Ο Μινχάουζεν στην Decumanus Maximus του σταθμού Βενιζέλου

Όταν κράτος και εργολάβοι ξηλώνουν μια βυζαντινή γειτονιά… για να την «προστατεύσουν»

| 24/12/2019

«Πολιτική είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε» έλεγε ο Τσόρτσιλ. Ωστόσο, ακόμη και αυτός ο γέρο – πονηρός αντικομμουνιστής φαίνεται πως είχε ακόμη πιο «αθώα» αντίληψη για την αστική πολιτική, από τους ομοϊδεάτες του στην Ελλάδα. Διότι στην Ελλάδα, πολιτική είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις τι θα γίνει αύριο, όχι μόνο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να το κάνεις ή ότι θα κάνεις το αντίθετό του, αλλά και όταν έρθει αυτό το αύριο να μην νιώθεις καν την ανάγκη να εξηγήσεις γιατί δεν έγινε.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μετρό της Θεσσαλονίκης. Το οποίο πάλι ήρθε στην επικαιρότητα για τους λάθους λόγους. Πάλι για τα σπουδαία ευρήματα στον σταθμό «Βενιζέλος». Τα οποία το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, με πλειοψηφία, υιοθέτησε την απαίτηση της Αττικό Μετρό να αποσπαστούν και να επανατοποθετηθούν στην ίδια θέση. Υποτίθεται. Πριν όμως δούμε γιατί υποτίθεται, θα βοηθήσει ένα απαραίτητο φρεσκάρισμα της μνήμης.

Η πολιτιστική κληρονομιά ως «εμπόδιο»

Από το 1999 η Αρχαιολογική Υπηρεσία προειδοποιούσε – με εντυπωσιακή ακρίβεια μάλιστα – ότι η χάραξη του μετρό θα «πέσει» πάνω σε αρχαιότητες. Ουδείς την άκουσε. Και όταν άρχισε όντως να πέφτει πάνω σε αρχαιότητες, οι πάντες, από τους εργολάβους μέχρι τα συστημικά ΜΜΕ… κατηγορούσαν τους αρχαιολόγους για τις καθυστερήσεις. Σημείωναν χαρακτηριστικά οι αρχαιολόγοι το 2013: «(…) η διέλευση του μετρό στον άξονα της σύγχρονης Εγνατίας είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστούν από την αρχική τους θέση και άλλα τμήματα της αρχαίας και βυζαντινής Θεσσαλονίκης, επειδή οι αρμόδιοι δεν έλαβαν υπόψη τους τις έγκαιρες προειδοποιήσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τη διέλευση της γραμμής από άλλο σημείο, ώστε και οι σημαντικές αρχαιότητες να διασωθούν και τυχόν καθυστερήσεις να αποφευχθούν. Αντιθέτως, υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια να “φορτωθούν” στις αρχαιολογικές έρευνες οι καθυστερήσεις και οι ανατιμήσεις των έργων, παρότι οι υπεύθυνοι γνώριζαν, πολύ πριν ξεκινήσει το έργο, τις δυσκολίες και παρότι είναι γνωστό ότι οι περισσότερες καθυστερήσεις οφείλονται σε τεχνικούς λόγους (…)».

Να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι το μετρό «έπεσε» πάνω στην αρχαία Θεσσαλονίκη σε όλες τις ιστορικές περιόδους της. Τον Γενάρη του 2012, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, όπου συζητήθηκε το θέμα συμπληρωματικής σύμβασης για το αρχαιολογικό κομμάτι της κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης, προέκυψε ότι η αρχαιολογική έρευνα στο έργο φέρνει στην επιφάνεια έναν από τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Ο αρχαιολογικός πλούτος, όπως παρουσιάστηκε στην επιτροπή, ήταν ήδη τεράστιος. Με τα τότε στοιχεία, το συνολικό εμβαδό των ανασκαφών στο μετρό ανερχόταν σε 28.000 τ.μ. Τα κινητά ευρήματα, που έπρεπε να συντηρηθούν και να καταγραφούν, ανέρχονταν στα 28.225. Ανάμεσά τους: 5.000 αγγεία, πάνω από 5.000 γυάλινα ευρήματα, περισσότερα από 1.500 κοσμήματα, περισσότερες από 130 επιγραφές, περισσότερα από 400 ειδώλια. Μέχρι και το 2017 είχαν βρεθεί και εννέα χρυσά στεφάνια απαράμιλλης τέχνης και ομορφιάς.

Βέβαια, το εντυπωσιακότερο και σημαντικότερο εύρημα είναι η βυζαντινή γειτονιά εκεί που κατασκευάζεται ο σταθμός «Βενιζέλος». Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έλεγε από το 2013, ότι η ανασκαφή της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στην περιοχή του σταθμού αυτού αποκάλυψε «με εντυπωσιακή πληρότητα την “καρδιά” της κοσμικής πόλης των βυζαντινών χρόνων: Τμήμα μήκους 76 μ. του κεντρικού πλακόστρωτου δρόμου (decumanus) σε πολύ καλή κατάσταση, κτιριακά λείψανα της πόλης από τον 6ο – 9ο αιώνα μ.Χ. και μεγάλα δημόσια οικοδομήματα του 7ου αιώνα, φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο για το βυζαντινό κόσμο». Ο κεντρικός οδικός άξονας της βυζαντινής πόλης εκτείνεται σε βάθος 6μ. κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία Οδό, χαραγμένος στην ίδια κατεύθυνση, ενώ και η σήραγγα του μετρό χαράχθηκε στην ίδια κατεύθυνση σε βάθος, περίπου, 11 μέτρων . Πρόκειται για μια πραγματική «εικονογράφηση» της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, «μοναδική περίπτωση όπου διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως σύνολο».

Αυτά για τους αρχαιολόγους. Διότι για τους εργολάβους, ήταν εμπόδιο. Και για το κράτος, μπελάς. ‘Ετσι, υπό την πίεση κράτους και εργολάβων, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδοτεί, τον Γενάρη του 2013, να αποσπαστεί η βυζαντινή γειτονιά και να μεταφερθεί σε στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης. Ξεσπά θύελλα αντιδράσεων. Σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα ξεσηκώνεται. Το ΚΚΕ φέρνει το θέμα στη Βουλή. Η προσπάθεια να χρεωθούν οι αρχαιολόγοι και τα αρχαία τις καθυστερήσεις και τις υπερβάσεις του έργου πέφτουν στο κενό. «Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ακόμη και σήμερα, που ζητούν με ταχύτατες διαδικασίες την απομάκρυνση ενός τόσο σημαντικού ευρήματος, οι εργασίες κατασκευής του ΜΕΤΡΟ σε σταθμούς όπου έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα βρίσκονται σε στασιμότητα, παρότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει παραδώσει τους χώρους στην ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ . Είναι υποκριτικό να δημιουργείται η εντύπωση ότι τυχόν αλλαγή της απόφασης για την τύχη των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου θα επιφέρει μεγαλύτερες καθυστερήσεις στο έργο, πόσο μάλλον που, αν απομακρυνθούν οι ήδη ορατές αρχαιότητες, οι ανασκαφές θα συνεχιστούν στα βαθύτερα στρώματα» έγραφαν τότε οι αρχαιολόγοι. Και πρόσθεταν: «Η πλακόστρωτη λεωφόρος και η διασταύρωσή της με την αρχαιότερη χάραξη της σημερινής οδού Βενιζέλου, που κατέληγε στο λιμάνι, καθώς και τα κατάλοιπα των όμορων στους αρχαίους αυτούς δρόμους οικοδομημάτων αποτελούν ένα σύνολο που, με βάση τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι “αμετακίνητο” και γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να αναδειχθεί κατά χώραν».

Η μαζική και επίμονη αντίσταση έφερε αποτέλεσμα. Τον Γενάρη του 2017, το ΚΑΣ γνωμοδοτεί υπέρ της κατά χώραν διατήρησης και ανάδειξης των ευρημάτων. Το εύλογο και προφανές χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να γίνει. Από τότε, όμως, το Περιοδικό σαν να προειδοποιούσε: «Η μάχη κερδήθηκε, ο πόλεμος συνεχίζεται» έγραφε από τον τίτλο ακόμα. Διότι κράτος και εργολάβοι έχουν την δική τους ατζέντα. Και την προωθούν, κουρελιάζοντας ακόμη και τις δικές τους διαδικασίες. Έτσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακοίνωσε, δίχως κανέναν προφανή λόγο και εντελώς αντιδεοντολογικά, ότι η βυζαντινή γειτονιά θα ξηλωθεί και θα επανατοποθετηθεί, επειδή η κατά χώρα διατήρησή της «δεν ήταν κοστολογημένη, ήταν εξαιρετικά αβέβαιο εάν ήταν τεχνικά εφικτή και θα οδηγούσε στο παράδοξο να έχουμε ένα κολοβό Μετρό χωρίς τον σταθμό της Βενιζέλου».

Το πνεύμα των Χριστουγέννων επισκέφθηκε την Αττικό Μετρό

Εκ των υστέρων διαπιστώνεται, ότι ο πρωθυπουργός «συνόψισε», ουσιαστικά, την επιχειρηματολογία της νέας διοίκησης της Αττικό Μετρό. Η οποία, «αίφνης», εκεί που βασιζόταν στο δίπτυχο «χρόνος – χρήμα», προσέθεσε και την «προστασία» των αρχαιοτήτων. Γιατί; Για να μην έχει μπελάδες με τον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο ο οποίος ορίζει ότι «η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του».

Ας πούμε όμως – είναι και Χριστούγεννα άλλωστε, εποχή των «θαυμάτων» – ότι οι εργολάβοι απέκτησαν ξαφνικά πολιτιστικές ευαισθησίες. Σε αυτήν την περίπτωση, θα περίμενε κανείς, το υπουργείο Πολιτισμού, δηλαδή ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, να εκμεταλλευόταν αυτό το γεγονός αυτό το «θαύμα» προς όφελος των ευρημάτων. Κι όμως, στην συνεδρίαση του ΚΑΣ στις 18 Δεκέμβρη, η Αττικό Μετρό παρουσίαζε επί πολλές ώρες τους ισχυρισμούς της για το ξήλωμα και την επανατοποθέτηση της βυζαντινής γειτονιάς. Η τακτική της ήταν αφενός να αποδομήσει και απαξιώσει την προηγούμενη γνωμοδότηση και υπουργική απόφαση που διατηρούσε τα ευρήματα, αφετέρου, όπως ειπώθηκε παραπάνω, να εμφανίσει αυτό το ξήλωμα ως «προστασία» των αρχαιοτήτων.

Ως προς το πρώτο, αν μπει κανείς στον κόπο να ρίξει μια ματιά στην εκατοντάδων σελίδων νέα πρόταση της Αττικό Μετρό θα διαπιστώσει, ότι η βασική ένσταση είναι ότι από την απόφαση του 2017, για την κατασκευή του σταθμού με διατήρηση των ευρημάτων, μέχρι σήμερα δεν προχώρησε τίποτα. Το λέει με πολλά λόγια βέβαια, αλλά αυτή είναι η ουσία.

Ως προς το δεύτερο, η ίδια η Αττικό Μετρό παραδέχεται στην πρότασή της, ότι το συνολικό ποσοστό διατήρησης των αρχαιοτήτων μετά την επανατοποθέτησή τους, θα φτάσει «περίπου» (sic!), το 92%. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, εάν όλα πάνε καλά, εάν όλη αυτή η αρχαία γειτονιά κάνει ένα ταξίδι συνολικά 20 χιλιομέτρων – η Αττικό Μετρό λέει ότι ο προσωρινός χώρος αποθήκευσης θα είναι 10χλμ μακριά – δίχως απώλειες, και πάλι, το 8% των αρχαιοτήτων δεν θα επανατοποθετηθούν.

Τώρα βέβαια θα πείτε, τι είναι ένα 8% μπροστά στην αιωνιότητα;

Κι αυτό σωστό…

Όπως το έθεσε και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (EKBMM) στην έκκλησή του προς το ΚΑΣ: «Μια τέτοια προσπάθεια ανασύστασης, ακόμη και αν υλοποιηθεί, όσο άρτια και αν είναι από τεχνικής πλευράς, πιστεύουμε ότι θα ήταν αδύνατο να επαναφέρει πλήρως την  αυθεντική εικόνα και δομή του σημαντικότατου αυτού αρχαιολογικού χώρου. Από τη στιγμή που το μνημειακό σύνολο θα αποσπασθεί, ένα κομμάτι του παρελθόντος μας θα έχει χαθεί για πάντα και η γενιά μας θα έχει αναλάβει την ευθύνη να στερήσει από τις επόμενες ένα κομμάτι της ιστορίας και της κληρονομιάς τους.».

Την επομένη της συνεδρίασης, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, σε δήλωσή της σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Αυτό το οποίο προέκυψε (σσ από τη συνεδρίαση) είναι ότι η δήθεν λύση του 2017 ήταν ανύπαρκτη. Τότε, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε για μη υπογεγραμμένα σχέδια, τα οποία δεν είχαν σφραγίδες, δεν είχαν το ονοματεπώνυμο των συντακτών τους. Επί της ουσίας, όπως ελέχθη και στη συνεδρίαση του ΚΑΣ, η απόφαση του 2017 ήταν απολύτως έωλη (…)».

Αν συνδέσουμε τα δύο παραπάνω προκύπτει το εξής: Η κατασκευή του σταθμού με τα αρχαία να διατηρούνται κατά χώρα και να μην χρειάζεται να ξηλωθούν δεν μπορεί να γίνει: α) Διότι… αργεί β) Διότι τα σχέδια δεν έχουν υπογραφές και σφραγίδες.

Είναι προφανές πως πρόκειται για λογικό άλμα. Διότι, πώς είναι δυνατόν να ρισκάρεις ένα τέτοιο μνημειακό σύνολο, μόνο επειδή η πρόταση διατήρησής του δεν ξεκίνησε ακόμα, ή επειδή… δεν έχει σφραγίδες. Με ποιον τρόπο η έλλειψη αυτή, ακόμη κι αν υπάρχει – εντελώς γραφειοκρατική και πάντως μακράν μικρότερης σημασίας από το επίδικο – καθιστά «ανύπαρκτη» μια πρόταση, εάν αυτή η πρόταση προστατεύει ουσιαστικά τις αρχαιότητες; Και πώς είναι δυνατόν, μια «ανύπαρκτη» πρόταση, να εμπεριέχεται στην πρόταση της Αττικό Μετρό που κατατέθηκε στο ΚΑΣ;

Υπάρχει ακόμη μία σοβαρή πτυχή. Οπως το μακρινό 1999, έτσι και τώρα οι αρχαιολόγοι προειδοποιούν, ότι, όπως αναφέρει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, «η επιμονή στην απομάκρυνσή του Βυζαντινού Σταυροδρομίου θα αποκαλύψει μετά βεβαιότητος ένα νέο αρχαιολογικό στρώμα με αρχαιότητες της ρωμαϊκής και ελληνιστικής εποχής, θα πολλαπλασιάσει τον χρόνο εκτέλεσης των έργων λόγω των νέων ανασκαφών και δεν θα επιτρέψει τελικά την επανατοποθέτηση του γνωστού μνημειακού συνόλου του Βυζαντινού Σταυροδρομίου».

Πάει άκλαυτο δηλαδή και το επιχείρημα της Αττικό Μετρό περί των χρονοδιαγραμμάτων.

Δύο αντιλήψεις σε σύγκρουση

Ωστόσο, αν πάμε να εμπλακούμε σε ύψη, διαμέτρους φρεάτων εξαερισμού και υλικών, θα χάσουμε το νόημα. Η επιλογή (και) αυτής της κυβέρνησης, όπως και η γνωμοδότηση (και κάθε γνωμοδότηση) του ΚΑΣ, αποτελεί αντικειμενικά πολιτική πράξη. Φέρει την κάθε φορά κυρίαρχη αντίληψη για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Και διαχρονικά, η αντίληψη του ελληνικού κράτους για τη διαχείριση της πολιτιστική κληρονομιάς είναι τα φράγκα από τους τουρίστες, η διαιώνιση ανιστόρητων και αντιδραστικών ιδεολογημάτων με στόχο τη χειραγώγηση της συλλογικής συνείδησης σήμερα και μετατροπή της πολιτιστικής κληρονομιάς σε κερδοσκοπικό «κελεπούρι» για την διαβόητη «ιδιωτική πρωτοβουλία».

Άλλωστε, σε ό,τι αφορά στο αμιγώς επιστημονικό κομμάτι, στο υπόμνημά του προς το ΚΑΣ, ο ΣΕΑ αποδομεί ένα προς ένα τα «αρχαιολογικά» επιχειρήματα της Αττικό Μετρό.

Ο «μπαμπούλας» της χρηματοδότησης του έργου – τον οποίο κουνάνε μπροστά στα μάτια της κοινωνίας κράτος και εργολάβοι – είναι δικό τους πρόβλημα, όχι δικό μας. Διότι το κράτος των αστών πάντα έχει χρήματα για να ανακεφαλαιώνει τράπεζες, αλλά έχει «κεσάτια» μόνο όταν πρόκειται να αναζητήσει τεχνικές λύσεις προς όφελος των ανθρώπων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως στην περίπτωση του σταθμού Βενιζέλου, ή να ασκήσει σοβαρή κοινωνική πολιτική.

Ο ΣΕΑ σημειώνει επίσης, ότι «η πλειοψηφία του Κ.Α.Σ., που στήριξε την λύση της απόσπασης ενάντια στην εισήγηση της αρμόδιας Εφορείας, αποτελεί μειοψηφία στην ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα.».

Οντως, την απόσπαση των αρχαιοτήτων υποστηρίζουν η κυβέρνηση, η Αττικό Μετρό και τα 13 από τα 15 μέλη του ΚΑΣ που την υπερψήφισαν. Κάθε άλλος επιστημονικός φορέας που άπτεται της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι αντίθετος. Για να μην αναφέρουμε και κινηματικές πρωτοβουλίες που έχουν αναπτύξει δράση προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και τις επιστημονικές φωνές από το εξωτερικό.

Βέβαια, το δίκιο ουδέποτε ήταν ζήτημα συσχετισμών. Αυτό, φυσικά, ισχύει και για τους συσχετισμούς στο ΚΑΣ. Μάλιστα, στην προκειμένη περίπτωση, από τα δύο μέλη του Συμβουλίου που μειοψήφισαν για το ξήλωμα των αρχαιοτήτων, η μία είναι η Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού, Πολυξένη Αδάμ – Βελένη και ο πολιτικός μηχανικός – δομοστατικός καθηγητής, Βλάσης Κουμούσης, ο οποίος δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα της Αττικό Μετρό. Δεν τους λες και «αναρμόδιους» να κρίνουν.

Αλλά από τη στιγμή που η Αττικό Μετρό αυτοπροσδιορίζεται ως «ο μοναδικός φορέας, ο οποίος πέρα από τη θεσμική αποστολή έχει και την επιστημονική επάρκεια να εξαντλήσει μελετητικά το θέμα» – κάτι τέτοια έλεγε μπροστά στο ανώτατο επιστημονικό συμβούλιο του κράτους για την πολιτιστική κληρονομιά – αναρωτιέται, τελικά, κανείς, τι κουράζονται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και στο ΚΑΣ και δεν αυτοκαταργούνται. Να αποφασίζουν και για τα αρχαία οι εργολάβοι, να τελειώνουμε…

*Η φωτογραφία είναι γιορτινό ευχετήριο από την Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ. Το λες και άγριο «τρολάρισμα» στις κυβερνητικές επιλογές…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.