Η σονάτα του σεληνόφωτος, του Γιάννη Ρίτσου

Πώς γεννήθηκε ένα από τα πιο εμβληματικά αριστουργήματα της ποίησης

| 13/11/2017
Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

Πώς “γεννήθηκε” “Η σονάτα του σεληνόφωτος” του Γιάννη Ρίτσου


Η δημιουργία του συνδέεται με τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, όμως η “γέννηση” του αποκαλύπτεται μέσα από τα λόγια του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη. Η Ερη Ρίτσου μας έδωσε τα στοιχεία και την ευχαριστούμε πολύ.

“…ύστερα ήρθε η Πανσέληνος της Μελισσάνθης”, έγραφε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης στο περιοδικό Τομές, τον Σεπτέμβριο του 1979, αναφερόμενος στον Γιάννη Ρίτσο που πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, δύο μέρες ύστερα από τη Μελισσάνθη. “Οπως λέω εγώ εκείνη την Πανσέληνο που το μαγικά ποιητικό χέρι του Ρίτσου ονόμασε “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, συνεχίζει. “Ηταν τότε που είχε πεθάνει ο σύζυγος της Μελισσάνθης και έπειτα από σαράντα μέρες, μέσα στο βαρύ πένθος της, μας είχε καλέσει με τη Ζωή Καρέλλη ένα βράδυ στο σπίτι της. Με τα μαύρα κρόσσια παντού τριγύρω. Με τις μαύρες γάτες που απόμειναν για συντροφιά στην ευγενική μας ποιήτρια. Είχα συγκινηθεί με το πένθος της, με την επιμονή της να μας συνοδεύει μέχρι παρακάτω. Και το παρακάτω δεν τελείωνε. Τότε πρόσεξα ένα τεράστιο φεγγάρι κάτω από την πλάτη της Μελισσάνθης. Είχα φτάσει πια στις σκάλες εξόδου… και τελικά η Μελισσάνθη επέστρεψε ολομόναχη, με την Πανσέληνο, σπίτι της. Την άλλη μέρα το πρωί ταραγμένος και συνεπαρμένος ιστορούσα όλα αυτά στον Γιάννη Ρίτσο. Και το πραγματικό μαγικό χέρι του ποιητή τα μετέτρεψε σε ποίημα”.


Φως (φεγγαριού) σε μια συγκλονιστική ποιητική πράξη


“Η Σονάτα του σεληνόφωτος” είναι μια συγκλονιστική ποιητική πράξη. Θεατρική. Μονόλογος της “Γυναίκας με τα Μαύρα”, κι ας απευθύνεται σ’ ένα νέο. Το φεγγάρι “δανείζει” το φως του και φωτίζει το σκηνικό. Το μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού.

Η φράση-επωδός “Αφησε με ναρθω μαζί σου” σηκώνει την αυλαία. Η γυναίκα ζητά την παρέα του νέου για μια πορεία στο άγνωστο. Δεν έχει σημασία ο προορισμός. Θέλει μόνο να φύγει από το σπίτι, από τον κόσμο (της) που την κάνει να ασφυκτιά. Δεν έχει σημασία “αν φεύγεις ή αν γυρίζεις”. Η μοναξιά είναι ο χειρότερος εχθρός. Δεν ωφελεί πια. Εξάλλου, το σπίτι την έχει στοιχειώσει και μια πολυθρόνα μπορεί να “μιλήσει” για τη ζωή της γυναίκας με τα μαύρα. Πάνω της ακουμπούν οι κουρασμένες σκέψεις, οι στιγμές που ξεχάσαν να φύγουν.

Ο Ρίτσος πολύ εύκολα και εύστοχα, “σπάει” τα λόγια-αναμνήσεις με ένα άλλο αντικείμενο κάθε φορά και η ιστορία προχωρά και διακλαδώνεται σε άλλες πτυχές του βίου. Στην αρχή είναι ένα “τριγωνικό πανί σα μαντίλι…”, μετά το “το τυχαίο άγγιγμα του σακκακιού σου” για να φτάσει να θυμηθεί τη μεγάλη αμαρτία της. Τους νέους, -τον έρωτα τους- που θυσίασε για να ικανοποιήσει τη φιλαρέσκεια και τη ματαιοδοξία της. Η μοναξιά ήταν η τιμωρία και το σπίτι πια δεν αντέχει να το σηκώνει στη ράχη της. Σε αυτό ζει ο θάνατος, “συνομιλεί” με τη ζωή, η γυναίκα με τα μαύρα δεν χάνει το μυαλό της και τότε έχει την αίσθηση πως ακούει τη γριά αρκούδα. Πορεύεται δίχως να ξέρει το “πού” και το γιατί;” Η αρκούδα αντιστέκεται παραιτούμενη, αλλά δεν μπορεί να παίξει ως το τέλος το παιχνίδι και υποκύπτει λέγοντας “ευχαριστώ”. Η καταβύθιση στην άβυσσο ξεκινά, ωστόσο “στο βάθος του πνιγμού” αντικρίζεις “μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας” και τότε παίρνει δύναμη για να μπει σε ένα κόσμο απόκοσμο, να πέσει στο μαρμάρινο πηγάδι του φεγγαριού”. Πλέον πλέει στο διάκενο ζωής-θανάτου. Μένει μόνη κι ας υποφέρει. Και να φύγει τελικά δεν έχει να πάρει κάτι μαζί της. Από τη μοναξιά θα αντλήσει δύναμη και θα βγει έξω που δεν είναι μόνη, θα δει την πολιτεία, θα ακούσει τα βήματα της…

Όταν το δωμάτιο σκοτεινιάζει, το φεγγάρι κρύβεται πίσω από σύννεφο, η σκηνή φτάνει στο τέλος. Στο παρασκήνιο ακούγεται η “Σονάτα του Σεληνόφωτος”. Τότε, ο νέος θα γελάσει φεύγοντας και σοβαρά θα πει “Η παρακμή μιας εποχής”, ίσως για την επαιτεία της γυναίκας για παρέα, αλλά και για την αδιαφορία του νέου, αφού “οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση”.


*Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

23319304_10156877006053345_4922451419862801158_n

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις