Ο χορός της πραγματικότητας, του Alejandro Jodorowski

Μια ταινία για τον κόσμο και τον εαυτό ως πεδία πολλαπλών δυνατοτήτων

| 02/05/2015

Καλλιτέχνες του τσίρκου, ακρωτηριασμένοι μεταλλωρύχοι, βασανιστές της δικτατορίας του Ibáñez del Campo, νάνοι-μασκότ, πυροσβέστες-καρικατούρες, μπουλντόζες που μαζεύουν θύματα της πανώλης, ναζί στρατιώτες, καμπαρετζούδες-κομμουνιστές που συνωμοτούν ενάντια στο καθεστώς και άλλες γκροτέσκ φιγούρες, στο φόντο αιματηρών πολιτικών συγκρούσεων στη Χιλή, επιστρατεύονται από τον avant garde εικονοπλάστη Alejandro Jodorowski και αλληλοδιαπλέκονται με μαεστρία, ώστε να συνθέσουν ένα μωσαϊκό που επιχειρεί να αποδώσει τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει σήμερα την ίδια του την προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή.

Μεγαλώνοντας σε μια ξεριζωμένη και στοχοποιημένη από τον περίγυρο ουκρανοεβραϊκή οικογένεια με έναν σταλινικό, φανατικό άθεο, σαδιστή (και τελικά φοβισμένο) πατέρα και με μια μητέρα-θύμα, αδύναμη και πλήρως υποταγμένη στις αυταρχικές προσταγές του άντρα της, ο Alejandrito αρχίζει να συσσωρεύει από μικρός ψυχικά τραύματα τα οποία ναρκοθετούν την ανάπτυξη μιας «κανονικής» σχέσης με τη μίζερη πραγματικότητα και τον οδηγούν στο να σχηματίσει μαγικές γέφυρες με έναν κόσμο-προϊόν μύθων, ποίησης και  καλπάζουσας  φαντασίας, κάτι που τον βοηθά να αντέξει αδιέξοδα συναισθηματικού, κοινωνικού, ιδεολογικού και υπαρξιακού χαρακτήρα. O Jodorowski, λοιπόν, γυρίζει πίσω, σκάβει βαθιά και έρχεται αντιμέτωπος με οτιδήποτε τον έχει στοιχειώσει. Με την αγωνιώδη και μαρτυρική προσπάθειά του να κερδίσει την εκτίμηση του πατέρα του ο οποίος δεν δέχεται την ευαίσθητη φύση του γιου του, με την ανασφάλεια που του κληροδότησε η υπερπροστατευτική μητέρα του, με την ηθική παρακμή της κοινωνίας που τον περιβάλλει, με το ρατσισμό, με τη διάχυτη κάθε είδους βία, με τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, με την αυταρχική επιβολή του αθεϊσμού που του ακρωτηριάζει οποιαδήποτε (ενδεχομένως ανακουφιστική) ενατένιση σχετικά με το επέκεινα και του δημιουργεί τον εφιάλτη της αποσύνθεσης. Ο χρόνος, ο τόπος και οι σχέσεις του παρελθόντος διεμβολίζονται και μετασχηματίζονται από την παρέμβαση του φανταστικού στοιχείου, αποδομούνται, εμπλουτίζονται, επανερμηνεύονται και επανανοηματοδοτούνται με τρόπο που καθιστούν τις αναμνήσεις όχι απλά ένα προϊόν των γεγονότων, αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό εργαλείο κατασκευής/ανασκευής τους, στο δρόμο προς την προσωπική λύτρωση.

O Jodorowski, χωρίς να κουνάει το δάχτυλο, αλλά με τρόπο αβίαστο και αφαιρετικό, ασκεί αιχμηρή κριτική στα θρησκευτικά συστήματα με την καλή προαίρεση που μόνο ένας πιστός θα μπορούσε να κάνει, σε κομμουνιστικές αντιλήψεις με την αγωνία που μόνο ένας κομμουνιστής θα μπορούσε να κάνει, στον αθεϊσμό με τη διαύγεια που μόνο ένας αθεϊστής θα μπορούσε να κάνει και γενικά σε καθετί που λειτουργεί στραβά σε αυτόν τον κόσμο με το πάθος που μόνο κάποιος που αγαπάει πολύ αυτή τη ζωή θα μπορούσε να κάνει. Μέσα από την αυτοανάλυσή του τελικά, επιχειρεί ταυτόχρονα και μια συνολική φιλοσοφική τοποθέτηση, η οποία είναι τόσο εγγενώς αντιφατική όσο και η διαδικασία των βιωμάτων και των ψυχικών διακυμάνσεων στις οποίες κατά καιρούς βυθίστηκε.

Όλα αυτά τα τόσο προσωπικά ζητήματα που θίγονται μας ενδιαφέρουν αφενός επειδή μάλλον δεν είναι και τόσο προσωπικά, παρά χαρακτηρίζονται από μια καθολικότητα, αφετέρου επειδή μας αιχμαλωτίζουν με την εικαστική και σκηνοθετική προσέγγιση με την οποία παρουσιάζονται. Η αποστασιοποίηση που ακολουθεί ο Jodorowski είναι υποδειγματική, οι αλληγορίες του εκλεπτυσμένες, το χιούμορ του διακριτικό, η ωμότητα βρίσκεται σε ισορροπία με το λυρισμό, οι σουρεαλιστικές εξάρσεις δένουν αρμονικά με τις μαγευτικές ψυχεδελικές εικόνες, το αγκάλιασμα του αλλόκοτου θυμίζει την αντίστοιχη τρυφερότητα και το σεβασμό που αποπνέουν κάποιες χαρακτηριστικές (συγγενικές θεματικά) φωτογραφίες της Diane Arbus και φυσικά παντού υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός, ο οποίος αποτυπώνεται ακόμα και στα χρώματα που επιλέγει ο διευθυντής φωτογραφίας, ακόμα και στη μουσική, που αποτελεί οργανικό τμήμα της εκάστοτε σκηνής.

Ο Jodorowski, συμφιλιωμένος με το είναι του (το οποίο εκθέτει γυμνό ενώπιον του θεατή), χορεύει θαρραλέα με τους πολλαπλούς εαυτούς του, κάνοντάς μας φανερό ότι κάθε άνθρωπος δεν είναι καθόλου μια συμπαγής, παγιωμένη και διακριτή μονάδα, αλλά ένα πεδίο πολλαπλών δυνατοτήτων, μια χαοτική, μη γραμμική, δυναμική διαδικασία πλούσια σε μορφές, νοήματα, καταστάσεις, πιθανότητες, εναλλαγές, αντιφάσεις, σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος πολύπτυχος (προς εξερεύνηση από τον εαυτό του και από τους άλλους) που συμπυκνώνει σε τελική ανάλυση τη φύση της ίδιας της πραγματικότητας που τον εμπεριέχει.

Ο Δημήτρης Κεχρής είναι φωτογράφος και επιμελητής. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Είναι συνιδρυτής του κόμβου θεωρίας και κριτικής της φωτογραφίας ALDEBARAN και εργάζεται ως επιμελητής στο MedPhoto Festival. Κείμενά του για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί σε επιθεωρήσεις, σε συλλογικούς τόμους και στον ημερήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.