Καθήκον πίστης προς τον εργοδότη, καθήκον πίστης προς τη νομιμότητα

Το νόμιμο, άρα το ηθικό

| 06/03/2017

Συνταγματικά και νόμιμα οι εργοδότες θα μπορούν να χρησιμοποιούν στα δικαστήρια, στοιχεία που είναι καταγεγραμμένα στον σκληρό δίσκο των υπολογιστών των εργαζόμενων, αφού οι εργαζόμενοι αυτοί παραιτήθηκαν και ανέλαβαν εργασία σε άλλη επιχείρηση.

Αυτή είναι η υπ΄ αριθμ 1/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία δημοσιεύθηκε την Κυριακή (!).

Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια και στην πράξη; Παράδειγμα. Αν κάποιος απασχολούμενος σε μια επιχείρηση έστελνε e-mails με επιχειρηματικές πληροφορίες (εν αγνοία του εργοδότη του) σε άλλη ανταγωνιστική επιχείρηση, στην οποία στη συνέχεια ανέλαβε εργασία, πήγε να εργαστεί εκεί δηλαδή, τότε ο εργοδότης θα μπορεί να χρησιμοποιήσει ό,τι έχει καταγραφεί στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του εν λόγω εργαζόμενου ενώπιον του δικαστηρίου σε ενδεχόμενη αστική αλλά και ποινική διεκδίκηση.

Μάλιστα, αναφέρεται ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου προσωπικών δεδομένων, αλλά ούτε πρέπει να υπάρχει η συναίνεση των υπαλλήλων για να ανασυρθούν στοιχεία από τον υπολογιστή της εταιρείας που χρησιμοποιούν οι εν λόγω υπάλληλοι.

Το «αποκορύφωμα» της απόφασης του ΣτΕ, το καταστάλαγμα του συλλογισμού της είναι πως «οι εργαζόμενοι έχουν καθήκον πίστης προς τον εργοδότη τους και υποχρεούνται να μην ενεργούν ανταγωνιστικές πράξεις οι οποίες να βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη τους, όπως είναι η άσκηση για δικό τους λογαριασμό, με άγνοια του εργοδότη, εμπορικών εργασιών, ομοίων ή παρόμοιων με αυτών του εργοδότη που εργάζονται».

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτήν την δικαιοφανή απόφαση είναι πολλά και πολύπλοκα, δεδομένου και ότι ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει στην ιστορία του συνταγματικές και νόμιμες, καταστάσεις και θέσεις, οι οποίες με βάση το δημόσιο συμφέρον, την ηθική τους σημασία και το αίτημα της δικαιοσύνης που υποτίθεται ότι καλείται ο Άρειος Πάγος να υλοποιήσει, θα περίμενε κανείς, προφανώς αλλά μάλλον αφελώς, να καταδικάσει. Το μνημόνιο π.χ. είναι ιστορικό παράδειγμα κι επιχείρημα για τους αμφισβητίες της δικαστικής εξουσίας.

Εν προκειμένω λοιπόν, τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι δεκάδες, κάθε εργαζόμενος μπορεί να τα φανταστεί, ερωτήματα υποκειμενικά και αντικειμενικά. Πως ορίζεται η ανταγωνιστική πράξη; Πως ορίζεται και που τελειώνει το συμφέρον του εργοδότη; Αν το συμφέρον του εργοδότη βλάπτει κάτι κοινωνικά σημαντικό; Ποιο είναι το συμφέρον κάθε φορά του εργαζόμενου; Πως προστατεύεται η ελευθερία του εργαζόμενου; Ποια στοιχεία μπορεί σε αντίθετη περίπτωση να χρησιμοποιήσει ένας εργαζόμενος, όταν για παράδειγμα συνομιλεί πρώην με μέλλον εργοδότη του για το πόσο «απαιτητικός» ή υπάκουος είναι ο εργαζόμενος; Πίστη προς κάθε/οποιονδήποτε εργοδότη; και πολλά πολλά άλλα. Μα φαίνεται πως στον συλλογισμό των δικαστών απάντησε και κυριάρχησε το ανώτερο καθήκον. Το καθήκον πίστης του εργαζόμενου προς τον εργοδότη.

Το οποίο πρέπει να αποδεχτούμε ως νόμιμο και ηθικό. Σύμφωνα με τη νομιμότητά τους και την ηθική τους. Τις οποίες, επίσης, πρέπει να αποδεχτούμε ως νόμιμες και ηθικές. Το επιβάλει το καθήκον της πίστης μας στην τάξη και στη νομιμότητα. Κι αυτό είναι υπεράνω ηθικής…