Μία σύντομη ιστορία της αντανάκλασης, της εικόνας και του φωτός

Κάποιος, κάποτε, είδε στο νερό το πρόσωπό του, και νόμισε ότι ήταν ο εαυτός του

| 12/06/2016

Μέχρι το 6000 π.Χ., οπότε και κατασκευάστηκαν οι πρώτοι καθρέφτες (από οψιδιανό), οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ξέρουν πώς ακριβώς έμοιαζε το πρόσωπό τους. Ο μόνος τρόπος που είχαν για να αντλήσουν κάποια εικόνα ήταν το είδωλο στο νερό, αλλά αυτή δεν μπορούσε να είναι απολύτως ακριβής. Με την εφεύρεση του καθρέφτη οι άνθρωποι απέκτησαν πραγματική πρόσβαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, αλλά αυτός ο τρόπος ήταν στιγμιαίος και δεν τους επέτρεπε να ξαναδούν ή να δείξουν στους νεότερους πώς ήταν στα νιάτα τους. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εικόνα που παρέχει ένας καθρέφτης είναι ελαφρώς παραπλανητική, καθότι αντεστραμμένη. Είναι μία λεπτομέρεια που μοιάζει ασήμαντη, αλλά αρκεί να σκεφτούμε ότι οι δύο πλευρές του προσώπου δεν είναι ίδιες, και να θυμηθούμε τον εαυτό μας ενώ έβλεπε μία φωτογραφία που μας τράβηξαν, καταπληκτικά όμοια αλλά εκνευριστικά διαφορετική σε σχέση με το πρόσωπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στον καθρέφτη. Ίσως ο μύθος να μην επεδίωκε να καταδείξει μόνο την αυταρέσκεια, αλλά και το διακαή πόθο του ανθρώπου για αυτή τη γνώση. Και ίσως αν είχε προϋπάρξει ο καθρέφτης ή η φωτογραφική μηχανή, ο Νάρκισσος να μην είχε πνιγεί, ή να μην είχε γεννηθεί στη μυθολογία.

Και ενώ η αντανάκλαση της εικόνας είχε πια κατακτηθεί, κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να προσθέτουν σκαλοπάτια στην κλίμακα της καταγραφής της (τα πρώτα είχαν μπει από τη ζωγραφική και τη γλυπτική), χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς να έχουν επίγνωση ο ένας των ανακαλύψεων του άλλου. Ο Κινέζος φιλόσοφος Μόζι (ή Μο Ντι, ή Μο Τι, 5ος αιώνας π.Χ.) επεσήμανε την αντιστροφή του φωτός που εισέρχεται σε έναν σκοτεινό χώρο από μία μοναδική μικρή οπή, ενώ ο Αριστοτέλης παρατήρησε το ίδιο φαινόμενο στα κυκλικά σχήματα φωτός που πέφτουν μέσα στη σκιά μιας σίτας ή των φύλλων ενός δέντρου. Ωστόσο δεν κατάφεραν να εξηγήσουν τι ακριβώς συνέβαινε.

(Ως ενδεικτικό της διαφοράς αντιλήψεων σε σχέση με το σήμερα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ευκλείδης, όπως αργότερα και άλλοι, πίστευε πως η όραση λειτουργεί με φωτεινές ακτίνες που εκπέμπονται από τα μάτια.)

Ο πρώτος που κατάλαβε ότι το φως που αντιστρέφεται μέσα σε συνθήκες σκιάς δεν είναι ένα τυχαίο φως αλλά η εικόνα που υπάρχει στην άλλη πλευρά της οπής, ήταν ο Άραβας επιστήμονας Αλχαζέν (περ. 1020 μ.Χ.). Ήταν μάλιστα και ο πρώτος που κατάφερε να προβάλει μία εξωτερική εικόνα στο εσωτερικό ενός σκοτεινού δωματίου – camera obscura, όπως ονομάστηκε λίγους αιώνες αργότερα. Όταν ο Τζιανμπαττίστα ντέλλα Πόρτα τοποθέτησε στην οπή έναν κοίλο φακό με σκοπό να «αναπαραστήσει το σχήμα του ματιού» (1558), και θέλησε να μοιραστεί τα αποτελέσματα του πειράματος με τους φίλους του στην Ακαδημία των Μυστικών, (ή Οτιόζι), η Εκκλησία τον θεώρησε μάγο και απείλησε να τον κάψει ζωντανό.

