Οι Αλώβητοι, του Βασίλη Τσιράκη

Ένα μυθιστόρημα για την μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, την αριστερά και τους ανθρώπους της -εκδ. Τόπος

| 19/07/2019

 

Ο Βασίλης Τσιράκης ανήκει στη χορεία των συγγραφέων της Θεσσαλονίκης που χρόνια τώρα ανασκαλεύουν τις στάχτες του παρελθόντος της παλεύοντας να ανασυνθέσουν  τα χαμένα της πρόσωπα. Την αρχή είχε κάνει στα 2012 με το «Σελανίκ», ένα σύντομο έργο, στο οποίο παρακολουθούσε την ταραχώδη πορεία μετάβασης της πόλης από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος. Στα 2016 επανήλθε με «Τα χρόνια ανάμεσα», ένα εκτενέστερο κείμενο που όπως φαίνεται και από τον τίτλο του, είχε ως χρονική περίοδο αναφοράς τα χρόνια του μεσοπολέμου.

Γράφει ο Μιχάλης Λεγάκης*

Σήμερα έρχεται να κλείσει αυτόν τον κύκλο των ιστορικών αναδρομών με τους «Αλώβητους». Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, που, όπως γράφει και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «γεννιέται στις συμπληγάδες του Εμφυλίου, ταξιδεύει στην πολιτική προσφυγιά της Τασκένδης, περνά μέσα από τα πέτρινα χρόνια του ’50, συνεχίζει στην ελπιδοφόρα δεκαετία του ’60, βρίσκεται στο φλεγόμενο Παρίσι τον Μάη του ’68, για να επιστρέψει στη χούντα των συνταγματαρχών και να βρει το τέλος του στη βραδιά εκκένωσης του Πολυτεχνείου».

Οι Αλώβητοι είναι ένα μυθιστόρημα για την μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, τους τόπους και τους ανθρώπους της. Ένα μυθιστόρημα για την αριστερά, τα πάθη και τους διχασμούς της. Ταυτόχρονα όμως – κι εδώ διαφοροποιείται από τα δύο προηγούμενα τεύχη της τριλογίας – μπορεί να διαβαστεί και ως μία λογοτεχνική μετάπλαση συνολικά της μεταπολεμικής ελληνικής πραγματικότητας, μιας και πλέον, μετά και την εξάλειψη των Εβραίων, το χάσμα που παραδοσιακά χώριζε τον βορρά από τον νότο δείχνει να έχει εκλείψει.

Κεντρικός μύθος δεν υπάρχει, ούτε και πρωταγωνιστές με τη συμβατική έννοια. Όπως και στην «Καγκελόπορτα» του Ανδρέα Φραγκιά ή στην «Μεγάλη Πλατεία» του Νίκου Μπακόλα, ο αφηγηματικός κορμός συντίθεται από τις παράλληλες ιστορίες μιας πλειάδας ηρώων διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης, ήθους και πολιτικών αναφορών, που με τις αποκλίνουσες (μα και πάντα κάπως διασταυρούμενες) τροχιές τους λειτουργούν ως παραδειγματικές περιπτώσεις μιας εποχής που αλλάζει αλλάζοντας ταυτόχρονα τους ανθρώπους και τις συνειδήσεις τους.

Ο Πασχάλης, ο γιος ενός εργάτη από το Βόλο, που την εποχή της Αντίστασης και του Εμφυλίου θα βγει στο βουνό, θα συλληφθεί, θα διαφύγει στην ΕΣΣΔ, για να γυρίσει έπειτα από χρόνια αλλαγμένος. Η σύντροφός του Μυρτώ, η ατίθαση κόρη ενός ξεπεσμένου Μικρασιάτη υφασματέμπορα, που θα εμπλακεί και αυτή στην ένοπλη πάλη χωρίς να μπορέσει να ξεφύγει από τη σκιά της ποτέ. Ο Μήτρος, προσφυγόπουλο από την ανατολία που για να αποτινάξει από πάνω του το στίγμα του «τουρκόσπορου» θα στρατολογηθεί στα Τάγματα Ασφαλείας χωρίς όμως τελικά να σκοτώσει τον Άνθρωπο μέσα του. Ο Στάθης,  ορφανός από πατέρα, που θα παντρευτεί την αδελφή του Πασχάλη και με τους κατάλληλους συμβιβασμούς θα καταφέρει να αναρριχηθεί κοινωνικά.

