Ε. Μπαλιμπάρ, «Κράτος, μάζες, πολιτική» | Εκδόσεις Εκτός γραμμής

Η ανοικτή πρόκληση μιας νέας πρακτικής της πολιτικής.

| 04/03/2015

balibarΕ. Μπαλιμπάρ, «Κράτος, μάζες, πολιτική» | Εκδόσεις Εκτός γραμμής

Γιατί οι εκδόσεις «Εκτός Γραμμής» επιλέγουν να φέρουν στο προσκήνιο τις θεωρητικές και πολιτικές παρεμβάσεις του Ετιέν Μπαλιμπάρ των δεκαετιών του ’70 και του ’80; Μελετώντας τη συλλογή κειμένων με τίτλο «Κράτος, μάζες, πολιτική» καταλαβαίνει  κανείς ότι η έκδοση εγγράφεται στην ευρύτερη απόπειρα αυτού που ο Ρ. Κεσεγιάν ορίζει ως «επανανακάλυψη γαλλικών παραδόσεων που είναι σήμερα περίπου θαμμένες» ∙ μια απόπειρα που δεν είναι αυτοσκοπός αλλά «προϋπόθεση για να ξανασκεφτούμε πολιτικά με στρατηγικούς όρους»[1]. Κι αυτό είναι ακριβώς το επίκεντρο του βιβλίου.  Για να δανειστούμε μια αρετή που ο γάλλος φιλόσοφος αναγνωρίζει στο Μαρξ (σελ. 56), ο Μπαλιμπάρ όταν μιλά γα το μέλλον μιλά επίσης και πριν απ’ όλα για το παρόν και μάλιστα θέτει επί τάπητος τα δύσκολα ζητήματα μιας επαναστατικής πολιτικής του πλέον άμεσου τότε παρόντος.

Είναι γεγονός ότι οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 δεν είναι και οι πλέον ευνοϊκές για ένα τέτοιο εγχείρημα. Όπως σημειώνει ο Τέρι Ίγκλετον με το καυστικό του χιούμορ, είναι η περίοδος που «δεν είναι κάτι ξένο σε οπαδούς πχ. του Μισέλ Φουκώ να γιορτάζουν την αναρχική δύναμη της τρέλας και την ίδια στιγμή να ψηφίζουν Φιλελεύθερους Δημοκράτες»[2]. Αυτό τον κίνδυνο φαίνεται να διαβλέπει ο Μπαλιμπάρ εντοπίζοντας θεωρητικούς όρους και πολιτικές προϋποθέσεις εξόδου από τον κύκλο της πολιτικής αντινομίας του αναρχισμού και του ρεφορμισμού (σελ. 43). Κι αυτή η μέριμνα αποτελεί μια σταθερά γύρω από την οποία «δένουν» οι έξι μελέτες της έκδοσης, από την ανάγνωση του Μανιφέστου και τους ορισμούς του κράτους και της πολιτικής μέχρι τη μορφή – κόμμα και τους όρους της σοσιαλιστικής μετάβασης. Τέλος, το επίμετρο του Π. Σωτήρη βοηθά να ξεπεραστούν δυσκολίες κατανόησης, συνοψίζει τις κεντρικές θεματικές και τις τοποθετεί σε έναν θεωρητικό και πολιτικό ορίζοντα που στο μετέπειτα έργο του Μπαλιμπάρ[i] είναι κυρίως ασυνεχής.

Η έκδοση ξεκινά με ένα κείμενο για την ουσιώδη διόρθωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου» (σελ. 13) και όσα συνεπάγεται θεωρητικά και πρακτικά. Ο Μπαλιμπάρ αναφέρεται στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης με ημερομηνία 24 Ιουνίου 1872, όπου οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν: «Ιδίως η Κομμούνα απέδειξε ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς». Αυτή η διόρθωση που χαράζει μια «απαράκαμπτη διαχωριστική γραμμή» (σελ. 19) και στην οποία αναφέρεται εκτεταμένα και ο Λένιν, θα μελετηθεί ως προς τους ορισμούς του κράτους και του μαρασμού του, τη διάκριση κρατικής εξουσίας/κρατικού μηχανισμού αλλά και ως προς την εμφάνιση μιας νέας πρακτικής της πολιτικής, η οποία επανέρχεται ως προβληματική σε πολλά σημεία του βιβλίου.

Με καρδιά του προβληματισμού την εκρηκτική αντίφαση των συνθηκών ζωής και συνθηκών εργασίας των μισθωτών της βιομηχανίας, ο Μπαλιμπάρ προτάσσει μια άλλη πρακτική της πολιτικής, βάση της οποίας η λέξη πολιτική αλλάζει νόημα (σελ. 115). «Δεν υπάρχει άραγε στο Μαρξ (και στον Λένιν) μια έννοια της πάλης των τάξεων η λειτουργία της οποίας είναι ακριβώς να μετατοπίζει εκ νέου τον «τόπο» της πολιτικής και να δείχνει ότι αν η πολιτική, σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες, δε μπορεί ποτέ να παραβλέπει το κράτος, αν οργανώνεται σε συνάρτηση με την ύπαρξη του, υπέρ ή εναντίον του, αποβλέποντας στην κατάκτηση, στη συντήρηση ή στην καταστροφή του, δεν μπορεί εντούτοις να ανάγεται σε αυτό (σελ. 102);» Με αυτό το ερώτημα κατά νου στοχάζεται την ασυμμετρία αστικής και προλεταριακής πολιτικής. Στο επίκεντρο του συλλογισμού του βρίσκεται μια σχέση οικονομίας-πολιτικής που ξεπερνά νομικές και τεχνικιστικές συλλήψεις της εκμετάλλευσης και της εξουσίας (σελ. 133) και όπου η παραγωγική πρακτική μετασχηματίζεται σε άμεσο πολιτικό καθήκον. Με άξονα τη διείσδυση της πολιτικής πρακτικής στη σφαίρα της «εργασίας», αυτό που λείπει από το μαρξισμό, σύμφωνα με το Μπαλιμπάρ, δεν είναι μια κριτική θεωρία του κράτους ή της πολιτικής αλλά αντίθετα η χρησιμοποίηση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως λόγο που παράγει προσίδια πολιτικά αποτελέσματα (ακόμα και στην πρακτική).

Έχοντας εντοπίσει την καθυστέρηση που σημειώνει το εργατικό κίνημα σε σχέση με τους ίδιους τους μετασχηματισμούς του ιμπεριαλισμού, δεν υπεκφεύγει των δύσκολων ερωτημάτων και δεν επαναπαύεται σε εύκολες απαντήσεις. Για το λόγο αυτό αναμετριέται με τις αυταπάτες απ’ όπου κι αν προέρχονται. Διακρίνει στην «ευρωκομμουνιστική» απόπειρα την αυταπάτη ότι μπορούν να επιλυθούν οι αντιφάσεις της μορφής – κόμμα χωρίς να τεθούν σε βάθος (σελ. 77). Θεωρεί άγονη την αντιπαράθεση μεταξύ «κόμματος διακυβέρνησης» και «κόμματος αντιπολίτευσης» στο βαθμό που και τα δυο μένουν δέσμια της αναπαραγωγής ενός θεμελιωδώς αμετάβλητου συσχετισμού δύναμης και αφήνουν άθικτο το status quo των μορφών κρατικής κυριαρχίας (σελ. 62). Μελετώντας τις ταξικές οργανώσεις έτσι όπως είναι και όχι όπως θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι (σελ. 78) προκρίνει μια λογική παρατεταμένης ρήξης για την «υπέρβαση» των ιστορικών ορίων του επαναστατικού κινήματος (σελ. 81) και αποστρέφεται ό,τι αποκαλεί «άσκηση εξαναγκασμού για να εξορκιστεί η απειλητική εισβολή του πραγματικού» (σελ. 193).

Αυτή η «εισβολή του πραγματικού» είναι, λοιπόν, το δυνατό σημείο της έκδοσης τόσο σε όσα ήδη συνοπτικά αναφέρθηκαν όσο και στις θεματικές που δεν αγγίξαμε (καταμερισμός χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, ιδεολογία, τάξεις, μάζες). Τα εν λόγω κείμενα είναι, επομένως, όντως προϋπόθεση για να ξανασκεφτούμε πολιτικά με στρατηγικούς όρους υπό την έννοια ενός αναστοχασμού για την οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη και την κατάκτηση της εξουσίας ως πρώτη στιγμή μιας πάλης που δεν προκαθορίζει ούτε εγγυάται κατά κανένα τρόπο το τελικό αποτέλεσμα (σελ. 30). Μια από τις όμορφες δυσκολίες του βιβλίου είναι ότι ο φιλόσοφος παίρνει στα σοβαρά τις λέξεις, την αμείλικτη κυριολεξία τους, το μετασχηματισμό των νοημάτων και τα πολιτικά αποτελέσματα που παράγουν.

Παρακολουθώντας τις σημερινές παρεμβάσεις του φιλοσόφου, φαντάζουν τα κείμενα αυτά να συγκροτούν έναν διάλογο του Μπαλιμπάρ με τον εαυτό του. Ξεχωρίζοντας τον αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό τόνο των τοποθετήσεων του και εναντίωση στην κυρίαρχη και δη στη νομική ιδεολογία, την ιδεολογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του κοινωνικού συμβολαίου και του κοινοβουλευτικού καθεστώτος (σελ. 120), αναρωτιέται κανείς πόση σχέση έχουν με τον περιορισμό της αριστερής πολιτικής σε πολιτική δικαιωμάτων κι έναν εμμονικό ευρωπαϊσμό που καταλήγει να φετιχοποιεί τη διάσωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος[3]; Δυστυχώς, ο Μπαλιμπάρ σήμερα, αντί της επαναστατικής πολιτικής και της αλήθειας που, όπως θύμιζε είναι πάντοτε συγκεκριμένη (σελ. 32) φαίνεται να προκρίνει τη δημιουργική ασάφεια (sic) της ισοελευθερίας κι ενός κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού (σελ. 252).

Με αυτές τις τελευταίες παρατηρήσεις, η νέα συλλογή κειμένων των εκδόσεων «Εκτός Γραμμής» αποτελεί μια επίκαιρη πολιτική παρέμβαση πολλαπλά ενδιαφέρουσα και προκλητική καθώς μας φέρνει προ των ευθυνών μας με τη διαρκή υπόμνηση πως οι λύσεις σε ορισμένες δυσκολίες δε μπορούν να επινοηθούν θεωρητικά αλλά πρέπει να παραχθούν πρακτικά (σελ. 33).



[2] T. Eagleton Kettles boil, classes struggle, London Review of Books

[3] https://left.gr/news/o-syriza-kerdizei-hrono-kai-horo. Για μια απάντηση στις τρέχουσες παρεμβάσεις του Μπαλιμπάρ, βλ. http://www.versobooks.com/blogs/1886-a-reply-to-the-sophists-by-stathis-kouvelakis

balibar2

* Θυμίζουμε την εκδήλωση – βιβλιοπαρουσίαση που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 5 Μαρτίου στις 7:30 μ.μ.στο Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη για το «Κράτος, μάζες, πολιτική» από τις  Εκδόσεις Εκτός γραμμής.