Ας κλείσει της ψυχής σου το πηγάδι….

Ένας αποχαιρετισμός σε ένα φίλο που έδωσε στις πιο όμορφες νύχτες μας ώρες αλήτρες...

| 05/09/2016

Όλοι μας, μετά εκείνη τη βραδιά της 14ης Μάη στο Παλλάς, παρόλο που δεν τολμούσαμε να το πούμε με το στόμα το αναρωτιόμασταν με τα μάτια. Αποχαιρετισμός; Δεν θέλαμε να το παραδεχτούμε αλλά κάπου μέσα μας το σκεφτόμασταν. Μας αποχαιρετούσες Θάνο με το τρόπο που μόνο εσύ μπορούσες. Άλλωστε η μάχη με τη κατάρα που σε έτρωγε ήταν άνιση και αυτό το γνώριζες καλά και εσύ και εμείς…

Αλλά όσο και να ξέρεις, όσο και να περιμένεις κάτι τέτοιο όταν αυτό συμβαίνει ο πόνος δεν είναι καθόλου λιγότερος.

Λένε ότι όταν πεθαίνει κάποιος βλέπει σε απειροελάχιστο χρόνο όλη του τη ζωή να περνάει μπροστά του. Δεν μπορώ να ξέρω αν ισχύει κάτι τέτοιο. Είμαι όμως σίγουρος ότι ισχύει κάτι άλλο. Όταν πεθαίνει κάποιος δικός σου άνθρωπος, όλη σου η ζωή μαζί του περνάει μπροστά από τα μάτια σου κι εσύ Θάνο ήσουν και θα είσαι για πάντα ένας δικός μας άνθρωπος. Για χιλιάδες από μας.

Σαν τώρα σε θυμάμαι σ’ εκείνο το αμφιθέατρο του 5ου λυκείου το 1984, πρώτη λυκείου εγώ και εσύ απόφοιτος πια, να είσαι πάνω στη σκηνή με τους Crazy Patapoof να τραγουδάς από Ρίτσο, Σαββόπουλο και «στρατευμένα» μέχρι doo-wop και ροκαμπίλι και κάτι άλλα «παράξενα» τότε για μας. Και μου είχες κάνει από τότε εντύπωση με τις τιράντες, τα ρεβέρ, τις μπότες και το μακρύ παλτό. Δεν ήταν και εύκολη ηλικία τα 15 άλλωστε, τότε που ψαχνόμασταν στο πώς θα ήμαστε και πώς θέλουμε να βγάλουμε την εφηβεία. Αλλά και εσύ ακόμη τότε ψαχνόσουν. Όπως μου θύμισε μια κοινή μας γνωστή, η Βαγγελιώ, στο λύκειο ήσουν ένα τύπος χαρούμενος, πολυλογάς και λαμπερός και οι φίλοι σου σε έβρισκαν στο «Σατυρικόν», του κολλητού σου του Τάκη, να τραγουδάς τη Συννεφούλα.

Επιστροφή από σχολική εκδρομή

Επιστροφή από σχολική εκδρομή

Σε ξαναβρήκα μετά σε εκείνα τα θεότρελα πάρτι του Μπάμπη που ερχόσουνα και παίζαμε δίσκους μαζί, τότε που εσύ ήδη σκάρωνες αυτό που θα μας συνέδεε για πάντα, τη μπάντα σου, τα «Διάφανα Κρίνα», με φίλους, τον Τάσο, τον Κυριάκο, τον Νίκο, όλα εκλεκτά παιδιά από τις γειτονιές του Περιστερίου και βέβαια την αδερφή ψυχή σου, τον Παντελή, τον μοναδικό μη Περιστεριώτη «Διάφανο»… Άλλωστε η πόλη μας είναι μάνα συγκροτημάτων. Το ξέρουν αυτό η «Λευκή Συμφωνία» και ο Κ. ΒΗΤΑ με τους «Στέρεο Νόβα» όταν έγραφαν το «Νέα Ζωή 705»

«κάθε μεσημέρι καίγεσαι από ένα πόνο αβάσταχτο
πεταλούδα ξάφνου γίνεσαι, σε φωτιά μεταμορφώνεσαι
κάθε μεσημέρι καίγεσαι…»

Δεν πέρασε πολύς καιρός και έπεσε στα χέρια μας εκείνη η συλλογή της Wipe out, «Το μαγικό βοτάνι», το 1994 και η «Μουχλαλούδα», η μπαλάντα της φωτιάς. Τότε που δεν υπήρχαν ούτε youtube ούτε myspace ούτε κοινωνικά δίκτυα, παρά μόνο το λιώσιμο του βινυλίου στο πικάπ, οι κασέτες χέρι με χέρι και τα live. Μας έκαναν από την αρχή εντύπωση οι στίχοι του τραγουδιού, αλλά θες λόγω της πρώτης σου φάσης, θες λόγω οικειότητας και γνωριμίας, θες της αδυναμίας μας, δεν πιστεύαμε ότι κάτι τόσο σπουδαίο και τόσο επιδραστικό γεννιέται δίπλα μας. Και το λιώσιμο των βινυλίων συνεχίστηκε με δανεικά βέβαια. Πού λεφτά. Ο ένας στον άλλο και μάλλον όλοι από το δικό σου αντίτυπο του «Λιώνοντας Μόνος/ Κάτω από το Ηφαίστειο», με ένα δικό σου τραγούδι και ένα του Παντελή, μιλώντας για τους στίχους πάντα, μιας και η μουσική σας ήταν κυρίως μια συλλογική διαδικασία.

«Ξέρω πως θα΄ ρθει και δε θα’ μαι όπως είμαι, να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου, μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου, εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι»

Αλλά αυτά ήταν τα προεόρτια για το «Έγινε Η Απώλεια συνήθεια μας». Πόσο μα πόσο μακριά είχατε δει τότε. Πόσες και πόσες απώλειες δεν θα βιώναμε τα επόμενα χρόνια σε όλα τα επίπεδα και θα τις συνηθίζαμε; Πάντα η ποίηση, η μουσική και η τέχνη μπορεί να περιγράψει τόσο βαθιά και τόσο ανθρώπινα αυτό που συμβαίνει και θα συμβεί. Αυτό εσύ και η παρέα σου έμελλε να μας το θυμίσεις τόσες και τόσες φορές τα επόμενα χρόνια…

Όταν άκουσα αυτό το δίσκο έπαθα σοκ. Το «Μέρες Αργίας» δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα. Δεν ήταν μόνο ότι έμαθες σε εμάς τους αδαείς ότι υπάρχει ο Διονύσης Καψάλης. Ήταν αυτό το σπαρακτικό ροκ που εξέφραζε το τραγούδι. Εντάξει το «Μέρες Αργίας» δεν το έγραψες εσύ αλλά για να το τραγουδήσεις κάτι έκανε μέσα σου. Έπειτα ήταν αυτοί οι άγγελοι που κάπου κρύβονταν στη γη, που ήταν φίλοι και γνωστοί…

Όπως έγραψε χαρακτηριστικά στο facebook η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου για το «Μέρες Αργίας», με αφορμή το θάνατό σου: «Δεν ξέρω πώς τραγουδήθηκε, δεν ξέρω πώς πάει η μουσική του. Αλλά τι σημασία έχει; Το “θα ‘ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου” όλοι το ντύνουμε με τη μέσα μας μουσική, το τραγουδάμε, το απαγγέλουμε, το κλαίμε… Μπορεί ένας κουφός να πενθεί για την απώλεια ενός μουσικού; Και δεν αναφέρομαι στο ανθρώπινο επίπεδο, όπου ασφαλώς μπορεί, αλλά στο καλλιτεχνικό επίπεδο. Ναι, μπορεί, ειδικά όταν ο συγκεκριμένος μουσικός έγραφε και ο ίδιος στίχους, όταν αγαπούσε και μελοποιούσε την ίδια ποίηση που διαβάζουμε κι εμείς…».

θανος2

Λίγες ημέρες πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, στο Πολυτεχνείο γινόταν ένα μικρό τότε φεστιβάλ που λέγονταν «πολιτικό – πολιτιστικό τριήμερο» και κάποια χρόνια αργότερα θα το έλεγαν «Αναιρέσεις». Θυμάμαι όταν σου είπα να παίξετε, δέχτηκες και δεχτήκατε εύκολα. Ακόμα αναρωτιέμαι αν όσοι ήταν σε αυτό το live συνειδητοποίησαν τι ήταν μπροστά τους. Δεν συνδεόσουν ακριβώς με τη φάση, δεν ήσουν και άσχετος βέβαια με τους «μπολσεβίκους», όπως μας έλεγες. Παιδί από παραδοσιακά αριστερή οικογένεια, ποτέ δεν υπήρξες αυτό που λέμε ενταγμένος, αλλά πάντα ήσουν στην από δω όχθη για αυτό και παίζατε πάντα εύκολα στις «Αναιρέσεις» όπως και σε live του ΕΕΚ και στο ιδρυτικό πάρτι της λέσχης Καλλιδρομίου το 2002, όπως μας θύμισε ο Γιώργος Χλωρός, και πάντα ήσουν στις συναυλίες αλληλεγγύης. Θυμάμαι εκείνο το Μάη του 2006 γινόταν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στην Αθήνα με πλούσιο συναυλιακό πρόγραμμα, αλλά εσείς ήρθατε και παίξατε στους ταπεινούς και αντιπολιτευόμενους της Διεθνούς Αντικαπιταλιστικής Αντιιμπεριαλιστικής Συνάντησης στην Πάντειο. Δεν πήρες ούτε μισό ευρώ, έτσι για τα έξοδα. Δεν ξέρω, αν και γνωρίζω πολλούς, αριστερούς καλλιτέχνες που να το έκαναν εύκολα αυτό. Επίσης δεν ξέρω αν σου απευθύνθηκαν ποτέ τα μεγάλα αριστερά φεστιβάλ για να παίξετε ή αν σας θεωρούσαν πολύ δυσνόητους ή πολύ ρομαντικούς για κάτι τέτοιο, πάντως σε τέτοιες φάσεις δεν τα συνάντησα ποτέ τα «Κρίνα»…

θανος3

«Δε θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι, ούτε λευκό αμνό με λύκο μαύρο/ Δε θα με θρέψει άλλο μάνας χάδι, ας κλείσει της ζωής μου το πηγάδι»

Η ζωή μας συνεχίστηκε και ήρθαν κάτι «Σαράβαλες Καρδιές». Ακόμα θυμάμαι εκείνο το live στο Χαϊδάρι, Κυριακή βράδυ, σε ένα μπαράκι τόσο δα γεμάτο με κεριά και τριαντάφυλλα. Στο πάλκο ίσα που χωράγατε και όταν ξεκινήσατε να παίζετε γίναμε ένα σαν μια παρέα που τραγούδαγε, θυμίζοντας ότι η μουσική είναι έκφραση της κοινότητας των ανθρώπων και όχι μια απόλυτα διαχωρισμένη διαδικασία αυτών που είναι πάνω στη σκηνή και των κάτω από αυτή. Αλλά αυτό που θυμάμαι περισσότερο ήταν όταν άκουσα για πρώτη φορά το «Μπλε Χειμώνας». Δεν υπάρχει άλλο κομμάτι από αυτό που λέμε ελληνικό ροκ που να με έχει συγκλονίσει τόσο. Μαζί με το «Τελευταίος σταθμός» είναι ό,τι καλύτερο έγραψες ποτέ και ο «Μπλε Χειμώνας» ό,τι καλύτερο ηχογραφήσατε ποτέ με τα «Κρίνα». Και συνεχίσατε να μας εκπαιδεύετε με το «Βάλτε να πιούμε» του Κώστα Καρθαίου και μετά δεν υπήρχε live που να μην το τραγουδούσαμε όλοι μαζί.

