«Τέχνη και πολιτισμός του αντιδικτατορικού κινήματος»

Πολιτιστικές δράσεις του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος

| 15/11/2017

Η Λέσχη νεολαίας, Θεωρίας και Πολιτισμού, «Αναιρέσεις», στο πλαίσιο του αφιερώματός της για τα 40 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, πραγματοποίησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, την Τετάρτη 13 Νοέμβρη 2013, εκδήλωση με θέμα: «Τέχνη και πολιτισμός του αντιδικτατορικού κινήματος». Ένα χρόνο μετά, οι «Αναιρέσεις», εκτιμώντας τη σημασία του ζητήματος παρουσιάζουν τις εισηγήσεις αυτές σε μια έκδοση που μπορείτε να βρείτε μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου αυτές τις μέρες ή στις Λέσχες των Αναιρέσεων [στην Αθήνα: Ιπποκράτους 175 & Λασκάρεως, Εξάρχεια].

Εδώ αναδημοσιεύουμε την εισήγηση του Αρτέμη Ψαρομήλιγκου, δημοσιογράφου, ο οποίος αποτυπώνει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο τα πρώτα σκιρτήματα (και τη συνέχειά τους) των πολιτιστικών δράσεων μέσα στα χρόνια της Δικτατορίας.

Η επταετία 1967-1974 ήταν μια κατεξοχήν αντι-πνευματική εποχή. Βεβαίως, η Δικτατορία ήταν κατά κύριο λόγο εποχή άγριας καταστολής και βασανιστηρίων για όσους αντιτάχθηκαν. Ήταν όμως παράλληλα και μηχανισμός ελέγχου της σκέψης και προσβολής της λογικής. Θυμάμαι τη ρήση ενός παλιού στελέχους του ΚΚΕ και κατόπιν της ΕΔΑ που στα νεανικά του χρόνια είχε φύγει από τη Μακρόνησο με 19 κατάγματα αλλά χωρίς να βάλει καμία υπογραφή. Αργότερα, παροπλισμένος και αναχωρητής της πολιτικής, μου είχε πει: «Η Χούντα δεν με έθιξε ούτε οικονομικά ούτε κοινωνικά. Με πείραξε που υποτίμησε τη νοημοσύνη μου».

Όσο κι αν φαίνεται ελιτίστικη αυτή η απόφανση, ωστόσο αντιπροσώπευε μια υπαρκτή αντίδραση μερίδας του πληθυσμού απέναντι στη χυδαιότητα. Η πνευματική αντίσταση στη γελοιότητα που απέπνεε η Χούντα, στο κιτς που καλλιεργούσε με τις απίστευτης βλακείας γιορτές της «Πολεμικής Αρετής» στο Καλλιμάρμαρο, όπου συμφύρονταν εποχούμενοι ΕΣΑτζήδες με Μαραθωνομάχους που φορούσαν λαμέ, ήταν κάτι σαν μονόδρομος. Σαν παρόρμηση να φωνάξεις: «Όχι άλλο κάρβουνο».

γιορτες χουντας2

Κάθε πράξη, κάθε απόπειρα, κάθε αναζήτηση μιας υψηλότερης αισθητικής μπορούσε να θεωρηθεί –και, όπως αποδείχτηκε, ήταν– και μια πράξη αντίστασης στη βαρβαρότητα, στην αθλιότητα και στην απίστευτη χυδαιότητα που αντιπροσώπευε το καθεστώς.

Θα μπορούσα να αναφερθώ αφαιρετικά. Επειδή όμως κάτι τέτοιο το θεωρώ μια παθογένεια της Αριστεράς που μας απομακρύνει από το πραγματικό, από το χειροπιαστό, από το κατανοητό, δεν θα το κάνω. Θα προτιμήσω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, σε αλληλουχία συμβάντων, σε υπαρκτά γεγονότα και σε ένσαρκους ανθρώπους.

