Ποιος το περίμενε;

«Ξεκίνησα. Πάμε μέχρι το τέλος και όπου βγει»

| 06/07/2015

Απρόσμενο ήταν κατά γενική ομολογία το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ποιος θα το περίμενε ότι η αναμέτρηση μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, που όλα έδειχναν ότι θα κριθεί σε λίγες ποσοστιαίες μονάδες, θα έληγε με τόση μεγάλη διαφορά;

Οι δημιουργοί της κοινής γνώμης ήταν σίγουροι για το αντίθετο, όπως η κυρία Σαράφογλου στο Mega που δεν έφταιγε «που όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι με το ΝΑΙ». Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων προέβλεπαν ένα θρίλερ σε αυτή την τόσο αμφίρροπη αναμέτρηση. Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, οι τραπεζίτες, τα ντόπια μεγαλοαφεντικά, όσο κι αν ανησυχούσαν, ούτε που φαντάζονταν ότι τόσοι πολλοί και πολλές θα τολμούσαν να αψηφήσουν τις κλειστές τράπεζες και τις απειλές. Μα και στις παρέες, όλα φαίνονταν μετρημένα και οι εκτιμήσεις παρακινδυνευμένες. «Έχει φοβηθεί ο κόσμος», επαναλάμβαναν μεταξύ τους και οι περισσότεροι αριστεροί, και πράγματι φαινόταν να είχαν δίκιο. Ζόρικα τα πράγματα, δύσκολες οι προβλέψεις. Ποιος/α θα μπορούσε να το περιμένει αυτό το αποτέλεσμα;

Υπήρχαν βέβαια σημάδια αισιοδοξίας. Υπήρχε το γεμάτο Σύνταγμα, τα θετικά μηνύματα που έρχονταν από τις καμπάνιες για το ΟΧΙ. Υπήρχαν οι διαδηλώσεις. Ωστόσο, το τοπίο ήταν σίγουρα θολό. Κι όμως, κάποιοι και κάποιες μπορούσαν να το περιμένουν, αν και ίσως να μη κατέβηκαν ούτε αυτή τη φορά στη συγκέντρωση.

Η Μαρία μπορούσε. Η Μαρία, που πήρε την ιδιότητα «τηλεθεάτρια της Τατιάνας Στεφανίδου». Που κάλεσε από το ακουστικό όλες τις μάνες να ψηφίσουν ΟΧΙ γιατί η τηλεπαρουσιάστρια δεν είναι «μια μάνα που μας αντιπροσωπεύει, αλλά μια μάνα που στέλνει το παιδί της στο Κολλέγιο». Πέρασε και ανέχτηκε πολλά όλα αυτά τα χρόνια, προσπαθώντας να μεγαλώσει τα παιδιά της με αυτή την τέχνη (όπως έλεγε ο Χατζής) που μάθαιναν οι Ελληνίδες μάνες από γενιά σε γενιά, να κρύβουν τη φτώχεια στο σπίτι. Αναγκάστηκε να την μάθει και αυτή.

Και ο κύριος Γιώργος μπορούσε. Όταν περιμένοντας ήρεμος στην ουρά να εισπράξει την πενιχρή σύνταξη που του καταστρέφει μέρα με τη μέρα την αξιοπρέπεια, αποφάσισε να πει: «Φτάνει πια. Τι θέλετε από μας, αφήστε μας στην ησυχία μας.»

Και ο Γιάννης και η Κατερίνα και ο Ardit από την Αλβανία μπορούσαν. Όταν μαζεύτηκαν μετά στο διάλειμμα και αποφάσισαν με σφιγμένο στομάχι να μην υποκύψουν στην απειλή του αφεντικού ότι θα χάσουν τη δουλειά τους και θα πεταχτούν και πάλι στην ανεργία, αν δεν ψηφίσουν τις προτάσεις των δανειστών.

Το ήξερε το αποτέλεσμα από την πρώτη στιγμή ο Βασίλης, που δύο χρόνια δουλεύει στη Γερμανία σερβιτόρος. Και για αυτό ήταν λίγο πιο χαρούμενος όλη την εβδομάδα.

Υπάρχει ένα όριο, που κάπου μέσα στις τελευταίες μέρες ξεπεράστηκε και μετά η ιστορία δε γύριζε πίσω. Ο λαός αυτής της χώρας πέρασε πολλά αυτά τα πέντε χρόνια. Και σε μεγάλο βαθμό ανέχτηκε πολλά. Πάρα πολλά. Είδε να μένει άνεργος, είδε να κλείνει το μαγαζί του, να φεύγουν τα παιδιά του και οι φίλοι του μετανάστες. Να χάνει την αξιοπρέπειά του, να ταπεινώνεται για μια δεκάρα. Η νέα γενιά είδε να καταστρέφονται τα όνειρά της, να φεύγουν κομμάτια όλο και πιο πολλά από το παζλ της καθημερινής της ζωής, να διαλύονται σχέσεις. Και πολλά από αυτά τα υπέμεινε η κοινωνία. Διαμαρτυρόμενη ή με το κεφάλι σκυμμένο, απελπισμένα ή στωικά. Όμως υπάρχει ένα όριο.

Το όριο ήταν όταν αισθάνθηκε να χλευάζεται. Το βασικό λάθος του κατεστημένου, ήταν ότι περιφρόνησε και γέλασε φωναχτά εις βάρος αυτής της διαλυμένης κοινωνικής πλειοψηφίας. «Μας έχετε καταστρέψει, δε θα δεχτούμε και να μας χλευάζετε ρε». Αυτή ήταν η κραυγή του ΟΧΙ. Μια κραυγή που έγινε απόφαση που δεν παίρνεται εύκολα πίσω.

Ξέρει η φτωχολογιά ότι ο Σάκης Ρουβάς δεν είναι κομμάτι της. Μπορεί να χορεύει στα τραγούδια του ή να μένει κολλημένη στα σαχλοπρωινάδικα για να ξεχαστεί κάπως. Αλλά δε μπορεί να δεχτεί από τους κουμπάρους της Βαρδινογιάννη να λένε ότι «περάσαμε δύσκολα αυτά τα χρόνια». Ο 30άρης που ζει με τη σύνταξη της γιαγιάς του, ξέρει ότι την έχει ανάγκη. Αλλά αισθάνεται αποδεκατισμένος, ντρέπεται για τον εαυτό του. Δε θα δεχτεί να του προβάλλουν τα νεανικά τσογλάνια της ΝΔ που τον έφεραν σε αυτή τη θέση, ως επιχείρημα υπέρ του ΝΑΙ, το ενδεχόμενο να χαθεί αυτός ο πόρος. Και ο ξενιτεμένος που μαραζώνει μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, όσο και αν έχει ανάγκη τα χρήματα που εξοικονομεί, δεν αισθάνεται τόσο προικισμένος που βρέθηκαν αυτοί οι ευρωπαίοι για να του ρίξουν ένα ξεροκόκαλο.

Το σάπιο παλιό πολιτικό σύστημα και προσωπικό, δε μπορούσε να κερδίσει αυτή τη μάχη, γιατί ζει σε άλλο κόσμο από αυτό το 61%. Και αν είχε άλλη μια βδομάδα, θα έχανε περισσότερο. Για κάθε ένα φθαρμένο πολιτικό πρόσωπο του μισητού παλιού κατεστημένου που έβγαινε να στηρίξει το ΝΑΙ, μερικές χιλιάδες στρέφονταν προς το ΟΧΙ, ακόμα και χωρίς καμιά ιδέα για το τι θα έφερνε. Ως αντίδραση σε αυτό που εκφράζει το ΝΑΙ. Δεν το κατάλαβαν τα επιτελεία και οι σύμβουλοι στρατηγικής αυτό, ίσως γιατί και αυτοί προέρχονται από άλλο κόσμο.

Ο φόβος είναι το ισχυρότερο όπλο της εξουσίας. Όμως πρέπει να υπάρχει από πίσω, να τριβελίζει τα μυαλά. Δε μπορεί να τεκμηριώνεται ως το μόνο πολιτικό επιχείρημα. Και ήταν η πρώτη φορά που όλο μαζεμένο το αστικό σύστημα, φάνηκε τόσο χρεωκοπημένο, τόσο ανίκανο να παρουσιάσει έστω κι ένα στοιχειώδες και ψεύτικο μελλοντικό θετικό πλάνο για να απευθυνθεί στην κοινωνία. Υπερπροβάλλοντας την καταστροφή που θα έρθει, ξέχασαν να μιλήσουν για την καταστροφή που συντελείται. Και αυτό, ο κατεστραμμένος δεν το συγχωρεί.

Θεώρησαν επίσης ότι αν «φορτώσουν» στο ερώτημα του δημοψηφίσματος, όλα τα θεμέλια της σημερινής κατάστασης, θα τρομοκρατήσουν. Δεν κρίνεται το τάδε μέτρο, αλλά όλο το οικοδόμημα, ήταν το επιχείρημά τους. Και βέβαια η σπαρασσόμενη κοινωνία απάντησε ότι δε μας νοιάζει κυρίως το μέτρο. Το οικοδόμημα θέλουμε να καταστραφεί, γιατί δεν μπορεί να μας χωρέσει άλλο.

Και όταν ανοίγεις τους ασκούς του Αιόλου, πρέπει να ξέρεις ότι μπορεί τα πράγματα να πάρουν άλλη τροπή. Οι ντόπιοι και ξένοι τροϊκανοί, έκαναν το ερώτημα του δημοψηφίσματος να είναι η ΕΕ, το ευρώ, το σύστημα. Και ο κόσμος απάντησε. Πώς θα μαζευτεί τώρα;

Πολλά σενάρια για το αύριο υπάρχουν, πολλές παγίδες και ευκαιρίες – θα τα συζητήσουμε κι αυτά. Όμως νομίζω ότι ο κόσμος δεν αποφάσισε συνολικά ούτε συμφωνία, ούτε μη συμφωνία, ούτε ευρώ, ούτε μη ευρώ. Είπε απλά: «Ξεκίνησα. Πάμε μέχρι το τέλος και όπου βγει».

Κι όταν η κοινωνία ξεκινά, δεν μπορεί, δεν πρέπει να μένει ξεκρέμαστη κι εκτεθειμένη στη μέση.