Είχες γίνει πια «όνομα» αλλά συνέχιζες να έρχεσαι στα μασκέ πάρτι του Μπάμπη και βέβαια το αλεύρωμα δεν το γλίτωνες που ερχόσουν αμασκάρευτος. Τα «Διάφανα» από ένα σημείο και μετά ξεφύγατε και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έρχονταν στα live που κάνατε αλλά ποτέ δεν καβάλησες το καλάμι ούτε εσύ ούτε τα παιδιά. Θυμάμαι σε μια συνέντευξη, από αυτές που κάναμε για το «Δίφωνο», μου είχες πει ότι «εμείς παίζουμε το ίδιο τόσο για πέντε, όσο και για 5.000 άτομα». Ίσως αυτή η φιλοσοφία σας να ήταν η αιτία που υπήρξατε το πιο καλό live συγκρότημα. Άλλωστε, τι καλάμι να καβαλούσατε και εσείς, λεφτά δεν βγάλατε ποτέ από τη μουσική, εργατόπαιδα ήσασταν και παραμείνατε. Βιβλιοϋπάλληλος ο ένας, κούριερ ο άλλος, υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ ο τρίτος….

Βέβαια υπήρχαν πολλοί που δεν κατανοούσαν γιατί γίνατε μαζικό φαινόμενο στο ελληνικό ροκ. Βλέπεις μπαίναμε στην ισχυρή Ελλάδα του Σημίτη, κερδίζαμε Ολυμπιάδες, παίρναμε δάνεια… Πού καιρός για ποίηση, για Ρεμπώ, για Μπωντλαίρ και Καρυωτάκη, για Tom Waits και Nick Cave. Κατά μια έννοια οι άλλοι, οι «επιτυχημένοι» ήταν σαν να μας τραγούδαγαν «Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας». Τι ειρωνεία! Τους χαλάγαμε τη φάση βλέπεις, διαφωνούσαμε, «γκρινιάζαμε», δεν «ευτυχούσαμε», δεν μπαίναμε στο κάδρο. Θα ήθελα να τους έβλεπα τώρα που το όραμά τους διέλυσε τη χώρα τι θα σου έλεγαν…. Αλλά πού να καταλάβουν αυτοί, δεν ήσουν για τα μούτρα τους. Ένας φίλος και συνεργάτης, ο Θάνος Ανδρίτσος, την ημέρα που έφυγες, έγραψε σε λίγες γραμμές το γιατί εμείς σε αγαπήσαμε και οι άλλοι όχι:

«Ο Θάνος και τα Κρίνα δεν ήταν για σας…

»Χαζοχαρούμενες γιαποπαρέες των 90s, ανούσιοι πουκαμισάτοι και φανταχτερές μπι μπι μπο, παρέες του Κολωνακίου και της Κηφισιάς γεμάτες ασόσιειτς και κονσάλταντς, πράσινοι και μπλε στρατοί γλυφτρών των κατασκευαστικών και των media, καλλιτέχνιδες της αυλής σε πολιτισμικές Ολυμπιάδες, Γραμματείες Νέας Γενιάς ή Κωστοπουλικά πρωινάδικα,

»Δεν ήταν για σας… Χαφιέδες της εργοδοσίας, Σημαιάκηδες των Ιμίων και της Μακεδονίας, Ξεμωραμένοι και μετανοημένοι αριστεροί της μεταπολίτευσης με λακοστ, καριερίστες της Αριστεράς πάντα με χαμόγελο και μέσα στη μάσα. Δεν ήταν για σας… Νταβατζήδες μεταναστών και μεταναστριών, Ελληναράδες της μπάλας, της τσόντας και του σκυλάδικου. Δεν είναι για σας…

»Ιδεολόγοι των ΕΣΠΑ, σταρταπάκηδες που είδατε “την κρίση ως ευκαιρία”, νέο ή παλαιό μνημονιάκηδες…Ο Θάνος και τα Κρίνα ήταν για τους άλλους…

»Για νευριασμένες παρέες εφήβων σε σκοτεινές επαρχίες, για μαθήτριες που χλεύαζαν τη χυδαία σεμνοτυφία των σχολικών αιθουσών, για αλάνια με σχισμένα τζιν και δερμάτινα μπουφάν, για βραδιές σε σχολεία υπό κατάληψη. Ήταν για άλλους και άλλες. Για παρέες σε υπόγεια στούντιο στο Αιγάλεω ή την Κυψέλη, για μαθητικά δωμάτια που φιλοξενούσαν την απορία και την απόγνωση μιας γενιάς για το πώς κατάντησαν οι μεγαλύτεροι, του Πολυτεχνείου και των άλλων, για άφραγκα καλοκαίρια στο Αιγαίο και τσιγάρα που έπαιρνε ο αέρας την καύτρα στο κατάστρωμα.

»Είναι για τους άλλους και τις άλλες. Για τον βιβλιοϋπάλληλο που πονάει από την ορθοστασία, για την ιδιωτική υπάλληλο που δεν αντέχει το μαλακισμένο αφεντικό, για το ζευγάρι των 40άρηδων μισθωτών που επιμένει να διαβάζει λογοτεχνία το βράδυ αν και όλα γύρω του έχουν κατακλυστεί από την ασχήμια και την παλιανθρωπιά. Για τους τρελούς που κάνουν συναυλίες στον Κορυδαλλό, για αντιρατσιστικά φεστιβάλ, για αντιφασιστικές πορείες, για έναν κόσμο που συνεχίζει να αγωνίζεται όχι επειδή ξέρει ότι θα κερδίσει αλλά γιατί δεν έχει άλλη επιλογή.

»Ο Θάνος και τα Κρίνα ήταν για αυτούς και για αυτές, γιατί ήταν αυτοί και αυτές. Το ροκ τους ήταν βαθιά ταξικό, ήταν απαιτητικό και ποιοτικό αλλά πραγματικά λαϊκό. Το ροκ ειδικά των 90s στην Ελλάδα ήταν το ροκ το φτωχογειτονιών των μεγαλουπόλεων, είχε μέσα του τη μαυρίλα, την κατάθλιψη, τη μαγκιά, τον έρωτα και την ελπίδα αυτών. Και έγινε σε μια εποχή που το είδος είχε σε μεγάλο βαθμό εκφυλιστεί σε σουίτες ξενοδοχείων και τίτλους βασιλικών τιμών. Αγάπη και σεβασμός».

Ακριβώς Θάνο…

«Γράψαμε τραγούδια που μιλούσαν για τη θλίψη

των άρρωστων, δυσάρεστων και μάταιων δεσμών

παίξαμε με στίχους που γελούσαν με τη πίστη

των άτυχων, των άσχημων, των άδοξων θνητών»

Στο μεταξύ είχαμε αλλάξει αιώνα και χιλιετηρίδα όταν «ευωδίασαν αγριοκέρασα οι σιωπές». Τι τίτλος ήταν και αυτός. Ξέρω ότι δεν ήταν δικός σου αλλά του Παντελή, αλλά τι σημασία έχουν αυτά. Σημασία έχει ότι για μια ακόμη φορά ανατριχιάσαμε με το «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του Φθινοπώρου δείλι». Ποιος ξέρει γιατί διάλεξες να μελοποιήσεις αυτό το ποίημα του Ουράνη, ίσως βαθιά μέσα σου σε έτρωγε η αγωνία της μοναξιάς του ποιητή.

Έπειτα αρχίσαμε να ψάχνουμε «ό,τι απόμεινε από την ευτυχία». Σε αυτό το άλμπουμ έγραψες μόνο δύο τραγούδια, το «Δις Τζούλια» και τον «Παράδεισο». Αλλά έχω την εντύπωση ότι μόνο εσύ θα μπορούσες να αποδώσεις έτσι τους στίχους του Παντελή. Το «Παράδεισος» το έγραψες την ημέρα που μπήκαν οι Αμερικάνοι στο Ιράκ: «μα η ελπίδα είναι αυτή που γεννιέται και μένει, στις αυλές των παιδιών σε μια χώρα καμένη….». Το τραγούδι αυτό μιλάει για όλη αυτή τη δυσοσμία της εποχής, τους κοπρολάγνους που βγαίνουν στα διάφορα τηλεπαιχνίδια του συρμού, την επανάσταση της τηλεόρασης, τον νέο μεσαίωνα που έχει ξεκινήσει χωρίς να το έχουμε πάρει χαμπάρι, με τον τεράστιο κύκλο απαγορεύσεων, λογοκρισίας και τις αντιτρομοκρατικές εκστρατείες μετά των ευχελαίων μεγάλων ανδρών. Αυτά μου είχες πει σε εκείνη τη συνέντευξη που είχαμε κάνει για το «Δίφωνο». Την κάναμε τη συνέντευξη εκατό μέτρα από το σπίτι μου, στο παλιό στούντιο που είχατε, εκείνη τη παλιά μονοκατοικία που μετά από λίγο καιρό την πήρε ο δρόμος. Θυμάμαι μάλιστα ότι όταν σας είχαμε πει με τον Βασίλη Μαθιουδάκη ότι πρέπει να κρατάτε μια σημαία στη φωτογραφία γιατί αυτό ήταν το κόνσεπτ εκείνου του τεύχους του περιοδικού (είχαμε κάτι ιδέες στο «Δίφωνο»…), πήρες ένα κομμάτι χαρτί κόλλησες πάνω του δύο κομμάτια μονωτική ταινία φτιάχνοντας ένα Χ και το κόλλησες πάνω σε ένα στυλό. Σίγουρα ήταν η πιο ιδιαίτερη σημαία που φωτογραφήθηκε σε εκείνο το κόνσεπτ. Βέβαια από εκείνη τη συνέντευξη μου έμεινε περισσότερο η απάντησή σου στην ερώτηση «όταν θα τελειώσει η περιπέτεια των Διάφανων Κρίνων τι θα θέλατε να μείνει;». Και μου είπες αβίαστα και απλά, «η φιλία μας».

Μετά έπιασες δουλειά στις εκδόσεις «Ινδικτος» και από εκεί εκδόθηκε «Ο Γύρος της Μέρας σε Ογδόντα Κόσμους» και, τι έκπληξη για όλους μας, ένας δίσκος των «Διάφανων Κρίνων» χωρίς ούτε ένα στίχο. Απίστευτο. Αλλά γιατί; «Όταν έχεις την ελευθερία να δημιουργείς, μπορείς να φτιάξεις από την πιο μικρή παπαριά μέχρι το μεγαλύτερο αριστούργημα. Τότε μπορείς να λες: “πάμε να φτιάξουμε 11 οργανικά κομμάτια”, “πάμε να γράψουμε ένα θεατρικό”. Χωρίς νόρμες, χωρίς καλούπια, χωρίς παρωπίδες, χωρίς τίποτε. Αυτή είναι η πεμπτουσία της ελευθερίας στη δημιουργία και επιτυγχάνεται όταν δεν έχεις άγχος, όταν δεν σε κυνηγούν δαίμονες, όταν είσαι εντάξει με τον εαυτό σου». Αυτά μου είχες πει στην αντίστοιχη συνέντευξη που είχαμε κάνει για το δίσκο και βέβαια η συγκεκριμένη έκδοση μας είχε αποζημιώσει με τη μουσική σας και τη συγκέντρωση όλων των στίχων και αρκετών κειμένων σας. Όχι άσχημα για «μια ιδέα που γεννήθηκε από μια κρασοκατάνυξη ωραίων ανθρώπων».

 

«Δεν κόβεται στα δύο η ζωή, είναι ήλιος και βροχή μαζί»

Με αυτά και με τα άλλα φτάσαμε στο 2008. Ο θάνατος του Τόλη, του μικρού σου αδερφού σε εκείνο το τροχαίο, μας χάλασε όλους αλλά εσένα σε σημάδεψε βαθιά όπως φάνηκε και αργότερα. Το «Κι η αγάπη πάλι θα καλεί» ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του, μάλλον το «Τελευταίος Σταθμός» το έγραψες επηρεασμένος από το θάνατό του. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε, αλλά λίγες ημέρες πριν τη παρουσίαση του στο «Αν» έριξες τη βόμβα: «Διάφανα Κρίνα» τέλος! Μέσα σε ελάχιστο διάστημα αποφάσισες να αλλάξεις τα πάντα, το γκρουπ σου, το σπίτι σου, τη ζωή σου, ακόμα και το χρώμα των μαλλιών σου. Η παρουσίαση στο «Αν» δεν έγινε ποτέ και μας έμεινε η εμφάνιση στο ιστορικό live των Προπυλαίων για τον Γρηγορόπουλο εκείνες τις φλογερές ημέρες του Δεκέμβρη, όταν «σε ρωτούσαν οι χειμώνες». Κανείς μας δεν ήξερε ότι έβλεπε για τελευταία φορά ζωντανά τα «Διάφανα Κρίνα» μέχρι την επανένωση σας στη Τεχνόπολη το 2015.

Τράβηξες το δρόμο μόνος σου και είναι αλήθεια ότι έκανες πολλά. Από την παράσταση «Οι Ποιητές γυμνοί τραγουδούν» στα τέλη του 2009, την έκθεση έργων ζωγραφικής σου με κάρβουνο το 2011, άλλωστε όλοι μας ξέραμε ότι ζωγράφιζες στα artwork των δίσκων των «Κρίνων», κυκλοφόρησες το προσωπικό σου δίσκο «Ως το Τέλος» το 2012. Εκείνο το καλοκαίρι ξαναβρεθήκαμε και στις «Αναιρέσεις», όταν έπαιξες σε εκείνο το live χαμό με τα «Μωρά στη Φωτιά», τους «Magic De Spell» και τα «Υπόγεια Ρεύματα».

Κανείς μας δεν περίμενε ότι θα πάνε τα πράγματα όπως πήγανε. Τι να γράψει κανείς για το πώς νιώσαμε με εκείνη την ανάρτηση σου στο facebook…

Έπειτα ήρθε η Τεχνόπολη και το Παλλάς που δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ και μαθαίναμε ότι ακόμη έκανες σχέδια και είχες υλικό για καινούργιο δίσκο. Δεν πρόλαβες…

Κάποιοι έγραψαν ότι νικήθηκες. Μα πως είναι δυνατό να έγινε αυτό όταν εσύ, ένα παιδί από το Περιστέρι, τραγούδησες όπως τραγούδησες, όλα αυτά που έχουν στοιχειώσει τη ψυχή χιλιάδων ανθρώπων; Όταν έγραψες αυτούς τους στίχους που έγραψες, όταν έγινες μέρος αυτής της μαγικής μουσικής, όταν ζωγράφισες, ερωτεύτηκες, έκλαψες, χάρηκες, ένιωσες; Όταν υπήρξες τόσο άνθρωπος; Όταν αντιμετώπισες την έσχατη δοκιμασία σου τόσο δημιουργικά. Όταν την ώρα που σπαράχτηκε το φως σου ήσουν τόσο πλήρης; Εσύ που ήσουν ήλιος και βροχή μαζί; Είναι τυχαίο όλα αυτά που γράφτηκαν αυτές τις δύο ημέρες για σένα στα κοινωνικά δίκτυα;

Στο «Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου», που τραγούδησες τους στίχους του Παντελή, στο τέλος αυτών υπάρχει ένα ερώτημα:

«Άραγε θα θυμάται κάποιος το όνομα μας, της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια,/ Τα πάθη μας, τις λύπες τα δεινά μας; Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας;»

Να μην έχεις καμιά αμφιβολία για αυτό.

Καλό ταξίδι φίλε μας.

Υ.Γ: Ο θάνατος του Θάνου κλείνει οριστικά ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του ελληνικού ροκ αυτό των Διάφανων Κρίνων. Ως toperiodiko.gr θα επανέρθουμε με ένα αφιέρωμα στο συγκρότημα.

θανος4

Κατά βάθος θα ήθελε να παίζει μουσική, αλλά επειδή αυτό το τρένο χάθηκε, γράφει για αυτή και βέβαια όχι από επάγγελμα αλλά από πάθος. Έπειτα από πολυετή θητεία σε περιοδικά και εφημερίδες κατέληξε στο απάνεμο(;) λιμάνι του toperiodiko.gr…