Επίσης, θα προσπαθήσω να αποδώσω το κλίμα της εποχής, πράγμα που πιστεύω πως έχει μεγαλύτερη αξία από τη σχολαστική απαρίθμηση ημερομηνιών και την αποστεωμένη παράθεση γεγονότων

Αν δεν με απατά η μνήμη μου –και δεν με απατά–, η πρώτη εκδήλωση με πολιτιστικό περιεχόμενο που εξελίχθηκε σε διαδήλωση κατά της Δικτατορίας ήταν μια συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου στο Σπόρτινγκ. Πρέπει να ήταν στο πρώτο εξάμηνο του 1972 και την είχε διοργανώσει ο Σύλλογος Κρητών Φοιτητών.

μαρκοπ

Ο κόσμος, συνεπαρμένος από τη μουσική, την προσωπική «τρέλα» του Μαρκόπουλου και τη φωνή του Ξυλούρη, βγήκε τραγουδώντας στους δρόμους. Έκπληκτοι οι Πατησιώτες είδαν βραδιάτικα μερικές εκατοντάδες νεαρούς να φωνάζουν –κάτι σαν ομαδική μέθεξη ήταν– «Κάτω η Χούντα». Φυσικά, ακολούθησαν συλλήψεις και απειλές.

Μέχρι τότε ο Σύλλογος Κρητών Φοιτητών διευθυνόταν από Δημοκράτες του Κέντρου βενιζελικής προελεύσεως. (Και δεν βάζω εισαγωγικά σε καμία από τις λέξεις.) Επειδή ο Σύλλογος άρχισε να παρουσιάζει αυτό που λέμε «πολιτικό ενδιαφέρον», αποφασίσαμε να τον «καταλάβουμε» με τη μέθοδο των εκλογών.

Το εγχείρημα πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1973. Οι αρχαιρεσίες ανέδειξαν μια διοίκηση όπου πλειοψηφούσε η Αριστερά, στενής επιρροής της ΚΝΕ-ΑντιΕΦΕΕ και συνεπικουρούμενη από κάποιους συναγωνιστές μας που τότε τους αποκαλούσαμε «μαοϊκούς» και από ανθρώπους που μετέπειτα θεωρήθηκαν χαλαρής επιρροής ΠΑΚ.

ξαστεριαΤο περιοδικό του Συλλόγου, η Κρήνη, αντικαταστάθηκε από το πιο ριζοσπαστικό Ξαστεριά. Στο πρώτο από τα 9 τεύχη που ακολούθησαν φιλοξενήθηκε μια σημαντική έρευνα για την κατάσταση της ελληνικής παιδείας και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, από ανωνύμους συντάκτες.

Μάλλον ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποκαλύψουμε τα ονόματα των συντακτών αυτών. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον χαλκέντερο Παναγιώτη Λαφαζάνη, που είχε τη βοήθεια του Άλκη Παπαδήμα, καθηγητή Μαθηματικών σήμερα, και των Τάκη Κοντογιάννη, γιατρού, Γιώργου Καραγιάννη, δημοσιογράφου, και Κωστή Μανουσάκη, μαθηματικού. Τα σκίτσα ήταν του υποφαινόμενου.

Τότε, μεσούσης της Δικτατορίας, ξανακούστηκαν σε ευρύτερο κοινό τα ονόματα Ρόζα και Γιάννης Ιμβριώτης αλλά και του Ευάγγελου Παπανούτσου και κυρίως του Δημήτρη Γληνού.

Εκμεταλλευόμενοι τις χαραμάδες που ήταν υποχρεωμένο να αφήνει το δικτατορικό καθεστώς, δώσαμε την απαιτουμένη σημασία στις πολιτιστικές δραστηριότητες. Όχι μόνο για λόγους πολιτικής αγκιτάτσιας (έτσι λέγαμε τότε εμείς αυτό που οι νεότεροι αποκαλούν ακτιβισμό). Το κάναμε και για λόγους εσωτερικής αναζήτησης.

