ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ: Ένα ΟΧΙ γεμάτο οργή και πολλά ερωτηματικά

Βαριά και αισθητή η σιωπή στα αριστερά του πολιτικού φάσματος

| 07/12/2016

 

Η Ιταλία ψήφισε. Και ψήφισε όπως προδιαγραφόταν εδώ και πολύ καιρό. Το τι σήμαινε αυτό το ηχηρότατο «ΟΧΙ» σε όλες του τις πτυχές θα ξεκαθαρίσει το επόμενο χρονικό διάστημα.  Υπάρχουν όμως και ορισμένα πρώτα σημεία που θα μπορούσε κανείς να επισημάνει.

Μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό, πήγε σε δεύτερη μοίρα η ίδια η συνταγματική μεταρρύθμιση που προώθησε ο Ματέο Ρέντσι και απέρριψαν οι Ιταλοί. Ακόμη και αν είναι πλέον κοινό μυστικό ότι σε γενικές γραμμές ουδείς ψήφισε έχοντας το συγκεκριμένο ερώτημα κατά νου, (εύκολα μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό αν αναλογιστούμε λίγο την 5η Ιουλίου 2015 στην Ελλάδα), η ουσία της μεταρρύθμισης έχει νόημα γιατί έπαιξε και αυτή το ρόλο της.

Αυτό που, σε γενικές γραμμές, είναι γνωστό είναι ότι ο Ρέντσι, μην έχοντας εξασφαλίσει τα απαραίτητα 2/3 της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο και στη Γερουσία, υποχρεώθηκε να πάει σε δημοψήφισμα, για να εγκριθεί ο παροπλισμός, πρακτικώς, της Γερουσίας η οποία από 315 άτομα μειωνόταν με την μεταρρύθμιση στα 100, τα οποία πλέον δεν θα εκλέγονταν αλλά θα επιλέγονταν από τις τοπικές αρχές κάθε περιοχής, και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και δήμαρχοι. Το επιχείρημα των υποστηρικτών της μεταρρύθμισης είναι ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται το κοινοβουλευτικό έργο και θα μπορούσαν πλέον να υιοθετούνται χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις νομοθετικές ρυθμίσεις, κυβερνητικές αποφάσεις κ.ο.κ., φέρνοντας ως παράδειγμα ότι ο νόμος για το γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου χρειάστηκε 1.300 μέρες μέχρι τελικά να εγκριθεί. Επιπλέον, οι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης υποστήριζαν ότι έτσι εξοικονομούνται σημαντικά χρήματα.

parlamento-italiano

Γιατί όμως είναι τόσο δυσλειτουργικό το κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ιταλία;  Πρόκειται για πρόβλεψη του Συντάγματος από το 1948 που τονίζει ότι για να περάσει η οποιαδήποτε νομοθεσία θα πρέπει να εγκριθεί και από τα δύο σώματα: «bicameralismo perfetto». Απώτερος στόχος της να καταστήσει εξαιρετικά δύσκολο για τον οποιοδήποτε επίδοξο Μουσολίνι να ελέγξει εύκολα τη βουλή και κατ’ επέκταση την κυβέρνηση και την εξουσία αλλά και να λειτουργήσει ως «δικλίδα ασφαλείας» έναντι του ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος της Ιταλίας εκείνης της περιόδου. Και είναι όντως πολύ δύσκολο ένας Πρωθυπουργός, που είναι και το ύπατο αξίωμα από πλευράς εκτελεστικής εξουσίας και στην γείτονα, να καταφέρει να ελέγξει την πλειοψηφία και των 630 βουλευτών και των 315 γερουσιαστών, εκ των οποίων με εξαίρεση τους ισόβιους γερουσιαστές που είναι 5, όλοι οι υπόλοιποι εκλέγονται απευθείας από τους ψηφοφόρους, όπως επίσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί συναίνεση.