Ο Πέτρος, ο αδελφός της Μυρτώς, που κάποτε σχεδίαζε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, γίνεται τελικά εργολάβος οικοδομών. Η Βιργινία, η καλλιεργημένη γυναίκα του, που ζει με το όνειρο μιας συγγραφικής καριέρας. Η Καλλιόπη, η σαγηνευτική αδελφή του Μήτρου, που αντάλλαξε το άπιαστο όνειρο μιας καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας με το πολύ πιο ρεαλιστικό της συνοδού πλούσιων κυρίων. Ο Βίκτωρας Δομούζης, που κάποτε έδειχνε πως θα γινόταν κάτι διαφορετικό από τον πατέρα του μα τελικά έφτασε να μοιράζεται μαζί του ακόμα και την ίδια ερωμένη. Και τέλος  ο Άλκης ο θετός γιος του Στάθη, για τον οποίο ο Μήτρος ανακαλύπτει τυχαία πως θα μπορούσε να είναι ο Μάρκος, ο χαμένος γιος του Πασχάλη και της Μυρτώς.

 Όλα αυτά τα πρόσωπα, μαζί και με κάποια άλλα που δεν αναφέρονται, αποτελούν το ανθρωπολογικό «υλικό» του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία τους στον χώρο και τον χρόνο από μία σχετική απόσταση, χωρίς να παίρνει (εμφανώς τουλάχιστον) το μέρος κανενός. Δίχως εύκολες σχηματοποιήσεις, εξιδανικεύσεις και αναθέματα, τους παρουσιάζει με όλη τους την αντιφατικότητα (για κάποιους από αυτούς θα έλεγε κανείς την τραγικότητα) προβάλλοντας ισότιμα τα κίνητρα που υπαγορεύουν τη δράση τους και επιφυλάσσοντας μια δόση κατανόησης (σχεδόν) για τον καθένα.

 Ο συγγραφέας αφηγείται διαρκώς σε τρίτο πρόσωπο, με έναν λόγο μακροπερίοδο και χειμαρρώδη, στον οποίο μας είχε συνηθίσει σε μεγάλο βαθμό και στο προηγούμενο βιβλίο του, «Τα χρόνια ανάμεσα» και πολύ λιγότερο στο «Σελανίκ».  Αυτή η επιλογή – που προσφέρει σφρίγος και ταχύτητα σε ένα μυθιστόρημα τόσο πολυπρόσωπο και εκτενές χρονικά – θα μπορούσε να συνδυαστεί με ενίσχυση των διαλόγων σε ορισμένες σκηνές που μοιάζουν να φεύγουν βιαστικά κι ανολοκλήρωτα. Αυτή η αίσθηση του ανολοκλήρωτου ενυπάρχει και σε κάποια σημεία του δεύτερου μέρους από έναν υπερβάλλοντα ιστορισμό εις βάρος της δραματουργίας.

Παρόλα αυτά, οι όποιες επί μέρους αδυναμίες της αφήγησης δεν είναι αρκετές για να επισκιάσουν τη συνολική αξία του κειμένου, που παραμένει υψηλή. Ο Βασίλης Τσιράκης έχει αναμφίβολα καταφέρει να δημιουργήσει ένα έργο φιλόδοξο, που διακρίνεται για την συναρπαστική πλοκή του, τη δύναμη των χαρακτήρων του, την ιστορική του εμβρίθεια και την γλωσσική του τέχνη.

Οι Αλώβητοι είναι μία ελεγεία στις τυραννισμένες γενιές του Εμφυλίου, του 114 και του Πολυτεχνείου και στα τσακισμένα της όνειρα, τα οποία όμως, όπως δείχνει και το εντυπωσιακό φινάλε, σε πείσμα των καιρών βρίσκουν πάντοτε τον δρόμο να επιστρέφουν αλώβητα.


*Ο Μιχάλης Λεγάκης είναι φιλόλογος-ιστορικός.

κεντρική εικόνα: Βαδίζοντας στην Άνω Πόλη, Φωτογραφία του ποιητή Κλείτου Κύρου το 1956, από την ιστοσελίδα Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης