Η ελεημοσύνη ως ενοχική, ταξική συνείδηση

| 16/08/2017

[br]

Γράφει ο αναγνώστης μας Μάκης Γεφυρόπουλος

«Είμαι στο τρένο. Ακολουθώ την διαδρομή Πειραιάς- Κηφισιά, θέλοντας να φτάσω στο Μοναστηράκι, να πάρω επιτέλους το μετρό για να φτάσω στη δουλειά μου. Νεύρα, έχω αργήσει και ανησυχώ για την επικείμενη κατσάδα του αφεντικού. Το βαγόνι είναι φίσκα, με άνδρες, γυναίκες, παιδιά κάθε ηλικίας.

Μία αμυδρή μπόχα ιδρωτίλας και ποδαρίλας κατακλύζει την ατμόσφαιρα. Πολλοί παραπονιούνται, τα ψέλνουν ο ένας στον άλλο σαν να θέλουν να δώσουν υπόσταση σε ό,τι τους πνίγει μέσα τους. Άλλοι μιλούν για τους ξένους που έχουν γεμίσει τη χώρα, οι οποίοι δεν πλένονται και ‘’βρωμίζουν’’ τον περήφανο πολιτισμό μας. Κάποιοι άλλοι κατηγορούν νεαρούς με μούσια για ασέβεια. Κάπου-κάπου πετάγεται ένας ηλικιωμένος και φέρνει στο ιερό τραπέζι της αμαξοστοιχίας, το γεγονός ότι στη Χούντα κανείς δεν θα τολμούσε να μην πλένεται. Τον επικροτούν κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, εκείνοι που έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι της καταστολής.

Στρέφω το κεφάλι μου μακριά. Δεν περνάει η ώρα, όχι μόνο θα αργήσω, αλλά κάθομαι και ακούω κάθε λογής μαλακία. Ένα παιδί μού χαμογελάει σαν να καταλάβαινε. Του αντιγύρισα το χαμόγελο, νιώθοντας πίκρα για το τι άκουγαν τα αυτιά του μικρού. Το μίσος μολύνει, μα ευτυχώς το αγοράκι δεν δίνει σημασία, παίζει με το παιχνίδι του. Τις σκέψεις μου τις διακόπτει μία  ταλαιπωρημένη, ανδρική φωνή.

-Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, την προσοχή και λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας, σας ζητάω. Είμαι άνεργος πατέρας τριών παιδιών, δε ζητώ ελεημοσύνη, μονάχα τη βοήθειά σας. Πουλάω μερικά χαρτομάντιλα για να ζήσω την οικογένειά μου. Δείξτε την ανοχή σας για έναν άνθρωπο σαν και εσάς, που οι συγκυρίες τον έφεραν στο διάβα σας. Σας ευχαριστώ και συγνώμη για την ενόχληση.

Ακούω δίπλα μου μουρμουρητά αγανάκτησης, μαριναρισμένα με κακεντρέχεια και πικρόχολα σχόλια. Ο ‘’πάνσοφος’’ ηλικιωμένος καταλήγει μεμιάς στο συμπέρασμα, ότι είναι απατεώνας. Ένας ανεπρόκοπος ρέμπελος που κλέβει τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρει τι έχει. Μια γυναίκα συγκατανεύει, ρίχνοντας στο πεδίο της μάχης τη φήμη ότι φίλος γνωστός γνωστού την είχε πληροφορήσει για έναν τύπο στη γειτονιά της που θησαύριζε από το επάγγελμα του επαίτη. Στηνόταν στις λαϊκές και συγκέντρωνε όλο το ‘’μαρούλι’’ των ανυποψίαστων, ενώ στην πραγματικότητα κυκλοφορούσε με μερσεντές.

