Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας- Η παράδοση εμπνέει ακόμα

Πως ακόμα και σήμερα μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία γνήσιου φολκλορικού τρόμου

| 23/08/2017

Tsaprailis-front (1)Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Θεσσαλία… Cliché έκφραση θα πει κάποιος και θα έχει δίκιο. Αλλά διαβάζοντας το πρώτο βιβλίο του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, η πασίγνωστη αυτή φράση κυλούσε στο μυαλό μου διασκευασμένη τοιουτοτρόπως συνέχεια.

Τι είναι όμως οι Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας; Όχι, δεν πρόκειται για μία συλλογή υπαρκτών διηγήσεων, αλλά για μία συλλογή 48 μικρών ιστοριών εμπνευσμένες από την θεσσαλική γη που παίζουν μεταξύ φαντασίας, τρόμου αλλά και παράδοσης. Οι ιστορίες αυτές είχαν κάνει το ντεμπούτο τους διαδικτυακά στην ομώνυμη σελίδα στο Facebook τα τελευταία χρόνια ώσπου βρήκαν το δρόμο για το τυπογραφείο πριν λίγους μήνες από τις Εκδόσεις Αντίποδες.

«Ξύπνησε ένα βράδυ η γη της Θεσσαλίας.

[…]

και γύρισαν πλευρό οι νεκροί μαζί με τους ζωντανούς.»

Ανοίγοντας το βιβλίο και ξεκινώντας την ανάγνωσή του, ο αναγνώστης είναι σα να μεταφέρεται σε ένα μικρό σπίτι σε κάποιο μικρό χωριό με μοναδική κάτοικο μία γιαγιά που δεν άφησε ποτέ τον τόπο της. Ανοίγει την πόρτα της, υποδέχεται τον επισκέπτη προσφέροντάς του λίγο κρασί και αρχίζει να του διηγείται τις ιστορίες του τόπου της· ιστορίες τις οποίες θα είχαν γεννήσει ο Edgar Allan Poe και ο H.P. Lovecraft αν ήταν Θεσσαλοί. Ο αναγνώστης ακούγοντας (ή διαβάζοντας πιο σωστά) αυτές τις διηγήσεις μεταφέρεται σε ένα δεύτερο ταξίδι, μέσα στο πρώτο, ξεκινώντας από τα Βλαχοχώρια που «απλώνονται πάνω στη θεσσαλική Πίνδο σαν σπαρμένα δόντια δράκοντα» και τα Καραγκουνοχώρια που «βαριανασαίνουν μέσα στην κάψα του καλοκαιριού» και φτάνοντας ως τα Δρακοχώρια που «όλα μαζί θυμίζουν ραχοκοκαλιά δράκοντα που η ουρά του αγκαλιάζει τον Παγασητικό» αλλά και τις πόλεις της Θεσσαλίας. Δεν είναι όμως ένα ευχάριστο ταξίδι καθώς στο δρόμο του ο αναγνώστης θα έχει να αντιμετωπίσει νεράιδες, μάγισσες, σκιάχτρα, νεκρούς και άλλα σκοτεινά όντα που θα βρει μπροστά του.

«Σηκώθηκε και έφυγε μακριά, καταλαβαίνοντας πως είχε

ξεστρατίσει πολύ και είχε φτάσει σε μέρη πέρα από των ανθρώπων,

εκεί που ακόμη ζουν και διαφεντεύουν τα χαμοδράκια.»

Ο τρόπος γραφής σίγουρα δεν είναι ο συνηθισμένος και ίσως ξενίσει κάποιους αλλά μεταφέρει τέλεια την αύρα που θέλει και σου είναι δύσκολο να μην πιστέψεις ότι οι ιστορίες αυτές υπάρχουν αυτούσιες στην θεσσαλική παράδοση. Και εδώ είναι που κάνει την εμφάνισή του το ίσως ισχυρότερο χαρακτηριστικό του βιβλίου, η ατμόσφαιρα. Οι διηγήσεις αυτές έχοντας μέγεθος μόλις 2-3 σελίδων είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθούν όλες στο μυαλό του αναγνώστη, αφήνοντας έτσι την ατμόσφαιρα να παίξει μπάλα, κάτι που κάνει πολύ καλά.

Εμένα προσωπικά με κέρδισε από την αρχή και χωρίς καμία υπερβολή, το θεωρώ ένα αριστούργημα του λαϊκού (folk αγγλιστί) τρόμου. Το σίγουρο είναι ότι πλέον η θεσσαλική επαρχία θα έχει μία black metal αύρα για εμένα και θα προσέχω διπλά κάθε διασταύρωση όποτε βρεθώ ξανά σε εκείνα τα μέρη. Μπορεί η Μιζέρια να καραδοκεί.