Κοινωνική Ασφάλιση: Ζωή, Yγεία και Aξιοπρέπεια υπό διεκδίκηση (Β’ Μέρος)

Με «οδηγίες» της ΕΕ, από το '90 μέχρι σήμερα το σύστημα ασφάλισης «πλαγιοκοπείται» αδιαλείπτως

| 08/05/2016

Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στην Κοινωνική Ασφάλιση. Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος όπου αναφερόμαστε στις εξελίξεις από το τέλος του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 1990, οπότε και τα πράγματα αλλάζουν ακόμα πιο δραματικά.

Ό,τι οι εργαζόμενοι με αγώνες, και υπό την πίεση του «παραδείγματος» των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, κατέκτησαν, άρχισε μετά την δεκαετία του ’90, σε συνθήκες σοβαρής υποχώρησης του εργατικού κινήματος μετά και από τις ιστορικές αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη, να δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα.  Στην Ελλάδα, μετά από δεκαετίες υπονόμευσης της κοινωνικής ασφάλισης από το ίδιο το κράτος εκ των έσω, με μια ευρεία γκάμα αποφάσεων και ενεργειών (όπως αναφέρθηκε στο Α’ Μέρος), τη σκυτάλη πήρε η γνωστή επωδός περί «μη βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων», περί ελλειμμάτων (που είναι σαφές όπως φάνηκε και στο Α’ Μέρος ποιος έχει την ευθύνη για τη δημιουργία τους), περί ανάγκης «μεταρρύθμισης» προκειμένου να μην καταρρεύσουν κλπ.

Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης αλλά και του συνολικού χρόνου ασφάλισης προκειμένου ο ασφαλισμένος να μπορεί να λάβει αξιοπρεπή σύνταξη, μαζί με την μείωση των συντάξεων και των ιατροφαρμακευτικών παροχών, αναδείχτηκαν στους πλέον προσφιλείς στόχους των κυβερνήσεων ΝΔ  και ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών ’90 και ’00. Και παρέμειναν και στην εποχή του μνημονίου. Βήμα το βήμα, το «ξήλωμα» άρχισε τη δεκαετία του ’90 και σήμερα λαμβάνει μορφή λαίλαπας υπό την μορφή των μνημονίων.

Νόμος Σιούφα 1992 – Κυβέρνηση Κων/νου Μητσοτάκη: Η πρώτη μεγάλη επίθεση

Ο πρώτος νόμος σε αυτήν την κατεύθυνση είναι ο νόμος 2084/92 ή αλλιώς «νόμος Σιούφα» επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον οποίο γίνεται η μεγάλη αρχή της επίθεσης κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Περιέχει σειρά αρνητικών ρυθμίσεων οι οποίες τελικά καταλήγουν στην επιμήκυνση του αναγκαίου χρόνου ασφάλισης, στην αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, στην περικοπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και, κυρίως, στην σημαντική μείωση των εργοδοτικών εισφορών.

Ο νόµος εισάγει για πρώτη φορά τη διαφοροποίηση των ασφαλιστικών προϋποθέσεων µε βάση το έτος πρώτης ασφάλισης. Πιο συγκεκριμένα οι κυριότερες προβλέψεις είναι οι εξής:

 Α) Οι εργαζόµενοι που άρχισαν να ασφαλίζονται µετά την 1/1/1993 έχουν µειωµένα ασφαλιστικά δικαιώµατα σε σχέση µε τους προηγούµενους (άρθρο 47).

 Β) Καταργούνται οι συντάξεις χωρίς όριο ηλικίας και εισάγεται το όριο ηλικίας για να λαμβάνει κανείς σύνταξη. Πρακτικώς αυτό σημαίνει ότι μπορεί, δηλαδή, να κατοχυρώνει σύνταξη (π.χ. 35 χρόνια εργασίας), αλλά δε δικαιούται να την πάρει αν δε συµπληρώσει το κάθε φορά ηλικιακό όριο που ο νόµος Σιούφα καθορίζει (άρθρο 48).

 Γ) Περικόπτονται δραστικά οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.

 ∆) Μειώνεται αισθητά το ποσό της σύνταξης στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.

Ε) Αλλάζει η βάση υπολογισµού της σύνταξης, δηλαδή, αντί του τελευταίου µισθού (ο οποίος θεωρούνταν ο καλύτερος τότε), η σύνταξη αρχίζει πλέον να υπολογίζεται µε βάση το µέσο όρο των µισθών της τελευταίας 5ετίας, µε αποτέλεσµα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να μειώνεται το ποσό της..

ΣΤ) Μειώνει τις εργοδοτικές εισφορές και µε το άρθρο 22 καθιερώνει τριµερή χρηµατοδότηση στην κύρια σύνταξη για τους νεοεισερχόµενους, π.χ. στο ΙΚΑ εισφέρουν πλέον (επί των αποδοχών) 10% το κράτος, 13,33% ο εργοδότης (αντί του 20%, που ήταν πριν το νόµο Σιούφα) και 3,67% ο εργαζόµενος.

συνταξη3

Επιτροπή Σπράου 1997 – Κυβέρνηση  Σημίτη: Όταν οι συνταξιούχοι… ζουν περισσότερο από όσο πρέπει

Το 1997 η κυβέρνηση Σημίτη ανέθεσε στην επιτροπή Σπράου να μελετήσει «τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος» και τις «παθογένειες» και να προτείνει λύσεις υπό το πρίσμα των προβλέψεων για τη μείωση του νεαρού, σε ηλικία πληθυσμού, στην Ελλάδα κατά 25% μέχρι το 2015. Η έκθεση Σπράου πρότεινε την αύξηση των εισφορών των ασφαλισμένων και των εργοδοτών ή εναλλακτικά τη θεσμοθέτηση νέων πόρων για την οικονομική ενίσχυση του συστήματος, χωρίς όμως να περιγράφει στοιχειωδώς ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι πόροι.

 Πρότεινε ακόμη την καθολική μείωση των μέσων συντάξεων, τον περιορισμό των συντάξεων αναπηρίας, την επιμήκυνση του εργασιακού βίου, τη σταδιακή κατάργηση των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, τη σταδιακή εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών και, ως ύστατο μέτρο, τη γενική αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Ζητήματα οργάνωσης των ταμείων, όπως οι ενοποιήσεις, δεν είχαν απασχολήσει τους «σοφούς» της επιτροπής Σπράου. Ο κ. Σπράος, ας θυμίσουμε, έχει μείνει γνωστός από την δυσφορία που του προκαλούσε το γεγονός ότι, όπως του είχε «ξεφύγει» σε δηλώσεις του, οι συνταξιούχοι, πλέον, με την πρόοδο και της επιστήμης ζουν περισσότερο και επιβαρύνουν τα ταμεία!

Νόμος Γιαννίτση 2001 – Κυβέρνηση Σημίτη: Η επιτομή των όσων ακολούθησαν μέχρι σήμερα

Το 2001 η κυβέρνηση Σηµίτη, την οποία πολλοί χαρακτηρίζουν μέχρι και σήμερα ως την πλέον πειθήνια στις οδηγίες της Ε.Ε., επιχειρεί ν’ αλλάξει ριζικά το ασφαλιστικό και τις εργασιακές σχέσεις, με βάση πάντα τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών. Με υπουργό Εργασίας τον εξωκοινοβουλευτικό καθηγητή, Τάσο Γιαννίτση, (διετέλεσε πρόεδρος του Ομίλου Ελληνικών Πετρελαίων – ΕΛΠΕ την περίοδο 2009 – 2011), επιχείρησε για λογαριασμό της εργοδοσίας να προωθήσει την επόμενη μεγάλη, μετά το 1992, «ασφαλιστική μεταρρύθμιση», η οποία σήμερα μνημονεύεται ιδιαιτέρως ως «η λύση που αν είχε εφαρμοστεί, θα ήμασταν καλύτερα».

Το ποιος θα ήταν καλύτερα, είναι εύκολο να γίνει κατανοητό καθώς, ως συνήθως, έτσι και σε αυτήν την «μεταρρύθμιση», οι στόχοι.. παρέμεναν ίδιοι: Παραπέρα μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», δικαίωμα ξανά να «μπει χέρι στα αποθεματικά» των Ταμείων, ανοιχτή προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης. Συνοπτικά το σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση το 2001, είχε τους εξής άξονες:

Αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης και του ποσοστού αναπλήρωσης και για τους ασφαλισμένους πριν από το 1993, που οδηγούσε στη μείωση των συντάξεων (αντί των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας ή του τελευταίου μήνα, θα λαμβάνονταν ως βάση υπολογισμού οι αποδοχές των 10 καλύτερων ετών της τελευταίας 15ετίας).

Για τα επικουρικά ταμεία, ο σχεδιασμός ήταν ή να συγχωνευτούν με τα κύρια ή να περάσουν στα χέρια της ιδιωτικής ασφάλισης.

Συνταξιοδότηση στα 65 έτη για άνδρες και γυναίκες, για κύρια και επικουρική ασφάλιση. Μέτρο που οδηγούσε στην αύξηση του εργάσιμου βίου, τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια για εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες.

Συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη μόνο με 40 χρόνια ασφάλισης ή 12.000 ένσημα, από 10.500 ένσημα.

Επανεξέταση των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, με στόχο τον σταδιακό αποχαρακτηρισμό τους, με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους στα επαγγέλματα αυτά.

Μείωση της κατώτατης σύνταξης, μέσα από την εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη συμπλήρωσή της.

Ισοπέδωση προς τα κάτω των Ταμείων με την ενοποίησή τους.

Τα σχέδια της κυβέρνησης Σημίτη δεν πέρασαν τελικά, μετά από μαζικότατες κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Ωστόσο, η καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπε το σχέδιο Γιαννίτση, δεν σήμανε και την αποτροπή τους. Πολλά από αυτά τα μέτρα, πέρασαν τμηματικά τα χρόνια που ακολούθησαν, από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.  

Αν κάποιος, μεταξύ αυτών των μέτρων, αναγνωρίζει αυτά που λαμβάνονται και σήμερα, δεν κάνει λάθος. Επιβεβαιώνεται, τελικά, ότι η «μεταρρύθμιση Γιαννίτση», που τόσο πολύ συζητιέται μέχρι σήμερα και που πρακτικά εφαρμόζεται «βήμα βήμα», δεν ήταν παρά μέτρα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο και γι’ αυτό αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς είτε με μνημόνια είτε χωρίς, με τα πρώτα να δίνουν «μεγαλύτερη ώθηση» και να ασκούν μεγαλύτερη πίεση στους εργαζόμενους υπό το καθεστώς φόβου.

συνταξη2

Από τις διαδηλώσεις το 2001

Νόμος Ρέππα 2002 – Κυβέρνηση Σημίτη: Η επισημοποίηση του τζογαρίσματος των αποθεματικών στο χρηματιστήριο

Το 2002, ψηφίζεται ο νόµος Ρέππα (3029/2002), σύµφωνα µε τον οποίο προβλέπονται:

Α) Η ίδρυση ταµείων επαγγελµατικής ασφάλισης µεταξύ εργοδοτών-εργαζοµένων, δηλ. Ν.Π.Ι.∆., που λειτουργούν µε βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστηµα. Επιβάλλεται πλέον και τυπικώς το τζογάρισµα του 70% των αποθεµατικών τους στο χρηµατιστήριο (άρθρο 7). Δηλαδή, έµµεσα, νοµιµοποιείται η κλοπή των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων µέσω του χρηµατιστηρίου. Ανοίγει επίσης ο δρόμος για κλοπή των ασφαλιστικών εισφορών τους, µε το πρόσχηµα της αξιοποίησής τους σε µετοχές κ.λπ. (άρθρο 7).

Β) Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισµού της σύνταξης. Ως βάση υπολογισµού παραµένει ο µέσος όρος της τελευταίας 5ετίας, όπως προέβλεπε και ο νόµος Σιούφα. Η σύνταξη, όµως, µειώνεται  σταδιακά από το 80% του τελευταίου βασικού µισθού στο 70%. Συγκεκριµένα, µέχρι τις 31/12/2007 υπολογίζεται µε το 80% του τελευταίου µισθού. Από 1/1/2008 υπολογίζεται σε δυο µέρη: α) Τα χρόνια που έχει συµπληρώσει ο εργαζόµενος ως το 2007 επί 80% και β) τα υπόλοιπα επί ποσοστού σταδιακά µειούµενου ως το 70% του µέσου όρου των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας (άρθρο 2).

 Γ) Η κατάργηση της κρατικής εισφοράς, δηλαδή του 10% επί των αποδοχών ή των 10/27 επί του συνόλου των εισφορών, όπως προβλεπόταν στο νόµο Σιούφα στα πλαίσια της τριµερούς χρηµατοδότησης για τους ασφαλισµένους στο ΙΚΑ, και η αντικατάστασή της µε το 1% του ΑΕΠ (άρθρο 4). Αυτό, όµως, το 1% από τότε δεν αποδίδεται. Η αλλαγή αυτή είχε σκοπό την κλοπή του ασφαλισµένου χωρίς πολλές αντιδράσεις, γιατί µε το προηγούµενο σύστηµα το κράτος πλήρωνε στον κάθε εργαζόµενο ατοµικά το 10% και η µη τήρηση αυτής της υποχρέωσης θα είχε άµεσο πολιτικό κόστος. Τώρα το κράτος χρωστάει συνολικά στο ταµείο κι αυτό απασχολεί ένα µικρό κύκλο, τις διοικήσεις των ταµείων και τους υπεύθυνους της κυβέρνησης. Είναι ένας εύσχημος και εύκολος τρόπος «στρίβειν δια του αρραβώνος».

Δ) Αύξηση του ορίου ηλικίας στα 67 χρόνια, (σε προαιρετική βάση), με τον εκβιασμό των χαμηλών συντάξεων και της αδυναμίας συγκέντρωσης του απαιτούμενου χρόνου κατοχύρωσης ασφαλιστικού δικαιώματος.

Ε) Ένταξη των Ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων και των πρώην ΔΕΚΟ στο ΙΚΑ, με παράλληλη κατάργηση δικαιωμάτων.

ΣΤ) Αρχίζει εκ νέου συζήτηση για το ποιο επάγγελμα μπορεί να χαρακτηριστεί βαρέο και ανθυγιεινό κ.ο.κ.

Νόμος Πετραλιά 2008 – Κυβέρνηση Καραμανλή: Ενοποιήσεις, συρρίκνωση πρόωρων συντάξεων, το τελικό «χτύπημα» στο ΙΚΑ

Οι προσπάθειες καταλήστευσης των ταµείων συνεχίζονται αµείωτα. Παρά την κατακραυγή που προκάλεσε το σκάνδαλο µε τα «δοµηµένα» οµόλογα, η κυβέρνηση Καραµανλή, πιστή στις εντολές της Ε.Ε., προώθησε ακόµη µία «ασφαλιστική µεταρρύθµιση» µε το νόµο 3655/2008, τον γνωστό, πια, και ως νόµο Πετραλιά, που προβλέπει:

Α) Μεταφορά όλων των ταµείων των τραπεζών στο ΙΚΑ (άρθρο 1), κάνοντας ακόµη πιο ελλειµµατικό το ΙΚΑ, αφού του φόρτωσε ασφαλισµένους, χωρίς να του µεταφέρει εισφορές που αυτοί είχαν καταβάλει.

Β) Αύξηση των ειδικών ορίων συνταξιοδότησης και των γενικών επίσης µε τη µορφή κινήτρων. Μείωση των επικουρικών συντάξεων. Κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων µητέρων και συρρίκνωση όλων των πρόωρων συντάξεων σε βαθµό που να καθίστανται απαγορευτικές (άρθρα 143, 144, 145).

Γ) Σαρωτικές ενοποιήσεις σε όλους τους τοµείς κοινωνικής ασφάλισης, δηλ. κύρια σύνταξη, επικουρική σύνταξη, υγεία, εφάπαξ (άρθρα 2 έως 136).

∆) Αύξηση των απαιτούµενων ηµερών ασφάλισης προκειµένου να δικαιούται κάποιος παροχές υγείας (άρθρο 147).

Ε) Ίδρυση ασφαλιστικού κεφαλαίου «αλληλεγγύης γενεών», δηλ. χρηµατοδότηση του ασφαλιστικού συστήµατος µέσω της αναδιανοµής υπαρχόντων πόρων από άλλα ταµεία, δροµολόγηση της αύξησης της έµµεσης φορολογίας (ΦΠΑ) και ένταση των ιδιωτικοποιήσεων, µε πρόσχηµα ότι το 10% των εσόδων τους θα πηγαίνει στο ασφαλιστικό σύστηµα (άρθρο 149).

συνταξη7

Νόμος Γ. Παπακωνσταντίνου – Α. Λοβέρδου 2010 – Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου – Τα «εγκαίνια» των μνημονίων

Η κυβέρνηση Παπανδρέου και το υπουργικό δίδυμο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδος κατέκτησαν ακόμη μια πρωτιά. Με διαφορά μιας εβδομάδας ψήφισαν στη Βουλή δυο ίδια νομοσχέδια. Το πρώτο (νόμος 3863/2010 ή νόμος Λοβέρδου – Παπακωνσταντίνου) ρυθμίζει τα ασφαλιστικά θέματα για τους εργαζόμενους ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και το δεύτερο (νόμος 3865/2010 ή νόμος Παπακωνσταντίνου) ρυθμίζει τα ίδια θέματα μόνο για τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα. Παραμένει η απορία γιατί έγινε αυτός ο διαχωρισμός.

Στο σχετικό σημείο (άρθρο 27) του νομοσχεδίου που κατατέθηκε, διαβάζουμε αρχικά (παράγραφος 1) ότι όλα τα ταμεία συγχωνεύονται σε τρεις φορείς μισθωτών, αγροτών και αυτοαπασχολουμένων, αλλά τελικά μαθαίνουμε (παράγραφος 7) ότι οι «επιστήμονες» (ιατροί -δικηγόροι-μηχανικοί) και οι δημοσιογράφοι θα κρατήσουν τα ταμεία τους. Τέλος, παρακάτω (στο άρθρο 65!) βλέπουμε ότι το ίδιο θα ισχύσει και για τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος.

Όλα τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου είναι ευθυγραμμισμένα με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από το Α΄ Μνημόνιο για το ασφαλιστικό, οι οποίες ουσιαστικά «πατούν» στις κατευθυντήριες γραμμές που η ΕΕ είχε χαράξει πολύ καιρό πριν το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, η οποία ενέτεινε την πίεση για την λήψη τέτοιων «αντι-ασφαλιστικών» μέτρων,  την υιοθέτηση της πιο σκληρής εκδοχής τους και μάλιστα το γρηγορότερο δυνατό.

Η πρώτη εντύπωση από το νομοσχέδιο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου είναι ότι μεγάλος χαμένος είναι οι γυναίκες εργαζόμενες στο Δημόσιο, ιδιαίτερα οι μητέρες  άνω των  τριών ανήλικων παιδιών ή παιδιών με αναπηρία. Επίσης, προβλέπονται επιβαρύνσεις μέχρι 5 ετών σε γυναίκες – άνδρες με τρία παιδιά και άνω που προσλήφθηκαν προ του 1983, αλλά και μέχρι 15 ετών σε άνδρες – γυναίκες με ανήλικα που προσελήφθησαν την επίμαχη δεκαετία 1983-1992.

Επισήμως, πάντως, η κυβερνητική δικαιολογία ήταν ότι η Ελλάδα συμμορφώνεται με την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε σχέση με την εξίσωση των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο, κάτι που αποδεικνύει προφανώς ότι πρόκειται για γενικές κατευθύνσεις των Βρυξελλών που προϋπήρχαν των μνημονίων.

 Τα 15 καίρια σημεία που ανέτρεψαν τα δεδομένα και στο Δημόσιο με τα νομοσχέδια αυτά αφορούν:

1. Εξίσωση των ορίων ηλικίας γίνεται με τριετή προσαρμογή, μέχρι το 2013.

2. Εξομοιώνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Δηλαδή, οι γυναίκες που είχαν προσληφθεί μέχρι 31.12.1982 θα συνταξιοδοτούνται με 25 έτη υπηρεσίας από το 2013.

3. Πέντε χρόνια επιβάρυνσης για έχοντες τρία παιδιά και άνω, καθώς αυξάνει στην 25ετία η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για γυναίκες και άνδρες που προσλήφθηκαν μέχρι και το 1982. Καταργείται η πρόσθετη προϋπόθεση της επιμέλειας των παιδιών με δικαστική απόφαση που είχαν οι άνδρες ή να είναι χήροι.

4. Εξομοιώνονται στην 25ετία τα όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών και για στρατιωτικούς που προσλήφθηκαν μέχρι και το 1982.

5. Όσοι έχουν προσληφθεί από 1.1.1983 μέχρι 31.12.1992 θα παίρνουν σύνταξη στα 65, όπως προβλέπει το Μνημόνιο. Προβλέπεται σταδιακή προσαρμογή και από τα 60 φέτος επιβαρύνονται 1 χρόνο το 2011, 3 χρόνια το 2013 και 5 χρόνια το 2013.

6. Το 65ο έτος ισχύει από το 2013 και για άνδρες – γυναίκες με ανήλικο παιδί κατά τη συμπλήρωση 25ετίας. Από τη συμπλήρωση 25ετίας στο 60ό έτος φέτος, επιβαρύνονται με 5 χρόνια όσοι τη συμπληρώσουν του χρόνου, 10 χρόνια όσοι συμπληρώσουν το 2012 και 15 χρόνια όσοι συμπληρώσουν 25ετία το 2013.

7. Επιβάρυνση και για έχοντες ανίκανο παιδί ή σύζυγο στην 25ετία. Ενώ μέχρι σήμερα ήταν ανεξαρτήτου ορίου ηλικίας, αν συμπληρώσουν 25ετία το 2011 πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 53ο έτος ηλικίας, το 2012 το 56ο και το 2013 το 60ό έτος.

8. Σύνταξη στα 60, αλλά μειωμένη, μπορούν να πάρουν άνδρες και γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι, που το 2011 θα αποχωρήσουν έχοντας συμπληρώσει το 56ο έτος ηλικίας, το 2012 το 58ο και το 2013 το 60ό έτος.

9. Βασική αρχή του Ασφαλιστικού είναι ενιαίο ασφαλιστικό καθεστώς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα από 1.1.2015 και καθιέρωση βασικής και αναλογικής σύνταξης, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που χορηγούνται από τους άλλους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.

10. Επιβάλλεται εισφορά ΛΑΦΚΑ 3 – 9% και για δημοσίους υπαλλήλους με μηνιαία σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ.

11. Καθιερώνεται η διαδοχική ασφάλιση και για τους δημοσίους υπαλλήλους.

12. Γίνεται αυστηρότερο το σύστημα χορήγησης των αναπηρικών συντάξεων, που από 1.1.2011 θα χορηγούνται μέσω του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας. Εν τούτοις διατηρούνται οι Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας και Αστυνομίας.

13. Ο επιζών σύζυγος θα λάβει τη σύνταξη του αποβιώσαντος μόνο αν έχουν συμπληρωθεί 5 αντί 2 χρόνια έγγαμου βίου.

14. Δεν θα παίρνουν σύνταξη άγαμες ενήλικες θυγατέρες παρά μόνο αν αποδεδειγμένα είναι ανίκανες ή σπουδάζουν, με εισοδηματικά κριτήρια που περιορίζουν το ποσό της σύνταξης. Ενώ καταργείται το δικαίωμα συνταξιοδότησης διαζευγμένων θυγατέρων.

15. Περικόπτεται κατά 70% η σύνταξη άνω των 700 ευρώ για όσους συνεχίζουν να εργάζονται ή συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη και παραμένουν στην εργασία.

??????????????????

Η «επίσημη πρώτη» Βασικής – Αναλογικής Σύνταξης και στο Δημόσιο

Ο νόμος Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου επισημοποιεί την κουβέντα που είχε αρχίσει ήδη από τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό περί βασικής – αναλογικής σύνταξης κάτι που αφορά και στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο τομέα.  Έτσι προβλέπεται η εφαρμογή από το 2015 και στον δημόσιο τομέα ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων, με τη βασική και την αναλογική σύνταξη, που θα ισχύσει και στον ιδιωτικό τομέα. Πρακτικώς, σήμερα με το τέταρτο μνημόνιο, η κουβέντα αυτή είναι η κυρίαρχη και αφορά στους πάντες!

Με τον νόμο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου καθιερώνεται η βασική και η αναλογική σύνταξη, με το ποσοστό αναπλήρωσης να μειώνεται στο 64%. Το ποσοστό αυτό θα προκύπτει από το άθροισμα της βασικής σύνταξης (που αναλογεί στη συμμετοχή του κράτους) και της αναλογικής σύνταξης (που είναι ανάλογη με τον μισθό και τα έτη ασφάλισης). Με βάση τα στοιχεία, η αναλογική σύνταξη, αυτή που θα αντιστοιχεί στις εισφορές που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι, θα ανέρχεται σε 48% με 40 έτη απασχόλησης, ενώ η βασική σύνταξη θα είναι ίση για όλους. Σήμερα προσδιορίζεται σε 360 ευρώ. Το 2010 αναφερόταν δε, ότι θα συνεχίσει να υπάρχει κανονικά και η επικουρική σύνταξη, μια κουβέντα που σήμερα «περπατώντας» το τρίτο μνημόνιο αποκτά ανεκδοτολογικό χαρακτήρα.

Οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, προβλέπεται ήδη από το 2010, ότι θα υπολογίζονται πλέον με το νέο τρόπο, ο οποίος τις μειώνει δραστικά. Η μείωση θα επέρχεται και μέσω της μείωσης του συντάξιμου μισθού, ο οποίος θα βγαίνει από τις αποδοχές όλου του εργάσιμου βίου, και μέσω του ποσοστού αναπλήρωσης που μεσοσταθμικά για κάθε έτος πέφτει στο 1,2% αντί του 2,2% που ισχύει σήμερα.

Τι γίνεται στον Ιδιωτικό Τομέα με βάση τον νόμο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου:

Ο νόμος νόμος 3863/2010 προέβλεπε για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα καταρχήν ότι:

Άνδρες ασφαλισμένοι μέχρι τις 31/12/2010 με 10.000 ημέρες ασφάλισης και ηλικία 62 ετών μπορούν να συνταξιοδοτηθούν από το ΙΚΑ, ενώ ασφαλισμένοι από την 1/1/2011 και μετά, με 10.000 ημέρες ασφάλισης (προσοχή δεν είναι τα ένσημα για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος)  πρέπει να συμπληρώσουν τα 63 χρόνια τους για να πάρουν σύνταξη από το ΙΚΑ.

Με το νέο Ασφαλιστικό επεκτείνεται στον ιδιωτικό τομέα και τα ειδικά Ταμεία (ΔΕΚΟ, τραπεζών, Τύπου) η πρόβλεψη – που ανέκαθεν ίσχυε στο Δημόσιο-  για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μόνο με την ανηλικότητα του παιδιού και τα ελάχιστα ασφαλιστικά όρια. Δεν απαιτείται δηλαδή να συνυπάρχει και η τρίτη προϋπόθεση, αυτή της ηλικίας (50ό έτος) για έξοδο ή θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Έτσι, με τις δύο προϋποθέσεις η μητέρα θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα στο όριο ηλικίας που προβλέπεται κατά τη χρονιά που συμπληρώνει τις δύο άλλες προϋποθέσεις (ανήλικο και έτη ασφάλισης). Και εξέρχεται στη σύνταξη με τη συμπλήρωση του ενδιάμεσου μεταβατικού ορίου ή όποτε επιθυμεί μεταγενέστερα, χωρίς καμία επίπτωση ως προς τα όρια ηλικίας.

Ουσιαστικά, οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση των μητέρων με ανήλικο προσομοιάζουν με αυτές του Δημοσίου για μια μεταβατική περίοδο (2010 – 12) αλλά γενικότερα καθίστανται δυσμενέστερες:

 α) Ως προς το ποσοστό σύνταξης, αφού επιβάλλεται παρακράτηση 6% για κάθε χρόνο πρόωρης εξόδου και 30% για την 5ετία (στο Δημόσιο και ορισμένα ειδικά Ταμεία, στα οποία έως τώρα προβλεπόταν πέναλτι 2,8% έως 4,5% για κάθε χρόνο πρόωρης εξόδου, αλλά όχι στον ιδιωτικό τομέα καθώς το αυξημένο πέναλτι ισχύει εδώ και δύο χρόνια) και

β) Ολα τα όρια ηλικίας αυξάνουν δραστικά έως και 15 έτη και ήδη από το 2013 θα ισχύει το 65ο έτος ως γενικό όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση και για τις γυναίκες.

Κατά συνέπεια, όποια μητέρα – εργαζόμενη στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα δεν συμπλήρωσε την διετία (μέχρι τα τέλη του 2012) τα ελάχιστα έτη ασφάλισης που προβλέπονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος (συνήθως 15 έτη στα Ταμεία του Τύπου, 18,3 στο ΙΚΑ και έως 20 ή 25 έτη στις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο) και ταυτόχρονα δεν είχε ανήλικο (ή δεν απέκτησε νέο τέκνο) υπάγεται αυτοδικαίως στις γενικές διατάξεις και συνταξιοδοτείται αναποδράστως στο 65ο έτος της ηλικίας.

Διαφορετικά, αν μια μητέρα δεν έχει τα απαιτούμενα ένσημα μπορεί να εξαγοράσει τον χρόνο ανατροφής των παιδιών της (1 έτος για το πρώτο τέκνο και από δύο πλασματικά χρόνια για κάθε ένα για τα δύο επόμενα παιδιά της, συνολικά 5 έτη για την τρίτεκνη) και να κατοχυρώσει το μεταβατικό – ευνοϊκότερο εν σχέσει με τα γενικά – όριο ηλικίας και να κατοχυρώσει συνταξιοδότηση πριν από το 65ο έτος της ηλικίας. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να συνταξιοδοτηθεί με πλήρεις αποδοχές στο 60ό έτος και 40 έτη ασφάλισης αναγνωρίζοντας πλασματικά χρόνια. Ειδικά το 2011 δεν μπορεί αυτά να είναι πάνω από 4, αυξάνονται όμως στα 5 έτη το 2012, τα 6 έτη το 2013 και 7 συνολικά έτη το 2014. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί η περίοδος της λοχείας (300 ημερομίσθια ή ένας χρόνος), η ανεργία (έως 300 ημέρες), τα έτη σπουδών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθώς και οι μεταλυκειακές σπουδές και τα ΙΕΚ (απαιτείται η κτήση πτυχίου ή τίτλου σπουδών), η εκπαιδευτική άδεια κ.ά.

Όπως ανέφεραν τότε πολλά δημοσιεύματα, σε κάθε περίπτωση, το «κόλπο» του Ασφαλιστικού των Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου βρίσκεται στην 40ετία. Με λιγότερα από 40 έτη ασφάλισης (μαζί με τα πλασματικά) επενεργεί το πέναλτι του… μειωμένου ποσοστού αναπλήρωσης. Για παράδειγμα, με 35 έτη η σύνταξη πέφτει στο 45,85% και μάλιστα στο σύνολο των αποδοχών στη διάρκεια του εργασιακού βίου, όχι επί της καλύτερης 2ετίας ή 5ετίας που γνωρίζαμε έως τώρα, ενώ στα 39 έτη είναι 54,6%. Αντιθέτως, στα 40 έτη αυξάνεται στο αξιοπρεπές 60% χωρίς να υπολογίζεται η βασική σύνταξη των 360 ευρώ. Και από αυτό το πέναλτι δεν τη… γλιτώνει κανείς, έστω και αν φτάσει στα 65 έτη. Το ποσοστό αναπλήρωσης δεν έχει σχέση με την ηλικία ή τις αποδοχές, παρά μόνο με τα έτη παραμονής στην ασφάλιση.

Εάν δε κάποιος βγει στη σύνταξη κάτω των 65 ετών και με λιγότερα από 40 έτη ασφάλισης υπάρχει διπλό πέναλτι, αφ’ ενός ο μειωμένος συντελεστής αναπλήρωσης (σύνταξης) και αφ’ ετέρου το πέναλτι πρόωρης εξόδου (μείον 6% για κάθε χρόνο).

συνταξη6

Το χρονικό του «τζόγου» με τα αποθεματικά των ταμείων

Το 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσµοθέτησε τη δυνατότητα να επενδύουν τα ασφαλιστικά ταµεία το 20% των αποθεµατικών τους σε επισφαλείς επενδύσεις (χρηµατιστήριο, τραπεζικά προϊόντα υψηλού κινδύνου κ.λπ.) και επέτρεψε την ίδρυση εταιρειών αµοιβαίων κεφαλαίων από τα ασφαλιστικά ταµεία και, µέσω αυτών, την «αξιοποίηση» των αποθεµατικών τους.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1995, ακολουθεί ο α’ νόµος Ρέππα για το ασφαλιστικό, με τον οποίο παραχωρείται στις διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων το «δικαίωμα» να προσλαμβάνουν ως συμβούλους διαχείρισης των αποθεματικών τους τράπεζες ή θυγατρικές τραπεζών. Με άλλα λόγια, εισάγεται και δια του νόμου το «τζογάρισμα»  σε χρηματιστήρια και διαφόρων ειδών επενδύσεις των χρημάτων των ασφαλισμένων, το οποίο τελικά κατέληξε σε καταλήστευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων.

Μάλλον, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί εντελώς τυχαίο γεγονός ότι αυτήν  ακριβώς την περίοδο γιγαντώθηκαν οι ιδιωτικές τράπεζες, αυτές, δηλαδή, που ο νόμος Ρέππα «σύστηνε» στα ταμεία να προσλάβουν ως «συμβούλους».  Με διοικήσεις που ορίζονται συνήθως από την εκάστοτε κυβέρνηση, είναι η μάλλον σαφές ότι η σύσταση δεν αποτελούσε «συμβουλή» αλλά υιοθέτηση νέας τακτικής.

Το 1999 η κυβέρνηση Σηµίτη αυξάνει το ποσοστό των αποθεµατικών των ταµείων που µπορεί να επενδύεται σε µετοχές και αµοιβαία κεφάλαια σε 23%. Ήταν η περίοδος που οι εκσυγχρονιστές µε τις «φούσκες» του χρηµατιστηρίου κατέκλεψαν τους αφελείς. Μεταξύ των θυµάτων περιλαµβάνονται και τα ασφαλιστικά ταµεία. Οι απώλειες των ταµείων λόγω των επισφαλών επενδύσεων αποκρύφτηκαν απ’ όλα τα ΜΜΕ. Ανεπισήμως, πάντως, γίνεται λόγος ακόμη και για απώλειες 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ την τριετία 1999-2002.

Το σκάνδαλο με τα «δοµηµένα» οµόλογα

Τα «δοµηµένα» οµόλογα επισήµως λέγονται «παράγωγα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα». Σε αντίθεση µε τα σταθερά, που έχουν ένα σταθερό επιτόκιο, τα δοµηµένα µόνο για τα πρώτα δύο έως πέντε χρόνια έχουν ένα σταθερό επιτόκιο, και µάλιστα πάνω από τον πληθωρισµό (5% έως 6%), ενώ για τα επόµενα 10 έως 18 χρόνια οι τόκοι τους συναρτώνται από περίπλοκους όρους και πρακτικά είναι µηδενικοί. Με τη λήξη του οµολόγου αυτού το δηµόσιο πληρώνει στον τελευταίο κάτοχό του την ονοµαστική του αξία, δηλαδή το ποσό που γράφει πάνω του το οµόλογο.  Τα «δοµηµένα» πρέπει να περνάνε οργανωµένα στο δεύτερο, τρίτο κ.λπ. αγοραστή τους µέσω της Ηλεκτρονικής ∆ευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (Η∆ΑΤ). Στην Η∆ΑΤ αποτελούν αντικείµενο διαπραγµάτευσης τίτλοι που έχουν εκδοθεί από το ελληνικό δηµόσιο καθώς και οµόλογα και εν γένει χρεωστικοί τίτλοι σταθερού εισοδήµατος που έχουν εκδοθεί από εταιρείες ή άλλους εκδότες.

Το 2007 η κυβέρνηση Καραµανλή φορτώνει τα ασφαλιστικά ταµεία µε τα «δοµηµένα» οµόλογα. Ο λόγος που τα επέλεξε ήταν ότι αυτά δε λογίζονται ως δηµόσιο χρέος. Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου για το υπερβολικό έλλειµµα της Συνθήκης του Μάαστριχτ παραπέµπει στον κανονισµό του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Ολοκληρωµένων Λογαριασµών (ΕΣΛ), ο οποίος στην εισηγητική του έκθεση αναφέρει: «Τα παράγωγα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα, που είναι σχετικά νέα εργαλεία και καλύπτονται για πρώτη φορά από το ΕΣΛ 95, δεν περιλαµβάνονται στο σύνολο του χρέους, επειδή δεν έχουν ίδια ονοµαστική αξία µε εκείνη που παρατηρείται για τα υπόλοιπα χρεωστικά µέσα». «∆ηµιουργική» λογιστική!

Τα ταµεία και ορισµένες επιχειρήσεις που ελέγχονταν από το δηµόσιο (Ταχυδροµικό Ταµιευτήριο, Αγροτική Τράπεζα κ.λπ.) «πήραν γραµµή» να πουλήσουν τα σταθερά οµόλογα δηµοσίου (όχι µόνο του ελληνικού) που κατείχαν και ν’ αγοράζουν µέσω χρηµατιστών και τραπεζών (που έπαιρναν µεγάλες προµήθειες από τα ταµεία) τα «δοµηµένα». Τότε τα «δοµηµένα» αγοράζονταν συνήθως στο 85% έως 87% της ονοµαστικής τους αξίας, λόγω του υψηλού κινδύνου απωλειών που έχουν, και κατά κανόνα πωλούνταν στον τελικό αποδέκτη σε τιµή µικρότερη από την ονοµαστική τους αξία (από το «άρτιο»). Οι διοικήσεις των ταµείων, όµως, κλήθηκαν να τα αγοράσουν στο 100% της ονοµαστικής τους αξίας ή και στο 106%.

Η διακίνηση των «δοµηµένων» που αγόρασαν τα ταµεία γινόταν εκτός δηµοσιότητας, δηλ. εκτός Η∆ΑΤ, για να χαθεί κάθε έλεγχος. Με το κόλπο των «δοµηµένων» τα ταµεία αρχικά έχασαν κεφάλαιο και µετά δάνεισαν µε µηδενικό επιτόκιο, µε κερδισµένους τους µεσάζοντες (χρηµατιστές- τράπεζες), πιθανότατα όσους τους εξυπηρέτησαν (µίζες) και το κράτος.  Όταν αποκαλύφθηκε αυτή η µεθόδευση, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να πάρει πίσω τα «δοµηµένα» από τα ταµεία, αφού όµως πρώτα τα ταµεία έχασαν σηµαντικά ποσά από τα αποθεµατικά τους (εκτιµάται γύρο στα 700 εκατοµµύρια ευρώ).

συνταξη8

Η χαριστική βολή του PSI

 Στην λεηλασία των αποθεματικών αναμφίβολα ξεχωριστή θέση έχει και το «κούρεμα» των αποθεματικών τους στο πλαίσιο του συνολικού κουρέματος του ελληνικού χρέους επί κυβέρνησης Παπαδήμου τον Μάρτιο του 2012. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδας, οι απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων ανέρχονται σε 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ συν 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ.

Συγκεκριμένα, η ονομαστική αξία του Κοινού Κεφαλαίου (το «κοινό ταμείο» στο οποίο είχαν κατατεθεί υποχρεωτικά δια των προηγούμενων νόμων όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων και επενδύονταν σε ελληνικά ομόλογα) από 18,7 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν στις 9 Μαρτίου 2012 μειώθηκε κατά 53,5% λόγω του PSI. Επιπλέον, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης του PSI, που αφορούσε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου υπό ξένο δίκαιο, η ονομαστική αξία του Κοινού Κεφαλαίου είχε νέα μείωση ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, πέφτοντας τελικά στα 8,8 δισ. περίπου. Έτσι, η συνολική μείωση στα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων λόγω του κουρέματος του ελληνικού χρέους ήταν 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσά αυτά αφορούν την ονομαστική αξία των ομολόγων των Ασφαλιστικών Ταμείων. Κι αυτό γιατί η τρέχουσα αξία των ίδιων ομολόγων ήταν, μετά το PSI, ακόμα μικρότερη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στις 31 Ιουλίου 2012, οι τίτλοι του Κοινού Κεφαλαίου των ασφαλιστικών ταμείων είχαν τρέχουσα αγοραία αξία ύψους μόλις 4,745 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή οι συνολικές απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων, με βάση τις τρέχουσες τιμές των τίτλων που έχουν στην κατοχή τους, ξεπερνούν τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ ή το 73% της ονομαστικής αξίας τους πριν το PSI!

 Οι «πιο καλοί οι μαθητές» των Βρυξελλών πριν τα μνημόνια – Οι οδηγίες της ΕΕ

Οι επιλογές αυτές των ελληνικών κυβερνήσεων δεν ήταν αποτέλεσμα «έμπνευσης». Αποτέλεσαν αξιοποίηση αν όχι εφαρμογή προβλέψεων ή ακόμη και οδηγιών που εμπεριέχονται σε αποφάσεις της ΕΕ για το ασφαλιστικό σύστημα. Συγκεκριμένα, στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Κολωνίας στις 14/7/1999 η Κοµισιόν εκδίδει ανακοίνωση µε τον τίτλο: «Συντονισµένη στρατηγική για τον εκσυγχρονισµό της κοινωνικής προστασίας».

Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι «τα συστήµατα κοινωνικής προστασίας πρέπει να αντανακλούν και να ανταποκρίνονται στην εµφάνιση νέων εργασιακών διευθετήσεων, όπως οι συµβάσεις ορισµένου χρόνου και µερικής απασχόλησης». Τα συνταξιοδοτικά συστήµατα … «προϋποθέτουν την εξεύρεση σωστής ισορροπίας µεταξύ κεφαλαιοποιητικών και διανεµητικών συστηµάτων»[i] και «πρέπει να αποθαρρύνουν την πρόωρη έξοδο από την αγορά εργασίας και να ενθαρρύνουν την ευελιξία των συνταξιοδοτικών ρυθµίσεων». Η «συντονισµένη στρατηγική», λοιπόν, της Ε.Ε. προώθησε το τζογάρισµα των αποθεµατικών σε χρηµατιστηριακές και τραπεζικές «φούσκες» καθώς και τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που στη χώρα µας ήταν σαν έτοιμες από καιρό να βάλουν χέρι στα επικουρικά ταµεία.

Δέκα χρόνια αργότερα, στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1/12/09, στο άρθρο ΙΙΙ-210 αναφέρεται ότι η διαµόρφωση του Συστήµατος Κοινωνικής Ασφάλισης είναι αρµοδιότητα κάθε κράτους µέλους και ότι η Ένωση απλώς «υποστηρίζει και συµπληρώνει τη δράση των κρατών µελών». Στην πραγµατικότητα όµως η Ε.Ε. επιβάλλει τη δική της γραµµή. Η Ε.Ε. πιέζει τις ελληνικές κυβερνήσεις: α) Για να ελαχιστοποιήσουν τις κρατικές χρηµατοδοτήσεις, µε το πρόσχηµα της µείωσης του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος, β) για να ελαχιστοποιήσουν τις εργοδοτικές εισφορές, µε πρόσχηµα την ανάπτυξη, γ) για να προωθήσουν τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, παρότι είναι συνυπεύθυνες για την κρίση και δ) για να πληρώνουν οι ίδιοι οι ασφαλισµένοι το µεγαλύτερο ποσοστό των ασφαλίστρων για συντάξεις πείνας και υποτυπώδη περίθαλψη.

Από όλα αυτά αναδεικνύεται ότι πολύ πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης τα τελευταία χρόνια, η συµµετοχή της χώρας στην Ε.Ε. έπληξε, ούτως ή άλλως, το Σύστηµα Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα και για τον επιπλέον λόγο ότι προώθησε την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, π.χ. ωροµισθία, δελτία παροχής υπηρεσιών (µπλοκάκια), εργασία ορισµένων ηµερών, απλήρωτες υπερωρίες. Η τάση για ελαστικότερες σχέσεις εργασίας ξεκίνησε µε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), συνεχίστηκε µε άλλες συνθήκες και καθιερώθηκε ως κοινοτική νοµοθεσία µε τη µορφή οδηγιών.

Τα μνημόνια ήρθαν να επιταχύνουν με βίαιο τρόπο ό,τι δεν είχε, ήδη, εφαρμοστεί και να επιβάλλουν μέτρα που, χωρίς την απειλή της γενικότερης «έκτακτης κατάστασης», πιθανώς δεν θα υιοθετούνταν ιδιαίτερα εύκολα.  Με δυο λόγια, όποια πολιτική δύναμη σήμερα υποστηρίζει ότι τα εξοντωτικά, για την κοινωνική ασφάλιση και τους εργαζομένους, μέτρα που λαμβάνονται οφείλονται μόνο στα μνημόνια, στην «κακή διαχείριση» του ενός ή του άλλου κυβερνώντος, στο «μοβόρο ΔΝΤ», στους  «άκαρδους δανειστές» κ.ο.κ.,  ψεύδεται και εξαπατά συνειδητά. Πρόκειται για την κορύφωση μιας επίθεσης κατά των εργατικών κατακτήσεων που ουδέποτε σταμάτησε και για μέτρα που η ΕΕ προωθούσε χρόνια προς όφελος του κεφαλαίου και τα οποία υπό την μορφή μνημονίων και την απειλή χρεωκοπίας, επιταχύνθηκαν, έγιναν σκληρότερα, και επιβάλλονται με καταιγιστικά βίαιο ρυθμό.


[i] Ένα συνταξιοδοτικό σύστηµα λέγεται κεφαλαιοποιητικό όταν οι ασφαλιστικές εισφορές επενδύονται σε µετοχές, οµόλογα κ.λπ., οι συντάξεις εξατοµικεύονται και εξαρτώνται µόνο από τις αποδόσεις (τόκους) των επενδύσεων και όχι από τις εισφορές των άλλων ασφαλισµένων ενός φορέα. Αναδιανεµητικό λέγεται το σύστηµα όταν οι συντάξεις καθορίζονται µε βάση µόνο τις εισφορές του συνόλου των ασφαλισµένων του φορέα. Στην Ελλάδα τα ελεγχόµενα από το δηµόσιο ασφαλιστικά ταµεία ακολουθούν µικτό σύστηµα, ενώ οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ακολουθούν αποκλειστικά το κεφαλαιοποιητικό.

 

 

Πηγές:

– Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση, τχ2

– Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»

– Εφημερίδα των Συντακτών

– Εφημερίδα «Κόντρα»

– Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»

– Εφημερίδα «Έθνος»

–  http://www.aua.gr/gr/synd/eedip/Nea/2007/Asfal_DS_ESDEP-APTH_Synopsi_Nomon_07-12-7.pdf