Επιστολές αναγνωστών / Αναδημοσιεύσεις απόψεων

«... Θανάτω θάνατον»

| 08/04/2018
Το παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσίευση από την μόνιμη στήλη του Γιώργου Χουρμουζιάδη, στο ένθετο του Ριζοσπάστη «7 Μέρες Μαζί» της Κυριακής 22 – 23 Απριλίου του 2006. 
Με τη γη της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Υεμένης να βουλιάζουν στο αίμα, με τους δρόμους των καπιταλιστικών μεγαλουπόλεων να γεμίζουν αστέγους, σκιές ανθρώπων, χαμηλωμένα κεφάλια και μισές ανάσες, με πόσα άλλα ακόμη που δεν μπορεί καν να θυμηθεί ανθρώπου νους για να τα βάλει σε έναν κατάλογο, οι γιορτινές μέρες έχουν μια άλλη γεύση, στυφή. Μια γεύση που θυμίζει θάνατο και που αν υπάρχει μια ευχή για όλους είναι η ίδια η ζωή, η πραγματική, ανθρώπινη ζωή. Γι αυτό:
«Θανάτω θάνατον πατήσας…» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Παπαδημήτρη και η νύχτα, θρυμματισμένη από τα βεγγαλικά και τα αυτοσχέδια βαρελότα του κυρ Αλέκου κρεμάστηκε χαρμόσυνη, ως αναστάσιμη, από τις ανθισμένες ακακίες που στόλιζαν την αυλή του Αγίου Θεράποντα. Εμείς αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και βγάλαμε τα κόκκινα αβγά από τις βαθιές μας τσέπες και ετοιμαστήκαμε για τον πασχαλιάτικο εμφύλιο πόλεμο. Εξάλλου, από τη Μεγάλη Πέμπτη ετοιμαζόμασταν γι’ αυτήν τρυφερή «σύρραξη». Πρώτα πρώτα, διαλέγαμε ένα αβγό που να είναι μυτερό και η βαφή του να μην έχει λεκέδες και άλλα ξυσίματα. Ύστερα βάζαμε την παλάμη μας στο αυτί και με το άλλο χτυπούσαμε το διαλεγμένο αβγό στην άκρη των δοντιών μας. Ανάλογα με τον ήχο που έβγαζε αυτό το περίεργο χτύπημα βγάζαμε και το σχετικό συμπέρασμα για την αντοχή του αβγού μας στο επικείμενο τσούγκρισμα. Βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως όλη αυτή η «ειδωλολατρική» τελετουργία δεν είχε καμιά σχέση με την αντοχή του αβγού. Ήτανε απλώς ένα παιχνίδι.
Όπως ένα παιχνίδι ανεξήγητο ήτανε όλα τα άλλα. Από τη Μεγάλη Δευτέρα και δώθε. Το τροπάριο της Κασσιανής που άκουγε η μάνα μου με μεγάλη κατάνυξη. Τα δώδεκα ευαγγέλια με εκείνο το σπαρακτικό «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», την ώρα που η μισή Ελλάδα «κρεμότανε» στα καμένα από τα «ναπάλμ» των Αμερικανών κλαδιά της Μουργκάνας και της Αλεβίτσας. Και την άλλη μέρα ο επιτάφιος, στολισμένος, απόμακρος, χαμένος μέσα στα δάκρυα ανίδεων κορασίδων που μαζί με τον «νυμφίο της εκκλησίας» ονειρεύονταν κρυφά, σκεπασμένες με τα άγαμα, λινά σεντόνια της Άνοιξης τον άλλο νυμφίο, που κειτόταν ανάσκελα. Ματωμένος, ήρωας, μάταιος, θρυμματισμένος μέσα στη ματαιότητα των ηρωικών οραμάτων που δε θα προλάβαινε να τα χειροκροτήσει ως νικηφόρους εωθινούς να βηματίζουν το πρωί της Κυριακής στους δρόμους μιας άλλης Πατρίδας. Και το βράδυ του Σαββάτου «Ανάστα ο κύριος». Ο Παπαδημήτρης χρυσοντυμένος. Η Τασία, η μοδίστρα, με προτεταμένα τα ατελείωτα στήθια της να μοιράζει αναστάσιμους ασπασμούς και να εύχεται. Και μεις οι μικροί να μην υποπτευόμαστε πως όλα αυτά θα τελειώσουν και πως η «ανάσταση» δε θα έχει πια κανένα νόημα, γιατί έτσι κι αλλιώς ο «θάνατος» μόνον με «θάνατο» μπορεί να «πατηθεί», όπως έλεγε το αναστάσιμο τροπάριο. Η βία με τη βία όπως θα γράφουνε στα άσπρα ντουβάρια οι ανήμποροι επαναστάτες. Η γροθιά με τη γροθιά. Και η αναλγησία της εξουσίας με την ανυπακοή, την αντίσταση.
Πέρασαν χρόνια να καταλάβω τι ήθελε να πει με τη βραχνή του φωνή ο Παπαδημήτρης την αναστάσιμη νύχτα. Πέρασαν χρόνια να συνειδητοποιήσω πως λάθος συνηθίσαμε να ευχόμαστε, έστω και τυπικά, «Χριστός ανέστη» για να αναγγείλουμε, λέει, το μεγάλο μήνυμα. Ίσως, αν το αλλάζαμε και λέγαμε το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μαζί με τα φιλήματα της «αγάπης» και τα τσουγκρίσματα των διαλεγμένων αβγών «Θανάτω θάνατον», ίσως, σκέφτομαι, τώρα που το νόημα της «ανάστασης» είναι για μένα ένα ανοιξιάτικο καλοψημένο αμνοερίφιο, αγορασμένο από τη Βαρβάκειο, με αλλαγμένη τη σφραγίδα της προέλευσής του. Ισως, λέω, τα πράγματα να ήτανε τώρα αλλιώς. Η βδομάδα των «παθών» να ήτανε πραγματικά ένα ατελείωτο παιχνίδι χαρμόσυνων ασμάτων και ερωτικών επικλήσεων. Οι κορυφές της Μουργκάνας και της Αλεβίτσας να μην είχανε γονατίσει κάτω από το βάρος ανεξόφλητων θανάτων. Και οι λαοί της Γης να μη γινότανε μάρτυρες προκλητικών επιταφίων, ψευδώνυμων αναστάσεων, και θανατηφόρων βεγγαλικών. Ισως, δηλαδή, να μη χρειάζονταν τόσοι θάνατοι. Γι’ αυτό, σύντροφοί μου, αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχηθώ «Θανάτω θάνατον». Το νου σας!

*O Γιώργος Χουρμουζιάδης υπήρξε σημαντικός καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, o οποίος συμμετείχε σε πληθώρα ερευνών της Νεολιθικής Περιόδου και σε ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και διετέλεσε και αντιπρύτανης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.  Μέλος του ΚΚΕ και εκλεγμένος δύο φορές βουλευτής, δεν είναι πια μαζί μας από τις 16 Οκτωβρίου του 2013.