Νέοι άνθρωποι έψαχναν τον εαυτό τους, διαμόρφωναν την αισθητική τους μέσα σε μια έρημο όπου κυριαρχούσε το κακό γούστο. Να το πω συμπυκνωμένα: Η αισθητική των συνταγματαρχών άρχιζε και τέλειωνε σε ένα καλό τσάμικο. Αυτό δεν ήταν αρκετό για μια νεολαία στα αυτιά της οποίας έφταναν οι αντίλαλοι της εξέγερσης των νέων στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης Ανατολής και Δύσης.

Εκδηλώθηκε μια πραγματική «άνοιξη», με τη δημιουργία φοιτητικών συλλόγων σε τοπική βάση: Κρήτες, Ηλείοι, Πατρινοί, Χιώτες, Ηπειρώτες, Στερεολλαδίτες∙ φύτρωναν σαν μανιτάρια. Έφτασαν και ξεπέρασαν τους 20 και εξέφραζαν τη θέληση των φοιτητών που δεν αισθανόντουσαν πως εκπροσωπούνται από τους ανυπόληπτους που είχε διορίσει η Χούντα στην ΕΦΕΕ. (Κάποιους απ’ αυτούς τους ξαναείδαμε έπειτα από δεκαετίες ως βουλευτές ή υπουργούς της Δεξιάς.)

Η διοργάνωση εκθέσεων καλλιτεχνικής δημιουργίας (λογοτεχνικής ή εικαστικής-γελοιογραφικής) αλληλοδιαπλεκόταν (κακόηχη η λέξη, από τότε που τη χρησιμοποίησε κάποιος) με την καθημερινή δράση, τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες. Το μεσοδιάστημα, ανάμεσα σε δυο καταλήψεις της Νομικής, μπορεί να ήταν π.χ. η ευκαιρία για μια εκδρομή με πούλμαν. Με κιθάρες, μπουζούκια και τραγούδια.

Και επειδή εύλογα θα διερωτηθείτε μήπως σας τα παρουσιάζω υπερβολικά εξιδανικευμένα, σπεύδω να διευκρινίσω πως: Ναι, υπήρχαν εντονότατες πολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ μας. Ολονύκτιες ιδεολογικές διαμάχες για τα προβλήματα του διεθνούς κινήματος, όπως τα αντιλαμβανόμασταν εμείς. Κούβα, Κίνα, Σοβιετική Ένωση, 20ό Συνέδριο, Τσε Γκεβάρα, Αλγερία, Βιετνάμ πυρπολούσαν τις νεανικές φαντασίες μας, αλλά δεν μας απομάκρυναν από τον συνομολογημένο στόχο μας: Την ανατροπή της Δικτατορίας για μια δημοκρατία ανοιχτή σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις και επιδεκτική προοδευτικών εξελίξεων. Χωρίς αμερικανοκρατία (αυτή ήταν μια κομβική λέξη της εποχής) και χωρίς ξένη επιδιαιτησία – καλή ώρα!

Η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη από το εκκλησάκι της οδού Κυδαθηναίων και η πορεία που ακολούθησε μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο επικύρωσε την αντίθεση του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων προς τη Δικτατορία. Το Διψάσαμε το μεσημέρι του Μίκη ήταν ο αποχαιρετιστήριος ύμνος προς το νομπελίστα, τραγουδισμένος από χιλιάδες στόματα, που τον συνόδευσε στην τελευταία κατοικία.

κηδεια σεφερη

Ο Γιώργος Σεφέρης και η δήλωσή του εναντίον της Δικτατορίας αποτέλεσαν κυριολεκτικά μια ηθική μαχαιριά στην καρδιά της Χούντας για το λόγο πως ο μείζων αυτός ποιητής προερχόταν από τα σπλάχνα της συντηρητικής παράταξης και δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε κομμουνιστής ούτε συνοδοιπόρος.

Και μια κι ο λόγος για την ποίηση… Ανακαλώ με συγκίνηση στη μνήμη μου την πρώτη μου επίσκεψη στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου για να μαζέψουμε την τελευταία τρανταχτή υπογραφή για την «απελευθέρωση των κρατουμένων φοιτητών τάδε και τάδε». Έτσι συντάσσονταν τότε οι ανακοινώσεις. Ήταν μια μανιέρα: «Καταγγέλλουμε τη σύλληψη των συναδέλφων μας Χ, Ψ, Ω και ζητούμε την άμεση απελευθέρωσή τους». Μια ανακοίνωση που μέχρι το βράδυ θα έπαιζε στους ξένους ραδιοσταθμούς και την επομένη θα δημοσιευόταν σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες.

Το να είναι την περίοδο 1972-74 το ελληνικό φοιτητικό κίνημα στην πρώτη σελίδα της Monde δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο. Οι δίαυλοι είχαν ανοίξει και το χαρτάκι που δίναμε αποβραδίς την επόμενη μέρα «βούιζε» σε όλα τα διεθνή πρακτορεία.

Εκεί λοιπόν, στο στενό σαλονάκι του διαμερίσματος της οδού Κόρακα (35, αν δεν με απατά η μνήμη μου), στεκόταν ο ποιητής που πρόσφατα είχε ολοκληρώσει τη θητεία του σε κάποιο ξερονήσι. «Κύριε Ρίτσο, μαζεύουμε υπογραφές για κάποιους φοιτητές που…». «Μη μου εξηγείτε, παιδιά. Είναι καθήκον μου, δώστε μου να υπογράψω».

Γενικά με τον πνευματικό κόσμο (λογοτέχνες, ηθοποιούς, συνθέτες, ζωγράφους) δεν είχαμε δυσκολίες. Η ανταπόκριση ήταν καθολική και οι αρνήσεις σχεδόν ανύπαρκτες.

Είχαν προηγηθεί τα 18 κείμενα το 1970. Ήταν μια συλλογική κατάθεση 18 λογοτεχνών που σηματοδοτούσε τη δημόσια αντιπαράθεση των πνευματικών ανθρώπων με τη Δικτατορία. Θεωρώ υποχρέωση να υπενθυμίσω τα ονόματα:

Καίη Τσιτσέλη, Νίκος Κάσδαγλης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Μαρωνίτης, Αλέξανδρος Αργυρίου, Γιώργος Χειμωνάς, Γιώργος Σεφέρης, Λίνα Κάσδαγλη, Θεόφιλος Φραγκόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Ρόδης Ρούφος, Στρατής Τσίρκας, Τάκης Σινόπουλος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Θανάσης Βαλτινός, Νόρα Αναγνωστάκη, Τάκης Κουφόπουλος. 

Εδώ επιτρέψτε μου παρενθετικά μια παρατήρηση. Τότε ο πνευματικός κόσμος ήταν καθολικά αντίθετος προς το δικτατορικό καθεστώς. (Δεν εννοώ, φυσικά, τα απολιθώματα της Ακαδημίας Αθηνών, που είχαν παραταχθεί για να γίνουν κοινωνοί της …σοφίας του Παπαδοπούλου και στο τέλος μάλιστα τον καταχειροκρότησαν.) Εννοώ πως τότε δεν υπήρχε αξιόλογος ενεργός δημιουργός που να μην ήταν «απέναντι». Σε αντίθεση με αυτά που συμβαίνουν τώρα. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω ελαφρά τη καρδία πως σήμερα στο απέναντι στρατόπεδο –ας το αποκαλέσουμε συμβατικά το μνημονιακό, το αντιδραστικό– δεν υπάρχουν σημαντικά ονόματα της τέχνης και της διανόησης. Υπάρχουν. Συγκρατήσατε, ελπίζω, τα ονόματα που προαναφέραμε. Κάποιοι από τους 18 βρίσκονται εν ζωή. Όμως δεν είμαι σίγουρος πως θα ήθελαν να είναι απόψε μαζί μας. Ίσως αυτό είναι το δράμα και το αδιέξοδο της εποχής μας. Κλείνει η παρένθεση.

Η τυπική μέρα ενός δραστηριοποιημένου φοιτητή περιλάμβανε: πανεπιστήμιο, σύλλογο, συνεδρίαση ή διαδήλωση και το βράδυ ταβέρνα για τραγούδι και συζήτηση ή σινεμά. Το σινεμά τα χρόνια εκείνα είχε –σε Ανατολή και Δύση– και υψηλότερη ποιότητα αλλά και διαφορετική κοινωνική λειτουργία.

αλκυονις

Οι κινηματογράφοι «Αλκυονίδα» στην οδό Ιουλιανού (με νοσταλγία μαθαίνω πως θα ξαναλειτουργήσει)[1] και «Στούντιο» του Καψάκη στην οδό Τρικόρφων φιλοξενούσαν ταινίες από όλο τον κόσμο (μεξικάνικες, βραζιλιάνικες, ρώσικες, τσέχικες κ.λπ.) και είχαν μετατραπεί σε χώρους συγκέντρωσης και γνωριμίας, «ανταλλαγής διαπιστευτηρίων» μεταξύ ομοϊδεατών αλλά και «ετερόδοξων» αριστερών. Με δυο απλά λόγια: Αν έβλεπες ένα συμφοιτητή σου δύο και τρεις φόρες σε μιαν ουγγαρέζικη ταινία ή σε «Τσίνεμα Νουόβο», καταλάβαινες πως την άλλη μέρα στη σχολή ή στο σύλλογο μπορούσες να «του ανοίξεις κουβέντα». Το «τι κουβέντα» το αντιλαμβάνεστε.

Κάποιες σοβιετικές ταινίες, όπως ο 41ος, έφταναν μέχρι και τις κεντρικές αίθουσες «Αττικόν» και «Απόλλων». Δεν πρέπει να παραλείψουμε και την αναφορά στην αίθουσα «Ίριδα» της Πανεπιστημιακής Λέσχης επί της οδού Ακαδημίας, δίπλα στην Όπερα, όπου γινόντουσαν προβολές ταινιών και όπου φοιτητές, ερασιτέχνες ηθοποιοί, ανέβαζαν θεατρικά έργα. Θυμάμαι αμυδρά αυτή τη στιγμή ένα έργο του Ανούιγ.

Μου φαίνεται και σήμερα απίστευτη η ευκολία με την οποία διοργανώναμε «στο φτερό» εκδηλώσεις. Η εκδήλωση «Για τον ελληνικό κινηματογράφο» ήταν στην ουσία μια ευκαιρία για καταγγελία εναντίον της Δικτατορίας. Ήταν Μάιος του 1973. Η πρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Φοιτητών Ιωάννα Καρυστιάνη, που είχε την ιδέα για την εκδήλωση, δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει γιατί ήταν ήδη «μέσα».

Και από πάνω, η Ασφάλεια έκλεισε προληπτικά την «Αλκυονίδα» όπου θα γινόταν η εκδήλωση. Σε χρόνο ντε-τε μεταφερθήκαμε 350 νοματαίοι στην κοντινή αίθουσα του Συλλόγου Στερεοελλαδιτών Φοιτητών, στην 3ης Σεπτεμβρίου, δίπλα στο ΙΚΑ, και παρακολουθήσαμε οκλαδόν στο πάτωμα και εκστατικοί τις ομιλίες δημιουργών που έμελλε να αναδειχτούν στην πρωτοπορία της 7ης Τέχνης: του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του Παντελή Βούλγαρη, του Δήμου Θέου, του Γιώργου Διζικιρίκη. Και κάποιους σίγουρα θα ξεχνάω. Ίσως τον Κώστα Σφήκα και τον Γιώργο Μανιάτη.

Οι διαμάχες στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος για τη σκοπιμότητα ή μη της αποδοχής, εκ μέρους των Ελλήνων σκηνοθετών, της επιχορήγησης του Ιδρύματος Φορντ δεν άφησαν αδιάφορο το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα. Η πρωτοβουλία αυτή, του Ιδρύματος Φορντ, μας δίχασε και μας πόλωσε, όπως είχε διχάσει και τους ίδιους τους κινηματογραφικούς δημιουργούς. «Να πάρουν ή όχι τα λεφτά από τους Αμερικάνους, που είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για την επιβολή της Δικτατορίας;»

Όλοι ή οι περισσότεροι από αυτούς τους σκηνοθέτες και οπερατέρ είχαν θητεύσει στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ. Γιατί και ο λεγόμενος εμπορικός κινηματογράφος δεν ήταν ενιαίος και μονοδιάστατος. Ήταν άλλο πράγμα ο εμπορικός κινηματογράφος που έδινε την ευκαιρία για μια συγκλονιστική ερμηνεία στον Μάνο Κατράκη και τον Χριστόφορο Νέζερ και άλλο Τα δίχτυα της αράχνης.

Όπως από τα Telefoni Bianchi της μουσολινικής Τσινετσιτά (τα Τελέφονι Μπιάνκι ήταν μια ειδική αισθητική-ιδεολογική κατηγορία του αποβλακωτικού φασιστικού σινεμά όπου π.χ. η Έλσα Μερλίνι, φορώντας μια άσπρη μεταξωτή ρόμπα, κρατούσε μπροστά σε μια μαρμάρινη σκάλα ένα λευκό τηλέφωνο και μιλούσε με τον Αμεντέο Νατσάρι) ξεπήδησε μεταπολεμικά ο ιταλικός νεορεαλισμός, έτσι και από το εργαστήρι του Φίνου ανδρώθηκε και αναδείχτηκε η νέα γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών. Δεν ξεπήδησε από το κινηματογραφικό στερεότυπο της ωραίας αεροσυνοδού με την πισίνα στη Γλυφάδα.

Ήταν λοιπόν ακόμη και το εμπορικό ελληνικό σινεμά της εποχής εκείνης διφυές. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για την ελληνική εμπορική τηλεόραση των πρόσφατων χρόνων της επίπλαστης ευημερίας. Όπου η πισίνα, η τζιπάρα και το σαλέ στην Αράχοβα παρουσιάζονταν σαν κοινός τόπος της μέσης ελληνικής οικογενείας. Αλλά ας επιστρέψουμε στο παρελθόν.

Αν η Αναπαράσταση πέρασε απαρατήρητη από το ευρύτερο κοινό μέσα στο έρεβος του 1970, «αλαφιαστήκαμε» από το βραβευμένο φιλμ του Κατσουρίδη Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση. Επειδή πρωταγωνιστούσε ο Θανάσης Βέγγος, σήμερα πολλοί το βλέπουν σαν κωμωδία. Εμείς ακόμη το βλέπουμε σαν τραγωδία γιατί έτσι το είχαμε δει και έτσι το είχαμε χειροκροτήσει το 1971.

θιασος

Η σπαρακτική Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού το 1971, οι Μέρες του ’36 του Θόδωρου Αγγελόπουλου το 1972, ο αξεπέραστος Θίασος του ίδιου δημιουργού, που ξεκίνησε να γυρίζεται το φθινόπωρο του 1973, και το Προξενιό της Άννας του Παντελή Βούλγαρη, που βγήκε στις αίθουσες στις αρχές του 1974, χτύπησαν τις καμπάνες για την επερχόμενη πολιτιστική αφύπνιση και μια συνακόλουθη πολιτική αλλαγή.

Υπήρχαν και άλλες νεανικές κινήσεις –πέραν της Αριστεράς– με πολιτιστικό αντικείμενο και αντιδικτατορικό προσανατολισμό; Φυσικά και υπήρχαν. Θα αναφέρω σχεδόν μονολεκτικά τις περιπτώσεις της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων και της «Παναρμόνια», συλλόγων με σαφή αντιδικτατορικό προσανατολισμό, αν και πιο κεντρώας ή σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης. Και θα αναφερθώ με τόση συντομία για τον μόνο λόγο πως δεν είχα προσωπική γνώση και ανάμειξη.

Από την τελευταία φάση του φοιτητικού κινήματος, που σηματοδοτήθηκε από το «πείραμα Μαρκεζίνη», έχω αποτυπώσει στο μυαλό μου την παράσταση Το μεγάλο μας τσίρκο του Καμπανέλλη από τους Καρέζη – Καζάκο – Παπαγιαννόπουλο (Μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και τραγούδι από τον πανταχού παρόντα Νίκο Ξυλούρη. Ο ακούραστος αυτός Ανωγειανός, που δεν είχε καμία συνάφεια με τις αριστερές μας ιδεολογικές καταβολές, ουδέποτε αρνήθηκε να συμπράξει και ουδέποτε έκανε πίσω από φόβο). Όλα αυτά εκτυλίχθηκαν στο θέατρο «Αθήναιον» στην οδό Μάρνη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1973.

Έχω επίσης καταγράψει στη μνήμη μου τη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου με ένα πιάνο που έπαιζε ο ίδιος μέσα στο Πολυτεχνείο κατά τη διάρκεια της κατάληψης στις 15 ή 16 Νοέμβριου 1973. Το τανκ έριξε και Αυλαία. Για 9 μήνες κάθε δραστηριότητα έπαψε και μετατράπηκε σε αγώνα επιβίωσης υπό το ανελέητο κυνηγητό της Ασφάλειας.

Δοθείσης της ευκαιρίας θα ήθελα να επιχειρήσω να καταρρίψω έναν διαδεδομένο αστικό μύθο. Μύθο, κυριολεκτικά, «αστικό». Το μύθο της «γενιάς του Πολυτεχνείου», που τάχα μου προσχώρησε αύτανδρη, ολοσούμπιτη στο σύστημα.

Είναι ένα ψεύδος έντεχνα καλλιεργημένο, το οποίο αντιστρατεύεται και τη λογική και τη στατιστική και τη μνήμη. Από τους παλιούς μας συμμαχητές του αγώνα εκείνου συναντάμε –συχνότερα ή σπανιότερα– ανθρώπους που δεν εκποίησαν το προσωπικό τους «φυλαχτό».

Και είναι χιλιάδες, αν εμπιστεύεστε την προσωπική μου μνήμη ή αν αναδιφήσετε τις γραπτές μαρτυρίες για το κίνημα εκείνο. Παιδιά που ολοκλήρωσαν ή όχι τις σπουδές τους∙ που ακολούθησαν μιαν έντιμη επαγγελματική σταδιοδρομία∙ στο πλαίσιο του συστήματος, αλλά δεν έγιναν το Σύστημα∙ που κέρδισαν ή έχασαν λεφτά∙ έγιναν πλούσιοι ή έμειναν φτωχοί αλλά δεν «έβαλαν το δάχτυλο στο μέλι»∙ γιατροί ή μηχανικοί, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι, δημοσιογράφοι ή καλλιτέχνες, καθηγητές στη μέση ή στην ανώτατη εκπαίδευση. Χιλιάδες παλιοί συναγωνιστές μας, που, αν κάτι μπορεί κάποιος να τους προσάψει, είναι πως μεταπολιτευτικά αποσυρθήκαμε σε μια καλόπιστη ιδιώτευση αφήνοντας το δρόμο ανοιχτό σε προαλειφόμενους επαγγελματίες της πολιτικής.

Όμως κανείς δεν δικαιούται να τσουβαλιάζει τους χιλιάδες «αυτούς» και «αυτές» με οποιονδήποτε «Μίμη» και με οποιαδήποτε «Μαρία» ή «Γιάννη» ή κάποιους άλλους. Ανακαλούμε επίσης συχνά με συγκίνηση στη μνήμη μας ανθρώπους που αποτέλεσαν τα κοσμήματα του κινήματος των χρόνων εκείνων και που δεν βρίσκονται πια στη ζωή.

Κουμπωθείτε λοιπόν την άλλη φορά που θα ακούσετε τις αστήρικτες γενικεύσεις περί ένοχης «γενιάς του Πολυτεχνείου». Αυτός που την αναπαράγει ελαφρά τη καρδία ή δεν ξέρει πρόσωπα και πράγματα ή κάνει ιδεολογικό λαθρεμπόριο.

Για να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα: Ας κλείσουμε με ένα ιδιότυπο φαινόμενο της εποχής. Τον «Ψιθυρισμό» και τους «Ψιθυριστές». Απαιτούσε, βέβαια, μιαν ιδιαίτερη τεχνική: Προσέγγιση και κατόπτευση του «στόχου». Όπου στόχος ήταν το αντικείμενο της προπαγάνδας. Ο άνθρωπος που ήθελε να ακούσει. Προχωρούσες όσο «άντεχε» ο ακροατής σου, όσο ήταν επιδεκτικός και όσο δεν κινδύνευες να βρεθεί «μέσα». Η είδηση «Συνελήφθη ψιθυριστής» έκανε συχνά την εμφάνισή της στον λογοκριμένο Τύπο.

Ο «ψιθυρισμός» ήταν μια μορφή άτυπης πολιτικής προπαγάνδας με τη μέθοδο του χιούμορ ή του ανεκδότου (πρωταγωνιστούσε σχεδόν πάντα ο Παττακός) ή ακόμη και της διασποράς ειδήσεων που ενοχλούσαν τη Δικτατορία, ειδήσεων που κόβονταν από τη λογοκρισία και φυσικώ τω λόγω δεν επρόκειτο ποτέ να μεταδοθούν από την κρατική τηλεόραση, τη δημόσια τηλεόραση. Τα φαινόμενα, βλέπετε, επαναλαμβάνονται. Ενίοτε και τη δεύτερη φορά σαν τραγωδία.

Η σημερινή τηλεόραση των εργολάβων και των αμαρτωλών εκδοτών είναι το νέο φαινόμενο, που δεν έχει ακόμη αναλυθεί επαρκώς. Πιο τυραννικό, πιο ολοκληρωτικό και, φοβάμαι, πιο αποτελεσματικό από τη χουντική λογοκρισία.

Δεν μπορώ να μη θυμηθώ και να μην αναφέρω –μέρες που είναι– την προσφυή διατύπωση προ 20ετίας ενός ραδιοφωνικού παραγωγού, ηθοποιού και τώρα πλέον «εθνικού μας διασκεδαστή». Αποδίδω λοιπόν το copyright, δεν το κρατώ για τον εαυτό μου.

Είχε πει λοιπόν με καταλυτικό χιούμορ: «Αν το 1973 η Χούντα είχε επιτρέψει τηλεοπτική μετάδοση της εξέγερσης, το Πολυτεχνείο δεν θα είχε γίνει. Ο κόσμος δεν θα κατέβαινε. Θα καθόταν στον καναπέ να το δει σε απευθείας μετάδοση».

Ίσως κάποιον ή κάτι να λησμόνησα και κάποιον να αδίκησα στα όρια μιας συνοπτικής αναφοράς στις «Πολιτιστικές δράσεις του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος» και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όμως ας αφήσουμε λίγη δουλειά για τον Ιστορικό του μέλλοντος

 


[1] Σημείωση: Ο ιστορικός κινηματογράφος «Αλκυονίδα» επαναλειτουργεί ως πολυχώρος πολιτισμού  από τις αρχές του Δεκέμβρη του 2013, στη διεύθυνση Ιουλιανού 42, κοντά στη πλατεία Βικτωρίας, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της New Star.