"Αν πρέπει να πεθάνουμε"

Η συμβολή του ποιήματος του Claude McKay στην Αναγέννηση του Χάρλεμ

| 01/12/2015

12312469_1942933182598709_450183593_nΓράφει: Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

‘If We Must Die’

If we must die—let it not be like hogs

Hunted and penned in an inglorious spot,

While round us bark the mad and hungry dogs, Making their mock at our accursed lot.

If we must die—oh, let us nobly die, So that our precious blood may not be shed

In vain; then even the monsters we defy Shall be constrained to honor us though dead!

Oh, Kinsmen!  We must meet the common foe; Though far outnumbered, let us show us brave,

And for their thousand blows deal one deathblow! What though before us lies the open grave?

Like men we’ll face the murderous, cowardly pack, Pressed to the wall, dying, but fighting back!

Στη δεκαετία του 1920, αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής  και διαδόθηκε ταχέως ένα αρκούντως φιλόδοξο κίνημα με το όνομα  ‘Αναγέννηση του Χάρλεμ’ (The Harlem Renaissance) ή ‘New Negro Movement’. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια πολιτιστική, κοινωνική, καλλιτεχνική έκρηξη που έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περιοχή της Νέας Υόρκης. Με την πάροδο του χρόνου έγινε γνωστό περισσότερο με το δεύτερο όνομα από τον  Αμερικανό συγγραφέα και φιλόσοφο, Alain Leroy Locke (1885 – 1954). Στο Νέο Κίνημα των Νέγρων, περιλαμβάνονταν ακόμα οι νέες αφροαμερικανικές   πολιτιστικές εκφράσεις  όλων των αστικών περιοχών  των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών Πολιτειών που επλήγησαν από τη Μεγάλη Μετανάστευση.  Η τελευταία αφορούσε τη μετακίνηση έξι εκατομμυρίων Αφροαμερικανών από τις αγροτικές περιοχές των νότιων Πολιτειών στις αστικές βορειοανατολικές, μεσοδυτικές και δυτικές, που συνέβηκε μεταξύ 1910 και 1970.

Ορισμένοι ιστορικοί, ωστόσο, κάνουν διάκριση μεταξύ της πρώτης Μεγάλης Μετανάστευσης (1910-1930), η οποία αριθμούσε κάπου 1,6 εκατομμύρια μετανάστες που εγκατέλειψαν κυρίως αγροτικές περιοχές για να μεταναστεύσουν στις βιομηχανικές πόλεις του αμερικάνικου Βορρά, ενώ μετά τη Μεγάλη Ύφεση, έλαβε χώρα μια δεύτερη Μεγάλη Μετανάστευση (1940-1970), κατά την οποία πέντε εκατομμύρια ή και περισσότερα, ίσως, άτομα μετακινήθηκαν από το Νότο, συμπεριλαμβανομένων πολλών που εγκαταστάθηκαν στην Καλιφόρνια και σε άλλες δυτικές Πολιτείες.  Μεταξύ του 1910 και του 1970, οι Μαύροι μετακινήθηκαν από 14 πολιτείες του Νότου, ιδιαίτερα την Αλαμπάμα, Μισισιπή, Λουιζιάνα και το Τέξας, στις άλλες προαναφερθείσες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής των ΗΠΑ, η Γεωργία ήταν η μόνη Πολιτεία του Νότου που υπέστη καθαρές μειώσεις στον πληθυσμό των Αφροαμερικανών για τρεις συνεχόμενες δεκαετίες, από 1920 έως 1950.

Η Αναγέννηση του Χάρλεμ (Harlem Renaissance) θεωρήθηκε ως μια μορφή αναγέννησης της αφροαμερικανικής τέχνης. Αν και το κίνημα είχε επικεντρωθεί, κυρίως, στην περιοχή Χάρλεμ του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, πολλοί γαλλόφωνοι νέγροι συγγραφείς από χώρες της Αφρικής και τις αποικίες της Καραϊβικής που ζούσαν στην Παρίσι, επηρεάστηκαν, επίσης, από αυτή. Η Αναγέννηση του Χάρλεμ  θεωρείται γενικώς ότι εκτεινόταν χρονικά από  το  1918 περίπου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, αλλά σίγουρα πολλές από τις ιδέες της έζησαν πολύ περισσότερο. Το ζενίθ αυτής της ‘άνθησης της νέγρικης  λογοτεχνίας’, ένας όρος που προτιμούσε να χρησιμοποιεί ο James Weldon Johnson, έλαβε χώρα μεταξύ του 1924 και του 1929. Το 1924, η εφημερίδα ‘Opportunity: A Journal of Negro Life’ φιλοξένησε μια ομάδα νέγρων συγγραφέων,  ενώ στα 1929 είχαμε στις ΗΠΑ το κραχ του χρηματιστηρίου και την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης.

Μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, η πλειοψηφία των Αφροαμερικανών βρισκόταν σε καθεστώς δουλείας και ζούσαν στο Νότο. Μετά το τέλος της δουλείας, οι χειραφετημένοι πλέον  Αφροαμερικανοί,  άρχισαν να αγωνίζονται για  συμμετοχή στα κοινά, πολιτική ισότητα και για οικονομική και πολιτιστική αυτοδιάθεση. Λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, όμως, αρκετά πράγματα άλλαξαν στη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, με την Πράξη Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1871, η οποία εγκρίθηκε από το 42ο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών και υπογράφηκε  από τον Πρόεδρο Ulysses S. Grant, στις 20 Απριλίου, 1871 και αφορούσε στο δικαίωμα ψηφοφορίας των  Αφροαμερικανών. Δεκαέξι νέγροι είχαν εκλεγεί το 1875 και υπηρέτησαν στο Κογκρέσο δίνοντας πολλές ομιλίες με πρωτόγνωρη δύναμη και παλμό. Ο νόμος Κου Κλουξ Κλαν του 1871, αποκηρύχτηκε από τους νέγρους του Κογκρέσου και οδήγησε στην ψήφιση του νόμου των Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1875. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870, όμως, οι Δημοκρατικοί λευκοί κατάφεραν να ανακτήσουν τη δύναμη στο Νότο. Από το 1890 έως το 1908, προχώρησαν παραπέρα, για να περάσουν νομοθεσία που στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα των νέγρων και πολλών φτωχών λευκών, παγιδεύοντάς τους χωρίς πολιτική αντιπροσώπευση. Οι Δημοκρατικοί λευκοί αρνήθηκαν στους Αφροαμερικανούς την άσκηση πολιτικής και των πολιτικών τους δικαιωμάτων, τρομοκρατώντας τις μαύρες κοινότητες με λιντσαρίσματα και άλλες μορφές βίας, καθώς και με τη θέσπιση ενός συστήματος εργασίας που ανάγκαζε πολλές χιλιάδες Αφροαμερικανών σε  απλήρωτη εργασία στα ορυχεία, στις φυτείες, καθώς και στα δημόσια έργα, όπως δρόμοι και αναχώματα. Οι καταδικασμένοι σε τέτοιου είδους εργασία,  πολλές φορές είχαν ως ανταμοιβή  βίαιες μορφές σωματικής τιμωρίας, υπερκόπωση και ασθένειες από ανθυγιεινές συνθήκες, με υψηλά ποσοστά θνητότητας. Ενώ ένας μικρός αριθμός μαύρων ήταν σε θέση να αποκτήσουν γη αμέσως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, οι περισσότεροι είχαν αξιοποιηθεί ως κολίγοι, και  καθώς η ζωή στο Νότο  γινόταν όλο και πιο δύσκολη, οι αφροαμερικανοί άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά στον αμερικάνικο Βορρά.

Το μεγαλύτερο μέρος του αφροαμερικανικού λογοτεχνικού κινήματος προέκυψε από μια γενιά που είχε ζήσει τα κέρδη και τις ζημιές της ανασυγκρότησης μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Σε πολλές περιπτώσεις,  οι γονείς ή οι παππούδες τους ήταν σκλάβοι, σε μερικές οι πρόγονοί τους είχαν επωφεληθεί από την πατρική επένδυση της περιοχής τους κι έλαβαν κάποιας καλύτερης εκπαίδευσης, από το μέσο όρο των άλλων. Μεγάλο μέρος εκείνων που βρίσκονταν πίσω από την Αναγέννηση του Χάρλεμ ήταν μέρος της Μεγάλης Μετανάστευσης. Οι Αφροαμερικανοί αναζήτησαν στις καινούργιες πατρίδες καλύτερο επίπεδο διαβίωσης, προσπαθώντας παράλληλα να ξεχάσουν το θεσμοθετημένο ρατσισμό στο Νότο. Την ίδια στιγμή πολλοί άλλοι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής από διαχωρισμένες ρατσιστικά κοινότητες της  Καραϊβικής, ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ελπίζοντας για καλύτερη ζωή, έχοντας ως επίκεντρο το Χάρλεμ. Έτσι λοιπόν, κατά το πρώτο μέρος του εικοστού αιώνα, η περιοχή του  Χάρλεμ έγινε τελικός  προορισμός για τους μετανάστες από όλη τη χώρα, προσελκύοντας τόσο εκείνους τους ανθρώπους που αναζητούσαν εργασία από το Νότο, καθώς και μια μορφωμένη τάξη που έκαναν την περιοχή κέντρο πολιτισμού, ενισχύοντας παράλληλα τη μεσαία τάξη των νέγρων. Η περιοχή αυτή της Νέας Υόρκης,  αρχικά τον 19ο αιώνα είχε αναπτυχθεί ως αποκλειστικό προάστιο για τη λευκή μεσαία και ανώτερη τάξη, και είχε οδηγήσει σε αξιοσημείωτη ανάπτυξη με ανέγερση αρχοντικών, μεγάλες λεωφόρους, και πολιτιστικά ιδρύματα παγκόσμιας κλάσης.

Κατά τη διάρκεια της τεράστιας εισροής των Ευρωπαίων μεταναστών στα τέλη του 19ου αιώνα, η άλλοτε αποκλειστική περιοχή της λευκής μεσαίας τάξης, εγκαταλείφθηκε από αυτήν, η οποία μετακόμισε βορειότερα. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το Χάρλεμ έγινε σταδιακά αφροαμερικάνικη γειτονιά και μεγάλες εκτάσεις της περιοχής αγοράστηκαν από διάφορους αφροαμερικανούς μεσίτες. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έφτασαν εκεί περισσότεροι Αφροαμερικανοί. Λόγω του πολέμου, η μετανάστευση των εργατών από την Ευρώπη είχε σχεδόν σταματήσει, ενώ η πολεμική προσπάθεια των εμπλεκομένων κατέληξε σε τεράστια ζήτηση για ανειδίκευτους εργάτες στη βιομηχανία. Η Μεγάλη Μετανάστευση, όπως είναι ευνόητο, έφερε εκατοντάδες χιλιάδες Αφροαμερικανών σε πόλεις όπως το Σικάγο, τη Φιλαδέλφεια, το Ντιτρόιτ και τη Νέα Υόρκη. Παρά την αυξανόμενη δημοτικότητα των νέγρων και του πολιτισμού τους, όμως, ο λευκός ρατσισμός άλλαξε κάπως μορφή, με καινούργιο στόχο τώρα τους πρόσφατους αφροαμερικανούς μετανάστες, κι έτσι συνεχίστηκε η διατάραξη των σχέσεων, ακόμη και στο Βορρά. Μετά το τέλος του Πρώτου  Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί αφροαμερικανοί στρατιώτες  οι οποίοι πολέμησαν σε διαχωρισμένες μονάδες, όπως οι Harlem Hellfighters, γύρισαν πίσω στο σπίτι τους, σε ένα έθνος του οποίου οι πολίτες συχνά δεν σέβονταν τους αγώνες και  τα επιτεύγματά τους. Το 369ο Σύνταγμα Πεζικού, για παράδειγμα, είναι γνωστό για τη δράση του στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σύνταγμα αποτελούταν από Αφροαμερικανούς και Πορτορικανούς και ήταν γνωστό ως το πρώτο αφροαμερικάνικο σύνταγμα που συμμετείχε με την Αμερικανική Εξερευνητική Δύναμη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το ‘Harlem Hellfighters’ ήταν το πρώτο αποκλειστικά  μαύρο σύνταγμα που βοήθησε να αλλάξει τη γνώμη του αμερικανικού κοινού σχετικά με τους αφροαμερικανούς στρατιώτες και βοήθησε τα μέγιστα ώστε να ανοίξει ο δρόμος και  για άλλους που ήθελαν μελλοντικά να καταταγούν.

Η μαζική μετανάστευση, για να επανέλθουμε στις αρχές του εικοστού αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα, εκτεταμένες φυλετικές αστικές ταραχές σε όλες τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ερυθρού Καλοκαιριού του 1919, αντανακλώντας τον οικονομικό ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας και τη στέγαση σε πολλές πόλεις, καθώς και τις εντάσεις στις περισσότερες περιοχές ανάμεσα σε κοινωνικά στρώματα. Το ‘Κόκκινο Καλοκαίρι’, αναφέρεται στις φυλετικές ταραχές που συνέβησαν σε περισσότερες από τριάντα πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου του 1919. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι λευκοί επιτέθηκαν σε Αφροαμερικανούς. Οι ταραχές ακολούθησαν τις μεταπολεμικές κοινωνικές εντάσεις που συνδέονταν με την αποστράτευση των βετεράνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο των νέγρων όσο και των λευκών και τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας μεταξύ των εθνοτικών κοινοτήτων τους. Οι ταραχές αναφέρθηκαν εκτενώς στον Τύπο, ο οποίος μαζί με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνέδεαν, κατά κάποιο τρόπο, το  μαύρο κίνημα με τον μπολσεβικισμό. Ο ακτιβιστής και συγγραφέας James Weldon Johnson (1871-1938), που απασχολήθηκε από το 1916 με την Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ατόμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP) ως γραμματέας τομέα, επινόησε τον όρο ‘Red Summer’, και το 1919, οργάνωσε ειρηνικές διαδηλώσεις κατά της ρατσιστικής βίας εκείνου  του καλοκαιριού.

12305728_1942933129265381_302767504_n

Το πρώτο στάδιο της Αναγέννησης του Χάρλεμ ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Το 1917, πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα τριών θεατρικών έργων για νέγρους. Αυτά τα έργα, που γράφτηκαν από τον λευκό θεατρικό συγγραφέα Ridgely Torrence, χαρακτήριζαν τους αφροαμερικανούς ηθοποιούς γεμάτους με  ανθρώπινα συναισθήματα και πόθους. Ο James Weldon Johnson  αποκάλεσε τις πρεμιέρες αυτών των έργων, ως το πιο σημαντικό γεγονός στο αμερικανικό θέατρο για την ιστορία των νέγρων. Ένα άλλο ορόσημο ήρθε το 1919, όταν ο ποιητής Claude McKay (1889-1948) δημοσίευσε το μαχητικό σονέτο του, ‘Αν πρέπει να πεθάνουμε’, στο οποίο εισήγαγε μια δραματικά πολιτική διάσταση στα θέματα της αφρικανικής πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης αστικής εμπειρίας και παρουσίασε το 1917 τα πρώτα ποιήματά του ‘Επίκληση’ (Invocation) και ‘Χορεύτρια του Χάρλεμ’ (Harlem Dancer) στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη μετανάστευσή  του από την Τζαμάικα.

12325229_1942933175932043_881436801_n

Το ποίημα ‘Αν πρέπει να πεθάνουμε’, του Claude McKay απεικονίζει όλα εκείνα τα βαθιά συναισθήματα του νέγρικου πληθυσμού κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ μαύρων και λευκών στην Αμερική, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι ταραχές ανάμεσα σε νέγρους και λευκούς ήταν στην ημερησία διάταξη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με τους λευκούς να επιτίθενται  με βίαιο τρόπο  στους μαύρους και το αντίστροφο. Πολλοί νέγροι συγγραφείς που ζούσαν στο Χάρλεμ το 1920, ενεπλάκησαν στην Αναγέννηση του Χάρλεμ, δίνοντας έτσι φωνή στις μάζες σχετικά με τις απαράδεκτες αυτές επιθέσεις. Ήταν η εποχή όπου όλοι μαζί, καλλιτέχνες και συγγραφείς, ενώθηκαν κι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους προσπαθώντας να προωθήσουν κάποια βασικά φυλετικά θέματα και δικαιώματα. Η Αναγέννηση αυτή πήρε σημαντική δύναμη από τις μεταναστεύσεις των Αφροαμερικανών της Καραϊβικής και του Μανχάταν, καθώς και από τους στρατιώτες που επέστρεψαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με έκδηλη υπερηφάνεια για τις στρατιωτικές τους περιπέτειες. Έτσι, το ποίημα αυτό γεννήθηκε ακριβώς κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το ποίημα δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα εγερτήριο κάλεσμα για τους νέγρους, για να σηκωθούν και να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους. Έπρεπε να το κάνουν μάλιστα με γενναιότητα και θάρρος,  δεδομένου ότι η μακρόχρονη, βάναυση και άδικη καταπίεση που αντιμετώπισαν ήταν πολύ μεγάλη για να συνεχίσουν να την υφίστανται. Οι ταραχές εκείνες είχαν προκαλέσει χάος στη χώρα και χαρακτηρίστηκαν από άγριες ​​πρακτικές, σφαγές, τραγωδία κυριολεκτική με αδικαιολόγητους θανάτους των νέγρων. Έτσι, το ποίημα ‘Αν πρέπει να πεθάνουμε’, του Claude McKay, έγινε πηγή έμπνευσης και δύναμης για τους νέγρους, ώστε να μπορούν να αντισταθούν στις επιθέσεις. Η δημοτικότητά του  αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρετανός πρωθυπουργός,  Τσόρτσιλ, χρησιμοποίησε τους στίχους του ως κίνητρο στους αγώνες για την καταπολέμηση των ναζιστικών δυνάμεων.

Ο ποιητής Claude McKay στη δεκαετία του 1920.

Ο ποιητής Claude McKay στη δεκαετία του 1920.

Κάποια βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, ξεκαθαρίζουν κάπως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.  O Claude McKay γεννήθηκε το 1890 στην Τζαμάικα και μεγάλωσε μέσα σε μια μαύρη κοινωνία στην εποχή που οι αφροαμερικανοί συνειδητοποιούσαν έντονα την έννοια του  ‘χρώματος’. Παρά το γεγονός όμως ότι ανήκε σε μια φυλετική μειονότητα, είχε έμφυτη τη φιλοδοξία για περαιτέρω μόρφωση. Η φαντασία οδήγησε τον McKay να αγαπήσει τη λογοτεχνία, και ειδικότερα την ποίηση, στην οποία διέκρινε μια μεγάλη ευκαιρία να επεκτείνει και διευρύνει τις σκέψεις του.  Έτσι άρχισε να ασχολείται με τον κόσμο της ποίησης και μάλιστα τα δύο πρώτα του βιβλία είδαν το φως της δημοσιότητας ενόσω βρισκόταν ακόμα στην Τζαμάικα, στην τοπική διάλεκτο. Με την είσοδο στις  ΗΠΑ το 1912, όμως, έγινε σύντομα γνώστης των μικρών και μεγάλων μυστικών και των δεινών του ρατσισμού, η οποία, όπως έβλεπε, κατέτρωγε κυριολεκτικά την κοινωνία, με αποτέλεσμα να προσπαθεί μέσω της ποίησης να εκφράσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.

 Κάποιες αλληγορίες υπαινίσσονται την ανικανότητα των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν την καταπίεση. Τα θέματα στα οποία αναφέρεται και βρίσκονται σε αυτό το ποίημα είναι η ανθρώπινη τιμή, η γενναιότητα, ο σκοπός, η αποξένωση, η εξέγερση, ο θάνατος, η ανδροπρέπεια και ο πόλεμος. Ο McKay απευθύνεται στο λαό του να αντισταθεί με θάρρος και αποφασιστικότητα σε εκείνους που βρίσκονται απέναντι και θα προσπαθήσουν να τους βλάψουν με οποιονδήποτε τρόπο. Στην κατάσταση που είχαν φτάσει τα πράγματα, οι νέγροι ήταν απελπισμένοι και η εξέγερση σε πλήρη εξέλιξη. Το ποίημα λοιπόν,  μπορεί να ερμηνευθεί ως ενστάλαξη ανδρείας σε όλους τους νέγρους που βίωναν δύσκολες στιγμές και υποβάλλονταν σε ανείπωτες ταλαιπωρίες. Η αρχή του  ‘Αν πρέπει να πεθάνουμε’, ενθαρρύνει τους νέγρους αγωνιστές να πάνε εκεί έξω και να ενεργήσουν ανεξάρτητα από τις συνέπειες, να αντιμετωπίσουν τις δολοφονικές απόπειρες με σθένος, όπως οι πραγματικοί άνδρες. Ο McKay εμφανίζει το θάνατο ως αναπόφευκτο γεγονός και αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης ζωής. Οι φαντασιώσεις του για το θάνατο υπερβαίνουν εκείνες της Έμιλυ Ντίκινσον και άλλων ρομαντικών ποιητών, όπως ο Κητς. Ο ποιητής στην πραγματικότητα δεν φαντασιώνεται απλώς το θάνατο, αλλά τον αντιμετωπίζει κατάματα, φαίνεται περισσότερο πως τον απασχολεί ο  τρόπος που πεθαίνει κάποιος παρά από το γεγονός αυτό καθεαυτό. Ο θάνατος, όπως και στην ελληνική μυθολογία, είναι μια επίδειξη του σκοπού,  δύναμης και  αρχοντιάς.

‘What though before us lies the open grave’, λέει προς το τέλος του ποιήματος ο McKay, χωρίς ίχνος φόβου. Προτείνει να αγωνισθούν με γενναιότητα, ανεξάρτητα από το αν πεθάνουν ή όχι! Ο θάνατος είναι πάντοτε πιθανός!

Με τη χρήση της τελετουργίας του κυνηγιού ως εικόνα, παρατηρούμε  ότι ο τελικός σκοπός είναι να σκοτώσουν, όπως όταν κάποιος ετοιμάζεται για το κυνήγι των ζώων. Σε μια τέτοια περίπτωση, φυσικά, δεν υπάρχουν κανόνες εμπλοκής και κάθε μέσο είναι ευπρόσδεκτο. Ο  εχθρός κάνει ανεξέλεγκτη χρήση βίας, κι έτσι πρέπει να αντιμετωπισθεί. Βία εναντίον της βίας! Βία  για την καταπολέμηση της βίας! Αλλά υπάρχει και μια προτροπή, μια πρόσκληση σε όλους τους μαχητές, να μην σταματήσουν ποτέ, ακόμα κι αν βρίσκονται κολλημένοι στον τοίχο, ‘Pressed to the wall, dying, but fighting back’,  ένα σενάριο γνωστό και κοινό σε κάθε πόλεμο.

Αναπόσπαστο στοιχείο του ποιήματος, αποτελεί και η έννοια της ανδροπρέπειας και της αρρενωπότητας.  Οι άνδρες είναι από αμνημονεύτων χρόνων γνωστοί για τη βιαιότητα του χαρακτήρα τους. Η αναφορά σε εκείνους που αγωνίζονται για την τιμή, χρησιμοποιείται για τη διαφοροποίηση μεταξύ των δειλών και των πραγματικών ανδρών. Αναπόσπαστη εικόνα του αρσενικού αποτελεί και η συμμετοχή του στον πόλεμο και το κυνήγι, όπως τόσο παραστατικά αναφέρεται   η ιστορία. Μέσα από το ποίημα βρίσκονται ενέργειες που ο ομιλητής θεωρεί ότι πρέπει να αντιμετωπίζονται με τιμή και σεβασμό. Η καταπίεση έχει ως συνέπεια τον πόλεμο και τον έντιμο θάνατο. Το ζήτημα που αφορά την έλλειψη κανόνων, όπως και η εκδίκηση και η γενναιότητα, είναι προβλήματα ήσσονος σημασίας  όσο οι άνθρωποι πολεμούν και  πεθαίνουν για μια δίκαιη αιτία. Η τιμή κατοχυρώνεται περισσότερο με το θάνατο, μας λέει ο ποιητής στον όγδοο στίχο!  Τα hogs είναι ευνουχισμένοι αρσενικοί χοίροι και εδώ το ποίημα αναφέρεται στον τρόπο που οι άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς δυνατότητα επιλογής, δεδομένου ότι θηρεύονται από μοχθηρά σκυλιά. Επιλέγοντας τον όρο ‘γουρούνια’, ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για την αδυναμία του εχθρού.  Οι χοίροι συνήθως, δεν πεθαίνουν με ευγενικό τρόπο και αυτό είναι μια απεικόνιση του είδους του θανάτου που αναμένει όλους τους καταπιεσμένους κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Τα σκυλιά εκπροσωπούν τον εχθρό και την απάνθρωπη πτυχή που σχετίζεται με αυτόν. Είναι τρελά και πεινασμένα κι ένα πεινασμένο σκυλί δεν παίζει με την έννοια του φαγητού του. Η απώλεια και αποβολή του ‘πολύτιμου αίματος’ (precious blood),  μπορεί να συσχετιστεί με την βιβλική ιστορία του θανάτου του Ιησού σύμφωνα με την οποία ο θάνατός του θεωρείται σκόπιμος και απαραίτητος για τη λύτρωση του ανθρώπου. Η έκκληση γίνεται στους σκλάβους των Ηνωμένων Πολιτειών, απευθύνεται στους αφροαμερικανούς δούλους, οι οποίοι υποβάλλονται σε μαρτύρια και ζουν σκληρή ζωή. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η δουλεία είχε δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ του αφεντικού και των υφισταμένων δούλων του. Ωστόσο, ένα μήνυμα ελπίδας δίνεται στους ανθρώπους στην ιδέα ότι η δουλεία, αργά ή γρήγορα, θα αποτελεί θέμα του παρελθόντος. Όσο περνά ο καιρός και οι νέγροι μεγαλώνουν και μορφώνονται, τα αφεντικά θα χάσουν την κυριαρχία τους, εξαιτίας της πίεσης από κάτω. Ο υπόλοιπος κόσμος, επίσης, κατηγορείται επειδή είναι απλοί παρατηρητές των δεινών των νέγρων και της καταπίεσης που συνεχίζουν να υφίστανται. Μια ιστορία που εκτείνεται περίπου διακόσια είκοσι χρόνια πίσω, παρέχει  τις ελπίδες και  τις προσδοκίες που είχαν οι  άνθρωποι που είχαν μεταναστεύσει στο Νέο Κόσμο. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν απολάμβαναν ελευθερία και ειρήνη, αλλά αντίθετα συνάντησαν  τη διαφθορά, τη σκληρότητα και τη δουλεία, κι έτσι ήταν αδήριτη η ανάγκη για χειραφέτηση. Οι αποικιοκράτες Βρετανοί, είχαν ανεβάσει τη δουλεία σε ένα υψηλό επίπεδο απολαμβάνοντας, βεβαίως, τα σχετικά πλεονεκτήματα και αυτό οδήγησε όλους να αγωνισθούν για  ανεξαρτησία και ελευθερία. Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι οι μάζες είχαν μια επιλογή, μεταξύ του θανάτου και της ελευθερίας. Ο αγώνας θα βασιζόταν  στην   έμπνευση και στην με κάθε τρόπο  αναζήτηση της ελευθερίας όλων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτοί ήταν πάρα πολλοί, κάπου τέσσερα εκατομμύρια πάσχοντες. Η Αναγέννηση του Χάρλεμ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα των νέγρων, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι οι μαύροι είχαν ικανές λογοτεχνικές ικανότητες με αξιόλογη συμβολή στην ποίηση, τη μουσική και τις τέχνες. Έφερε στο προσκήνιο την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια μεταξύ των μαύρων στο πρόσωπο της καταπίεσης από τους λευκούς που αποτελούσαν και την πλειοψηφία  στην απέραντη  χώρα. Επιπλέον, όμως, το ποίημα καθώς και η έκκληση του ποιητή, φέρνουν μια αίσθηση μίσους απέναντι σε ένα κακό που κάνει, όμως, πολλούς ανθρώπους από κάθε πλευρά δυστυχισμένους.

[hr]

Βιβλιογραφία

  1. ‘Harlem in the Jazz Age’. The New York Times. February 8, 1987.
  2. Holland Cotter:  ART; A 1920’s Flowering That Didn’t Disappear. The New York Times. May 24, 1998.
  3. Felicia R. Lee:  ‘New Novel of Harlem Renaissance Is Found’. The New York Times. September 14, 2012.
  4. Bridget R. Cooks: Black Artists and Activism: Harlem on My Mind (1969). American Studies. 2007;   48 (1):  5-39.
  5. Catherine Rottenberg: Writing from the Margins of the Margins: Michael Gold’s Jews Without Money and Claude McKay’s Home to Harlem. MELUS: Multi-Ethnic Literature of the U.S. 2010; 35 (1): 119-140.