Πριν τη λευκή σελίδα | Τα απομεινάρια μιας μέρας

Ο Καζούο Ισιγκούρο αφηγείται ο ίδιος την δημιουργία του έργου του

| 15/10/2017

Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

[hr]

Πώς “γεννήθηκαν” “Τα απομεινάρια μιας μέρας” του Καζούο Ισιγκούρο όπως το αφηγείται ο ίδιος:

[hr]

«Αρκετοί χρειάζεται να εργάζονται πολλές ώρες. Όσον αφορά το γράψιμο μυθιστορημάτων, είναι κοινά αποδεκτό ότι μετά από τέσσερις ώρες η απόδοση σου φθίνει. Λίγο-πολύ κάπως έτσι δούλευα. Ωστόσο, καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι του 1987 πείστηκαν ότι χρειαζόταν δραστική αλλαγή. Η σύζυγος μου Λόρνα, συμφώνησε.

»Μέχρι εκείνο το σημείο, έχοντας αφήσει την καθημερινή δουλειά πέντε χρόνια νωρίτερα, είχα καταφέρει να διατηρήσω σταθερό ρυθμό εργασίας και παραγωγικότητας. Εντούτοις, η πρώτη μου επιτυχία έφερε και πολλούς περισπασμούς. Πιθανές προτάσεις συνεργασίας, πάρτι, προσκλήσεις σε δείπνο, ελκυστικά ταξίδια στο εξωτερικό και ένα “βουνό” αλληλογραφίας είχαν βάλει τέλος στην “κανονική” μου δουλειά. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχα γράψει το πρώτο κεφάλαιο ενός νέου βιβλίου, αλλά, σχεδόν ένα χρόνο μετά, δεν είχα προχωρήσει καθόλου.

»Έτσι, η Λόρνα και εγώ φτιάξαμε ένα σχέδιο. Για τέσσερις εβδομάδες θα αφοσιωνόμουν στο εγχείρημα “Crash” όπως το αποκαλούσαμε. Σε αυτή την περίοδο θα έγραφα από τις 9 π.μ. έως τις 10:30μ.μ. Δευτέρα με Σάββατο. Θα έκανα μία ώρα διάλειμμα για φαγητό και δύο για δείπνο. Δεν θα έβλεπα κανέναν, δεν θα απαντούσα σε τηλεφωνήματα. Κανείς δεν θα ερχόταν στο σπίτι. Η Λόρνα, πάρα το δικό της φορτωμένο πρόγραμμα, θα έκανε και το δικό μου κομμάτι στις δουλειές του σπιτιού. Με αυτόν τον τρόπο, πιστεύαμε, δεν θα έβγαζα περισσότερη δουλειά ποσοτικά, αλλά θα έφτανα σε μια πνευματική κατάσταση στην οποία ο φανταστικός κόσμος μου θα ήταν πιο αληθινός για μένα από τον πραγματικό. […]

»Η διαδικασία αυτή έφερε τα “Απομεινάρια μιας μέρας”. Στη διάρκεια αυτής έγραφα ελεύθερα. Δεν με ένοιαζε το ύφος ή αν κάτι που έγραψα το απόγευμα ερχόταν σε αντίθεση με κάτι που έγραψα το πρωί. Προτεραιότητα ήταν να προκύπτουν ιδέες και να εξελίσσονται. Άθλιες προτάσεις, αποτρόπαιοι διάλογοι, σκηνές που δεν οδηγούσαν πουθενά. Τα άφησα όλα και εκεί δημιούργησα. […]

»Συνέχισα έτσι για τέσσερις εβδομάδες και στο τέλος είχα, λίγο-πολύ, φτιάξει το μυθιστόρημα. Βέβαια, θα απαιτούνταν περισσότερος χρόνος για να γράψω κατάλληλα όσα είχα αποτυπώσει. Εντούτοις, η ζωτικής σημασίας ευρηματικές ανακαλύψεις προέκυψαν στο “Crash”.

»Πρέπει να πω ότι πριν ξεκινήσει το “Crash” είχα κάνει την έρευνα μου. Διάβασα βιβλία για τους βρετανούς υπηρέτες, για την πολιτική και ιδιαίτερα την εξωτερική στο μεσοδιάστημα πολέμων, εργασίες και μπροσούρες, όπως αυτή του Χάρολντ Λάσκι “The Dangers of Being a Gentleman”. Αγόρασα βιβλία από δεύτερο χέρι με θέμα την αγγλική εξοχή της περιόδου 1930-1950. […]

»Κοιτάζοντας πίσω βλέπω διάφορες επιρροές και πηγές έμπνευσης. Ορίστε δύο από τις λιγότερο προφανείς:

1) Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 είδα το φιλμ “Η Συνομιλία”, του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Σε αυτό, ο Τζιν Χάκμαν υποδύεται ελεύθερο επαγγελματία που ειδικεύεται στις παρακολουθήσεις, στην καταγραφή συνομιλιών. Θέλει να είναι ο καλύτερος στον τομέα του, όμως τον στοιχειώνει η ιδέα ότι οι κασέτες που δίνει στους πελάτες του μπορεί να οδηγήσουν σε τραγικές συνέπειες. Ο χαρακτήρας του Χάκμαν ήταν το πρώιμο μοντέλο για τον υπηρέτη Στίβενς.

2) Νόμιζα ότι είχα τελειώσει τα “Απομεινάρια” όταν άκουσα το “Ruby’s Arms” του Τομ Γουέιτς. Το τραγούδι ερμηνεύεται με τη φωνή ενός αλήτη, αμερικάνικου τύπου, που δεν έχει συνηθίσει να εξωτερικεύει τα συναισθήματα του. Έρχεται κάποια στιγμή που ο τραγουδιστής δηλώνει ότι η καρδιά του “σπάει”. Αυτό είναι σχεδόν ανυπόφορο λόγω της έντασης μεταξύ του συναισθήματος και της τεράστιας αντίστασης να το εκφράσει. Ο Γουέιτς το τραγουδάει με καθαρτική μεγαλοπρέπεια και νιώθεις ότι η στωικότητα καταρρέει μπροστά στη συντριπτική θλίψη. Τότε αποφάσισα να αλλάξω κάτι στον Στίβενς. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου (προσεκτικά επιλεγμένο), η άκαμπτη άμυνα του θα ράγιζε και ο μέχρι εκείνο το σημείο κρυμμένος ρομαντισμός του θα γινόταν ορατός.

22366528_10156779663088345_4507672396412258207_n

Still από την δραματοποιημένη εκδοχή για το κινηματογράφο (1993) σε σκηνοθεσία James Ivory

22448486_10156779662998345_372517054176897439_n

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις