Ο κ. Λαπαθιώτης υπερασπίζει Σολωμό

Ενα εκπληκτικό γράμμα μέσα στο σκοτάδι της ναζιστικής Κατοχής

| 01/06/2016

Τί ελκύει στους «καταραμένους» ποιητές; Εν πολλοίς, κάθε άλλο παρά η ποίησή τους. Αδίκως, φυσικά. Διότι για εκείνους, ζωή και ποίηση, ποίηση και ζωή, αποτελούν μία και αδιαχώριστη ενότητα. Ισως και έννοια. Είναι αδύνατον, λοιπόν, να κατανοήσεις το ένα δίχως το άλλο. Αν τα διαχωρίσεις, αυτό που θα προκύψει, θα είναι, από την μια μεριά, μια νοσηρή ανεκδοτολογία, ένα ανούσιο, κενό από κάθε δημιουργικό περιεχόμενο, «εκκρεμές», μεταξύ της πραγματικότητας και του μύθου και από την άλλη, μία λογοτεχνία χωρίς καμία, φαινομενικά, σύνδεση με την πραγματικότητα.

Γι’ αυτό και ο Πολ Βερλέν, ο οποίος χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο με την σύγχρονη σημασία του* γράφει στο ομώνυμο βιβλίο του** πως «για να είμαστε ήσυχοι θά ‘πρεπε να τους ονομάσουμε Ποιητές του Απόλυτου (…) Απόλυτοι από την άποψη της φαντασίας, απόλυτοι στην έκφραση, απόλυτοι όπως οι αδρές αχτίδες των πιο δοξασμένων αιώνων. Αλλά καταραμένοι! Σκεφτείτε το.».

Ας ακολουθήσουμε την προτροπή του Γάλλου ποιητή κι ας έχουμε στο νου αυτό το βιωματικό και δημιουργικό «απόλυτο» εκείνων των τρομερών πνευμάτων, δίχως το οποίο, ο θρίαμβος και η συντριβή τους, ίσως και να στερούνταν κάθε νοήματος.

Ας το έχουμε στο μυαλό μας, καθώς θα «χτίζουμε» τις δικές μας «γέφυρες» για να τους προσεγγίσουμε μέσα από το χάσμα του χρόνου, προσαρμόζοντας, ως δική μας συναισθηματική ή ακόμη και ιδεολογική άμυνα, την πραγματικότητά τους, σε εκείνο που εμείς νομίζουμε – ή ανομολόγητα θα θέλαμε – να είναι η πραγματικότητα αυτή.

Η παραπάνω, ίσως κάπως «δραματική», εισαγωγή, σε καμία περίπτωση δεν αφορά στους ίδιους τους ποιητές, οι οποίοι άλλωστε δεν χρήζουν «υπεράσπισης» της ζωής και του έργου τους. Υπηρετεί, περισσότερο, μια ανάγκη να προληφθούν ή, με αρκετή δόση φιλοδοξίας, απαντηθούν κάποιες εύλογες, μέσα σε ένα ορισμένο πλαίσιο, σκέψεις, οι οποίες ίσως προκύπτουν κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά στις πνευματικές ανησυχίες εμβληματικών λογοτεχνών, μέσα σε ένα τραγικό ιστορικό περιβάλλον, όπως είναι ο πόλεμος.

Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και το γράμμα που στέλνει στο περιοδικό «Νέα Εστία» ο «δαιμονικός» ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης τον τρομακτικό Χειμώνα του 1941 – 42. Τον πρώτο κατοχικό Χειμώνα της Αθήνας, ο οποίος «σφραγίζεται» με τον πλέον τραγικό τρόπο από τον μεγάλο λιμό που έπληξε κυρίως τα αστικά κέντρα και ακόμη περισσότερο την πρωτεύουσα.

Η ναζιστική λεηλασία των φυσικών πόρων της Ελλάδας – όπως και των άλλων κατεχόμενων χωρών – οδήγησε στην φονική πείνα χιλιάδες ανθρώπους. Μόνο εκείνον τον πρώτο Χειμώνα και μόνο στην Αθήνα, τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 45.000 ανθρώπους.

«(…) Μέρες απαίσιες περνούμε. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν σε σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ’πεσε χολέρα, πανούκλα και όλες οι αρρώστιες, που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ’πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία, δεν μπορούν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγάλους και τους ρίχνουν μέσα (…)» περιγράφει εκείνες τις σκοτεινές μέρες ο Δημοσθένης Βουτυράς.

Φυσικά, αυτή η κόλαση αφορά μόνο στην συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Για κάποιους, ελάχιστους, δεν είναι παρά μια απάνθρωπη, χυδαία, αμοραλιστική, κυνική «ευκαιρία» πλουτισμού. Χρυσαφικά και οικογενειακά κειμήλια ανεκτίμητης αξίας αλλάζουν χέρια μέσα σε μια στιγμή για ψίχουλα – κυριολεκτικά – με τους μαυραγορίτες να συναγελάζονται με τους ναζί πάνω από λουκούλλεια γεύματα.

Για τον Λαπαθιώτη, εκείνος ο Χειμώνας είναι πολλαπλά οδυνηρός. Μέσα σε απόλυτη ένδεια πουλά το σπίτι του για να ζήσει αλλά και, ακόμη χειρότερα γι’ αυτόν, τα πολύτιμα βιβλία της πλούσιας βιβλιοθήκης του. Εχει ήδη χάσει πριν πολύ λίγα χρόνια την αγαπημένη του μητέρα, Βασιλική, ενώ, σε πολύ λίγο, τον Ιανουάριο του 1942, θα έχανε και τον πατέρα του, Λεωνίδα.

Ως ένα από τα πλέον φωτισμένα, δημιουργικά και ανυπότακτα πνεύματα της γενιάς του, ο Λαπαθιώτης, συνειδητός άθεος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος, αυθεντικός μποέμ, «ψυχή» της «ηφαιστιακής» λογοτεχνικής ζωής του μεσοπολέμου, χρήστης ναρκωτικών, μόνιμος θαμώνας των λογοτεχνικών καφενείων και συντροφιών, αλλά και των «καφέ – αμάν» και των χασισοποτείων, πρωτοπόρος, στην Ελλάδα, των ρηξικέλευθων καλλιτεχνικών αναζητήσεων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα – σε εποχές, μάλιστα, όπως ο μεσοπόλεμος που κάποια από αυτά αρκούσαν για να «λυντσαριστείς» κοινωνικά – ο Λαπαθιώτης παλεύει να κρατήσει όρθιο το πνεύμα του. Ο,τι τον κάνει άνθρωπο.

Ηδη, έχει έρθει σε επαφή με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, στον οποίο πρόσφερε τα όπλα του στρατιωτικού πατέρα του. Επιμένει όμως και στο πεδίο που γνωρίζει καλά. Στην λογοτεχνία. Με έναν τρόπο, μάλιστα, που, σε σχέση με εκείνες τις συνθήκες φαντάζει «παράλογος». Είναι όμως πραγματικά εκπληκτικός.

Την Πρωτοχρονιά του 1942, το περιοδικό «Νέα Εστία»*** δημοσιεύει ένα σύντομο γράμμα του Λαπαθιώτη, με αφορμή μια παλαιότερη μελέτη του σπουδαίου λογοτέχνη, μεταφραστή, μελετητή της λογοτεχνίας και «ψυχής» ενός από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, της συντροφιάς του καφενείου «Μαύρος Γάτος» – μέλος της οποίας φυσικά ήταν και ο Λαπαθιώτης – Γεράσιμου Σπαταλά για τον Σολωμό.

σολωμος

«Φίλη “Νέα Εστία”» γράφει ο Λαπαθιώτης. «Φυλλομετρώντας παλιά τεύχη σου, πέφτω, ξαφνικά, σ’ ένα θαυμάσιο “μαργαριτάρι” του αγαπητού μου Σπαταλά, που φρονώ ν’ αξίζη την αθανασία!

»Πρόκειται για μια μικρή μελέτη του για τη στιχουργική του Σολωμού, – και παραθέτω τα γραφόμενά του, επί λέξει:

“Εδώ είναι ανάγκη να σημειώσω πως μέσα στο έργο του Σολωμού υπάρχει κι ένας στίχος με σφαλερόν τονισμό… Ο στίχος ανήκει σ’ έν’ απόσπασμα του “Λάμπρου”, και είναι ο ακόλουθος: Να σου το πώ; Κ’ εκείνη του λέει, σώπα.

Ο στίχος αυτός έχει μία συλλαβή περισσότερη, και σαλατοποιημένο (sic!) το ρυθμό, μα η διόρθωσή του είναι ευκολότατη, αρκεί ν’ αντικαταστήσουμε την αντωνυμία “εκείνη” με την αντωνυμία “αυτή”: Να σου το πώ; Κι αυτή του λέει: Σώπα!”.

Να υποθέσω πως ο αγαπητός μου Σπαταλάς, – ειδικά, μάλιστα, ασχοληθείς, – αγνοεί το στίχο και την τεχνική του, θα ήταν και άδικο, και άτοπο… Αλλά τότε: ! …

Ο στίχος αυτός του Σολωμού όχι μόνο είναι τεχνικά άρτιος, κανονικότατος και ρυθμικότατος, αλλά και, παρ’ όλη του την τόλμη, μουσικότατος! Ο αγαπητός Σπαταλάς είχε, μονάχα την ατυχία, να υπολογίση την λέξη “λέει” ως δισύλλαβη, ενώ είναι, εδώ – πέρα, μονοσύλλαβη, – κ’ έτσι που ο στίχος να διαβάζεται ως εξής:

Να σου το πώ; κ’ εκείνη τού – λεει: Σώπα!

Δε νομίζω να απαιτούνται άλλα σχόλια! Γι’ αυτό και μένω,

Ολως δικός σου, Ναπολέων Λαπαθιώτης».

Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς που έγκειται το εκπληκτικότερο αυτού του γράμματος. Στο ότι ο σπουδαίος και σημαντικός, κατά τα άλλα, Σπαταλάς, επιχειρεί να «διορθώσει» τον Σολωμό; Οτι ο Λαπαθιώτης «ψαρεύει», μέσα στην πιο σκοτεινή στιγμή της ζωής του – η οποία σε δύο χρόνια από τότε θα τον οδηγήσει στην αυτοκτονία – αυτή την απόπειρα; Οτι υποκύπτει – με πολύ προθυμία και παιχνιδιάρικο ύφος, γεμάτο αγάπη όμως για τον παλιό του φίλο – στον πειρασμό να απαντήσει, υπερασπιζόμενος τον Σολωμό; Οτι το κάνει αυτό μέσα στην φρικώδη ακμή της ναζιστικής κατοχής;

‘Η ότι έχει… δίκιο;!

Σε κάθε περίπτωση, αν και πέρασαν πάνω από επτά δεκαετίες από την δημοσίευσή του, το γράμμα αυτό του Λαπαθιώτη εξακολουθεί να λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι στην ιστορία της λογοτεχνικής περιπέτειας της Ελλάδας. Αλλά και να δίνει, δίχως ασφαλώς να έχει τέτοια πρόθεση, ένα διαχρονικό και πολύπλευρο «μάθημα» ζωής.

Διότι, όπως έγραφε ο Αλέξης Ζήρας στο «Επίμετρό»**** του: «Μπροστά , λοιπόν, στη βιομηχανοποίηση των “Καταραμένων” τί έχουμε, άραγε, ν’ αντιτάξουμε σήμερα, σε μια εποχή όπου ο ηρωισμός έχει άλλες επενδύσεις;

»Ισως μονάχα την αναζήτηση της βαθιά τυρρανισμένης ψυχής που μεταμορφώνει σε παράνοια και τρέλα της τη λανθάνουσα παράνοια και τρέλα των άλλων.»…


* Ο όρος αποδίδεται στον Αλφρέντ ντε Βινύ από το 1832, ο οποίος όμως αποδίδει τον χαρακτηρισμό «καταραμένοι» στους ποιητές εν γένει.

** Πολ Βερλέν: «Οι καταραμένοι ποιητές (Ρεμπό – Κορμπέρ – Μαλαρμέ)» – Μετάφραση, σχόλια, επίμετρο: Αλέξης Ζήρας, εκδόσεις Αιγόκερως.

*** Ετος ΙΣΤ, Τόμος 31ος – Τεύχος 356, Αθήνα, 1 Ιανουαρίου 1942

**** Πολ Βερλέν: «Οι καταραμένοι ποιητές (Ρεμπό – Κορμπέρ – Μαλαρμέ)», σελ. 111-112

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.