Εκλογικός νόμος και μεταρρύθμιση έκαναν πανίσχυρο τον πρωθυπουργό

Η μεταρρύθμιση που απορρίφθηκε την Κυριακή στην Ιταλία ερχόταν να συμπληρώσει τον εκλογικό νόμο που «έκανε σημαία» από την πρώτη στιγμή ο Ρέντσι δηλαδή το bonus στο πρώτο κόμμα.  Ο νέος εκλογικός νόμος, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1η Ιουλίου 2016, προβλέπει εκλογικό μέτρο της τάξης του 3%, εκλογικές λίστες σε 100 εκλογικές περιφέρειες με αναλογική εκπροσώπηση και δύο γύρους. Ο νόμος προβλέπει ότι το κόμμα που θα συγκεντρώσει ποσοστό 40% και άνω από τον πρώτο γύρο, εξασφαλίζει στάνταρ 340 έδρες στη βουλή ενώ τα άλλα κόμματα μοιράζονται ανάλογα με τα ποσοστά τους τις υπόλοιπες έδρες.

Κοινώς, το πρώτο κόμμα, με τον τρόπο αυτό, έχει αυτοδυναμία και έτσι δίνεται τέλος στις κυβερνήσεις συνεργασίας και στις μακρές διαβουλεύσεις σχηματισμού τους αλλά και στα προβλήματα λειτουργίας τους. Αν δεν υπάρχει κόμμα με πάνω από 40% στον α’ γύρο, διεξάγεται β’ γύρος εκλογών μόνο μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων του α’ γύρου και ο νικητής προικίζεται με 340 έδρες.

Με δύο λόγια: ο νέος εκλογικός νόμος σε συνδυασμό με την μεταρρύθμιση, εφόσον πέρναγε από το δημοψήφισμα, έδιναν πολύ μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια του εκάστοτε πρωθυπουργού να ελέγχει τα νομοθετικά όργανα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μπορεί , εκτός ιταλικών συνόρων, η προσοχή να στράφηκε στις ευρύτερες διαστάσεις που έλαβε η μεταρρύθμιση, όμως εντός Ιταλίας η υπέρμετρη ενίσχυση, για τα δεδομένα των τελευταίων χρόνων, της εξουσίας του πρωθυπουργού, δεν ήταν αμελητέο στοιχείο.

Το τίμημα της πραγματικότητας και των τραπεζών  για τον μακιαβελικό Ρέντσι

Πόσο μάλλον, που αυτός που προωθούσε αυτήν την ενίσχυση ήταν ο Ρέντσι. Γιατί ελάχιστοι, μάλλον, θυμούνται ότι ο τόσο αγαπητός σε Βρυξέλλες, Βερολίνο, νυν Μαξίμου, και γενικότερα στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» Ρέντσι, δεν εκλέχτηκε ποτέ πρωθυπουργός. Υπέσκαψε με τρόπο που οι συμπατριώτες του σε σχόλια στα ΜΜΕ παρομοίαζαν με άριστη υλοποίηση του μακιαβελισμού, τον προκάτοχό του στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος Λέττα και αφού του πήρε την ηγεσία στο κόμμα, του πήρε και την πρωθυπουργία. Ο Ρέντσι ήρθε ατσαλάκωτος από την δημαρχία της Φλωρεντίας (της πατρίδας και του Μακιαβέλι) να περιθωριοποιήσει τον «ανίκανο» Λέττα, για να πουλήσει το «χαρτί» του εφικτού συμβιβασμού, των, με μέτρο, θυσιών και περικοπών, της , όσο το δυνατόν λιγότερο αιματηρής, προσαρμογής της ιταλικής κοινωνίας στην δαμόκλειο σπάθη του δημοσιονομικού συμφώνου.

no-alla-riforma-costituzionale

Φυσικά και δεν έγινε τίποτε εξ αυτών. Η λιτότητα συνεχίστηκε και εντάθηκε, η ανεργία των νέων φλερτάρει διαρκώς με το 40%, η γενικότερη ανεργία είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (αν και παραμένει κάτω από το 15%), το χρέος είναι περίπου στο 132% του ΑΕΠ και οι τράπεζες παραπαίουν.  Οι τράπεζες έχουν χάσει τη μισή χρηματιστηριακή αξία τους ενώ το πιο ενδεικτικό στοιχείο της κατάστασης είναι ότι το 1/5 των δανείων θεωρούνται «κόκκινα» και φθάνουν σε ύψος τα 360 δισεκατομμύρια. Ένα μικρό ποσοστό αυτών αφορά καταναλωτικά δάνεια, ένα μεγαλύτερο χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, ενώ στην περίπτωση της η Banca Monte dei Paschi di Siena (της παλαιότερης τράπεζας στον κόσμο) ο κίνδυνος χρεοκοπίας σχετίζεται με πολιτικά σκάνδαλα που εμπλέκουν ακόμα και τον Ντράγκι.

Ο κίνδυνος αυτός έγινε αισθητός την αρχή του καλοκαιριού με τον Ρέντσι να έρχεται σε σύγκρουση με τη Γερμανία λόγω της πρότασης του για κρατικό πακέτο διάσωσης (bail out). Το πρόβλημα προέκυψε λόγω των νέων τραπεζικών κανόνων της ΕΕ, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ από την αρχή του 2016 και απαγορεύουν το bail-out, ωθώντας τις τράπεζες σε bail-in,δηλαδή σε διάσωση με τη στήριξη των μετόχων, των ομολογιούχων αλλά και των καταθετών. Ο Ρέντσι έβαλε στόχο να αποτρέψει με κάθε τρόπο αυτό το ενδεχόμενο, έθεσε ως στόχο την άμεση διάσωση των τραπεζών (όπως είχε κάνει για 4 μικρές τράπεζες το Δεκέμβριο του 2015) και, τελικά, ήρθε σε έναν ιδιαίτερο συμβιβασμό με την Κομισιόν, η οποία ενέκρινε ένα πακέτο προληπτικής ρευστότητας προς τις τράπεζες μέχρι το τέλος του 2016 αλλά απέρριψε κάθε σχέδιο άμεσης ενίσχυσης. Διαμορφώθηκε μια ισορροπία τρόμου με τις τράπεζες να μην καταρρέουν και να επιχειρούν να ξεφορτωθούν τα κόκκινα δάνεια, χωρίς όμως να λύνεται το πρόβλημα ενώ, πριν το δημοψήφισμα εμφανίστηκαν εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες απαιτούνται πάνω από 550 δις για τη σωτηρία των ιταλικών τραπεζών.

italy-referendum

Σε αυτές τις συνθήκες ο Ρέντσι, επιδεικνύοντας όπως λένε αρκετοί παρατηρητές, μέγιστη αλαζονεία, επέλεξε να δώσει διαστάσεις πολιτικής αντιπαράθεσης στο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές. Να το συνδέσει με την παραμονή του ίδιου στην εξουσία και κατ’ επέκταση με τη συνέχιση της ακολουθούμενης πολιτικής στο ασφυκτικό πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Και φυσικά με την επιτυχία του σχεδίου του για τη διάσωση των τραπεζών. Κοινώς, έκανε έναν ωμότατο εκβιασμό στον ιταλικό λαό από όλες τις πλευρές.

Ένα ΌΧΙ με πολλές αφετηρίες και πολλούς αποδέκτες…

Και εισέπραξε ένα ηχηρότατο ΟΧΙ.  Ένα «ΟΧΙ» από το 59,11% έναντι ενός «ΝΑΙ» που συγκέντρωσε 40,89%, με τη συμμετοχή να φτάνει το 68,48%, ποσοστό υψηλό πλην όχι εντυπωσιακό. Με βάση τα πρώτα ποιοτικά στοιχεία, ΟΧΙ ψήφισαν σε συντριπτικό ποσοστό οι νέοι (μέχρι 34 ετών, το ΟΧΙ κυμάνθηκε ανάμεσα στο 69% – 81%) και οι άνεργοι καθώς το ΟΧΙ κυριάρχησε στις εκλογικές περιφέρειες, νομούς, συνοικίες με υψηλή ανεργία. Ίσως είναι ενδεικτικό ότι σε Μπολόνια, Φλωρεντία και Μιλάνο επικράτησε το «ΝΑΙ» ενώ σε Νάπολη, Ρώμη, Τορίνο, Γένοβα, Παλέρμο, Μπάρι, Κάλιαρι, Βενετία, δηλαδή σε μεγάλες πόλεις με έντονο το πληθυσμιακό στοιχείο της εργατικής βιομηχανικής τάξης αλλά και της μεσαίας τάξης που κατακρημνίζεται επικράτησε το «ΟΧΙ».

Το «ΟΧΙ» είναι «ΟΧΙ» στην ΕΕ; Είναι «ΟΧΙ» από τα αριστερά;  Είναι «ΟΧΙ» στο καπιταλιστικό σύστημα; Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, ούτε μονοσήμαντες.  Δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς. Στο πλευρό του Ρέντσι βρέθηκαν από δεξιές δυνάμεις, όπως το πρώην δεξί χέρι του Μπερλουσκόνι, Αλφάνο, μέχρι ο Σύνδεσμος Ιταλών Βιομηχάνων, αλλά και αρκετές προσωπικότητες και οργανώσεις της Αριστεράς. Απέναντί του βρέθηκαν από το μισό του κόμμα, μέχρι το Κίνημα των 5 αστέρων του Μπέπε Γκρίλο (που είναι κατά του ευρώ αλλά όχι της ΕΕ), τη ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά, τον Μπερλουσκόνι (τελευταία στιγμή) κλπ.

Το γεγονός ότι στο πλευρό του Ρέντσι βρέθηκαν όλοι εκείνοι που έχουν ταυτιστεί στα μάτια των λαών με τη διάλυση της ζωής τους, την καταστροφή του κοινωνικού κράτους, την λιτότητα, τις περικοπές, την ανεργία, την ανέχεια, τον εξευτελισμό, δηλαδή ο Πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Κ. Γιουνκέρ, η Μέρκελ κλπ, ήταν για άλλη μια φορά αρκετό για να περάσει απέναντι χωρίς κάποιο ιδιαίτερο βάθος σκέψης μεγάλο μέρος του ιταλικού εκλογικού σώματος.

Για άλλη μια φορά, επίσης, πολλοστή μέσα σε αυτήν χρονιά, αλλά γνωστή στην Ελλάδα από τον Ιούλιο του 2015, η παρέμβαση των μεγάλων ΜΜΕ αποδείχτηκε καταστροφική για όσους στήριξαν, δηλαδή τον Ρέντσι και τα συμφέροντα των μεγάλων αφεντικών της χώρας που ήθελαν «σταθερότητα» μέσα στο «ασφαλές περιβάλλον της ευρωζώνης και της ΕΕ». Έτσι τελικά πέτυχαν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο, όπως ακριβώς έγινε στο ελληνικό δημοψήφισμα, στο Brexit, στην εκλογή Τραμπ αποδεικνύοντας περίτρανα ότι τα συστημικά ΜΜΕ, όσο χρυσόσκονη και αν ψεκάζουν, έχουν «τελειώσει» από άποψη αξιοπιστίας και από άποψη παρεμβατικότητας στη διαμόρφωση συνειδήσεων, αφού ο ρόλος τους έχει γίνει τόσο απροκάλυπτα ωμός.

il-sit-in-degli-studenti

Από την άλλη, ο ίδιος ο Ρέντσι είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Τα δύο χρόνια της διακυβέρνησης του έχει επιδείξει προσήλωση σε πολιτικές «δημοσιονομικού συμφώνου σταθερότητας» στο όνομα φυσικά της αντιμετώπισης της κρίσης, με το νόμο για τα εργασιακά που προωθούσε τις ελαστικές μορφές εργασίας και την ενίσχυση της εξουσίας των εργοδοτών, την αντιπαράθεση με τους καθηγητές στα σχολεία για εκπαιδευτικό νομοσχέδιο που έδινε υπερ-εξουσίες στους διευθυντές.

