Λουί Αραγκόν: Ο κομμουνιστής ποιητής με την «αμετανόητη» σουρεαλιστική γλώσσα...

... ή το αντίθετο;

| 03/10/2016

Μεταξύ των σπουδαιότερων λογοτεχνών του περασμένου αιώνα που έθεσαν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο – κυριολεκτικά και μεταφορικά – το ζήτημα της στράτευσης στην τέχνη, συγκαταλέγεται ο μεγάλος Γάλλος κομμουνιστής – σουρεαλιστής λογοτέχνης, Λουί Αραγκόν. Ο ίδιος ήταν και από τους επιφανέστερους διανοούμενους της γενιάς του που έλυσαν αυτό το ζήτημα με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο.

Από τη σουρεαλιστική «έκρηξη»…

Ο Αραγκόν ήταν πρωτοπόρος, τόσο στην αισθητική, όσο και στην πολιτική του επιλογή. Ο ρόλος του στη διαμόρφωση της γαλλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα δεν υπολείπεται σε σπουδαιότητα της επιρροής του στα ευρωπαϊκά γράμματα. Οπως και άλλοι, μετέπειτα διάσημοι, καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του, γνώρισε από κοντά το μακελειό του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, υπηρετώντας στο μέτωπο σαν νοσοκόμος, αφού από το 1915 είχε γραφτεί στην ιατρική σχολή του Παρισιού. Το 1917 αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Η λήξη του πολέμου θα σημάνει και τη λήξη των ψευδαισθήσεων για τους ευρωπαϊκούς λαούς, ενώ η Οχτωβριανή Επανάσταση θα δείξει την προοπτική. Η δυτική προοδευτική ευρωπαϊκή διανόηση, αηδιασμένη από τον πόλεμο θα εκφραστεί μέσα από ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα, των οποίων η διάρκεια θα είναι σύντομη μεν, καθοριστική ωστόσο ως προς τις επιρροές στη μελλοντική πνευματική παραγωγή. Το «Νταντά» θα είναι το πρώτο από τα κινήματα αυτά που θα συσπειρώσει αυτή τη διανόηση, μεταξύ αυτής και τον Αραγκόν . Το 1920 θα εκδώσει την ντανταϊστική ποιητική συλλογή «Πυροτεχνήματα» που θα είναι και το πνευματικό του «εισιτήριο» στη λογοτεχνία.

Ηδη, από το 1919, μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν και τον Φιλίπ Σουπό εκδίδουν το μοντερνιστικό περιοδικό «Λογοτεχνία». Η ίδια ομάδα, ακόμη πιο προωθημένη ιδεολογικά και αισθητικά από το «νταντά» – το οποίο είχε ήδη κλείσει τον κύκλο του – θα αποχωρήσει από αυτό το 1922 και μαζί με τον επίσης μεγάλο Γάλλο κομμουνιστή, επίσης, ποιητή, Πολ Ελιάρ, θα πρωτοστατήσει στη δημιουργία του σουρεαλιστικού κινήματος. Ο Αραγκόν αναδεικνύεται μεταξύ των κυριότερων εκφραστών του σουρεαλισμού με έργα όπως η ποιητική συλλογή «Αέναη κίνηση», το μυθιστόρημα «Ο χωρικός του Παρισιού», η συλλογή δοκιμίων «Πραγματεία ύφους» κ.ά. Η φαντασία, η ευρηματικότητα της γραφής, η βιαιότητα της έκφρασης – συστατικά στοιχεία του σουρεαλισμού – βρίσκουν στον Αραγκόν τις καλύτερες στιγμές τους και δημιουργούν τομή στα ευρωπαϊκά γράμματα με βάθος που ούτε καν οι σουρεαλιστές μπορούσαν να προβλέψουν.

Από τη γέννησή του το σουρεαλιστικό κίνημα απέρριψε και πολέμησε με λύσσα, κάθε αστική έκφανση της αντιδραστικής αντίληψης «τέχνη για την τέχνη». Ηταν μοιραίο, οι σουρεαλιστικές συγκεντρώσεις να είναι ταυτόχρονα και ουσιαστικά, πολιτικές. Αλλωστε, πολλοί από τους μετέπειτα σουρεαλιστές είχαν στο παρελθόν έρθει σε επαφή με τους εξόριστους μπολσεβίκους, με επιφανέστερο από αυτούς τον ίδιο τον Λένιν. Πολλοί ντανταϊστές επίσης εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα και επιφανείς Γερμανοί ντανταϊστές πήραν μέρος στην επανάσταση του ’19. Ηταν επόμενο λοιπόν να συνδεθεί ο βασικός πυρήνας των σουρεαλιστών με το κομμουνιστικό κίνημα. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την ομαδική προσχώρηση της «ηγεσίας» του κινήματος (Αραγκόν , Μπρετόν, Ελιάρ, Περέ) στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1927.

Ο Αραγκόν (αριστερά) με τον Μπρετόν το 1924, στην ακμή του Σουρεαλισμού

Ο Αραγκόν (αριστερά) με τον Μπρετόν το 1924, στην ακμή του Σουρεαλισμού και της φιλίας τους

… στη ρήξη

Το 1930 ο Αραγκόν θα ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ και συγκεκριμένα στο Χάρκοβο, για να συμμετάσχει, εκ μέρους των σουρεαλιστών, στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Επαναστατών Συγγραφέων. Δυο χρόνια πριν είχε γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του, την Ελσα Τριολέ. Το ταξίδι αυτό θα είναι καθοριστικό, τόσο για την εμβάθυνσή του στον διαλεκτικό υλισμό, όσο και για τις αισθητικές του αναζητήσεις που θα τον φέρουν σε επαφή με τον υπό διαμόρφωση, τότε, σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Η επιστροφή του θα είναι καθοριστική και για το σουρεαλιστικό κίνημα, αφού θα σημάνει την πρώτη σοβαρή ιδεολογική αντιπαράθεση στους κόλπους του, η οποία θα οδηγηθεί στη γνωστή – και θορυβώδη, όπως ταίριαζε στους σουρεαλιστές – ρήξη του Αραγκόν με τους φίλους του, το 1932. Την επόμενη χρονιά θα διαγραφεί από το ΚΚΓ όλη η σουρεαλιστική ομάδα που εντάχθηκε το 1927, πλην του Αραγκόν , ο οποίος θα παραμείνει μέλος του Κόμματος μέχρι το τέλος της ζωής του. Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από τους διαγραφέντες σουρεαλιστές, πολλοί εξακολούθησαν να έχουν στη συνέχεια επαφή με το προοδευτικό κίνημα, όπως ο Ελιάρ, ο οποίος, θυμίζουμε, συνάντησε τους αντάρτες του ΔΣΕ στα βουνά και «τραγούδησε» τον αγώνα του ελληνικού λαού για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό.

Πάντως, ο Αραγκόν δεν είχε στο μυαλό του τη διάλυση του σουρεαλιστικού κινήματος. Το αντίθετο. Επιχείρησε να το εμπλουτίσει με τον μαρξισμό γιατί εκεί έβλεπε την προοπτική αυτού του κινήματος. Σε ένα άρθρο του μάλιστα μετά την επιστροφή του από την ΕΣΣΔ γράφει, μεταξύ άλλων: «Η αναγνώριση του διαλεκτικού υλισμού σαν μοναδικής επαναστατικής φιλοσοφίας, η κατανόηση και η ανεπιφύλακτη αποδοχή αυτού του υλισμού από τους ιδεαλιστές διανοούμενους, όσο συνεπείς κι αν είναι, για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων θεμάτων της επανάστασης – να ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης των σουρεαλιστών…».

Αραγκόν – Ρίτσος: Μια συνάντηση

Ο ποιητής θα στρατευτεί και στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αυτή τη φορά σαν αντιστασιακός. Το 1942 άρχισε να εκδίδει και το παράνομο περιοδικό «Τα γαλλικά γράμματα». Μέσα στην καρδιά του πολέμου θα γράψει πολλά αντιστασιακά έργα, αλλά και το εξάτομο μυθιστόρημα «Οι Κομμουνιστές».

Ο Αραγκόν ωστόσο δε θα εγκαταλείψει τον σουρεαλισμό ως αισθητική έκφραση και μάλιστα δε θα τον δει σε αντιπαράθεση με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό αλλά και την πολιτική στράτευση. Οσο και αν οι σουρεαλιστές, πρώην φίλοι του, τον κατηγόρησαν για τα έργα του μετά το ’30, όπως το αφηγηματικό ποίημα «Κόκκινο μέτωπο» και την ποιητική συλλογή «Ζήτω τα Ουράλια», ο Αραγκόν απέφυγε να τους κατηγορήσει και απαντούσε μέσα από το έργο του, αλλά και από τα κριτικά του κείμενα. Πάνω σε αυτό, αλλά και σε άλλα σημαντικά θέματα, ο Αραγκόν μίλησε και μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη», στη συνέντευξη που παραχώρησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αθήνα το 1980.

Ο Αραγκόν , όπως και πολλοί άλλοι ξένοι διανοούμενοι, συμπαραστάθηκε ενεργά στους Ελληνες πολιτικούς κρατούμενους στα μαύρα μετεμφυλιακά χρόνια. Μεταξύ των αγωνιστών υπέρ των οποίων πρωτοστάτησε για την απελευθέρωσή τους ο Αραγκόν , ήταν και ο Γιάννης Ρίτσος. «Ο Ρίτσος είναι ο άνθρωπος με τον οποίο συνδεόμουν μέσα από τα ποιήματά του χωρίς ακόμα να τον έχω γνωρίσει προσωπικά, την εποχή που τον καταδίωκαν. Ο Ρίτσος είναι αναμφισβήτητα ένας μεγάλος Ελληνας».

Οι δύο ποιητές συναντήθηκαν την ίδια μέρα που μίλησε ο Αραγκόν στον «Ριζοσπάστη».

%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%ce%bd4

Κριτική ματιά

Στο «Ρ» ο Αραγκόν ξεκαθάρισε βασικά πράγματα. «Οσο για μένα» είπε σε μια αποστροφή του λόγου του, «ήμουνα πάντα σουρεαλιστής δεν είναι έτσι; Δεν ξέρω αν αυτό είναι κακό. Θέλω να πω, ότι πάντα έπαιρνα από το σουρεαλισμό τα σημαντικά εκείνα στοιχεία που αυτή η τέχνη κλείνει μέσα της, πράγμα που θα εξακολουθήσω να κάνω. Ομως πρέπει και πάλι να το πούμε ότι οι εποχές και οι συνθήκες είναι διαφορετικές κι έτσι πρέπει να κρίνουμε τα πράγματα. Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα είμαι πάρα πολύ προσεκτικός σε όσους έχουν επιβιώσει από αυτό το κίνημα που μπορεί να μην είναι όλοι της γενιάς μου, αλλά μοιάζουν μ’ εκείνους».

Για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ο Αραγκόν έγραψε και είπε πολλά, κυρίως όταν βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί το έργο και την ιδεολογία του απέναντι στους επικριτές του: «Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην ανάπτυξη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και την ανάπτυξη των παλιότερων λογοτεχνικών σχολών. Εκείνες δεν μπορούσαν να ζήσουν παρά μόνο σε μιαν αποκλειστική πολεμική, καταδικάζοντας κάθε τι που δεν ήταν αυτές οι ίδιες. Η πάλη του σ.ρ. είναι άλλου είδους. Διεξάγεται αλλού. Και γι’ αυτό το λόγο ο σ.ρ. μπορεί να επωφεληθεί απ’ ό,τι γεννιέται έξω από αυτόν, μπορεί πάντοτε να ερμηνεύει, να προσανατολίζει προς τη δική του κατεύθυνση ακόμα και στοιχεία που είναι αντίθετα. Γιατί ο τελικός σκοπός του δεν είναι να οδηγήσει στο θρίαμβο ενός στιλ, αλλά στο θρίαμβο μιας αντίληψης για τον κόσμο. Το να θεωρούμε το σ.ρ. σαν μια συγκροτημένη τέχνη που αντιτίθεται σε άλλες που την ανταγωνίζονται, μου φαίνεται ελάχιστα σοβαρό. Εχω, από τη μεριά μου – για το σ.ρ. – μιαν αντίληψη ανοιχτή, που επιτρέπει στον καλλιτέχνη που την ασπάζεται να πλουτίζει ο ίδιος και η τέχνη του, όχι μόνο σε ένα κλειστό λιβάδι, αλλά παντού όπου θα βρει τη βοσκή του, διατηρώντας πάντα την κριτική επιφύλαξη των αντιλήψεών του. Ο σ.ρ. είναι η εμπροσθοφυλακή της πρωτοπόρας λογοτεχνίας. Αυτό όμως προϋποθέτει πως η λογοτεχνία υπάρχει πέρα απ’ αυτή την εμπροσθοφυλακή».

Υπήρξαν όμως πάντα εκείνοι που είχαν σχεδόν «θριαμβολογήσει» για ορισμένα μεταπολεμικά του έργα και κριτικά κείμενα (το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Μεγάλη Εβδομάδα», 1958, κ.ά.) τα οποία είχαν εκληφθεί ως «απομάκρυνση» από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ο ίδιος είχε απαντήσει εκείνη την εποχή: «Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύω, αλλά πέφτουν ολότελα έξω. Η “Μεγάλη Εβδομάδα” δεν είναι εγκατάλειψη αλλά ανάπτυξη της μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού».

Οι φοβισμένοι…

Το ότι ο Αραγκόν ήταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή της τέχνης και της ζωής δεν επιβεβαιώνεται μόνο από τα πολλά βραβεία (μεταξύ αυτών και το Βραβείο Λένιν το 1957) ούτε από τις θέσεις, όπως αυτή του διδάκτορα στα Πανεπιστήμια της Πράγας και της Μόσχας και του μέλους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Ο Αραγκόν ενοχλούσε και φόβιζε στη ζωή και εξακολουθεί να ενοχλεί και να φοβίζει μετά το θάνατο, με το έργο του, όσους πραγματικά πρέπει να φοβούνται. Την ημέρα που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, μια γαλλική νεοφασιστική οργάνωση έβγαλε την εξής ανακοίνωση: «Οι λέξεις μάς λείπουν σήμερα για να διαδηλώσουμε τη χαρά μας. Δεν είμαστε απ’ εκείνους τους φιλελεύθερους, που θα χύσουν κροκοδείλια δάκρυα για τον θάνατο ενός αντιγάλλου. Μετά από τον θάνατο του Μέντες Φρανς και του Μπρέζνιεφ, προαναγγέλλεται πράγματι ένας ωραίος χειμώνας για τους εθνικόφρονες»!

Το πιθανότερο είναι πως και ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν θα τα «έβαψε μαύρα» για τον χαμό του Αραγκόν, ανομολόγητα φυσικά, ωστόσο, το μέγεθος της προσφοράς του στη λογοτεχνία της πατρίδας του επέβαλλε το στοιχειώδη σεβασμό και την αναγνώριση. Μάλιστα, στον παραπάνω λίβελο των φασιστών απάντησε ο Φρανσουά Μιτεράν μέσω ενός γράμματός του στο ΚΚΓ.

Ακόμη και δυο μήνες πριν το θάνατό του, όταν γιορταζόταν το ιωβηλαίο του, ο Πανίκος Παιονίδης γράφει ότι «εξαπολύθηκε μια τέτοια κακόβουλη επίθεση ενάντια στους οργανωτές των γιορτασμών, που ανάγκασε τον Ζαν Ριστάτ, γνωστό ποιητή και διευθυντή του λογοτεχνικού περιοδικού του ΚΚ Γαλλίας “Ντιγράφ” να πάρει τον λόγο στην “Ουμανιτέ” και να υπερασπίσει μια δόξα ολόκληρης της Γαλλίας, που εκείνες τις μέρες ήταν φανερό πια ότι έφευγε».

Οπως και νά ‘χει, ο κομμουνιστής Αραγκόν θα «βγάζει» τη σουρεαλιστική του «γλώσσα» στους εκμεταλλευτές, μέχρι την τελική νίκη…

[hr]

Πηγές: 1) «Ριζοσπάστης» 17/10/1980, 2) Αρθρο του Πανίκου Παιονίδη από τη «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ», Τεύχος 157, 1982, 3) Λήμμα του Τίτου Πατρίκιου στο «Βιογραφικό Λεξικό».

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.