«To ευρωπαϊκό όνειρο τελείωσε», ψιθυρίζουν Vinterberg και Tanovic

Ανταπόκριση από το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου

| 18/02/2016

Ανταπόκριση από το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου με αφορμή τις ταινίες «The Commune» του Thomas Vinterberg και «Death in Sarajevo» του Danis Tanovic

Ο πρώτος από την Δανία, ο δεύτερος από τα κοντινά μας Βαλκάνια και τη Γιουγκοσλαβία. Ο πρώτος κάτι σε διασημότητα των σινεφίλ κυκλωμάτων, ο δεύτερος ένας δημιουργός με σεμνό, μα δυνατό, έργο. Δεν υπάρχει τίποτα φαινομενικά κοινό στα φιλμ που κατέθεσαν στο φετινό φεστιβάλ στο Διαγωνιστικό Τμήμα, πέρα από ένα και μοναδικό. Τους κλειστούς χώρους. Από τη μια η «χίπικης» λογικής κομμούνα της αστικής Κοπεγχάγης και από την άλλη ένα ξενοδοχείο στο καταπονημένο και φτωχό Σαράγεβο. Και στις δυο περιπτώσεις το μικρό κάδρο, ο μικρόκοσμος όπου εξελίσσεται το προσωπικό δράμα των χαρακτήρων ανάγεται τελικά σε κάτι πιο πλατύ. Σε ολόκληρη την κοινωνία. Το ιδιότυπο κοινόβιο των δέκα ανθρώπων και το ξενοδοχείο με τους ορόφους του είναι μια εικόνα των ονείρων για μια δόση ελευθερίας που διαλύονται και χάνονται στα ρεαλιστικά όρια μιας ταξικά διαρθρωμένης αστικής κοινωνίας. Και τα δυο φιλμ είναι επίκαιρα με τον τρόπο τους, αισθητικά αξιόλογα και ως εκ τούτου αναγκαία να βρούνε τόπο και στο ελληνικό κοινό.

Ο Danis Tanovic με την δική του αλληγορική -μέσα στο ρεαλισμό- απεικόνιση της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας βρίσκει αποκούμπι στον Μαρξ και τον κάνει κυρίαρχο της κινηματογραφικής του γλώσσας. Στη ταράτσα ενός ξενοδοχείου δυο άνθρωποι μαλώνουν για το εθνικό ζήτημα και τη διαμάχη Σέρβων και Βόσνιων. Στα ενδότερα του ξενοδοχείου μια υποδειγματική και συμβιβασμένη υπάλληλος και το αφεντικό στα όρια της χρεοκοπίας προσπαθούν να κρατήσουν ο καθένας τη θέση και την αποστολή του. Στα πλυσταριά ετοιμάζεται απεργία των εργαζομένων και στα υπόγεια κυριαρχεί ο λουμπενισμός και οι μπράβοι του συστήματος. Ε… αυτή τη σύνδεση, εθνικού, ταξικού και προσωπικού σε ένα κοινό τόπο, και έχουμε ανάγκη να τη δούμε και ανάγκη να την κατανοήσουμε και είμαστε ευτυχείς που βρήκε αυτή την υλοποίηση από το σπουδαίο μάτι και μυαλό του Βόσνιου δημιουργού. Όλα συνδεδεμένα και ισορροπημένα με φιλοσοφική ευθύτητα και επιστημονική σαφήνεια, χιούμορ που εμπεριέχεται στη τραγωδία ενός κράτους που κομματιάστηκε στα δόντια του ιμπεριαλισμού –που βρίσκει τον χώρο του και αυτός στην φιλμική πένα του σκηνοθέτη-, κανένας διδακτισμός, βαθιά απέριττος, γρήγορος και σπουδαίος εθνικός κινηματογράφος των Βαλκανίων…που τί σημαίνει; Βαλκάνια είμαστε και εμείς. Μας απεικονίζει λοιπόν, εξαίσια.

Όσον αφορά τον Thomas Vinterberg του Δόγματος 95 και φίλος του άλλου μεγάλου, του Lars Von Trier, τώρα. Η ταινία του δεν έχει τον ριζοσπαστισμό και της ευθύτητα του πρώτου. Ίσως, έχει και μια μικροαστική οπτική. Σίγουρα όμως, έχει την ανάγκη της συνειρμικής ερμηνείας από πλευράς θεατή. Θέλει, δηλαδή, προσπάθεια. Αλλά έτσι και γίνει κατανοητή, τότε έχει ιδέες να μας δώσει.

tanovic

Πολλές φορές στην ιστορία προσπάθησαν οι άνθρωποι να δημιουργήσουν κοινόβια, ώστε να βάλουν επί τάπητος και σε πρακτική εφαρμογή τη θεωρητική αντίληψη της κοινής και ισότιμης συμβίωσης, της κοινοκτημοσύνης, πέρα από τα όρια του ανθρωποφάγου καπιταλιστικού συστήματος. Η ιστορία δεν δικαίωσε καμιά τέτοια προσπάθεια. Γιατί; Γιατί το ειδικό πάντα περιέχει το γενικό. Με απλά λόγια. Κάθε προσπάθεια βουλησιαρχικής δημιουργίας άλλης δομής σε μικρότερα πλαίσια στην ήδη κυρίαρχη, θα μεταφέρει στο DNA της το μικρόβιο της ιεραρχίας, της εξουσίας, της εκμετάλλευσης, της παρακμής. Είναι αδύνατο να χτίσεις παράδεισο μέσα στην κόλαση. Είναι επιβεβαιωμένο ότι απλά πρέπει την καταστρέψεις. Δεν μπορείς να φτιάξεις «κομμούνα» ή «κολλεκτίβα» στο καπιταλισμό. Πρέπει να τον ανατρέψεις. Ο Thomas Vinterberg, με την εξαίσια ρεαλιστική και νοσταλγική του κινηματογραφική γλώσσα, καθώς και τη σπουδαία γνώση στη διαχείριση της υποκριτικής δυναμικής των ηθοποιών και των χαρακτήρω, μας το βάζει αυτό με τρόπο που δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε. Δίχως διδακτισμό ή ηθικές επεξηγήσεις, μας φέρνει μπρος στις προσωπικές μας αυταπάτες. Το κάθε σπίτι, η κάθε συνάθροιση, η κάθε συμβίωση, η κάθε οικογένεια είναι μια μικρή φωτοτυπία της ευρύτερης κοινωνίας. Είναι μια κοινωνική σύμβαση, όπου οι υπογραφές μπαίνουν εύκολα, αλλά, επίσης, εύκολα αυτή η συνθήκη ραγίζει και σπάει. Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του προβληματικές, τις δικές του προσδοκίες, τις δικές ανασφάλειες και ασφάλειες, τα δικά του συμφέροντα. Έχει τον δικό του ατομισμό. Ζήτημα ενστίκτου; Εν μέρει ναι, αλλά κυρίως κοινωνικό. Έτσι μας διαπαιδαγωγεί το σύστημα. Όταν υπάρχουν συμφέροντα, παντού και πάντα, η αλληλεγγύη μένει κενό γράμμα. Πόσο μπορεί, λοιπόν, να κρατηθεί η ανεμελιά και η ευτυχία των ανθρώπων σε κάτι κοινό, όταν ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει ατομικά και για τους δικούς του λόγους; Η ταινία με τον χαρακτηριστικό της ρυθμό δείχνει κάποια ελάχιστα λεπτά ευτυχίας και αμέτρητες στιγμές απόγνωσης, πόνου και ενοχών. Μια επιστροφή στη «μιζέρια του κόσμου» όπως έλεγε και ο Breton. Αυτό δηλαδή που είναι η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι η ταινία δεν θέλει να κρίνει ηθικά τι είναι σωστό ή λάθος, τι λειτουργεί ή τι είναι ουτοπικό. Απλώς, μας δείχνει επαρκώς και με σαφήνεια ότι «το όνειρο έλαβε τέλος…αυτό είναι η ζωή». Κάθε προσπάθεια ελευθερίας και ισότητας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Και φυσικά, σε αυτόν τον ισχυρισμό δεν υπάρχει ίχνος απαισιοδοξίας. Όχι! Και για αυτό όλη η ταινία είναι λουσμένη στο χιούμορ. Απλώς, είναι αναγκαίο προς κάθε νέα προσπάθεια υπέρβασης μιας κατάστασης, να γνωρίζουμε πρώτα πώς αυτή έχει. Σε αυτό τον τομέα η ταινία δημιουργεί τις συνθήκες για να επανέλθουμε σε τούτο το κοινωνικό ζήτημα. Άνθρωπος ον κοινωνικό, μα στο σήμερα κυρίως, ατομικό. Για να το υπερβούμε, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και ο Vinterberg βοηθάει προς αυτή την προσπάθεια. Απλά μιλώντας. Η ταινία μπορεί να λέγεται «Commune», αλλά καλύτερα ερμηνεύεται ως «Society».

Ενώ στην τάση της φετινής κινηματογραφικής χρονιάς -από ό,τι φαίνεται από το σύνολο των ταινιών του Φεστιβάλ- δεν κυριαρχούν οι ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, αυτό δεν εμποδίζει δυο σπουδαίους, βραβευμένους και καταξιωμένους καλλιτέχνες, με διαφορετικές εθνικές, φιλοσοφικές και υπαρξιακές αφετηρίες και παραδόσεις, να δίνουν μαθήματα αισθητικής πληρότητας και κοινωνικής ευστροφίας.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).