Δεν δολοφονεί η «αγάπη». Δολοφονούν οι γυναικοκτόνοι

Για να αφαιρεθεί η ζωή τους, το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν το ότι ήταν γυναίκες.

| 24/05/2019

Το 2019, μόλις στην αρχή του συναντούσε μια γυναίκα δολοφονημένη από τον πατέρα της στην Κέρκυρα. Η Αγγελική Πέτρου, 29 ετών, ήταν η πρώτη δολοφονημένη γυναίκα αυτής της χρονιάς. Πέθανε μετά από 7 θανατηφόρα χτυπήματα με σιδερόβεργα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς και θάφτηκε στην αυλή του σπιτιού που μεγάλωσε, επειδή ο πατέρας της όχι απλώς δεν ενέκρινε τη σχέση που διατηρούσε με έναν άνδρα Αφγανικής καταγωγής, αλλά θεωρούσε πως είχε το δικαίωμα να επιβάλει τα δικά του θέλω στη ζωή της κόρης του. Με κάθε κόστος. Μέχρι το θάνατο.

Γράφει η Άννα Νίνη, αναδημοσίευση από το omniaTV

Χθες, μετρήσαμε ακόμη μια νεκρή γυναίκα, την ένατη αυτή τη χρονιά, την τρίτη σε διάστημα 10 ημερών. Τα χαρακτηριστικά θύτη-θύματος παρόμοια. Γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλο. Ήταν μια δολοφονία με αυτά τα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν στις συνειδήσεις της κοινής γνώμης μια εν ψυχρώ εκτέλεση. Μια γυναικοκτονία. Η Ερατώ, μόλις στα 24 της εκτελέστηκε από τον εν διαστάσει σύζυγο της με κυνηγετική καραμπίνα στη Χρυσομαλλούσα της Μυτιλήνης. Ο δράστης φέρεται να εισέβαλε στο σπίτι την ώρα που η εκείνη μιλούσε στο τηλέφωνο, αφού την ξυλοκόπησε, την πυροβόλησε και στη συνέχεια εξαφανίστηκε, γνωρίζοντας πως η 2 ετών κόρη τους κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Προηγουμένως της είχε χτυπήσει την πόρτα, και όταν εκείνη αρνήθηκε να του ανοίξει αποφάσισε να μπει στο σπίτι από τη μπαλκονόπορτα κουβαλώντας μαζί την καραμπίνα του.

Συζητάμε ακόμα τί είναι γυναικοκτονία

Αυτά τα εγκλήματα, όπως έλεγε η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ η οποία εισήγαγε τον όρο «Γυναικοκτονία» στο νομικό κόσμο, είναι εγκλήματα που απορρέουν από τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη πως η γυναίκα είναι ιδιοκτησία κάποιου. Είναι το αποκορύφωμα της έμφυλης βίας, είναι δολοφονίες που γίνονται βάσει φύλου και αντικατοπτρίζουν την πλήρη ανισότητα μεταξύ της τοξικής αρρενωπότητας και των θηλυκοτήτων. Η δολοφονία των γυναικών έχει πλέον προσδιοριστεί, είναι ένα φαινόμενο διακριτό, ένα έγκλημα που απολαμβάνει την εν μέρει αποδοχή της κοινωνίας ακριβώς επειδή βασίζεται σε έμφυλα χαρακτηριστικά. Είναι δολοφονίες που διαπράχθηκαν επειδή τα θύματα ήταν γυναίκες. Όχι γυναίκες που δολοφονούνται επειδή κάποιος ήθελε να ληστέψει ή επειδή κάποιος τις παρέσυρε με το αυτοκίνητο του τυχαία σε κάποιο δρόμο. Για να αφαιρεθεί η ζωή τους, το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν το ότι ήταν γυναίκες.

Από την αρχή του χρόνου μπορεί να έχουμε μετρήσει εννέα υποθέσεις που ήρθαν στη δημοσιότητα, όμως στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν κι άλλες δολοφονίες που είναι αποτέλεσμα έμφυλης (gender-based) βίας. Υπάρχει ο ορισμός της γυναικοκτονίας, υπάρχουν οι τρόποι να μετρηθεί έτσι ώστε να υπάρξει πρόληψη όπως γίνεται με όλα τα αδικήματα που λαμβάνει υπόψιν η αντεγκληματική πολιτική που θέλει να χαράξει η κάθε χώρα. Δεν το βλέπουμε όμως να συμβαίνει, γεγονός που αφήνει τον αριθμό και τα αίτια κρυμμένα πίσω από ένα πολύ σκοτεινό παραβάν. Δεν υπάρχει καμιά καταγραφή των «ποιοτικών χαρακτηριστικών» ενός εγκλήματος, όπως το φύλο των θυμάτων ή των σχέσεων που είχαν με τους θύτες ώστε να υπάρξει μια πλήρης καταγραφή, ούτε πλήρης ορατότητα του φαινομένου. Για την Πολιτεία και την Αστυνομία, ο ορισμός της γυναικοκτονίας ως αδίκημα, δεν είναι καν αναγνωρισμένος. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως πολλά από τα θύματα είχαν απευθυνθεί στην Αστυνομία η οποία όχι απλώς δεν ενήργησε, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έστειλε ξανά τις γυναίκες αυτές πίσω στους μετέπειτα δολοφόνους τους. Η Ελένη Τοπαλούδη από τη Ρόδο είχε καταγγείλει τον βιασμό της και κανείς δεν ασχολήθηκεΗ Αγγελική Πέτρου είχε καταγγείλει τον πατέρα τηςΗ Αστυνομία ξεμπέρδεψε με μια απλή επίπληξηΗ 32χρονη Κατερίνα που στραγγαλίστηκε τον Μάρτιο από τον σύζυγο της είχε καταγγείλει την ενδοοικογενειακή βία που δεχόταν. Κανείς δεν ενήργησε άμεσα, ενώ ο δράστης είχε ήδη ένα διαζύγιο εξαιτίας του βίαιου χαρακτήρα του.

Και φυσικά το εάν γίνεται έρευνα σε αυτά τα περιστατικά είναι και ζήτημα ταξικό. Αν κανείς δεν ασχολείται με καταγγελίες που αφορούν τα πιο «προνομιούχα» μέλη της κοινωνικής πυραμίδας, τις λευκές γυναίκες της μεσαίας τάξης, τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει για άλλες, λιγότερο προνομιούχες; Τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει να αποδοθεί δικαιοσύνη για όσες γυναίκες δεν συμβαδίζουν πλήρως με τα χαρακτηριστικά μιας «κανονικής κοινωνίας» όπως αυτή θέλει να ορίζεται από την κορυφή της: τους λευκούς cis, straight άνδρες της; Για τις γυναίκες – θύματα έμφυλης βίας που είναι χρήστριες, μετανάστριες, σεξεργάτριες, ανάπηρες, είτε φέρουν κάποιο χαρακτηριστικό βουτηγμένο στο στίγμα, για εκείνες που ζουν μια ζωή πολύ μακριά από την κανονικότητα; Ποιος εγγυάται την ισότιμη προστασία όλων των γυναικών, ανεξαρτήτως τάξης, εθνικότητας, φυλής, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, γλώσσας, πολιτισμικών χαρακτηριστικών;

Οι αριθμοί

Το 2018, έγιναν στη γραμμή SOS 15900, 5.088 τηλεφωνικές κλήσεις από γυναίκες που ήθελαν να καταγγείλουν ότι είναι θύματα έμφυλης βίας ή να ζητήσουν βοήθεια, συμβουλές, χωρίς να επιθυμούν να προβούν σε επίσημη καταγγελία.

Mόνο οι 2.864 έγιναν από τα ίδια τα θύματα, ενώ οι υπόλοιπες ήρθαν από τρίτα πρόσωπα.

