολούθησαν μετά την 8ετία Ομπάμα. Την 8ετία ενός αφροαμερικανού προέδρου, που όχι μόνο δεν βελτίωσε τη ζωή τους με τα προαναφερόμενα κριτήρια αλλά ως προς το θέμα της καταστολής και της βίας από πλευράς της αστυνομίας την έκανε χειρότερη, με τις δολοφονίες να «πέφτουν βροχή», και τον πρόεδρο να μοιάζει ανίκανος να σταματήσει το αίμα.

Διχασμένο αύριο για κόμματα και κοινωνία

Η εκλογή Τραμπ έρχεται πρακτικά να βάλει «ταφόπλακα» στο παραδοσιακό δικομματικό πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ αφήνοντας και τα δύο μεγάλα κόμματα σε κακή κατάσταση και βαθιά διχασμένα. Οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να κράτησαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, χάνοντας έδρες, όμως εξέρχονται βαθιά διχασμένοι από την προεκλογική εκστρατεία καθώς πρακτικώς ο Τραμπ επέβαλε την παρουσία του μαζί με τις «συνήθειές» του και τον πολιτικό λαϊκίστικο και βαθιά ρατσιστικό του λόγο θέτοντας σημαντικά ερωτήματα για την επόμενη μέρα του κόμματος.

Οι Δημοκρατικοί αύξησαν τις δυνάμεις τους στο Κογκρέσο αλλά δεν πέτυχαν την ανατροπή ενώ είναι προφανέστατο ότι η εποχή που μπορούσαν να κινητοποιήσουν και να «εμπνεύσουν» με το απλό επιχείρημα της «προοδευτικότητας» έναντι της «συντηρητικότητας» των Ρεπουμπλικάνων έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Και σε αυτό ρόλο έπαιξε το ίδιο το πρόσωπο της Κλίντον αλλά όχι μόνο αυτό.

Η εκλογή Τραμπ αφήνει βαθιά διχασμένη και την αμερικανική κοινωνία. Ο διχασμός αυτός δεν φαίνεται να μπορεί να υπερσκελιστεί. Είναι βαθύς, είναι ευρύς και εδραιώνεται τα τελευταία χρόνια ολοένα περισσότερο. Ήδη διαδηλώσεις έγιναν στην Καλιφόρνια ενώ σε πολλά Πανεπιστήμια, αρχής γενομένης από το Μπέρκλεϊ, ετοιμάζονται κινητοποιήσεις. Βασικό σύνθημα των πρώτων διαμαρτυριών: «Δεν είσαι εσύ η Αμερική, Εμείς είμαστε». Φανταζόμαστε ότι κάπως έτσι μπορεί να σκέφτηκαν και οι ψηφοφόροι του Τραμπ απέναντι στην Κλίντον. Η μέρα που οι προεκλογικές υποσχέσεις και η ρητορική θα γυρίσουν μπούμερανγκ δεν μοιάζει να είναι πολύ μακρινή.

Ουσιαστικά, δεν ηττήθηκε η Κλίντον αλλά το σύνολο του δικομματικού συστήματος και αυτό θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επόμενη μέρα. Μια επόμενη μέρα, στην οποία θέση και έκφραση αναζητούν τα ήδη υπάρχοντα ισχυρά κινήματα και ό,τι αυτά εκπροσωπούν σε κοινωνικό αλλά και ταξικό επίπεδο, όπως είναι το Black Lives Matters, το παλιότερο Occupy Wall Street ή το τωρινό κίνημα των αυτοχθόνων Ινδιάνων κατά της καταστροφής του τόπου τους στην Ντακότα. Αποδείχτηκε περίτρανα ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπορούν πια να απορροφήσουν τους κραδασμούς του κλυδωνιζόμενου συστήματος. Γιατί όσο εντείνεται η κρίση τόσο πιο αποκαλυπτικός γίνεται ο χαρακτήρας της. Και όσο δεν υπάρχει απάντηση ακριβώς σε αυτό το μήκος κύματος, απάντηση με ουσιαστικά ταξικό περιεχόμενο και όχι φληναφλήματα, οι κραυγές μίσους, ρατσισμού, ημιμάθειας, κανιβαλισμού και αυταρχισμού θα φαντάζουν ως η μόνη διέξοδο με «απτά βήματα».