Πριν τη λευκή σελίδα

"Ασκητική", του Νίκου Καζαντζάκη

| 31/07/2014

Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

 

Το μαχαίρι-αστραπή

Η Δημιουργία του ανθρώπου είναι η Αποκάλυψή του. Αποκάλυψη Σύμπαντος και Ζωής. Αυτή που έκρυβε η Άβυσσος. Φλόγα που τρεμόσβηνε και περίμενε να γίνει φωτιά. Ο Νίκος Καζαντζάκης κατάφερε να αποτυπώσει αυτή την κοσμογονία. Διέκρινε στο σκοτάδι τον πρώτο σπόρο του Σύμπαντος. Τον αρχέγονο σπόρο. Την ίριδα. Τη ζωογόνο δύναμη που περίμενε να σκορπίσει φως. Η «Ασκητική» είναι το μαχαίρι-αστραπή που έκοψε στα δύο το σκότος. Ελευθέρωσε το άχρονο, άγνωστο παραπέτασμα και μας έβαλε στη διαδικασία της πιο μεγάλης μάχης του ανθρώπου. Αυτής που τον τοποθετεί δίπλα στον Θεό-θνητό. Αυτόν που ζητάει βοήθεια για να σωθεί και να σώσει. Να λυτρώσει και να λυτρωθεί.

σάρωση0001

 Πώς «γεννήθηκε» η «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη

Το έργο ανήκει στην πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή του μεγάλου Κρητικού. Ελβετική εφημερίδα το χαρακτήρισε «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο». Ο ίδιος υποστήριζε ότι η «Ασκητική» είναι μια Κραυγή και όλο το έργο του σχόλιο στην κραυγή αυτή. Την ξεκίνησε στη Βιέννη. Στις 9 Αυγούστου 1922 γράφει στην πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια: «Βιάζομαι να τυπώσω ό,τι έχω γράψει ως τώρα για να μπορώ να δοθώ όλος σε ένα νέο έργο, καθαρά θεολογικό μου. Έχω ήδη διαγράψει το σκελετό του και θα’ ναι πολύ δύσκολο». Άρχισε να γράφει το έργο στη Βιέννη και το τελείωσε στο Βερολίνο, όπου πήγε μετά από τρεις εβδομάδες, κατά το τέλος του 1922, μέχρι το τέλος Μαρτίου 1923.

Σε νέο του γράμμα στη Γαλάτεια, γραμμένο μεταξύ 4 Δεκεμβρίου 1922 και 20 Ιανουαρίου 1923, λέει: «Άρχισα τώρα ένα καινούργιο βιβλίο. Ασκητική. Μα όταν αφήνω την πέννα, θλίψη, δε χωρώ σε όλα τούτα τα αλφαβητικά στοιχεία που αραδιάζω». Και συνεχίζει: «Γράφω τώρα την Ασκητική, ένα βιβλίο mytique, όπου διαγράφω τη μέθοδο ν’ ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο ωσότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή. Είναι πέντε κύκλοι: Εγώ, ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός. Πώς ν’ ανέβουμε όλα τούτα τα σκαλοπάτια κι όταν φτάσομε στο ανώτατο να ζήσομε όλους τους προηγούμενους κύκλους. Το γράφω επίτηδες χωρίς ποίηση, με στεγνή, επιταχτική φόρμα». 

Η ιδέα της συγγραφής της είχε καταλάβει τον Καζαντζάκη οκτώ έως δέκα χρόνια νωρίτερα και διαρκώς τον απασχολούσε. To 1925 βρισκόταν στο Ηράκλειο, το οποίο ήταν δώδεκα μόλις χρόνια ενωμένο με τον εθνικό κορμό μετά τον τερματισμό τής τουρκικής δουλείας. Η πολιτεία ζούσε σε μεγάλη αναταραχή και αστάθεια μετά την επιστροφή των εφέδρων από πολέμους πολλούς, σε μέτωπα πολλά, τους Βαλκανικούς από το 1912, τον Πρώτο Παγκόσμιο από το 1914 και τον τότε διχασμό, τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή το 1922. Με τα πνεύματα ανήσυχα μέσα σε προβλήματα ανεργίας, πείνας, αβεβαιότητας, με απούσα την κρατική πρόνοια, ο Καζαντζάκης έπασχε για την κοινωνική περίθαλψη, ισότητα και δικαιοσύνη, για μια τάξη εθνική και ανθρωπιστική, για τα δίκαια και τα δικαιώματα του λαού.

Η Κραυγή είναι η αγωνία του Καζαντζάκη να σωθεί ο άνθρωπος και μαζί του ο Θεός. Τα δεινά του τόπου του είναι αυτά που τον ώθησαν σε αυτή την μοναδική φιλοσοφική αναζήτηση-αποκάλυψη. Σε μία ακόμη επιστολή του στη Γαλάτεια αποκαλύπτεται, ουσιαστικά, η αιτία της δημιουργίας.

«Έγραψα και τελείωσα χτες την Ασκητική. Είναι καλή; Δεν ξέρω. Προσπάθησα με λόγια απλά, σαν εξομολόγηση, να διαγράψω την άσκηση της ζωής μου, από πού ξεκίνησα, πώς πέρασα τα εμπόδια, πώς άρχισε η αγωνία του Θεού, πώς βρήκα την κεντρική έννοια που ρυθμίζει πια τη σκέψη μου, το λόγο και την πράξη μου. […]

Βρίσκομαι σ’ ένα μεταίχμιο. Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη. Παντού είναι ο Θεός, στον άνθρωπο, στην πολιτική, στην καθημερινή ζωή και κιντυνεύει. Δεν είναι παντοδύναμος, να σταυρώνομε τα χέρια προσδοκώντας τη σίγουρη νίκη του. Από μας εξαρτάται η σωτηρία του. Και μόνο αν σωθεί, σωζόμαστε. Η θεωρία έχει αξία μονάχα ως προετοιμασία. Ο αγώνας ο κρίσιμος είναι η πράξη».

 Πανανθρώπινο, οικουμενικό, έργο

Το φιλοσοφικό δοκίμιο εκδίδεται πρώτη φορά το 1927 με τον τίτλο «Salvatores Dei», που σημαίνει «Σωτήρες του Θεού», ενώ φέρει ως υπότιτλο τη λέξη «Ασκητική», περιγράφοντας εννοιολογικά την «άσκηση» πνευματικά, ψυχικά, θυσιαστικά και επίπονα, αναζητώντας απαντήσεις σε προαιώνια υπαρξιακά ερωτήματα. Ο Καζαντζάκης συνήθιζε να κάνει διορθώσεις αφού είχε εκδοθεί κάποιο έργο του. Έτσι κι εδώ. Αποκορύφωμα των διορθώσεων, ανακατατάξεων, προσθαφαιρέσεων, είναι η προσθήκη του κεφαλαίου «Η Σιγή». Η δεύτερη έκδοση έγινε τον Δεκέμβριο του 1945. 

Το 1930 ο Στέφαν Τσβάιχ θα γράψει στον Καζαντζάκη ότι η Ασκητική «δεν ανήκει σε κείνον, αλλά στον κόσμο». Αυτή ήταν και η πρόθεσή του. Ένα πανανθρώπινο, οικουμενικό, έργο. Να ακουστεί. Κυριολεκτικά. Η Κραυγή είναι η αγωνία του να ξεπεράσει τα σύνορα του νου, τα φαινόμενα, να λύσει το μυστήριο της ύπαρξης. Αρνείται τη θεϊκή προέλευση. Ακούγεται σε μικρές-μεγάλες καθημερινές πράξεις. Διαλέγει τον ανήφορο. Τη φυγή προς τα πάνω. Επιτακτικά και με σπαραχτική ειλικρίνεια καθηλώνει. Δεν κηρύττει με μαστίγιο, αλλά με τη φωνή της ψυχής, του νου, της καρδιάς. Αμφισβητεί τον Θεό για να τον ανυψώσει μαζί με τον άνθρωπο. Η σιγή είναι η απόλυτη έκφραση. Ζητά από το άτομο να πέσει στη φωτιά και να γίνει η στιγμή χορός. Να ελευθερωθεί.

Ο Καζαντζάκης επιτυγχάνει να ενώσει τη λογοτεχνική αφήγηση με τη φιλοσοφική ανάλυση-επεξήγηση. Την ποιητική καθαρότητα με τον ατίθασο στοχασμό. Η «Ασκητική» έχει μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε 26 γλώσσες. Ο Καζαντζάκης είχε την απαραίτητη πειθαρχία και ταπεινότητα για να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό διάλογο με τον Θεό. Να «σπάσει» τη μοναξιά σε άπειρα κομμάτια και να υλοποιήσει την πιο ιερή μορφή της θεωρίας. Την πράξη. Η «Ασκητική» είναι το φως που δεν θα σβήσει ποτέ. Αθάνατο.

nikos-kazantzakis

Ακολουθούν αποσπάσματα από το έργο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: 

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

 Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:                                                                                                                                                             α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.                                                                                                                                                       β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους, στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ (απόσπασμα):

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο µαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που µάχεται δηµιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες µάσκες να τυπωθεί στο ρεούµενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουµαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήµατα του Αόρατου µέσα στη λάσπη. Μια προσταγή µέσα µου:

-Σκάψε! Τι βλέπεις;

-Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!

-Σκάψε ακόµα! Τι βλέπεις;

-Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσµατα.

-Σκάψε ακόµα! Τι βλέπεις;

-∆ε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ‘ναι ο θάνατος.

-Σκάψε ακόµα!

-Αχ! ∆εν µπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό µεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάµατα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!

-Μην κλαις! Μην κλαις! ∆εν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάµατα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ (απόσπασμα):

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, µε γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, µήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσµατα να κυνηγιούνται, να σµίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: “Αυτό θέλω!”

Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούµαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είµαι λεύτερος. Αυτό θέλω. ∆ε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία

Η ΠΡΑΞΗ 

Α’ ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (απόσπασμα):

Μα εµείς ξεπεράσαµε σήµερα τις ανάγκες τούτες, συντρίψαµε τη µάσκα τούτη της Αβυσσος, δε χωράει πια κάτω από το παλιό προσωπείο ο Θεός µας.

Ξεχείλισε η καρδιά µας από νέες αγωνίες, από λάµψη και σιωπή καινούρια. Το µυστήριο αγρίεψε, πλήθυνε ο Θεός. Οι σκοτεινές δυνάµες ανεβαίνουν, πληθαίνουν κι αυτές, όλο το ανθρώπινο νησί σαλεύει.

Ας σκύψουµε στην καρδιά µας κι ας αντικρίσουµε µε γενναιότητα την Αβυσσο. Ας επιχειρήσουµε να πλάσουµε πάλι το νέο σύγχρονο πρόσωπο του Θεού µας µε τη σάρκα και µε το αίµα µας!

Γιατί ο Θεός µας δεν είναι ένας αφηρηµένος στοχασµός, µια λογική ανάγκη, ένα αρµονικό αψηλό οικοδόµηµα από συλλογισµούς και φαντασίες.

∆εν είναι ένα κατακάθαρο, ουδέτερο, µήτε αρσενικό µήτε θηλυκό, άοσµο, αποσταγµένο κατασκεύασµα του µυαλού µας.

Είναι άντρας και γυναίκα, θνητός κι αθάνατος, κοπριά και πνέµα. Γεννάει, γονιµοποιεί και σκοτώνει, έρωτας µαζί και θάνατος, και πάλι ξαναγεννάει και σκοτώνει· απλόχωρα χορεύοντας πέρα από τα σύνορα της λογικής, που αυτή δεν µπορεί να χωρέσει αντινοµίες.

Ο Θεός µου δεν είναι παντοδύναµος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγµή, τρέµει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιοµάτος αίµα και χώµατα, και ξαναρχίζει τον αγώνα.

Είναι όλος πληγές, τα µάτια του είναι γιοµάτα φόβο και πείσµα, τα σαγόνια και τα µελίγγια του είναι συντριµµένα. Μα δεν παραδίνεται, ανεβαίνει· µε τα πόδια, µε τα χέρια, δαγκάνοντας τα χείλια, ανεβαίνει ανένδοτος.

Ο Θεός µου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιοµάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. ∆ε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, µήτε γι’ αρετές κι Ιδέες. Όλα ετούτα τ’ αγαπάει µια στιγµή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.

Είναι µια δύναµη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ’ αγαπάει, και τ’ αφανίζει. Κι αν πούµε: ο Θεός είναι ένας άνεµος ερωτικός που συντρίβει τα κορµιά για να περάσει, κι αναθυµηθούµε πώς πάντα µέσα στο αίµα και στα δάκρυα, ανήλεα εξαφανίζοντας τ’ άτοµα, δουλεύει ο έρωτας, τότε λίγο πιότερο προσεγγίζουµε το φοβερό του το πρόσωπο.

Ο Θεός µου δεν είναι πάνσοφος. Το µυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και σκοτάδι και πολεµάει να το ξετυλίξει µέσα στο λαβύρινθο της σάρκας.

Β’ ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ (απόσπασμα):

Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι συ.

Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατί ήσουνα συ, και τώρα σε ακλουθούν πιστοί συνεργάτες και δούλοι.

Αγάπα το σώµα σου· µονάχα µε αυτο στη γης ετούτη µπορείς να παλέψεις και να πνεµατώσεις την ύλη.

Αγάπα την ύλη· απάνω της πιάνεται ο Θεός και πολεµάει. Πολέµα µαζί του.

Να πεθαίνεις κάθε µέρα. Να γεννιέσαι κάθε µέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε µέρα. Η

ανώτατη αρετή δεν εϊναι να ‘σαι ελεύτερος, παρά να µάχεσαι για ελευτερία. Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: “Θα νικήσουµε; Θα νικηθούµε;” Πολέµα!

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις