Στήλη: Editorial

Η «αποκαθήλωση» του ΔΟΛ

Ο μηντιακός καθρέφτης της κρίσης

| 30/01/2017

Ο Σταύρος Ψυχάρης προανήγγειλε από τη συνήθη στήλη του στο ΒΗΜΑ, στο πιθανότατα τελευταίο φύλλο της εφημερίδας, την αναστολή λειτουργίας των ΜΜΕ του ΔΟΛ σε ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Ποιος στραγγαλίζει τον Τύπο;». Πρόκειται για  μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη, με βάση τα δεδομένα του τελευταίου χρόνου και το κλείσιμο της στρόφιγγας από τις τράπεζες γενικότερα και ειδικότερα προς τα ΜΜΕ. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι παύει να προκαλεί έκπληξη η κατάρρευση του πάλαι ποτέ πανίσχυρου οργανισμού.

Η ερμηνεία της κρίσης του ΔΟΛ σχετίζεται με την κρίση του Τύπου γενικότερα, ωστόσο δεν είναι ουδέτερη ούτε αυτονόητη. Οι αιτίες που αναδεικνύει ή αποσιωπά κανείς, ως προς την κρίση αυτή, σχετίζονται με τη θέση που τηρεί ο ίδιος για το ζήτημα της ενημέρωσης αλλά και για την ελληνική κρίση και τη στάση του αναγνωστικού κοινού.

Aπό αυτή την άποψη, έχει αξία να σταθούμε στις επικρατέστερες ερμηνείες αλλά και στα όσα έγραψε ο ίδιος ο Ψυχάρης. Μέσα από την κριτική αυτών των απόψεων μπορούν να αναδειχθούν κρίσιμα ζητήματα για τα ΜΜΕ αλλά και για όσα τα ίδια αποσιωπούν για την κρίση τους. Πίσω από τον θρήνο για την απώλεια του «παλαιότερου εκδοτικού οργανισμού», υπάρχουν όμως πολλά να ψάξει κανείς.

Ερμηνείες… για να έχουμε να λέμε

Η δημοφιλέστερη ερμηνεία της κρίσης στον ΔΟΛ (όπως και γενικότερα στα κυρίαρχα ΜΜΕ εντός και εκτός Ελλάδας) εστιάζει στην επίδραση του διαδικτύου στην έντυπη ενημέρωση. Ενώ είναι προφανώς σωστή, δεν επαρκεί για να εξηγήσει το σύνολο του φαινομένου Είναι δεδομένο ότι το διαδίκτυο έχει αλλάξει το τοπίο της ενημέρωσης. Έχει μικρύνει ριζικά ο κύκλος ανακύκλωσης των ειδήσεων, οι εφημερίδες φαντάζουν ξεπερασμένες, ενώ το κόστος πρόσβασης στην είδηση στο διαδίκτυο είναι πολύ χαμηλό και ο Τύπος δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί. Με την πληθώρα πηγών ενημέρωσης και άποψης, οδηγήθηκε σε αποτυχία η προσπάθεια των εφημερίδων διεθνώς να καθιερώσουν ηλεκτρονική συνδρομή ή πληρωμή ανά αριθμό άρθρων.

Σε αυτές τις συνθήκες, πολλές εφημερίδες έκλεισαν ή περιόρισαν την κυκλοφορία τους, ενώ άλλες επιβιώνουν, αξιοποιώντας το brand name τους για να αναδειχθούν στο διαδίκτυο. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, τα διαφημιστικά έσοδα από το διαδίκτυο δεν αντισταθμίζουν την απώλεια από τη μείωση των πωλήσεων και τον περιορισμό των εσόδων από διαφήμιση στην έντυπη έκδοση. Παράλληλα, τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αποτελούν έναν από τα πιο «κραυγαλέα«» πλήγματα της κρίσης, όχι απλώς με μείωση μισθών και εισοδημάτων, αλλά με πλήρη κατάρρευση των όρων εργασίας, με αλλεπάλληλα κύματα απολύσεων και περικοπών, με υιοθέτηση, εκ των πρώτων, συνθηκών αδιανόητης «γαλέρας».  Και όλα αυτά ξεκίνησαν προ μνημονίων στα ΜΜΕ. Κατ’ επέκταση έχει υποβαθμιστεί και το περιεχόμενο και το εύρος της ενημέρωσης.

ΔΟΛ

Όλα αυτά είναι γνωστά, όμως δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την κατάρρευση του μεγαλύτερου συγκροτήματος τύπου, προς κρίσης, στη χώρα. Μια ερμηνεία που στηρίζεται αποκλειστικά στις επιπτώσεις του ίντερνετ στις εφημερίδες λέει μόνο τη μισή αλήθεια και αποκρύπτει τη συγκεκριμένη πραγματικότητα της μνημονιακής Ελλάδας και των ΜΜΕ της.

Μακριά από την πραγματικότητα, είναι και η άποψη που λέει ότι ο ΔΟΛ δεν «εκσυγχρονίστηκε» έγκαιρα. Στην πραγματικότητα, το in.gr ήταν ένα από τα πρώτα ενημερωτικά σάιτ του ελληνικού διαδικτύου σε εποχές που κανένας από τους ανταγωνιστές του δεν είχε κάνει ούτε το πρώτο βήμα στη νέα εποχή. Το δε Βήμα ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που πειραματίστηκε με το (τελικά αποτυχημένο) μοντέλο των διαδικτυακών συνδρομών και του περιεχομένου αποκλειστικά για το διαδίκτυο (web only). Επίσης, Τα Νέα είναι από τις πρώτες εφημερίδες που ξεκίνησαν να «ανεβάζουν» ολόκληρη την έντυπη έκδοση στο διαδίκτυο, ενώ, μέχρι και σήμερα, διατηρούν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο προσβάσιμα ηλεκτρονικά αρχεία. Τίποτα από αυτά δεν ήταν τυχαίο. Ο ΔΟΛ ήταν συγκρότημα πρώτης γραμμής, οι εκδόσεις του καταλάμβαναν (προ κρίσης) τις πρώτες θέσεις σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες πωλήσεων (απογευματινές – σαββατιάτικες – κυριακάτικες) και ήταν δεδομένο ότι «ψαχνόταν» σε όλα τα πεδία. Δεν υστέρησε στην είσοδο στο διαδίκτυο και, στην πραγματικότητα, άνοιξε το δρόμο για τους υπόλοιπους.

Από την άλλη, το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ο ΔΟΛ «χτυπήθηκε από τις τράπεζες» είναι αυτό που σίγουρα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Αυτό είναι το κεντρικό επιχείρημα του Ψυχάρη, ιδιοκτήτη του ΔΟΛ, στο προαναφερόμενο άρθρο στο Βήμα της Κυριακής. Ο Στ. Ψυχάρης κάνει λόγο  για «φίμωση» των ιστορικών εφημερίδων από τις τράπεζες που ενέταξαν τον οργανισμό σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης, στερώντας του κάθε τρόπο χρηματοδότησης. Για να αποδεχθεί κανείς αυτό το σκεπτικό, πρέπει να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ώστε να παραβλέψει το τι έγινε τα χρόνια της κρίσης, στη διάρκεια των οποίων οι τράπεζες χρηματοδότησαν με υπέρογκα ποσά όλα τα ΜΜΕ, παρεμβαίνοντας κάθε οικονομική λογική.

Το πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδας, που δημοσιοποιήθηκε στα πλαίσια της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για τον δανεισμό των ΜΜΕ, αποδεικνύει ότι είχε παραβιαστεί πολλαπλά το όριο δανεισμού των ΜΜΕ.

Ειδικά στην περίπτωση του ΔΟΛ, ο οποίος έπαιρνε δάνεια από τις 4 συστημικές τράπεζες ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς). Οι εκτιμήσεις που κατέθεσε το 2009  διαψεύστηκαν, αλλά οι τράπεζες δεν πτοήθηκαν. Συνέχιζε να παίρνει νέα δάνεια ή να επιμηκύνονται τα προηγούμενα μέχρι και το 2015.  Ενδεικτικά: Παρόλο που οι εκτιμήσεις διαψεύδονταν διαρκώς, το 2010 παρατάθηκε για 27 μήνες δάνειο που είχε δοθεί το 2009, χωρίς να έχει πληρωθεί ούτε ένα ευρώ. Οι καλύψεις του ΔΟΛ είχαν εκτιμηθεί στα 61 εκατομμύρια το 2009 και 10 μήνες αργότερα επανεκτιμήθηκαν στα 24 εκατομμύρια. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τη χορήγηση νέων δανείων. Αν και όλα έδειχναν ότι βαίνει προς κατάρρευση, το 2013 εγκρίθηκε νέο μεγάλο δάνειο, ύψους 98 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 82 αφορούσαν κάλυψη προηγούμενου δανείου. Ο ΔΟΛ δανειζόταν για να καλύπτει προηγούμενα δάνεια, ενώ το έλλειμμα του αυξάνονταν διαρκώς και ήταν εμφανές σε όλους ότι δεν μπορούσε να ανακάμψει και να το περιορίσει.

Είναι προφανές ότι οι τράπεζες δεν υπέπεσαν στο ίδιο λάθος επί 6 χρόνια, όπως ισχυρίσθηκε ο εκπρόσωπος της Alpha Bank στην εξεταστική της Βουλής. Τα δάνεια χορηγήθηκαν με πολιτικά κίνητρα για τόσα χρόνια, αποβλέποντας στην υποστήριξη εκ μέρους του ΔΟΛ στις μνημονιακές πολιτικές, οι οποίες εγγυούνταν τη διαρκή στήριξη των τραπεζών με χρήμα από το δημόσιο προϋπολογισμό και τα δάνεια της τρόικας. Κοινώς υπήρχε ένα «πάρε δώσε», επωφελές εκατέρωθεν. Και η αλήθεια είναι ότι ο ΔΟΛ έκανε τη δουλειά του. Για μια σειρά από λόγους, μερικοί από τους οποίους ακολουθούν, έπαψε η δουλειά αυτή να έχει την αποτελεσματικότητα που είχε, παλιότερα, ως προς την άσκηση επιρροής «στις μάζες».

Με την κοινωνία απέναντι

Τα αίτια της αποτυχίας του ΔΟΛ, όπως και του Mega, (και μιας σειράς άλλων ΜΜΕ) είναι πολιτικά. Ταυτίστηκαν εξόφθαλμα με τις μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας των περικοπών και υπερασπίστηκαν με λύσσα  από το 2010 και μετά, την λογική της συνενοχής του συνόλου της κοινωνίας στην εκτόξευση του χρέους. Όπως και άλλα ΜΜΕ, αρχής γενομένης από τους λεγόμενους «μεγαλοδημοσιογράφους», άλλοι κλάδοι εργαζομένων λοιδορήθηκαν, αγωνιστικές κινητοποιήσεις αμαυρώθηκαν ή υποσκάφθηκαν, τρομοκρατικό κλίμα καλλιεργήθηκε, παραπληροφόρηση κυριάρχησε, καμία αλληλεγγύη δεν φάνηκε να επιδεικνύεται προς τους άλλους εργαζόμενους. Η κοινωνία κατέρρεε και ο ΔΟΛ της «κουνούσε το δάχτυλο» γιατί «μαζί τα έφαγε» και για το γιατί «αντιδρά που ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της» και γιατί δεν καταλαβαίνει πόσο «πολύ θέλουν να μας βοηθήσουν οι δανειστές». 

vima-vasiliades

Ταυτόχρονα, ο ΔΟΛ παρείχε, από φάση σε φάση, πολιτική στήριξη στους πιο χρεοκοπημένους εκφραστές αυτής της πολιτικής, προωθώντας επίμονα της ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς και του ΠΑΣΟΚ ως διέξοδο για τη χώρα. Σε μία περίοδο που τα ίδια τα κόμματα αυτά προσπαθούσαν να γεμίσουν μία αίθουσα, ο ΔΟΛ στοιχήθηκε πίσω από την ΕΛΙΑ και, στη συνέχεια, πίσω από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, προβάλλοντας τα πλέον αναξιόπιστα πολιτικά πρόσωπα, πρόσωπα που ταυτίστηκαν με την πορεία προς το γκρεμό της χώρας, όπως το Σημίτη και τη Διαμαντοπούλου, ως εκφραστές του «νέου».

Ο ΔΟΛ, όπως και όλα τα συστημικά μεγάλα ΜΜΕ της χώρας, στο δημοψήφισμα, σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, στήριξε το ΝΑΙ ενάντια στη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων αυτής της χώρας, κινδυνολόγησε, απέκλεισε κάθε διαφορετική φωνή περιορίζοντας τον πλουραλισμό που τόσο θυμούνται μόνο επετειακά και όποτε τους συμφέρει τα ιδιωτικά ΜΜΕ και το έκανε ακόμη και στους «δικούς του δημοσιογράφους», με αποτέλεσμα να είναι αμφίβολο αν μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα δύο χεριών οι δημοσιογράφοι σε Βήμα και Νέα που δεν ακολούθησαν την  κεντρική «γραμμή» της εφημερίδας.

Πολύ νωρίτερα, δε, στο εσωτερικό του ΔΟΛ είχαν εφαρμοστεί με συνέπεια οι μνημονιακές πολιτικές, με διαρκείς περικοπές και απολύσεις, ακατάπαυστα ψέματα περί «θυσίας με μειώσεις μισθών και απολύσεων προκειμένου να σωθούν οι υπόλοιποι» κλπ, οι οποίες υποβάθμισαν το περιεχόμενο των εντύπων. Φυσικά, τα μεγάλα ονόματα συνέχισαν να αμείβονται με παχυλούς μισθούς και να υπηρετούν σωστά τα αφεντικά τους εντός εφημερίδας αλλά και στην αστική τάξη της χώρας.

Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να στηρίξει τον ΔΟΛ; Οι αναγνώστες – ακροατές, οι οποίοι λοιδορήθηκαν και εξευτελίστηκαν επί μακρόν και με τον χυδαιότερο τρόπο ως προς την υποτίμηση της αξιοπρέπειας και της νοημοσύνης τους με αποτέλεσμα η αναγνωσιμότητα και η κυκλοφορία των μέσων του Οργανισμού να μειώνεται διαρκώς τα τελευταία 7 χρόνια; Ή οι τράπεζες που πλέον δεν είχαν κανένα λόγο να κάνουν τα «στραβά μάτια» στα απλήρωτα χρέη, αφού το εύρος επιρροής του ΔΟΛ συρρικνωνόταν; Το «πάρε – δώσε» έγινε μόνο «δώσε» προς τον ΔΟΛ και αυτό δεν συμφέρει την άλλη πλευρά που προτίμησε, απλώς, να «στρέψει τα στραβά της μάτια» σε άλλα ΜΜΕ, που φαίνεται να μπορούν να φέρουν αποτελεσματικότερα σε πέρας την… δουλειά τους.

Η …«μοναξιά» των εργαζομένων

Φυσικά, οι  πάνω από 500 εργαζόμενοι, που πλέον είναι απλήρωτοι πλέον των έξι μηνών, είναι οι πραγματικά χαμένοι. Οι δικές τους δυσκολίες φαίνεται να απουσιάζουν ή να υποβαθμίζονται στη δημοσιογραφική παρουσίαση του κλεισίματος του ΔΟΛ. Στο άρθρο του …εκδότη Στ. Ψυχάρη υπάρχει μία αναφορά στους εργαζόμενους,  κατηγορώντας τις τράπεζες για την κατάστασή τους, και νίπτοντας τας χείρας ως εκδότης.

Και έχουν κάθε λόγο, όπως και τόσοι άλλοι συνάδελφοί τους στο παρελθόν για την τύχη των οποίων ουδέποτε έγινε πολύ μεγάλος ντόρος, να νιώθουν μόνοι και προδομένοι. Κυρίως οι δημοσιογράφοι. Αρνούμενοι, επί χρόνια όπως σημαντικός αριθμός δημοσιογράφων, να εντάξουν εαυτούς στο ίδιο «καζάνι» με τους άλλους εργαζομένους, θεωρώντας ότι είναι «κάτι διαφορετικό», τώρα βρίσκονται μακριά από όλους αυτούς που έβαλαν απέναντι με τη στάση τους, την νοοτροπία τους και το περιεχόμενο της δουλειάς τους εδώ και χρόνια. Συνειδητά ή ασυνείδητα. Άμεσα ή έμμεσα. Και ακόμη και χωρίς παχυλούς μισθούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σωστό ή ότι το επικροτούμε, είναι, όμως, κάτι αντικειμενικό και φάνηκε καταρχήν  στην περίπτωση του Mega.

Η κατάσταση για τον ΔΟΛ, όπως και για όλον  τον χώρο των ΜΜΕ,  επιδεινώνεται καθώς οι διαφορετικοί συνδικαλιστικοί φορείς που καλύπτουν την πληθώρα δημοσιογράφων, τεχνικών και άλλων εργαζομένων επιδεικνύουν αν όχι αδιαφορία εδώ και μήνες, σίγουρα αδυναμία να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις καλώντας, στην καλύτερη περίπτωση, σε προσχηματική στήριξη των απεργιών, χωρίς πραγματικό σχέδιο οργάνωσης του αγώνα. Επί χρόνια οι πλειοψηφίες των ηγεσιών των συνδικαλιστικών οργάνων, κυρίως, των δημοσιογράφων καλλιέργησαν νοοτροπία διαβουλεύσεων και βεβαιότητας ότι με «πάρε δώσε» στο επίπεδο της διαχείρισης της είδησης ή ακόμη και της στυγνής προπαγάνδας, εγκαταλείποντας το ρόλο ακριβώς του ελέγχου της εξουσίας, θα διασωθούν, ως αντάλλαγμα, οι ασφαλιστικές και μισθολογικές κατακτήσεις του κλάδου ενώ όλη η υπόλοιπη κοινωνία θα βυθίζεται. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι σημαίνοντα στελέχη της συνδικαλιστικής ηγεσίας του κλάδου, το 2015, απέναντι στο βροντερό ΟΧΙ του λαού, έλεγε ένα υποταγμένο ΝΑΙ ή περίπου ΝΑΙ.

κινητοποίηση 2013

Είναι οι συνδικαλιστικές εκείνες πλειοψηφίες που αρνούνται πεισματικά με διάφορα προσχήματα να ανοίξουν τα δημοσιογραφικά σωματεία για να ενταχθούν στους κόλπους τους όλοι οι σύγχρονοι σκλάβοι των διαδικτυακών μέσων που βρίσκονται πρακτικά – και όχι τυπικά- έρμαιο του κάθε αφεντικού προκειμένου και αυτοί να καλύπτονται και να ενισχυθούν τα σωματεία. Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες, όσον αφορά στους δημοσιογράφους, που συνεχίζουν να θεωρούν απολύτως φυσιολογικό αφεντικά και εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι – εκδότες και δημοσιογράφοι να είναι στο ίδιο σωματείο.

Είναι οι ίδιες πλειοψηφίες που σήμερα κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει πραγματικά απεργία δημοσιογράφων χωρίς να «κατέβουν» και τα διαδικτυακά ΜΜΕ, χωρίς να συντονιστούν όλοι οι συναφείς κλάδοι σε έναν κοινό αγώνα, χωρίς αυτός ο αγώνας να εναρμονιστεί και με την υπόλοιπη κοινωνία, γιατί πολύ απλά οι δημοσιογράφοι είναι εργαζόμενοι όπως όλοι οι άλλοι. Τώρα που η χρυσόσκονη της κάμερας έχει για τα καλά κατακαθίσει, αναδεικνύεται περισσότερο από ποτέ η έλλειψη συντονισμού και η ανάγκη ενωτικών διεκδικήσεων του κατακερματισμένου κλάδου, στο πλευρό και της υπόλοιπης κοινωνίας, με ηγεσίες που δεν θα είναι το μακρύ χέρι των εργοδοτών και δεν εξαντλούν την «αγωνιστική τους διάθεση» σε ανακοινώσεις και ραντεβού με κυβερνητικούς και κομματικούς παράγοντες.

Η κατάρρευση του ΔΟΛ αναδεικνύει την κατάσταση limbo στην οποία βρίσκονται τα μεγάλα ΜΜΕ στη χώρα. Η παλιά διαπλοκή βρίσκεται σε βαθιά κρίση και η νέα διαπλοκή, τύπου ΣΥΡΙΖΑ, τα έχει βρει σκούρα, είτε επειδή ηττάται, προς το παρόν τουλάχιστον, στην κόντρα με τους προηγούμενους (όπως συνέβη με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών στο ΣτΕ), είτε επειδή οι επιχειρηματίες που πρωτοστατούν είναι πολύ αδύναμοι για να παρέμβουν ακόμα και στο χρεωκοπημένο, σημερινό μιντιακό σκηνικό (περίπτωση Καλογρίτσα).

Όσο περισσότερο βαθαίνει η κρίση αυτή, τόσο περισσότερο χάνεται η δημοσιογραφία και μαζί της οι δημοσιογράφοι.  Όχι η δημοσιογραφία του «πάρε δώσε». Όχι η «αντικειμενική» δημοσιογραφία. Γιατί τέτοια δεν υπάρχει. Αλλά δημοσιογραφία από εργαζόμενους για εργαζόμενους, για την πλειοψηφία της κοινωνίας και όχι για τους κρατούντες. Και εκείνοι οι άγνωστοι δημοσιογράφοι, που τόσα χρόνια εργάζονταν όπως όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι, και ήταν και είναι οι πρώτοι που βρέθηκαν στο δρόμο χωρίς «συναλλαγές» και εναλλακτικές λύσεις. Εκτός από ορισμένα δυσάρεστα παραδείγματα, η κρίση ανέδειξε ΜΜΕ αυτοδιαχειριζόμενα που έδειξαν ότι μπορούν να πετύχουν παρά τις δυσκολίες, όπως ήταν η περίπτωση της ΕΡΤ3. Το στοίχημα όμως είναι μεγάλο, δύσκολο και παραμένει «ανοιχτό».