Η οργή μας δεν μπορεί να είναι μόνο για τον Αλέξη

Είναι για τη ζωή μας

| 31/07/2019

Σήκωσε το χέρι του. Σημάδεψε. Πυροβόλησε. Και ένα 15χρονο αγόρι έπεσε νεκρό. Απομακρύνθηκε ήρεμα. Χωρίς να τρέχει. Έκλεισε τον ασύρματο. Και ο συνάδελφός του το ίδιο. «Χάθηκαν» από προσώπου γης. Για κάποια ώρα. Σκέφτηκαν και πάλι ήρεμα τι θα κάνουν. Και εμφανίστηκαν όταν πια η Αθήνα καιγόταν. Όταν πια τα πρώτα βίντεο άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Γιατί το 2008 δεν υπήρχαν τα social media όπως σήμερα τα γνωρίζουμε.

Τα όσα ακολούθησαν, το τί εξέφρασαν, το τι σημαδότησαν έχουν απασχολήσει συζητήσεις πολλές και έχουν καλύψει ακόμη περισσότερες λευκές σελίδες. Κατά ορισμένους έχουν στιγματίσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και πιθανότατα αντιφατικό, γεγονότα που ακολούθησαν όλα τα επόμενα ταραγμένα καταστροφικά χρόνια που ζει τούτη η κοινωνία. Μέχρι και σήμερα.

Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος έπεσε νεκρός στις 6 Δεκεμβρίου 2008. Η δολοφονία του από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα έγινε η σπίθα που σφράγισε μια μεγάλη περίοδο και μια ολόκληρη γενιά. Όπως νωρίτερα είχε γίνει η δολοφονία Τεμπονέρα που σφράγισε μια ακόμη γενιά. Όπως ακόμη πιο πριν η δολοφονία Καλτεζά. Και ακόμη νωρίτερα ο Κουμής και η Κανελλοπούλου και ο κατάλογος, αν πάμε πιο παλιά, τείνει να γίνει ατελείωτος και αφορά χιλιάδες. Τα απλά αυτά ονόματα που αραδιάζονται στη γραμμή ήταν άνθρωποι. Ήταν νέοι άνθρωποι που απλώς βρέθηκαν απέναντι σε εκπροσώπους της λεγόμενης «τήρησης της τάξης». Αυτή η φράση είναι ακριβώς αυτό που λέει. Και υπάρχει συνέχεια, πολλές δεκαετίες τώρα και στο κράτος και στην …τάξη. Και ίσως πλέον θα πρέπει να χρησιμοποιείται και έτσι. Βρέθηκαν απέναντι στους φρουρούς, στα μαντρόσκυλα μιας τάξης: αυτής που κάνει κουμάντο, αυτής που έχει εξουσία, αυτής που έχει τα φράγκα, αυτής που πετά ψίχουλα και κάνει πολλούς να νομίζουν ότι θα αποκτήσουν επίσης φράγκα και ισχύ αν παπαγαλίσουν λίγο καλύτερα το ποίημα ή αν γονατίσουν και λίγο παραπάνω.

Είναι το οπλισμένο χέρι της επιβολής της θέλησης των λίγων, που παρουσιάζεται σαν ασφάλεια των πολλών, των συμφερόντων των λίγων που τα εμπεδώνουμε σαν συμφέροντα των πολλών, τη δικαιοσύνη των λίγων ως Δικαιοσύνη. Και φυσικά κανένα σύστημα δεν τιμωρεί το ίδιο το χέρι που το προστατεύει. Κανένας από τους προαναφερόμενους δολοφόνους δεν σαπίζει στη φυλακή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό;  Σκότωσαν προς υπεράσπιση των αφεντικών τους. Γιατί να τιμωρηθούν; Ακόμη τα ίδια αφεντικά δεν κάνουν κουμάντο;

Δεν είναι τα ίδια αφεντικά που μας σκοτώνουν κάθε μέρα; Στη ανεργία, στην εξοντωτική δουλειά για ψίχουλα, στον εξευτελισμό για μερικές ώρες και ένα ξεροκόμματο; Στα μηχανάκια των διανομέων; Στα εργατικά ατυχήματα; Στον 25χρονο που μπορεί να ονειρευτεί μόνο πως θα βγάλει το μήνα; Στους παππούδες που έμειναν χωρίς φάρμακα και αξιοπρέπεια ενώ πλήρωναν μια ζωή; Ή ακόμη χειρότερα στον 25χρονο που ονειρεύεται μόνο πώς θα πατήσει επί πτωμάτων για να γίνει και αυτός αφεντικό; Στα παιδιά που αντί να παίζουν μπάλα, παίζουν για να βγουν μόνο νικητές και ας σακάτεψαν το διπλανό τους; Στον καναπέ που βυθιζόμαστε βλέποντας τηλεσκουπίδια; Στη μάνα που δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της; Στην τράπεζα που τη «σώζουμε» για να μας πάρει το σπίτι; Στον πατέρα που κρατά το πνιγμένο του παιδί στα νερά της Μεσογείου;  Στη θάλασσα που έγινε ιδιωτική παραλία; Στον αέρα που δεν θα μπορούμε να αναπνέουμε σε λίγο; Στις γυναίκες που δολοφονήθηκαν γιατί «τις αγάπησαν πολύ» κάποιοι τύποι «υπεράνω υποψίας»; Στα πανεπιστήμια που δεν θα μπορούμε να μπούμε γιατί δεν θα έχουμε τα λεφτά; Στον άστεγο που αντιμετωπίζεται σαν σκουπίδι που πρέπει να σαρωθεί; Αυτά τα ίδια αφεντικά δεν είναι που αδιάφορα βλέπουν δεκάδες χιλιάδες παιδιά να πεθαίνουν από πείνα, από χολέρα, από αρρώστιες ενώ σφίγγουν χαμογελαστά τα χέρια των δολοφόνων τους για το κέρδος;  Δεν είναι οι ίδιοι που σκοτώνουν μωρά Παλαιστινίων στην κατεχόμενη γη τους και τα κατηγορούν για τρομοκρατία; Δεν είναι αυτοί που χωρίζουν παιδιά από γονείς σε στρατόπεδα;

Αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε. Αυτό είναι το σύστημα που ζούμε. Και αν κάποιοι για λίγο πίστεψαν ότι με «χάδια» και με «κανακέματα» το θηρίο θα ημερέψει, δεν γελάστηκαν απλώς. Αγνόησαν (ή καμώθηκαν ότι αγνόησαν) όλη την ανθρώπινη ιστορία. Αγνόησαν την ιστορία τούτου του τόπου. Ποτέ το θηρίο δεν ημέρεψε. Ποτέ δεν άφησε «απροστάτευτα» τα δικά του «παιδιά», τους δικούς του στρατιώτες. Και ποτέ δεν έπαψε να μας πίνει το αίμα. Είτε μονομιάς είτε σταγόνα σταγόνα, μέρα με την ημέρα για να είμαστε ολοένα λιγότερο άνθρωποι. Και τα καταφέρνει. Όσο υπάρχουν στρατιές πολυπληθείς από «προθύμους», τα καταφέρνει. Γιατί να σεβαστεί έναν νεκρό ένα σύστημα που δεν τον σεβάστηκε, δεν μας σέβεται ζωντανούς; Αστεία πράγματα.

Γι αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει η απόφαση για τον Κορκονέα. Ούτε για τον Καλαμπόκα, ούτε για τον Μελίστα, ούτε για την απείθαρχη αυτή κακορίζικη ζαρντινέρια που πήγε και φυτεύτηκε στο κεφάλι του φοιτητή.

Μπορεί όμως να μας εξοργίζει. Πρέπει να μας εξοργίζει. Όχι τόσο η απόφαση. Αλλά η απάθεια, ο συμβιβασμός και το κατεβασμένο κεφάλι απέναντι στο θηρίο. Η αναζήτηση δικαιολογιών και η αποδοχή του ως μοναδικό τρόπο ύπαρξης, μοναδικό τρόπο και δικής μας ύπαρξης. Να μας εξοργίζει ότι η πιθανότητα το θηρίο να κερδίζει και η ζωή του να είναι ο δικός μας θάνατος σε κάθε επίπεδο, σε κάθε πτυχή, σε κάθε δράση μας. Η οργή μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι για τον Αλέξη. Μόνο για τον Αλέξη. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μόνο σε μια διαδήλωση. Η οργή πρέπει να είναι για τη ζωή μας, για όλη τη ζωή μας. Γιατί ή θα ζήσουμε εμείς ως άνθρωποι ή θα ζήσει το θηρίο. Ή θα διεκδικήσουμε τη ζωή μας ή θα επιλέξουμε το θάνατό μας. Ενδιάμεσοι δρόμοι δεν υπάρχουν.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.