Πριν τη λευκή σελίδα.

Πώς γεννήθηκε το "Άξιον Εστί" του Οδυσσέα Ελύτη

| 02/11/2015

Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Η διαδικασία συγγραφής ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

Μια επισήμανση…

Πριν απαντήσουμε στο άχρονο ερώτημα, αυτό της γέννησης, ας κάνουμε την εξής λογοτεχνική επισήμανση: Τα επιτεύγματα της Τέχνης ορίζονται μόνο από τον χρόνο. Από κανέναν άλλον. Συνεπώς, τη στιγμή που δημιουργείται ένα έργο δεν συμβαδίζει με την ιστορική στιγμή που έχει προηγηθεί. Και δεν είναι μόνο οι στάσεις του χρόνου, δηλαδή το «τώρα», η «παύση», «ο σκοτωμένος χρόνος»…. Το κάθε φιλόδοξο γέννημα αφορά το άγγιγμα των ορίων του χρόνου. Των ορίων που συνεχώς επεκτείνονται. Ο δημιουργός, λοιπόν, που αναζητά, φανερά ή κρυφά, την αιωνιότητα, οφείλει να βρει το υλικό που θα προκαλέσει τη συστολή του χρόνου. Τότε θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει, για πάντα, μαζί του.

εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; – Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.- Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.

Πώς «γεννήθηκε» το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη

Όταν πρωτοδιαβάστηκε το «Άξιον Εστί», ο Ελύτης δεν έλαβε και την καλύτερη ανταπόκριση. Του επιτέθηκαν. Ο ίδιος λέει: «Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να το δεχθούνε σιγά-σιγά. Όχι, δεν ήταν καθόλου ρόδινα. Αλλά είχα αυτό το πείσμα και την πίστη στην ποιητική ιδέα. Θυμάμαι ότι έκανα βόλτες στη βεράντα και έλεγα “θα έρθει η εποχή που θα μιλάει κανένας για το Άξιον Εστί;” Και βέβαια δεν το πίστευα. Επέμεινα όμως». Τότε, ούτε ο Ελύτης ανέμενε να βρει θέση στο μεγάλο ταξίδι του χρόνου. Η Πίστη και η Δημιουργία (σ.σ το «Π» και το «Δ» δεν είναι λάθος) όμως, του έδωσαν ένα κομμάτι ήλιου, που τόσο αγαπούσε.

Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο του 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει να συνθέτει το «Άξιον Εστί».

Να πώς περιγράφει ο ίδιος τη γέννηση του αριστουργήματος: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου έδωσε το δεύτερο. Να δώσω δηλαδή σε αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί».

Από το 1948 ως το 1951, κι ενώ σχίζει ποιήματα τα οποία δεν τον ικανοποιούν, θα βρεθεί στο Παρίσι. Η χρονιά αναχώρησης, όπως εμπιστεύτηκε στον καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη, ήταν σημαδιακή για να γραφεί το «Άξιον Εστί»

«[…]Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί -πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος-δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι την ημέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σ’ ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μία στιγμή και βάλθηκα να το παρατηρώ. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα.

»Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση».

Δημιουργία, Πίστη, Άπειρο

Αν θέλαμε να κωδικοποιήσουμε το «Άξιον Εστί», τρεις λέξεις θα διαλέγαμε: Δημιουργία, Πίστη, Άπειρο. Ο Ελύτης φτιάχνει τον κόσμο από την αρχή. Η ποιητική ματιά συναντά τη θρησκευτική πίστη. Η δέηση δεν μένει στα εγκόσμια. Η Μούσα την ανυψώνει και τη φτάνει ως το φως του ήλιου. Όπως αναφέρει και στη Γένεσις

Στην αρχή το φως

Μέσα από τη λεπίδα, τη φωτιά, το νερό

Τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου.

