Γιατί τόσος χαμός με τη «Μάντισσα»;

| 24/05/2017

Εδώ και πέντε μέρες περίπου υπάρχει ένα βίντεο κλιπ, η «Μάντισσα» της Μαρίνας Σάττι, το οποίο «ρίχνει το ίντερνετ», ξεπερνώντας το 1 εκατ. προβολές. Γιατί όμως;

Πρώτον, γιατί είναι μια γλυκύτατη, πιασάρικη σύνθεση που όσο και να σας φαίνεται περίεργο, πατάει σε ηπειρώτικες ηχογραμμές (αυτό κρατήστε το για τη συνέχεια). Δεύτερον, γιατί η ίδια η δημιουργός είναι εμπνευσμένη και ταλαντούχα. Τρίτον, γιατί το βίντεο κλιπ επανασυστήνει τα στενά του κέντρου της Αθήνας, σε μια εποχή που η περιοχή ποινικοποιείται σταθερά από ένα μεγάλο κομμάτι των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία επικουρούν την αντίστοιχη πολιτική στόχευση. «Αν πάρεις αυτοκίνητο, μην πας Εξάρχεια, τα καίνε εκεί». Πόσες φορές ακούγεται αυτή η ατάκα σε αθηναϊκό σπίτι τα τελευταία χρόνια;

Η Σάττι, παιδί σουδανού πατέρα και ελληνίδας μητέρας, το έχει ξανακάνει: οι «Κούπες», η φωνητική διασκευή του κλασικού σμυρνιώτικου τραγουδιού, κοντεύει τις 10 εκατομμύρια προβολές στο Youtube. Κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι κατώτερες από τη «Μάντισσα».

Υπάρχει πολύ έντονη τελευταία η τάση του gentrification, της «αναπαλαίωσης» στα πάντα. Από τα εργαστήρια «παλαίωσης» και ουσιαστικά, ανανέωσης για καινούργια χρήση παλιών επίπλων, μέχρι τις συλλογικές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε παλιές γειτονιές, αλλά και στην ίδια τη μουσική. Στο ροκ εν ρολ και την πιο «δεινοσαυρική» εκδοχή του, το χαρντ ροκ των ‘70s έχει επανακάμψει με όχημα τις (πολλές) σκανδιναβικές μπάντες που «το ζούνε» με τα λεβέντικα ακόρντα. Αρκετές από αυτές είναι πραγματικά εξαιρετικές. Από την τάση δεν θα μπορούσε να γλιτώσει η παραδοσιακή μουσική. Είτε ως λεία σε χίπστερ ορέξεις αναζήτησης μιας διαφορετικότητας που επί της ουσίας δεν υπάρχει είτε ως μια δημιουργική διέξοδος, μια «ειλικρινής αντιγραφή» από τα έτοιμα.

Η «Μάντισσα» δεν είναι μόνο αυτά όμως. Αν αύριο-μεθαύριο δείτε τίποτε συνδαιτημόνες να μιμούνται σκηνές από ταινίες του Μπόλιγουντ ενώ η ορχήστρα παίζει ηπειρώτικα, να ξέρετε ότι η «Μάντισσα» θα φταίει. Όχι με την έννοια της ατομικής, συνειδητής ευθύνης του δημιουργού, αλλά με τον τρόπο που περιγράφει ο Στιούαρτ Χωλ για την πρόσληψη του πολιτισμού και την «κωδικοποίησή» του από το κοινό.

Πίσω όμως στην Σάττι και το εγχείρημα: ίσως να μην έχει υπάρξει κάτι πιο έξυπνο, χαριτωμένο και πιασάρικο τα τελευταία χρόνια στην ελληνική μουσική καθημερινότητα, από αυτό το κομμάτι. Φτιαγμένο πάνω σε πολύ ασφαλείς οδούς, στη νοσταλγία της Αθήνας και την επανοικειοποίηση των «σκοτεινών της δρόμων», που τη μέρα όμως είναι ολόφωτοι και δεν φοβούνται κανένα, πάνω επίσης στον ορισμό του όρου «φρέσκα πρόσωπα» που τόσο έχει μπαγιατέψει πλέον όπου αλλού χρησιμοποιείται, πάνω σε μια πολυπολιτισμικότητα του συρμού μεν, αλλά και αυτή που αν τελικά πειράζει μερικούς-μερικές, τότε ο κασιδιαριασμός, φανερός και υπαινικτικός, δεν τούς είναι ξένος.

Από αυτή τη gentrification μουσική γενιά, δεν προτιμάω τη Μαρίνα Σάττι, αλλά τους VIC, τους Samsara Blues Experiment, τους Graveyard κ.ο.κ. Στη «Μάντισσα» όμως, έχω προσθέσει τρεις-τέσσερις προβολές, στο 1 εκατομμύριο και κάτι που μετράει σήμερα, 23 Μάη…

Ο Γιώργος Τσαντίκος είναι κατ’ επάγγελμα δημοσιογράφος με μεγάλη απέχθεια για ρουφιάνους και συμπάθειες για αλήτες με ηθικό παράστημα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, ζει στα Γιάννενα και έπαιρνε κακούς έως μέτριους βαθμούς στην έκθεση. Επίσης, πιστεύει ότι το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο.