Αγαπημένη μου, Αλαζονεία

[μικρές] σκέψεις ψυχολογίας

| 18/06/2018

«Τα νεύρα μου είναι χάλια απόψε. Ναι, χάλια. Μείνε κοντά μου. Μίλα μου. Γιατί ποτέ σου δε μιλάς; Μίλα. Τι είναι αυτό που σκέφτεσαι; Τι σκέφτεσαι; Τι; Δεν ξέρω ποτέ μου τι σκέφτεσαι. Σκέψου.»

T.S. Elliot

Αν μπορούσαμε με μια πέτρα αρκετά μεγάλη να σπάσουμε το κεφάλι αυτού που μας ενδιαφέρει και να δούμε τι σκέφτεται, τότε μάλλον θα υπήρχε κάποιος νόμος που θα απαγόρευε τις μεγάλες πέτρες. Θα ζούσαμε σε ένα κόσμο γεμάτο χαλίκια. Φυσικά και υπάρχει η επιλογή να τον ρωτήσουμε τι στο καλό σκέφτεται, αλλά συνήθως δε μας περνάει από το μυαλό. Και υπάρχουν αρκετοί λόγοι για κάτι τέτοιο. Ο βασικότερος όλων, μου φαίνεται πως είναι, πως βαθιά μέσα μας είμαστε σίγουροι για το τι σκέφτεται…

Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα λένε, αλλά ευτυχώς το συγκεκριμένο τετράποδο έχει επτά ζωές. Φυσικά και είμαστε περίεργοι για το νου του κοντινού μας προσώπου, όσο περίεργοι είμαστε, για παράδειγμα, για την ύπαρξη ζωής σε κάποιο μακρινό γαλαξία. Επειδή όμως η περιέργεια είναι εξαδέλφη της επιθετικότητας  είμαστε αρκετά αμφιθυμικοί απέναντι της. Κοιτάζει μέσα από κλειδαρότρυπες, εισβάλει στο προσωπικό χώρο του άλλου και γενικώς έχει μια παραβατική ανεμελιά απέναντι στις απαγορεύσεις. Υπέροχες, τηγανιτές Καποδιστριακές πατάτες. Το γεγονός ότι η περιέργεια και η επιθετικότητα μοιάζουν να έχουν συγγενική καταγωγή, μας κάνει να φοβόμαστε ότι μπορούν να καταστρέψουν την αγάπη. Και ο φόβος της απώλειας της αγάπης, έχει μια παράδοξη κόρη: Την αλαζονεία.

Φυσικά αυτή η αλαζονεία είναι ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια μας και εξαιρετικά δύσκολα την ανακαλύπτουμε σε κάποιο κρησφύγετο του δικού μας ψυχισμού. Συνήθως τη παρατηρούμε με αρκετή ευκολία σε εκείνον ή εκείνη. Πως άλλωστε είναι δυνατόν να είμαστε εμείς αλαζονικοί αφού σαν συναισθηματικές γρανίτες λιώνουμε από την επιθυμία μας να επικοινωνήσουμε μαζί του; Αυτός είναι γρανίτης. Σίγουρα έχει ένα σχέδιο. Ξέρει τι κάνει. Ξέρει τι θέλει. Και πάνω από όλα, ξέρει τι επιτρέπεται να θέλει. Αν αποφασίσει πως σταμάτησε να μας αγαπά, αυτό ήταν. Οι δηλώσεις του δεν εμπεριέχουν αντιφάσεις. Είναι περισσότερο στεγνά γραφειοκρατικά κείμενα ή βασιλικά διατάγματα. Η σιωπή του, έχει τη βλοσυρότητα του δίκαιου νόμου. Αν το βυζί σταμάτησε να βγάζει γάλα, είναι επειδή προφανώς βαρέθηκε την απληστία μας. Και όχι, δε φταίει το ίντερνετ που δε παίρνουμε κάποιο μήνυμα. Φταίει ετούτη η απαίσια, παιδιάστικη, εξευτελιστική επιθυμία μας.

Θα είμαστε κάμποσο ψεύτες αν δε παραδεχτούμε, πως το παραπάνω σενάριο εκτός από μια απογοητευτική εκδοχή της πραγματικότητας, θα μπορούσε να είναι και ένα εσωτερικό σενάριο που όλοι έχουμε επαναλάβει. Όταν λοιπόν έχουν κολλήσει τα χέρια μας, από την λιωμένη γρανίτα της επιθυμίας μας, σύντομα θα επέμβει η θυμωμένη μαμά μας: «καλά δεν είπαμε να μη λερώνεσαι; Μωρό είσαι;» Μπροστά σε ετούτη τη κατάσταση, τι πιο φυσικό από το να νίψουμε τα χέρια μας: Δε θέλουμε να ξέρουμε! Δε θέλουμε να γνωρίζουμε ούτε το πόνο μας, ούτε το θυμό μας, ούτε το πόσο ευάλωτοι είμαστε. Και ο καλύτερος τρόπος για να μη ξέρεις είναι να αισθάνεσαι πως ξέρεις τα πάντα. Και κάπως έτσι ξεκινά η εσωτερική σχέση ανάμεσα στο αβοήθητο, επιθυμητικό μας παιδάκι και τον αλαζόνα προστάτη του. Όλες οι σκέψεις που αναφέραμε στη παραπάνω παράγραφο είναι τελικά απόπειρες περιγραφής της κατάστασης του νου του άλλου, ή μήπως είναι η προβολή μιας εσωτερικής, μαφιόζικης συνωμοσίας στο όνομα της προστασίας της αδυναμίας μας; Και φαίνεται να είναι τελικά η απαίσια δική μας στάση απέναντι στη μετέωρη επιθυμία μας, που μας βεβαιώνει τελικά ότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων το απογοητευτικό αποτέλεσμα. Δε ρωτάμε. Ξέρουμε τι σκέφτεται ο άλλος. Και πόσο διαφορετικό να είναι από αυτό που χωρίς επίγνωση, σκεφτόμαστε εμείς; Δεν υπάρχουν μυστήρια. Γιατί λοιπόν να εκτεθώ; Γιατί να γίνω μάρτυρας του μαρτυρίου που ήδη ζω μέσα μου;

Η αγαπημένη μας αλαζονεία, μπορεί να μη μιλά με το ύφος των χιλίων καρδιναλίων που θα περιμέναμε, αλλά ίσως να τραυλίζει με την αβεβαιότητα της χαμηλής αυτοπεποίθησης. Συχνά, δεν αποκαλύπτεται με την θεϊκή της λάμψη, αλλά μέσα από τη προβολή αυτής της λάμψης σε κάποιον άλλο. Η δική μας παγωμένη βεβαιότητα, η δική μας άρνηση για νέες εμπειρίες, βολικά σχεδόν αποδίδεται σε εκείνον. Και κανείς δε λέει πως δεν έχει βάλει το χεράκι της η δικιά του αλαζονεία. Ας μοιραστούμε λοιπόν τον αμοιβαίο σολιψισμό μας. Σε έναν απίστευτο αυτοεκπληρούμενο κύκλο, τελικά έχω δίκιο… θα πρέπει να εμπιστευτώ περισσότερο την αλαζονεία μου. Θα πρέπει να σκοτώσω τη περιέργεια και να ζήσω σπίτι… μόνος μου ή με εφτά γάτες. Στην εξορία μου. Να σπάω πέτρες…


Γράφει ο Νίκος Ρούσσος, ψυχολόγος

Περισσότερα στο ιστολόγιο Innerself.gr