… αλλά και θολό «εχθρό»

Είναι ξεκάθαρο ότι το ΟΧΙ δεν αφορούσε μόνο την συνταγματική μεταρρύθμιση. Ήταν ένα «ΟΧΙ» στον ίδιο τον Ρέντσι, στην ενίσχυση των εξουσιών του όποιου πρωθυπουργού, αρχής γενομένης από τον ίδιο, στις πολιτικές που ακολούθησε εφαρμόζοντας το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας, στις εντολές των Βρυξελλών, στο ευρώ που δεν επιτρέπει ευελιξία στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της ΕΕ και μέλος της G7,  ήταν ΟΧΙ στην λιτότητα, στη φτωχοποίηση, στον εντεινόμενο αυταρχισμό (πρόσφατη η δολοφονία απεργού άλλωστε).

alcoa9

Το αν ήταν και ένα ηχηρό «ΌΧΙ» στην ίδια την ΕΕ ως οικοδόμημα, και από ποια πλευρά του πολιτικού φάσματος ήχησε περισσότερο, από αυτήν του εθνικισμού (που πχ στην περίπτωση της Λέγκας του Βορρά δεν φτάνει μέχρι την έξοδο από την ΕΕ μέχρι στιγμής) ή από αυτήν της εναντίωσης σε έναν ιμπεριαλιστικό μηχανισμό με προοπτική την ανατροπή του, ακόμη και αν αυτό δεν είναι εντελώς συνειδητή πράξη,  δεν είναι σαφές. Η απουσία πολιτικού παράγοντα που θα μπορούσε να μετατρέψει αυτό το «ΌΧΙ» σε κινητήριο δύναμη ανατροπής, περιθωριοποιώντας τις εθνικιστικές κραυγές, είναι αισθητή στην ιταλική πολιτική σκηνή, όπως και στη γαλλική, καθώς οι δυνάμεις της αριστεράς έχουν ταυτίσει την ύπαρξη τους με την ΕΕ επιλέγοντας να την αντιμετωπίζουν ως «μέσο συμφιλίωσης» και όχι ως μηχανισμό εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπως και είναι.  Η απουσία αυτή αφήνει ελεύθερο πεδίο δόξης λαμπρό σε κάθε είδους πολιτικοποιημένους απολιτίκ παράγοντες που ισοπεδώνοντας «αντισυστημικά» (βλ. Γκρίλο) στηρίζουν το σύστημα διευκολύνοντας και ακροδεξιές οπτικές τύπου Λέγκα.

Το βέβαια είναι ότι το δημοψήφισμα κατέγραψε την απαξίωση των ευρωπαϊκών πολιτικών και όσων τις εκφράζουν, επιδεινώνοντας την υπαρξιακή κρίση της ΕΕ (και στο βάθος του ίδιου του καπιταλισμού), που τόσο πολύ οι θιασώτες της προσπαθούν να ξορκίσουν πίσω από οιμωγές περί λαϊκισμού, οι οποίες είναι κενές περιεχομένου. Γιατί η φτώχεια και ο εξευτελισμός, δεν είναι λαϊκισμός. Είναι πραγματικότητα. Το πόσους τριγμούς και ποιους φέρνουν οι ιταλικές κάλπες στην ΕΕ και τι συνέπεια θα έχει αυτό, μένει να φανεί.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.