Ήδη πλέον, η ζωγραφική, το πιο αργό και παρεμβατικό μέσο καταγραφής εικόνας, και το μοναδικό προς το παρόν, ωθούμενη από τις μελέτες περί προοπτικής και τη μετάβαση στην ελαιογραφία, είχε αρχίσει να αποτυπώνει ακριβείς εικόνες, ικανοποιώντας την ανθρώπινη ματαιοδοξία και διευρύνοντας τα όρια των δυνατοτήτων της (sic). Είναι η εποχή που ακμάζει η προσωπογραφία, γιατί το πρόσωπο μπορεί πλέον να καταγραφεί πιστά και να μείνει έτσι για πάντα. Μοιραία, εμφανίζονται διάφοροι προστάτες των τεχνών που παραγγέλνουν έργα όπου συνυπάρχουν ζωγραφικά με αγίους, λιοντάρια και εσταυρωμένους σε εβραϊκές τοποθεσίες αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και βιβλικής θεματολογίας, θύματα της ίδιας τους της μυθομανίας (γιατί μυθομανία δεν είναι μόνο, ή δε θα έπρεπε να είναι μόνο, η τάση κάποιου να ψεύδεται, αλλά και η ανάγκη του να ακούει ιστορίες, να παραμυθιάζεται). Επωφελούμενοι από τη γενικότερη χωροχρονική ασυναρτησία των έργων, κάποιοι ζωγράφοι υποκύπτουν στον πειρασμό να συμπεριλάβουν και το δικό τους πρόσωπο στις πολυπληθείς συνθέσεις.

Στα μέσα του 17ου αιώνα, ο Γιοχάννες Βερμέερ χρησιμοποίησε μία τελειοποιημένη εκδοχή της camera obscura, φιλοτεχνώντας έργα σχεδιαστικής τελειότητας και πάλλοντων χρωμάτων. Την ίδια περίοδο, η μελέτη του φωτός συνεχίζεται από πολλούς επιστήμονες, οι οποίοι όμως είναι διχασμένοι. Υπάρχει η Νευτώνεια άποψη ότι το φως αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια, ενώ οι Χούιγκενς και Χουκ, επηρεασμένοι από τον Ντεκάρτ, υποστηρίζουν ότι είναι κύματα που διαχέονται στο plenum ή τον αιθέρα – αυτή η διχογνωμία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αν σκεφτούμε ότι η σύγχρονη επιστήμη παρατηρεί πως το φως συμπεριφέρεται και ως σωματίδιο αλλά και ως κύμα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Τόμας Γιάνγκ ανακαλύπτει ότι το φως αποτελείται από συχνότητες, τις οποίες ταυτίζει με τα ορατά χρώματα, ενώ διατυπώνει τη θεωρία ότι στο μάτι υπάρχουν υποδοχείς που είναι ευαίσθητοι στα τρία βασικά χρώματα.

Μέχρι στιγμής, οι μόνοι που έχουν ασχοληθεί με την καταγραφή της εικόνας, και οι μόνοι που έχουν αντιληφθεί τη σημασία της camera obscura για αυτόν το σκοπό, είναι οι ζωγράφοι. Η πρώτη φωτογραφική μηχανή κατασκευάστηκε, πιθανώς, το 1826 από το Ζοζέφ Νισεφόρ Νιέπς, αλλά χρειάζονταν μέρες έκθεσης για να αποτυπωθεί μία μάλλον φτωχή πτυχή της πραγματικότητας – μία φωτογραφική μηχανή που, κάποιος θα μπορούσε να πει, δεν αποτύπωνε ακριβώς τη στιγμή. Αντίθετα, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Νιέπς (1833), ο Λουί Νταγκέρ, στον οποίο είχε αφήσει τις σημειώσεις του ο Νιέπς, κατάφερε να μειώσει τον απαιτούμενο χρόνο σε λίγα λεπτά, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα ευκρινέστερες εικόνες. Το 1849 ο Φιζώ υπολογίζει την ταχύτητα του φωτός με μηδαμινή απόκλιση, αλλά αυτό δεν επηρεάζει με κάποιο τρόπο αυτή την αφήγηση. Το 1861 ο Μάξουελλ, βασιζόμενος στα ευρήματα του Γιάνγκ, δημιούργησε την πρώτη έγχρωμη φωτογραφία, χρησιμοποιώντας τρία αντίγραφα της ίδιας φωτογραφίας μέσα από τρία διαφορετικά φίλτρα, κόκκινο, πράσινο και μπλε, το ένα πάνω στο άλλο.

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η φωτογραφία συνέχισε να εξελίσσεται ως προς τα υλικά στα οποία αποτυπωνόταν η εικόνα και τα χημικά που χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση και τη στερέωση, (πρέπει να σημειωθεί ότι ένα από τα εσωτερικά εξαρτήματα της φωτογραφικής μηχανής είναι ο καθρέφτης), θέτοντας τη ζωγραφική προ τετελεσμένου γεγονότος ή ανοίγοντας μία μέχρι πρότινος αθέατη πόρτα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η ζωγραφική αναγκάζεται να απομακρυνθεί από τη λεπτομερή καταγραφή της πραγματικότητας, και αφήνει πιο προσωπικές φωνούλες να μιλήσουν, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Το σαρωτικό πλήγμα, αλλά όχι το τελευταίο που θα δεχθεί η ζωγραφική, δίνεται με την κινούμενη εικόνα, μία καινοτομία που προσέφερε νέες αφηγηματικές δυνατότητες και γέννησε έναν οπτικό κόσμο που μάγεψε τους θεατές. Ήδη, στο φιλμ Μετά το Χορό (1897) του Ζωρζ Μελιές, έχουμε ίσως τα πρώτα (γυναικεία) οπίσθια στην ιστορία του κινηματογράφου.

Είναι αναγκαίο, και ίσως διασκεδαστικό, να σκεφτούμε πράγματα που θα ήταν διαφορετικά ή δε θα είχαν υπάρξει καθόλου χωρίς τη φωτογραφία και την κινούμενη εικόνα (συνήθως σε συνδυασμό με κάποια άλλη τεχνολογία, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει η καταγραφή της εικόνας): οι ταυτότητες, τα διαβατήρια, τα δελτία ειδήσεων, οι εφημερίδες και τα λοιπά έντυπα˙ οι διαφημίσεις˙ οι μισθοί των αθλητών˙ τα σπίτια, όπου θα υπήρχαν κάδρα μόνο για πίνακες, ενώ τα πορτοφόλια των μανάδων, των συζύγων και των συντρόφων θα επεφύλασσαν μόνο λεφτά και πιστωτικές κάρτες για τον επίδοξο πορτοφολά˙ δε θα υπήρχαν καρτ-ποστάλ και πορνογραφία, χαρτάκια Πανίνι και κάρτες Σούπερ-Ατού˙ δε θα υπήρχαν αστέρες του κινηματογράφου, ούτε και μοντέλα, εκτός ίσως από αυτά της πασαρέλλας˙ δε θα υπήρχε η δυνατότητα θέασης πραγμάτων πέραν του άμεσα αντιληπτού.

Έχοντας χάσει την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα μέσα καταγραφής εικόνας, και εκμεταλλευόμενη τις νέες πρακτικές, η ζωγραφική πραγματοποιεί μία καταπληκτική μεταμόρφωση: κινείται. Και λίγο αργότερα, μία ακόμη: το πνεύμα της ερμηνεύει τους καιρούς και καταλαβαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψει τις εκθέσεις, τα σαλόνια και τις δημοπρασίες, τους εννοιολόγους και τους υψηλομύτορες, και να βγει στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχουν αμέριμνοι θεατές, πραγματικοί άνθρωποι. Την ενδιαφέρει κυρίως το τι και το πού, και όχι τόσο το ποιος και το πώς. Όμως στο τραπέζι οι προσφορές δε σταμάτησαν ποτέ να πυκνώνουν. Εφημερίδες με κείμενα, φωτογραφίες και διαφημίσεις, τηλεόραση με ειδήσεις, εκπομπές, σήριαλ και διαφημίσεις, διαδίκτυο, μία ψευδαίσθηση παντογνωσίας, παντοδυναμίας και αιωνιότητας, και διαφημίσεις. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, του πιο καταστροφικού, υπό δύο έννοιες, που βίωσε η ζωγραφική, μέχρι και σήμερα, η εικόνα έχει υποστεί τόση φθορά που οι περισσότεροι ζωγράφοι μοιάζουν πλέον να μην ξέρουν τι έχει νόημα να ζωγραφιστεί. Φοβάται κανείς ότι το πινέλο μπορεί να αντικατασταθεί εντελώς από το τηλέφωνο (οξύμωρο, αλλά είναι αλήθεια), το λευκό χαρτί και το τελάρο από την αεικίνητη οθόνη. Ότι μπορεί να σταματήσει να έχει νόημα.

Παρόλο που η φωτογραφική μηχανή κατέγραψε ευρεία εμπορική επιτυχία κατά το δεύτερο μισό του 20ου, ο νέος αιώνας έφερε μία αλλαγή που δύσκολα καταφέρνει να συλλάβει ο νους. Μέσα σε δέκα χρόνια, οι άνθρωποι βρήκαν στα χέρια τους μια συσκευή που καταγράφει και αναπαράγει εικόνες, μεταξύ πολλών άλλων. (Μια συσκευή που, μοιραία, θα εξαφανίσει εντελώς την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, και θα προσπαθήσει να κάνει το ίδιο και με την αναλογική, αλλά δε θα τα καταφέρει). Εδώ και λίγα χρόνια, κάθε στιγμή που περνάει, ο πλανήτης μας καταγράφεται χωρίς διακοπή από αμέτρητες οπτικές γωνίες, ένα φιλμ σαν τα μάτια της μύγας. Και αν οι τουρίστες και οι εορτάζοντες αυτής της μεριάς της γης πέφτουν κάποια στιγμή για ύπνο, έχουν μόλις ξυπνήσει οι της άλλης, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν κάμερες ασφαλείας και δορυφόροι που παρακολουθούν τι συμβαίνει στις πόλεις και τα καταστήματα. Οι φωτογραφίες ταξιδεύουν από μάτια σε μάτια. Λόγω φορέων, μέσων, τρόπων και φαινομένων που κρίνεται ανιαρό να αναπτυχθούν από εμένα, το διαδίκτυο έγινε το μεγαλύτερο φωτογραφικό άλμπουμ που υπήρξε ποτέ, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να γίνει ο σκουπιδότοπος των εικόνων.

Ένα μεγάλο ποσοστό του ανθρώπινου εγκεφάλου (κάποιοι επιστήμονες το τοποθετούν στο 60%) είναι αφιερωμένο στην όραση, άρα δεν είναι παράλογο που οι άνθρωποι έπαθαν τέτοιο παροξυσμό με τις εικόνες, ή ίσως το ποσοστό αυτό αναπτύχθηκε ακριβώς για να υποστηριχθεί ο καλπάζων παροξυσμός. Οι άνθρωποι αγαπούν να βλέπουν. Τους αρέσει να βλέπουν φωτογραφίες, τηλεόραση, ομιλίες, ηλιοβασιλέματα, παραστάσεις, ποδόσφαιρο, να διαβάζουν, να παίζουν βιντεοπαιχνίδια, να πηγαίνουν σινεμά, να χαζεύουν στον υπολογιστή ή το κινητό. Και είτε πρόκειται για εικόνες φτιαγμένες υπομονετικά με το χέρι, είτε για φωτογραφίες, είτε για κινούμενες εικόνες οποιουδήποτε είδους, φαίνεται πως στους ανθρώπους αρέσει να παρακολουθούν κάτι που δε συμβαίνει στους ίδιους. Είναι το τίμημα. Το σοκ. Κάποιος, κάποτε, είδε στο νερό το πρόσωπό του, και νόμισε ότι ήταν ο εαυτός του.

Narcissus-Caravaggio (1594-96)

Narcissus-Caravaggio (1594-96)