Τι μαθαίνει κανείς; ‘’Συγκλονίστηκα’’ από τη γνώση της ύπαρξης του κλάδου των ρακένδυτων επιχειρηματιών. Ο άνδρας με τα χαρτομάντιλα πέρασε από δίπλα μου. Παρά την εμφανή κόπωση της όψης του και τις πληγές που του είχε χαράξει η ζωή, ήταν ευθυτενής, κοτσονάτος. Φαινόταν να έχουν δει πολλά τα μάτια του και κυρίως την ασχήμια του κόσμου μας. Μου προκάλεσε εντύπωση το άρωμα που ανέδιδε το σώμα του. Ευχάριστο, απέπνεε ευγένεια. Έκανα λίγο πιο κει, για να περάσει και έπεσα πάνω στον παραπονιάρη γέρο. Η μπόχα προερχόταν από τις μασχάλες του, το σώμα του ανέβλυζε τη σαπίλα χρόνων. Μάλλον δεν γνώριζε ότι το μπάνιο πέρα από το σώμα εξαγνίζει και τη ψυχή από κάθε είδους ακαθαρσία.

Μερικοί έδωσαν στον άνδρα τον οβολό τους. Εκείνος τους ευχαρίστησε  με ένα πηγαίο αυθεντικό, κατευθείαν από την καρδιά του χαμόγελο. Φτάσαμε στο Μοναστηράκι, κατέβηκα μαζί με τον άνδρα. Κοντοστάθηκα λίγο, διστάζοντας να του μιλήσω. Και τι να του έλεγα; Ίσως την επόμενη φορά. Καθώς έφευγα, ένας σεκιουριτάς τον σταμάτησε. Με αγένεια του φώναζε ότι η επαιτεία απαγορεύεται. Τον τράβηξε μαζί του για τον παραδώσει στις Αρχές. Ο γέρος από κοντά να επαναλαμβάνει ότι είναι απατεώνας. Παραμιλούσε, πίστεψε ότι μέσω μίας χρονοκάψουλας, μεταφέρθηκε ξαφνικά και πάλι στα χρόνια του Παπαδόπουλου και της αστυνομοκρατίας των Συνταγματαρχών….»

Στην Ελλάδα της κοινωνικοπολιτικής σήψης και της οικονομικής παρακμής, έχουν εμβολιάσει σημαντικό τμήμα της κοινωνίας με μπόλικες δόσεις απανθρωπιάς, απροκάλυπτης ή καμουφλαρισμένης. Η σκληρότητα στις καρδιές κάνει την εμφάνισή της σε όλες τις εκφάνσεις  της ζωής, γεμίζοντας τους περισσότερους με στεναχώρια, ευφραίνοντας όμως την ψυχή των συντηρητικών που έχουν οχυρώσει ολόκληρη την ύπαρξή  τους στο εγωιστικό τους  φρούριο και τους ακραίους να χαίρονται ως άλλοι λύκοι στην αναμπουμπούλα εξαιτίας του γόνιμου για κυνήγι αποδιοπομπαίων τράγων,  πεδίου δράσης που εκτείνεται μπροστά τους.

Οι λεμφατικοί ιστοί που κρατούν τη συνοχή της πραγματικότητάς μας, μας έχουν διαβρώσει τη σκέψη γεμίζοντάς την με καχυποψία. Καχυποψία που στρέφεται σε ανθρώπους σε χειρότερη κατάσταση από εμάς. Εχθρικές ματιές προς αλλοεθνείς οικογενειάρχες, σε αλκοολικούς, σε ανένταχτους νεαρούς, μίσος σε όσους αναζητούν μία χείρα βοηθείας. Ένα χέρι που για ορισμένους κρίνεται ως μιασματικό καθώς είναι μαυριδερό και για αυτό κάνουν ό,τι μπορούν για να το πετσοκόψουν από τη ρίζα.

 

Η ελεημοσύνη συναντάται στις τάξεις των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων και υποδηλώνει οίκτο και όχι αγάπη. Προσφέρουμε το κατιτίς μας επειδή στο πρόσωπο του ρακένδυτου άνδρα καθρεφτίζεται το δικό μας. Τρέμουμε στην πιθανότητα να βρεθούμε στη θέση να πουλάμε αναπτήρες και υγρομάντιλα για να εξασφαλίσουμε έστω και μία τυρόπιτα.

Εκεί που ήσουν ήμουν και εδώ που είμαι , ίσως έρθεις και εσύ, αλυσοδεμένος από τα τραπεζικά ή άλλα δανειακά βάρη που σέρνεις μία ζωή. Δίνουμε τα ψιλά μας γιατί μας τσιμπάνε οι ενοχές, γιατί εμείς σταθήκαμε πιότερο ‘’τυχεροί’’ σε αυτό τον ντουνιά, η μοίρα μας χαμογέλασε, σκεπάζοντάς μας με την θαλπωρή της, αφήνοντας τους εξαθλιωμένους παρίες έξω από τα σκεπάσματα να πεθάνουν από το ψύχος της αδιαφορίας.

Άγνωστο γιατί, ίσως επειδή γεννήθηκαν με ανάδρομο τυφλό άστρο. Επομένως συμπονούμε γιατί μισούμε. Μισούμε τους πιο αδύναμους καθώς με αυτό τον ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας, θωρακίζουμε τα τείχη που μας προστατεύουν από την αυτολύπηση και τη μίζερη κατακρήμνιση του εαυτού μας. Νιώθουμε έμμεσα ισχυρότεροι, άρα η αυτοπεποίθησή μας δεν κλονίζεται. Μονάχα τα βράδια παρέα με την ψυχή μας, νιώθουμε την πίστη μας να εξατμίζεται από τη σκέψη της ανθρώπινης δυστυχίας που πηγάζει εξαιτίας του καπιταλιστικού  τρόπου  οργάνωσης της κοινωνίας.

αλληλεγγυη

Όμως τι συμβαίνει στα ψηλότερα πατώματα της οικονομικής ιεραρχίας; Είναι πραγματικά φιλεύσπλαχνοι αυτοί οι ‘’άγγελοι του ελέους’’ ή μήπως πίσω από την απαστράπτουσα πρόσοψη, κρύβεται ένα σκοτεινό, μουχλιασμένο και γκρεμοτσακισμένο οικοδόμημα; Για τους πλουσίους η ελεημοσύνη μετατρέπεται σε φιλανθρωπία. Η φιλανθρωπία είναι πιο σικάτη και αρμόζει καταλληλότερα στα πιο ‘’ακριβά’’ αρώματα του κόσμου μας, συγκριτικά με την μπανάλ κολόνια των υπόλοιπων κοινών θνητών.

Παρατηρούμε καθημερινά μέσα από τη δράση των ιδιωτικών ευαγών ιδρυμάτων, ότι οι ‘’φίλοι των ανθρώπων’’ δρουν έχοντας στο μυαλό τους τον εαυτό τους και μόνο. Δωρεές σημαντικών χρηματικών ποσών μέσα από γκαλά οικονομικής ‘’αγάπης’’, ίδρυση νοσοκομείων και πολιτιστικών οικοδομημάτων ευρείας κοινωνικής απήχησης.

Όμως κάτι βρωμάει, κάτι που είναι απωθητικό και έντονα ενοχικό. Η δυσωδία πηγάζει από την επιτηδευμένη και στρατηγική ενοχική πολιτική των ανθρώπων της ανώτερης, ως προς το πορτοφόλι, τάξης. Το καπιταλιστικό σύστημα κυοφορεί τη φτώχεια στα σπλάχνα του, όπου οι πολλοί είναι οι νηστικοί που περιπλανώνται ως κάτισχνα φαντάσματα, γυρεύοντας τα αποφάγια των λίγων χορτάτων. Η φιλανθρωπία σε αυτά τα πλαίσια χάνει τα πολύτιμα στοιχεία της καλόβουλης και αυθόρμητης ανθρωπιάς και μετατρέπεται σε μία εν είδει ελεημοσύνη.

Όντας πλούσιος, δίνεις τα ψίχουλα της τσέπης σου στους κάθε λογής απόκληρους και διασφαλίζεις μία κοινωνική ηρεμία, μακριά από επιζήμιες αναταραχές και, ο Θεός να φυλάει, από επαναστατικές ανατροπές του θεάρεστου status quo. Παράλληλα η ενασχόληση με τα κοινά των σενιαρισμένων κυριών, καταπραϋνει  τις αϋπνίες, οι οποίες δεν προέρχονται από κρίση συνείδησης, αλλά από τρόμο διατήρησης των κεκτημένων.

Μα όπως και αν έχει, είτε είσαι μεγιστάνας είτε μεροκαματιάρης, σίγουρα δεν βρίσκεσαι στη θέση των ολότελα εξαθλιωμένων συμπολιτών σου. Και τι λένε εκείνοι, οι πρωταγωνιστές -της μέσα στην αφάνεια ζωής τους-, για όλα αυτά;

Τίποτα, αφού δεν τους πέφτει λόγος επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτούς και τα συναισθήματά τους. Γιατί –για όσους δεν το ξέρουν ακόμη – είναι άνθρωποι και δυστυχώς για τους ίδιους φέρουν μέσα τους τις συνειδησιακές ιδιότητες της φύσης τους. Κανένας από τους περιπλανώμενους κιθαρίστες, τους πλανόδιους πωλητές μολυβιών και σπιρτόκουτων, δεν ζήτησε να πεταχτεί ως μία χρησιμοποιημένη γόπα στο πεζοδρόμιο της αποξένωσης και του κοινωνικού στιγματισμού.

Αν φανταστούμε τον εαυτό μας στην θέση τους, εύκολα νιώθουμε την απέχθεια και την απογοήτευσή τους απέναντι στην κύρια καλοβολεμένη μάζα του περιβάλλοντός τους. Εύλογα θα κατακλυζόμασταν με μίσος μπροστά στη θέα των φορτωμένων με πολύτιμα πετράδια κοσμημάτων  που διακοσμούν  τα χέρια των καλοζωισμένων κυριών, όταν αυτές τα απλώνουν με το ζόρι πετώντας μας κάποιο κοκαλάκι να ξερογλείψουμε, ώστε να ‘’λησμονήσουμε’’ την επιβεβλημένη δυστυχία μας, για να τις αφήσουμε στην ησυχία τους  να κάνουν τις κρουαζιέρες τους μαζί με τους Μίδες συζύγους τους..

Κανένας από εμάς δεν είναι Κροίσος για να αναλάβει εξολοκλήρου την βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ταλαίπωρων ανθρώπων που συναντάμε στη καθημερινότητά μας. Ούτε οι ίδιοι μας το ζητούν άλλωστε. Μερικές φορές η αξιοπρέπεια ηρεμεί τα γουργουρητά του στομαχιού.

Όμως την επόμενη φορά που θα τους συναντήσουμε, εκτός από το περίσσευμά μας μπορούμε να τους μιλήσουμε, να μάθουμε για αυτούς, να ενδιαφερθούμε για τη ζωή και τα προβλήματά τους. Να τους ενθαρρύνουμε με τη ζεστασιά του λόγου μας, μα κυρίως από την έμπρακτη υποστηρικτική μας δράση. Ίσως χαμογελάσουν, να νιώσουν ότι φεύγει από πάνω τους λίγο από το βάρος της μοναξιάς. Δεν είναι ολομόναχοι, η επιβίωση είναι ένας κοινός αγώνας όλων μας.

Ας καταργήσουμε από τη σκέψη και την καρδιά την ελεημοσύνη του οίκτου και την φιλανθρωπία της ενοχής , αντικαθιστώντας τες με τον ανθρωπισμό της αλληλεγγύης. Συνοδοιπόροι μαζί στο επίμοχθο ταξίδι της ζωής, θα αποδείξουμε ότι οποιαδήποτε δυσκολία μπορεί να ξεπεραστεί με τη συντροφικότητα.

Και έτσι θα έρθει η αλλαγή…