Στήλη: Ανομήματα

Ανομήματα: ο χειραφετητικός λόγος των ποιητριών

Μαρία Πολυδούρη, Ο Ποιητής / Τι νάχης γίνει

| 29/11/2016

Το Περιοδικό και η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου δημιουργούν τη στήλη Ανομήματα, ως έναν χώρο όπου θα αναδεικνύεται ο γυναικείος λόγος με την μορφή της ποίησης. Αυτό που οδήγησε τη σκέψη μας στη δημιουργία του χώρου αυτού μέσα στις σελίδες του Περιοδικού για τη Διατάραξη της Κοινής Ησυχίας είναι η διαπίστωση ότι ενώ οι γυναίκες γράφουν, παραμένουν περισσότερο αόρατες από τους άντρες ποιητές, ενώ συχνά χρειάζεται να μετέλθουν ένα ιδίωμα το οποίο να «αποδεικνύει» ότι είναι «ισότιμες» με τους άντρες. Θέλουμε να αναζητήσουμε τις γυναικείες φωνές που περιγράφουν σε στίχους το πώς έχουν βιώσει τη γυναικεία τους υπόσταση. Ή το πώς βιώνουν τον κόσμο γύρω τους. Θέλουμε να κάνουμε μια απόπειρα να συγκεντρώσουμε τον Λόγο που μπορεί να ταράξει την κοινή ησυχία της επανάπαυσης στα κυρίαρχα πρότυπα των φύλων. Να δούμε πόσο χειραφετητικός μπορεί να είναι ο ποιητικός λόγος. Θέλουμε να πάμε κόντρα στο συνηθισμένο σχόλιο που ακούγεται όταν κάποιος (ή κάποια) ακούει τις λέξεις «γυναικεία ποίηση». Θέλουμε να ξέρουμε τι λένε οι γυναίκες όταν μιλάνε…

Κάθε εβδομάδα, λοιπόν, θα παρουσιάζουμε ένα ή δύο ποιήματα μιας ποιήτριας, συνοδευόμενα από λίγες πληροφορίες. Ο χώρος αυτός θα οδηγήσει προς την δημιουργία μιας ανθολογίας, πολύτιμης νομίζω για να καταλάβουμε τη συνολική εικόνα του γυναικείου ποιητικού –χειραφετητικού- λόγου. Ο τίτλος της στήλης αυτής έρχεται από το ομότιτλο ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου:

 

ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν νωρίς την Ηθική
-δήθεν με νίβουν μ’ ανομήματα αιώνων-
Κι εγώ, ιέρεια στης Λαγνείας τη σπονδή
Εκάτη, Αστάρτη, ηδονών μα και δαιμόνων
σε μιαν αντίληψη του κόσμου αρσενική.

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν καιρό την Ενοχή
-δεν έχουν οι αμαρτίες μιαν όψη μόνον.
Κι εγώ, στου Ανήθικου δοσμένη τη σπουδή,
με μίση και κατάρες τόσων χρόνων,
στα φαύλα και στα κρείττω η πηγή,

είμαι η Γυναίκα, που παλεύει την πληγή…

          (2000, βιβλίο Αν-επίκαιρα Ποιήματα)

http://www.sofiakolotourou.gr/poems/5/56

  [hr]

Αυτή την εβδομάδα, η Μαρία Πολυδούρη, η οποία έγινε γνωστή κυρίως μέσα από την σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη και από το γεγονός του “έκλυτου βίου” που διατείνονταν οι άνθρωποι της εποχής ότι ζούσε. Αυτό όμως λειτούργησε εις βάρος των ίδιων των ποιημάτων της, το περιεχόμενο των οποίων συχνά παραμερίστηκε προς χάριν των βιογραφικών εντυπώσεων. Ακόμη περισσότερο, για να εξυπηρετηθεί ο «μύθος» του μοναδικού έρωτα με τον Καρυωτάκη, παραμερίστηκαν και αποσιωπήθηκαν τα άλλα της ποιήματα. Γι’ αυτό σήμερα παρουσιάζουμε δυο ποιήματα που σίγουρα δεν έγραψε για τον Καρυωτάκη, με στόχο να φανεί η ερωτική ποίηση μιας νέας γυναίκας, η οποία έφυγε από την ζωή στα 28 της χρόνια, και την οποία πολύ φυσιολογικά συγκίνησαν και άλλοι άντρες.

Περισσότερα και σε αυτό το παλαιότερο άρθρο μου: http://www.sofiakolotourou.gr/articles/9/69

[br]

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Στην ακοίμητη Σκιά του Ιωσήφ Ραφτόπουλου

Του φθινοπώρου η πνοή περνάει
στα δέντρα που δεν τα φοβίζει
καταστροφή.
Ο ευκάλυπτος την κυβερνάει,
μιλούν σα φίλοι και λυγίζει
τη νέα κορφή.

Ο πεύκος άκουε μεθυσμένος
κάποιονε θρύλο που θρηνούσε
μεσ’ στα κλαδιά.
Θυμάται που συλλογισμένος
ο ερωτικός ποιητής περνούσε,
όλος καρδιά.

Τα μάτια του γέμιζε ο πόνος.

Στα σφραγισμένα χείλη ανθούσε

το χλωμό φως.

Ο ποιητής περνούσε μόνος.

Του τραγουδιού του ακόμη αχούσε

ο στεναγμός.

Μα τώρα σιώπησε η καρδιά του

και μόνον ο έρωτάς του μένει

και περπατεί.

Και όλοι μας λέμε είναι η σκιά του

που τριγυρίζει – είναι η θλιμμένη

σκιά του ποιητή.

tumblr_nz21csckvu1qlny4mo1_500

ΤΙ ΝΑΧΗΣ ΓΙΝΕΙ…

Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;

Νάναι την ομορφιά σου που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ’ ένα βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή που μ’ είχες πάρει;

Μέσα σε τόσα ωραία κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο, ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη μοναχούλα,

που έβλεπες κάθε δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή τα μάτια
σ’ ένα βιβλίο με στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ’ είδα, καθώς μ’ όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να κρατάη.

Κι’ ως να μην είχε κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την τελευταία
το πέταξεν απλά, με κάποια βιάση…
Οι κρόταφοί σου εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα η ματιά σου…
Μα τώρα, πως δε σ’ έχω πια ξεχάσει;

Κεντρική φωτογραφία: Lucien Clergue