Από τις 2.864 που έκαναν οι ίδιες καταγγελίες ως και τον Δεκέμβριο του 2018, το 64% είναι μητέρες. Το 20% άνεργες και το 11% μακροχρόνια άνεργες, 30% απασχολούμενες, 10% ανενεργές, 8% παρακολουθούν κάποια μορφή εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης. Το 53% αυτών των γυναικών είναι παντρεμένες, το 6% σε συμβίωση, 11% άγαμες, 7% σε διάσταση, 7% διαζευγμένες, 1% χήρες.

Ήταν γυναίκες της διπλανής πόρτας που κακοποιούνται από άνδρες της διπλανής πόρτας, από ανθρώπους που μετά την κορύφωση της βίας θα ακούσουμε να λένε πως «δεν είχαν δώσει δικαιώματα».

Το κοινωνικό περιβάλλον

Οι «κανονικές κοινωνίες» μας, δικαιολογούν τον θύτη λέγοντας «ήταν καλό παιδί, κανείς δεν το περίμενε», ρίχνοντας το βάρος στο ίδιο το θύμα. Είναι οι ίδιες κανονικές κοινωνίες που αρνούνται να δουν το όριο που έβαλε ο ίδιος ο θύτης στο θύμα του και την μετέπειτα τιμωρητική διαδικασία που ακολούθησε. Ακριβώς επειδή συνειδησιακά ταυτίζονται με τον ίδιο τον θύτη. Είναι τα ίδια κομμάτια της κοινωνίας που θα ρωτήσουν ένα θύμα βιασμού τι φορούσε, αν είχε πιει αλκοόλ και αν προκάλεσε. Τα ίδια μέλη ενός κοινωνικού συνόλου που θα ακούσουν να σπάνε πιάτα, ποτήρια και κεφάλια στο διπλανό διαμέρισμα και θα συνεχίσουν να κοιτάνε τηλεόραση, γιατί θα θεωρήσουν πως η βία είναι απλώς το φυσιολογικό ξέσπασμα ενός ζηλιάρη συζύγου. Οι ίδιοι άνθρωποι που θα πουν «ποιος ξέρει τι του έκανε εκείνη» δίνοντας άλλοθι στην κακοποίηση. Οι ίδιοι που κρύβονται πίσω από το πρόσχημα της απαραβίαστης ιδιωτικότητας απλώς για να πουν από μέσα τους «καλά της έκανε» και να κοιτάξουν το πολύ μέσα από κάποια κλειδαρότρυπα, πριν κοιτάξουν τη δουλίτσα τους.

Ακριβώς επειδή ακόμη και οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε μια κοινωνία που υποτίθεται έχει αποκαταστήσει την ισότητα, έχουν εσωτερικεύσει όλα εκείνα τα σκουπιδόνερα της πατριαρχίας, αυτές οι δολοφονίες μοιάζουν φυσιολογικές. Όλα εκείνα τα στερεότυπα που παραμένουν πολύ καλά ριζωμένα στις αντιλήψεις των ανθρώπων και οδηγούν στις γυναικοκτονίες ζουν και βασιλεύουν αδιατάρακτα. Αυτά τα στερεότυπα επιβιώνουν και κανονικοποιούνται κάθε μέρα και ώρα με ατάκες που θέλουν το νοικοκυριό να είναι γυναικεία δουλειά, με το πλασάρισμα της δήθεν τέλειας γυναίκας που πρέπει να είναι δούλα και κυρά, καλή μάνα, καλή σύζυγος, καλη αναπαραγωγική μηχανή, καλή εργαζόμενηζεστήτρυφερήκαι, κυρίως, να μην αντιδρά καθόλου στους ρόλους που θέλουν οι άλλοι να της φορέσουν.

Το ζητούμενο και το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από τη νομική αναγνώριση του όρου της γυναικοκτονίας. Είναι η πλήρης συνειδητοποίηση όλων εκείνων των πραγμάτων που οδηγούν εκεί, η αλλαγή της αντίληψης πως ένας άνδρας μπορεί ή πρέπει να έχει οποιαδήποτε εξουσιαστική συμπεριφορά απέναντι σε ένα γυναικείο σώμα και στις επιθυμίες του.

Χαρακτηριστικοί τίτλοι ΜΜΕ

Τα ΜΜΕ, φυσικά…

Η μετάδοση της είδησης δεν μένει έξω απ’ αυτό. Τα ίδια Μέσα που θα παρουσιάσουν σαν τέρας έναν φτωχοδιάβολο που θα κλέψει κάποιον, δίνουν συγχωροχάρτια στους δράστες γυναικοκτονιών βάζοντας μέσα στην είδηση «πάθος», «θολωμένο μυαλό» και μπόλικη ενοχοποίηση του θύματος.

Έχουν κι αυτά το δικό τους μερίδιο ευθύνης στην κανονικοποίηση των γυναικοκτονιών με τις σκανδαλοθηρικού τύπου αναφορές. Τίτλοι που μιλούν για «οικογενειακή τραγωδία», άλλοι τίτλοι που λένε πως ήταν έγκλημα πάθους, πως το χέρι του θύτη «το όπλισε η ζήλια και η αγάπη» και υπόνοιες για την άστατη ζωή του «άτυχου θύματος». Ακόμη και σε περιπτώσεις που το θύμα ζητούσε από τον δολοφόνο του κάτι πολύ φυσιολογικό, κάτι πλέον νομικά κατοχυρωμένο, όπως διαζύγιο, τα Μέσα αντί να τονίσουν την εξουσιαστική δολοφονική πατριαρχική συμπεριφορά, θα μιλήσουν για «αγάπη», συμμετέχοντας σε μια άλλη, κατασκευασμένη πραγματικότητα.

Κανένας δράστης, κανενός εγκλήματος, δεν απολαμβάνει τόσο πολύ μια κινηματογραφική αποτύπωση του εγκλήματος του στους τίτλους ειδήσεων. Κανένας δράστης, κανενός εγκλήματος δεν μπορεί να ισχυριστεί πως ενήργησε από «αγάπη» και να γίνει πιστευτός.

Τιμή, πάθος, αγάπη, οτιδήποτε εκτός από πατριαρχία

Κι όμως ενώ τα πιο ειδεχθή εγκλήματα διαχρονικά είναι εκείνα που δολοφονούν γυναικεία σώματα, οι γυναικοκτονίες παρουσιάζονται σαν ένα all time classic αδίκημα. Αναδεικνύονται και τονίζονται ως τέτοιο. Άλλες φορές βαφτίζονται έγκλημα τιμής, άλλες φορές έγκλημα πάθους. Εγκλήματα που αμπαλάρονται με τιμή και πάθος, χωρίς παρουσιάζεται ο ζοφερός πυρήνας τους, χωρίς να λέγεται δυνατά και καθαρά πως μιλάμε για μια τιμωρητική πράξη προς μια γυναίκα επειδή ένας άνδρας θεώρησε πως έχει ξεπεράσει κάποιο όριο απ’ αυτά που της έχει βάλει ο ίδιος. Είτε μιλάμε για μια γυναίκα που ζήτησε διαζύγιο, είτε μιλάμε για μια γυναίκα που δεν έμεινε πιστή, είτε μιλάμε για μια γυναίκα που δεν υπάκουσε τις οδηγίες του πατέρα ή του αδερφού της. Πάντα θα υπάρχει ένα υποτιθέμενο όριο που μια γυναίκα το ξεπέρασε. Και πάντα θα υπάρχει «αγάπη».

Μια αγάπη που κανείς δεν ρώτησε το θύμα αν τη θέλει, μια αγάπη που εκφράζεται με εν ψυχρώ εκτελέσεις και με τους ήχους που κάνουν τα κόκκαλα όταν σπάνε. Μια αγάπη που αποτυπώνεται σε μαυρισμένα μάτια και γρατζουνιές και έχει για soundtrack ήχους ασθενοφόρων, κλάματα και ουρλιαχτά.

Στ’ αλήθεια, από πότε η «αγάπη» σκοτώνει έτσι;