 Το χώμα τον ακολουθεί και κυοφορεί τον κόσμο

Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων

και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός

 Η αγνότητα συμβολίζει τη γυναίκα και

Ύστερα ένας μες στον άλλο

Τρικύμισα

όπως κάβος πάτησα βαθιά

Όλα συμπυκνώνονται σε ένα σημείο. Η φύση και ο χρόνος μπλέκονται. Η αθωότητα αφήνει τη θέση της στην ανάγκη. Να νιώσει την ευθραυστότητα του κορμιού. Στο τέλος γνωρίζει του Άλλους.

οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού

οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες

Πρέπει να τους αντικρίσει για να αποχτήσει η ζωή του αιχμή.

Ακολουθούν Τα Πάθη. Η φάση της ανακάλυψης. Ο χρόνος έχει κάνει άμβλωση τα τέκνα του. Βλέπει τη μοίρα του (μας) μόνη στα στενά. Τη μοίρα των αθώων. Με τον αέρα και τα φιλιά την κάνει δική του. Γι’ αυτόν, το πλάσμα του Θεού είναι ο Έλληνας που αγωνίζεται για ζωή.

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική 

Η γλώσσα κουβαλά όλο μας το είναι. Ξεκινά τη δημιουργίας της Ελλάδας

Και πάνω απ’ την άβυσσο αιωρούμενη γνώρισα

ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ 

Στην πορεία προς το μέτωπο,  ακούγεται ο ρόγχος του θανάτου και βροντοφωνάζει

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Ο θεάνθρωπος του Ελύτη προχωρά μόνος στο σκοτάδι. Λαχταρά μιαν άλλη αντρεία. Αγκαλιάζει το κενό και υποδεικνύει ότι η υπέρβαση είναι μέσα στον άνθρωπο.

Μόνος απέλπισα το θάνατο 

Στους Ημιονηγούς ζητά να παλέψουμε για την Άνοιξη. Η κίνηση του ήλιου γίνεται με αίμα. Μυρίζει την Ανάσταση και η μνήμη σώζει το παρελθόν, οδηγεί στο μέλλον. Ο άνθρωπος κινείται και φέρεται σαν παιδί της φύσης. Εισδύει στην άλλη μεριά του βυθού. Βρίσκει αυτούς που χάθηκαν. Ζωντανεύει τους αγίους και όλους όσοι χάθηκαν. Ακούει την ηχώ που ταξιδεύει στους αιώνες και μας θυμίζει την πλάνη μας. Γι’ αυτό ανάβουμε

Το λύχνο του άστρου

Ετοιμάζει τη Μεγάλη Έξοδο. Βάζει τα παιδιά μπροστά στη μάχη. Η ψυχή των παιδιών είναι ατρόμητη. Η ανάγκη για Δικαιοσύνη αποκαλύπτει τον νοητό ήλιο.

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ 

Με τα χέρια του πιάνει τον κεραυνό και σπάει τη ροή του χρόνου

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό

Τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα

Για τον Ελύτη ο κόσμος είναι ένας καμβάς. Περιδιαβαίνοντας το οικόπεδο με τις τσουκνίδες θωρεί τον θάνατο πίσω από τον ήλιο. Η αχτίδα του γίνεται μίτος θανάτου. Αντίστροφο αισθητικό αποτέλεσμα. Τα χέρια θα γράψουν

ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σπρώχνει την ψυχή του να βγει προς τα έξω. Οι πρόγονοι του πνεύματος, του πολιτισμού μας, σανίδα σωτηρίας.

Όπου και να θολώνει ο νους σας

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό

και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Ο άνεμος προϋπάρχει της Γέννησης και θα οδηγήσει τον άνθρωπο στο θαυματουργό δελφίνι. Θα τον ανασύρει από την άβυσσο. Βλέπει, ακούει, νιώθει το ταξίδι των αγαλμάτων των βράχων. Την επιτομή της αρμονίας. Ακούει τον πένθιμο ήχο της καμπάνας και την βοή του Άδη. Η ζωή όμως συνεχίζεται

Στα χαλάσματα κάρφωσε μια παπαρούνα που λάμπει

Σπαράζει για τον Εμφύλιο. Το αίμα το αδελφικό τον ντύνει. Η αγάπη γίνεται αμαρτία. Στα χόρτα στέλνει τη φωνή του, αλλά το κάμα του Ιουλίου τα καίει. Συνθέτει αρχέγονα στοιχεία: Έρωτας, ζωή, θαύμα. Η ακοή το σημείο μηδέν.

