Ο πολιτισμός στη δίνη του «νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος»

Συμβούλιο Υπουργών Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ο πολιτισμός ως "συγκριτικό πλεονέκτημα"

| 04/12/2014

Τέχνη – εμπόρευμα, δημιουργοί – εργάτες των «πολιτιστικών βιομηχανιών», κοινό – πελάτες και συνείδηση – «κιμάς» είναι το «όραμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον πολιτισμό, όπως επιβεβαιώνεται και μέσα από τα συμπεράσματα του πρόσφατου Συμβουλίου των υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλες. Προθυμότατη στην υλοποίηση αυτού του «οράματος» εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά και η σημερινή κυβέρνηση. 

«H αστική τάξη(…) τον ποιητή, τον άνθρωπο της επιστήμης, τους μετέτρεψε σε μισθωτούς εργάτες της (…)».  Μαρξ – Ενγκελς 

«(…) η μουσική αποτελεί μεγαλύτερη εξαγωγική βιομηχανία απ’ το χάλυβα (…)» Γ. Παπανδρέου

 Μία από τις πλέον διαδεδομένες ψευδαισθήσεις που ανθούν σε διάφορους κύκλους καλλιτεχνών και  διανοουμένων, όχι μόνο της αστικής ελίτ και όχι μόνο στην Ελλάδα, «θέλει» την πολιτιστική δημιουργία να αποτελεί «συγκριτικό πλεονέκτημα» της χώρας (σσ όπου «χώρα» στην προκειμένη περίπτωση νοείται ένα φανταστικό, αταξικό μόρφωμα) το οποίο θα συμβάλλει στην ευημερία «όλων».

Αν και η ψευδαίσθηση αυτή δεν αντέχει σε καμία κριτική, φαίνεται ότι ακριβώς η απουσία κάθε ορθολογικής βάσης είναι που την κάνει τόσο δημοφιλή και εύκολα διαχειρίσιμη σε προπαγανδιστικό επίπεδο. Άλλωστε, αν έχεις πείσει τον εξαθλιωμένο ότι φταίει για την εξαθλίωσή του – αφού «μαζί τα φάγαμε» – δεν είναι δύσκολο να εμφανίσεις την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ως «δρόμο» για την «ανάπτυξη» «όλων». Διότι ακριβώς με τον όρο «συγκριτικό πλεονέκτημα» για την «αύξηση της ανταγωνιστικότητας» οι αστοί εννοούν την ολοκληρωτική πρόσδεση της πολιτιστικής δημιουργίας στις αυξημένες ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να μετατραπεί αυτή η δημιουργία σε εμπόρευμα και οι καλλιτέχνες σε μισθωτούς εργάτες στην «πολιτιστική» βιομηχανία, με τους ίδιους όρους εργασιακής κόλασης που κυριαρχεί και στους άλλους κλάδους.

modern-times

Αν τα παραπάνω ακούγονται κυνικά, η πραγματικότητα που επιφυλάσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στον πολιτιστικό τομέα προσδίδει στον κυνισμό νέα διάσταση. Ήδη, εδώ και πάνω από μια δεκαετία δεν υπάρχει ντοκουμέντο της ΕΕ που να μην προσλαμβάνει τον πολιτισμό ως μία ακόμη πηγή κερδοφορίας για μια χούφτα «πολιτιστικές» βιομηχανίες, ενώ, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στον αναντικατάστατο ρόλο της τέχνης στην ιδεολογική χειραγώγηση. Αυτά τα δύο στοιχεία – αυξανόμενη συμμετοχή του πολιτιστικού τομέα στην κερδοφορία των βιομηχανιών του χώρου και άμεση πρόσβαση στη συνείδηση – έχουν καταστήσει το πεδίο του πολιτισμού ένα από τα πιο δυναμικά «φιλέτα» της καπιταλιστικής οικονομίας.

Φυσικά, στη ρητορική της ΕΕ η παραπάνω πραγματικότητα «μακιγιάρεται» πίσω από πλήθος ιδεολογημάτων και λεκτικών σχημάτων, τα οποία, δεν έχουν στόχο μόνο να εμφανίσουν την πολιτιστική πολιτική της ως «αγνή», αλλά και να αποκρύψουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Οι αντιθέσεις αυτές έχουν αντικειμενική βάση από τη στιγμή που ορισμένα κράτη – μέλη βλέπουν το πολιτιστικό τους «προϊόν» να συμπιέζεται αφόρητα και σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλα κράτη – μέλη από το εξωτερικό, κυρίως από τις ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από επιμέρους καλές προθέσεις – όχι κυβερνήσεων, αλλά εκπροσώπων των δημιουργών σε κάθε χώρα – η βασική αφετηρία αυτών των αντιθέσεων προκύπτει από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των δικών τους «πολιτιστικών» κεφαλαίων. Και σε κάθε περίπτωση, θύματα είναι οι δημιουργοί και το κοινό.

Ας δούμε πώς εκφράζονται όλα τα παραπάνω μέσα από το πρόσφατο (25/11) συμβούλιο των υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Αυτό που καταρχήν ξεκαθαρίστηκε – για πολλοστή φορά – ήταν «η συμβολή του πολιτιστικού – δημιουργικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής κληρονομιάς, στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”».

Τι είναι αυτή η «στρατηγική»; Πρόκειται για σχέδιο που υιοθέτησε η ΕΕ το 2010 σαν συνέχεια της Στρατηγικής της Λισαβόνας και ακριβώς με τον ίδιο στόχο: Φθηνή, μέχρι εξαθλίωσης, εργατική δύναμη και εξαφάνιση κάθε εναπομείναντος εργασιακού δικαιώματος, με «εργαλεία» όπως η «ευελφάλεια» (βλ. ευελιξία και ασφάλεια, από τον αγγλικό όρο flexicurity [flexibility/security]), η «διά βίου μάθηση», η «κινητικότητα» των εργαζομένων, η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας κ.λπ. Σε αυτόν το στόχο «καλείται» να συμβάλλει ο πολιτιστικός τομέας, αφενός εφαρμόζοντας το σύνολο αυτών των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό της «πολιτιστικής» βιομηχανίας, αφετέρου, εξαπολύοντας αγριότερη επίθεση στη συνείδηση και το αισθητικό κριτήριο του κόσμου.

δεν υπάρχει πολιτιστικός τομέας, κυρίως οι βιομηχανοποιημένοι, που να μη συνδέεται, από την ΕΕ, με την καπιταλιστική αγορά

Η πρόσδεση του πολιτιστικού τομέα στην «Ευρώπη 2020» θα γίνει μέσω του «Προγράμματος Εργασίας για τον Πολιτισμό» («Work Plan for Culture») το οποίο θα «τρέξει» από το 2015 έως το 2018 και οι εμπνευστές του το προσδιορίζουν ως «στρατηγικό έγγραφο που καθορίζει τις προτεραιότητες για την ευρωπαϊκή συνεργασία στη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής για τα επόμενα τέσσερα χρόνια (…) στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αναθεώρησης της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”». Και παρακάτω: «Το πρόγραμμα εργασίας έχει τέσσερις τομεακές προτεραιότητες – προσβασιμότητα στον πολιτισμό, πολιτιστική κληρονομιά, δημιουργική οικονομία και καινοτομία και πολιτιστική πολυμορφία, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής διάστασης στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ – οι οποίες για πρώτη φορά συμπληρώνονται από δύο διατομεακές προτεραιότητες (ψηφιακή εποχή και στατιστικά στοιχεία. Όλα αυτά διαρθρώνονται γύρω από τη στρατηγική Ευρώπη 2020 για την ανάπτυξη και την απασχόληση (…)».

Όταν η ΕΕ μιλάει για «ανάπτυξη» εννοεί την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ενωσιακού κεφαλαίου και όταν αναφέρεται στην «απασχόληση» εννοεί την εργασιακή κόλαση και τη γιγάντωση της ανεργίας. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πολιτιστικός τομέας, κυρίως οι βιομηχανοποιημένοι, που να μη συνδέεται, από την ΕΕ, με την καπιταλιστική αγορά. Για παράδειγμα σημειώνεται, ότι «το Συμβούλιο ενέκρινε συμπεράσματα σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική στον οπτικοακουστικό τομέα, με ιδιαίτερη έμφαση στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον (…)», αφού «κορυφαία προτεραιότητα της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του προέδρου της» είναι η δημιουργία «ενιαίας ψηφιακής αγοράς» η οποία «θα επέτρεπε στους πολίτες να έχουν πρόσβαση σε οπτικοακουστικό περιεχόμενο από τις ηλεκτρονικές συσκευές τους, όπου κι αν βρίσκονται στην Ευρώπη, ανεξαρτήτως συνόρων (…) προκειμένου να δημιουργηθεί μια ανταγωνιστική ενιαία αγορά για το οπτικοακουστικό περιεχόμενο (…)». Μάλιστα, η ΕΕ προσπαθεί να πείσει ότι αυτή η «ανταγωνιστική ενιαία αγορά», στην οποία θα «ξεσαλώνουν» τα μεγαθήρια του οπτικοακουστικού τομέα, τόσο στην παραγωγή, όσο και τη διανομή, θα «σέβεται» το κοινό και τους δημιουργούς. Ακριβώς όπως «σεβάστηκε» τους αγρότες η Κοινή Αγροτική Παραγωγή…

Χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ο αγοραίος ανταγωνισμός σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργάνων είναι η συζήτηση γύρω από το ΦΠΑ στα βιβλία. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου σημειώνεται ότι «σύμφωνα με την (σσ κοινοτική) οδηγία για τον ΦΠΑ, τα τυπωμένα βιβλία αντμετωπίζονται ως “αγαθά”, στα οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, ενώ τα ηλεκτρονικά βιβλία θεωρούνται ως “ηλεκτρονικές υπηρεσίες” που δεν επωφελούνται από μειωμένους συντελεστές». Όμως, «αρκετά κράτη – μέλη είχαν την άποψη ότι ένα βιβλίο είναι πάντα ένα βιβλίο και ως εκ τούτου θα πρέπει να τους επιτρέπεται να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ και στα ηλεκτρονικά βιβλία». Μια τρίτη ομάδα κρατών μελών είχε την άποψη «ότι πρόκειται για ένα πολύπλοκο θέμα που απαιτεί μια πιο προσεκτική προσέγγιση λόγω των απρόβλεπτων συνεπειών για τα φορολογικά έσοδα»! Ενισχύεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι για την ΕΕ κάτι μπορεί να είναι «αγαθό» ή «δικαίωμα» στο βαθμό που δεν εμποδίζει την κερδοφορία των επιχειρήσεων ή τα φορολογικά έσοδα…

Η πολιτιστική κληρονομιά ως «πηγή» ιδιωτικής κερδοφορίας 

Ακόμη πιο επικίνδυνα – λόγω του μη αναστρέψιμου των συνεπειών – είναι τα πράγματα στην πολιτιστική κληρονομιά: Το Συμβούλιο «κάλεσε» τα κράτη μέλη «να προωθήσουν μια πιο ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό επίπεδο»! Η εισβολή των ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι καινούργιος στόχος.  Στην Ελλάδα – αλλά ανάλογη είναι η πορεία και διεθνώς – ξεκίνησε πριν από χρόνια «αθώα», με τη δημιουργία «πολιτιστικών ιδρυμάτων» από τραπεζικούς ομίλους και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και με τη σύσταση «συλλόγων» με δηλωμένο σκοπό να «γεφυρώσουν» την «κοινωνία των πολιτών» – δηλαδή τον ιδιωτικό τομέα κάθε μορφής – με την πολιτιστική κληρονομιά,  για να φτάσει στην ανοιχτή επιδίωξη της πλήρους υποταγής του δημόσιου και επιστημονικού χαρακτήρα της διαχείρισης του αρχαιολογικού πλούτου, στο επενδυτικό «Ελντοράντο» στο οποίο επιχειρείται να μετατραπεί η χώρα.

“Η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να λειτουργήσει  ως μοναδικό, συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση τουριστών, επενδυτών και επαγγελματιών του πολιτιστικού χώρου”. Κ. Τασούλας

Χαρακτηριστική της προθυμίας και της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης να βυθίσει την πολιτιστική κληρονομιά στο βάλτο των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, ήταν η ομιλία του υπουργού Πολιτισμού, Κώστα Τασούλα. Σε ένα «κρεσέντο» πρόσληψης του αρχαιολογικού πλούτου ως μέσου κερδοφορίας του τουριστικού κεφαλαίου, ο υπουργός σημείωσε: «Ειδικότερα, ο τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς συμβάλλει αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη, εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας όσον αφορά στο επιστημονικό αλλά και στο υποστηρικτικό προσωπικό, καθώς και αυξημένα έσοδα για την τοπική και εθνική οικονομία, στο πλαίσιο ενός βιώσιμου πολιτιστικού τουρισμού. Η πολιτιστική κληρονομιά, η οποία προσδίδει ιδιαίτερη ταυτότητα στις πόλεις, μπορεί να λειτουργήσει  ως μοναδικό, συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση τουριστών, επενδυτών και επαγγελματιών του πολιτιστικού χώρου, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής των πόλεων. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η αξία του τουρισμού στην ΕΕ ανέρχεται σε 415 δις ευρώ ετησίως και αντιπροσωπεύει 15 εκατομμύρια θέσεις εργασίας – πολλές από τις οποίες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πολιτιστική κληρονομιά».

Η πρόσφατη, σχετική πείρα της Ελλάδας αναδεικνύει «ανάγλυφα» τι σημαίνει πραγματικά η πολιτιστική πολιτική της ΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο νόμος 4146 του 2013 (ΦΕΚ Α 90/18-4-2013) για τη «Διαμόρφωση Φιλικού Αναπτυξιακού Περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις και άλλες διατάξεις». Στην παράγραφο 2 του Άρθρου 5 υπάρχουν τα εξής «καταπληκτικά»: «Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, μπορεί να καθορίζονται για την πραγματοποίηση στρατηγικών επενδύσεων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, οι ειδικοί όροι ανάδειξης και προστασίας αρχαιοτήτων και άλλων μνημείων που εντοπίζονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης ή υπάρχουν πριν από την έναρξή της. Μετά την έκδοση του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος της παραγράφου αυτής δεν απαιτείται η έκδοση άλλης απόφασης από υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού»!

Έξαλλοι οι αρχαιολόγοι σημείωναν, ότι ο νόμος «καταργεί το δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού, νομιμοποιώντας επενδυτές –  ιδιώτες στη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, εις βάρος του αρχαιολογικού έργου και των μνημείων» (σσ. Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων 11/2012).

αγαλμ

Το Σεπτέμβριο του 2010 είχε προηγηθεί το «μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας» μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού – Τουρισμού και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων για την επιτάχυνση των αρχαιολογικών εργασιών στο πλαίσιο της κατασκευής των μεγάλων δημόσιων έργων.  Με το μνημόνιο οριοθετείται χρονικά κάθε τμήμα της αρχαιολογικής «εμπλοκής» στα μεγάλα έργα. Προβλέπει τη σύνταξη έκθεσης αναλυτικής αρχαιολογικής τεκμηρίωσης, ώστε ο κύριος του έργου να ξέρει έστω τη βασική αρχαιολογική «γεωγραφία» της περιοχής και να οργανωθούν καλύτερα όλες οι απαραίτητες εργασίες (σωστικές ανασκαφές, τεκμηρίωση κ.λπ.). Ορίζεται επίσης ένα δίμηνο ως όριο από την κατάθεση της μελέτης του έργου στο ΥΠΠΟ-Τ μέχρι την ενημέρωση του κυρίου του έργου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για το αν και τι αρχαιότητες αναμένονται.  Με την Αρχαιολογική Υπηρεσία να απαξιώνεται ταυτόχρονα και συνειδητά από το κράτος και με τα τεράστια προβλήματα υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσής της να γιγαντώνονται, είναι προφανές ότι αυτά τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα – αν κάποιος θέλει πραγματικά επιστημονικά να προσεγγίσει τη σωστική ανασκαφή – είναι σε βάρος των αρχαιοτήτων που θα έχουν την ατυχία να βρεθούν στο «λάθος» μέρος τη «λάθος» στιγμή, στο όνομα μιας «ανάπτυξης» εχθρικής συνολικά για το δημόσιο πλούτο.

Το 2012 ψηφίζεται ο νόμος 4072 (ΦΕΚ Α’ 86/11-04-2012) για τη «βελτίωση» του «επιχειρηματικού περιβάλλοντος», ο οποίος προβλέπει ανάλογο «μνημόνιο συναντίληψης» αυτή τη φορά για τα ιδιωτικά έργα. Μάλιστα, όλο το Κεφάλαιο Γ’ είναι αφιερωμένο στις «Ρυθμίσεις για αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο μεγάλων ιδιωτικών έργων». Εκτός των άλλων αρνητικών, ο νόμος προβλέπει ότι η πρόσληψη του προσωπικού (επιστημονικού και εργατοτεχνικού) για τις αρχαιολογικές σωστικές ανασκαφές με αφορμή το εκάστοτε έργο «γίνεται από τον Κύριο του Έργου, ύστερα από έγγραφη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, και προσλαμβάνεται από αυτόν».

Η αρχαιολογική κοινότητα αντέδρασε ξανά. Χαρακτηριστικά, οι έκτακτοι αρχαιολόγοι σημείωναν ότι  ο εργολάβος – κατασκευαστής θα επιλέγει το αρχαιολογικό προσωπικό «ανάλογα με το ποιος είναι οικονομικότερος ή με κριτήριο το ποιος δεν θα αντιτίθεται στα συμφέροντα των κατασκευαστών». Μέχρι τότε, η επιλογή του προσωπικού γινόταν από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων, με αρχαιολογικά – επιστημονικά κριτήρια. Πλέον, «παραχωρώντας στους εργολάβους τη δυνατότητα επιλογής του αρχαιολογικού προσωπικού που θα εργαστεί στις σωστικές ανασκαφές, τους παραχωρείται ταυτόχρονα και μέρος ελέγχου των αρχαιολογικών εργασιών, που ως τώρα ασκεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία». Κατέληγαν ότι «είναι επικίνδυνο για την προστασία των αρχαιοτήτων να θεωρείται πιο άξιος να πραγματοποιήσει τις εξειδικευμένες επιστημονικά αρχαιολογικές εργασίες όποιος έχει τα λιγότερα προσόντα και τη μικρότερη εμπειρία, προκειμένου να είναι ο πιο φθηνός»

1 greek poster

Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς προς όφελος των ιδιωτών προέκυψε την περασμένη Τρίτη κατά τη διάρκεια παρουσίασης μελέτης του ΙΟΒΕ για τη συνεισφορά του κινηματογράφου στην οικονομία. Στη συζήτηση που ακολούθησε, εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού προανήγγειλε διάφορα μέτρα «στήριξης» του κινηματογράφου (πχ η πλήρης φοροαπαλλαγή για τις ξένες παραγωγές που ουσιαστικά βοηθούν τα ξένα στούντιο στο όνομα της τουριστικής «διαφήμισης» της χώρας) μεταξύ των οποίων και η κατάργηση του τέλους κινηματογράφησης σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία! Αυτό στην πράξη θα σημάνει ακόμη ένα χτύπημα  στην ήδη άθλια κατάσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δηλαδή, νέο οικονομικό χτύπημα στην προστασία των αρχαιοτήτων.

Η τέχνη… στον «γκισέ» των τραπεζών

Στον τομέα της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Το 2011 η ΕΕ παρουσίασε ένα γιγαντιαίο οικονομικό πρόγραμμα προσανατολισμένο στην εμπορευματοποίηση του πολιτισμού υπό τον τίτλο «Δημιουργική Ευρώπη». Με το πρόγραμμα αυτό επιδιώκεται μια «κεντρική» και συνολική αγοραία προσέγγιση σε αυτό που ονομάζεται «πολιτιστικές βιομηχανίες», από τον κινηματογράφο μέχρι το βιβλίο. Ο τρόπος που γίνεται αυτό είναι αποκαλυπτικός για τις προθέσεις, Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημείωνε, ότι  «ο πολιτιστικός και ο δημιουργικός τομέας της Ευρώπης αντιπροσωπεύουν περίπου το 4,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και απασχολούν περίπου το 3,8% του εργατικού δυναμικού της ΕΕ (8,5 εκατ. άτομα)». Έτσι, «η στήριξη της ΕΕ θα βοηθά τους τομείς αυτούς να αξιοποιήσουν στον μέγιστο βαθμό τις ευκαιρίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιοποίηση. Επιπλέον, θα τους επιτρέπει να αντιμετωπίσουν επιτυχώς προκλήσεις όπως ο κατακερματισμός της αγοράς και οι δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση, ενώ θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη χάραξη πολιτικής, καθιστώντας ευκολότερη την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και εμπειριών».

Το πρόγραμμα έχει προϋπολογισμό 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2014 – 2020. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, το πρόγραμμα θα διαθέσει περισσότερα από 900 εκατ. ευρώ «για τη στήριξη του κινηματογραφικού και του οπτικοακουστικού τομέα (πεδίο που καλύπτεται από το τρέχον πρόγραμμα “MEDIA”)» και σχεδόν 500 εκατομμύρια ευρώ για τον πολιτισμό.

Πώς εννοεί στην πράξη η ΕΕ την «αξιοποίηση» των «ευκαιριών»; Η «Δημιουργική Ευρώπη» «θα δημιουργήσει έναν νέο μηχανισμό χρηματικών εγγυήσεων, ο οποίος θα δίνει τη δυνατότητα στις μικρές επιχειρήσεις να αποκτούν πρόσβαση σε ποσό έως και 1 δισ. ευρώ με τη μορφή τραπεζικών δανείων»! Πρόκειται για μια πρακτική που ακολούθησε το 2010 και η γερμανική κυβέρνηση μέσω της συμφωνίας που «έκλεισε» με την τράπεζα KfW της Φραγκφούρτης, η οποία προβλέπει το «άνοιγμα» των δανειακών «κρουνών» προς την κινηματογραφική παραγωγή. Σχολιάζοντας τότε τη συμφωνία ο πρόεδρος του ΔΣ της KfW, Ούλριχ Σρέντερ, έλεγε ότι «οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου, είναι μεταξύ των πιο ελπιδοφόρων οικονομικών τομέων στη Γερμανία. Εντούτοις, η χρηματοδότηση της παραγωγής των προγραμμάτων είναι δύσκολη. Γι’ αυτό η τράπεζα KfW θα προσφέρει την υποστήριξη που ο τομέας αξίζει». Φυσικά, οι χαμένοι της υπόθεσης ήταν και πάλι οι δημιουργοί, αφού ακόμη και ο δανεισμός πηγαίνει προς τους παραγωγούς. Το ίδιο συνέβη και στην Ισπανία, επίσης το 2010 με το ICAA, το κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Ισπανίας, να στοχεύει στο «χτίσιμο γεφυρών» μεταξύ των παραγωγών και των ιδιωτών «επενδυτών» με τους «διαχειριστές» του ιδιωτικού και «θεσμικού» (σ.σ. δηλαδή κρατικού) σχετικού τομέα.

Η ίδια η Επιτροπή έθεσε ένα εύλογο ερώτημα: «Δεν είναι πιο αποτελεσματικό να παρέχονται άμεσες επιδοτήσεις στους δικαιούχους αντί να προτείνεται η εγγύηση ενός μέρους των τραπεζικών δανείων τους;». Ιδού η απάντηση: «Ο εγγυοδοτικός μηχανισμός έχει μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και προσελκύει επιπλέον χρηματοδότηση από τους επενδυτές χάρη στην ανάληψη των κινδύνων από κοινού με την ΕΕ. Αυτό μπορεί να γίνει ήδη αντιληπτό από το ταμείο εγγυοδοσίας των παραγωγών του οπτικοακουστικού τομέα του προγράμματος “MEDIA”, στο οποίο η συνεισφορά ύψους 2 εκατ. ευρώ της ΕΕ έχει ήδη μετασχηματιστεί σε δάνεια προς τους παραγωγούς ταινιών αξίας 18 εκατ. ευρώ».

art-market-vs-stocks

Αν όμως χρειάζονται παραπάνω χρήματα οι δημιουργοί, γιατί δεν τα δίνει η ΕΕ κατευθείαν και πάει μέσω τραπεζών; Διότι «συχνά, η ζήτηση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από τις ΜΜΕ (σ.σ. μικρομεσαίες επιχειρήσεις) του πολιτιστικού και του δημιουργικού τομέα δεν είναι αρκετά σημαντική, ώστε οι τράπεζες να τις θεωρήσουν εμπορικά ελκυστικές και να αναπτύξουν την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την ορθή κατανόηση των χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι κίνδυνοι που αυτές αντιμετωπίζουν»! Με απλά λόγια, η ΕΕ «ανοίγει τα μάτια» των τραπεζιτών και τους «προικίζει» σε νέο πελατολόγιο…

Για την ΕΕ, τις πολυεθνικές της και τις μεγάλες πολιτιστικές της βιομηχανίες τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους. Δεν κρύβουν απολύτως τίποτα και η ρητορική τους γίνεται πιο αποκαλυπτική όσο νιώθουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη να «μετράνε» τα λόγια τους μπροστά στην απουσία υπολογίσιμης αντίστασης. Το θέμα είναι αν και με τι όρους θα υπάρξει αντίσταση από τον κόσμο της τέχνης και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.