Θεέ μου με φώναζες και πώς να φύγω;

Η αμαρτία θα γίνει αρετή. Το ξεχασμένο τοπίο θα αλλάξει. Τα όνειρα θα σπείρουν γενεές στα ερείπια. Ο άνθρωπος-κιβωτός περνά από την εποχή της σκουριάς, ελευθερώνει τους ανέμους και καθαρίζει τη γη. Ως άλλος Χριστός θα μπει στον νέο τόπο. Τη νέα, λυτρωμένη Ελλάδα.

Ο πρίγκιπας των κρίνων είναι

[…]

Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.

Έχει υποτάξει τον θάνατο και πλέον δίνει ζωή. Δεν είναι οριστικός ο θάνατος, αλλά η Ζωή. Οι κωδωνοκρουσίες γράφουν το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ είναι ύμνος στη Ζωή. Διαβάζει και απεικονίζει με λόγια τον γενετικό κώδικα της. Φως και πέτρα η αρχή. Συμπόρευση άψυχων-έμψυχων. Ο άνεμος ιερουργός. Η συνείδηση να λάμπει πάμφωτη. Τα μικρά και άυλα είναι τα κόκκαλα μας. Γαλάζια ηφαίστεια οι θάλασσες και το χώμα μεταφέρει την οσμή του κεραυνού. Στις ρίζες του βουνού εν αναμονή της αναστάσιμης βλάστησης. Ένστικτο, ο σφυγμός ο ταχύς, ο αιμάτινος θρόμβος. Η ζωή της ζωής.

Μας λέει ότι αξίζουν τον κόπο τα μικρά θαύματα της φύσης.

η αόρατη αορτή του νερού

 Αξίζει ο κόπος της εκφρασμένης οργής, της προσπάθειας

Η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου

Ο ποιητής

ΑΥΤΟΣ ο θάνατος και αυτός η ζωή

Αξίζει τον κόπο να κλαις.

Στο κόσμο που διαρκώς συστέλλεται και διαστέλλεται. Στον κόσμο τον μικρό, τον μέγα, γίνεται ο μέγας οφθαλμός που βλέπει το μικρό μέγεθος του κόσμου, αλλά και το μεγαλείο του σύμπαντος. Σ’ αυτόν τον κόσμο, υπάρχει το αγρίμι και η κραυγή στην ομορφιά και την Άνοιξη.

Πάντα η συνείδηση στα όρια της, πάντα η πανσέληνος το φως που δεν στερεύει. Τώρα η παραίσθηση, πάντα ο λόγος που καθαρίζει. Τώρα το νέφος των πεταλούδων, πάντα το φως των μυστηρίων. Τώρα η Γη και η εξουσία, πάντα το φάγωμα της ψυχής. Γεύση ανυψωτική. Τώρα της Σελήνης το μελάγχρωμα, πάντα η δύση, η χρυσόσκονη. Η κίνηση του Γαλαξία. Τώρα η ταπείνωση των θεών, η στάχτη των ανθρώπων. Τώρα το μηδέν, ΠΑΝΤΑ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας.

και Αίεν ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας!

Ο Ελύτης επαναδημιουργεί τον κόσμο. Γεννά τον άνθρωπο. Για να νικήσει τον θάνατο, περνά μέσα από τα πάθη. Σφυρηλατείται από φωτιά και ατσάλι. Ο άνεμος και η ψυχή θα τον προστατέψουν. Η ακοή, δηλαδή η πίστη, θα δώσει το έναυσμα για νέο ξεκίνημα. Οι άνεμοι θα καθαρίσουν και θα καθαγιάσουν το καινούργιο. Τελικά:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας

Νυν και Αίεν

Στο άπειρο.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις