Πριν τη λευκή σελίδα

Το Τρίτο Στεφάνι, του Κώστα Ταχτσή

| 05/02/2015

Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

Πώς «γεννήθηκε» το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή

250px-Το_τρίτο_στεφάνιΤο «Τρίτο Στεφάνι» έχει να κάνει με τον ίδιο τον Ταχτσή. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τη μυθιστορηματική του αυτοβιογραφία. Συνεπώς, το αίτιο της δημιουργίας είναι ο βίος του συγγραφέα. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν επτά ετών και μεγάλωσε με τη γιαγιά του. Απ’ αυτήν λέγεται ότι εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα της Εκάβης. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος «μεγάλωσα στην Αθήνα με μια βασανισμένη, μισότρελη γιαγιά που διαμόρφωσε καθοριστικά τον ψυχισμό μου».

Η αυτοβιογραφικότητα του έργου έχει επισημανθεί από τον Ταχτσή και σε αναφορά του για το «Τρίτο Στεφάνι» είχε τονίσει το εξής: «Τα περισσότερα επεισόδια του μυθιστορήματος είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και περιστατικά που έζησα εγώ ο ίδιος ή που άκουσα, μεταπλάθοντάς τα, αλλάζοντας τη χρονική σειρά, κολλώντας τα εδώ ή εκεί όπως βόλευε, όχι την πραγματικότητα, αλλά το μύθο». Ο Ταχτσής στο «Τρίτο Στεφάνι» δεν μιλά άμεσα για τον εαυτό του, αλλά δραματοποιεί το αυτοβιογραφικό υλικό και πιο συγκεκριμένα τη σχέση του με τη μητέρα του και κυρίως με τη γιαγιά του.

Η σχέση με τη γιαγιά του είναι καθοριστική για τη «γέννηση» του έργου. Ο Ταχτσής δημιούργησε τον χαρακτήρα της Εκάβης βασιζόμενος στη γιαγιά του, αφού μέσα από την Εκάβη πραγματεύεται το ζήτημα του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Στο μυθιστόρημα η Εκάβη παρουσιάζεται υπεύθυνη για την ομοφυλοφιλική τάση του Δημήτρη και τη γενικότερη καταστροφή του. Ο συγγραφέας φαίνεται να υπαινίσσεται ότι η γιαγιά του ήταν, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνη για την ερωτική του ζωή. Ωστόσο, αν και, όπως έχει πει, η γιαγιά του τον βασάνισε τον καιρό που ήταν παιδί-έφηβος, ήταν η μόνη γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του.

Οι ρυτίδες της ζωής (μας)

Ο Κώστας Ταχτσής ανήκει στην κατηγορία των καλλιτεχνών που είδαν τη ζωή από πολύ κοντά. Την είδε όπως είναι. Χωρίς ψιμυθίωση. Με τις ρυτίδες της. Ακούμπησε στην κοινωνική τραχύτητά της και άκουσε το πικρό της γέλιο. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πει γι’ αυτόν ότι «έκανε γκελ στην άβυσσο». Η Όλγα Σελλά σε άρθρο στην «Καθημερινή» τόνισε ότι κατάφερε να κάνει γκελ στις ψυχές των μικροαστών. Με ποιον τρόπο; Με το  «Τρίτο Στεφάνι», το μοναδικό του μυθιστόρημα.

Εμβληματικό έργο και η υπογραφή στη λογοτεχνική ταυτότητα του Ταχτσή. Αν και αρχικά απορρίφθηκε από τους εκδότες, κυκλοφόρησε σε αυτοέκδοση το 1962. Άρχισε να γίνεται γνωστό μετά το 1970, όταν το πήρε ο εκδοτικός οίκος «Ερμής». Τότε, πολλοί αναγνώστες του ήταν πολιτικοί κρατούμενοι της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και το θέατρο. Διά της τηλοψίας και του θεατρικού σανιδιού έγινε ακόμη πιο έντονο το μήνυμα του έργου. «Μια σύγχρονη ελληνική (ιλαρο)τραγωδία» όπως έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας που για την διαχρονική του επιτυχία σημείωσε: «Εκφράζει και θα εκφράζει για πολύ καιρό ακόμα τον ψυχισμό του Έλληνα». Αν υπάρχει μεσαία τάξη, το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ο καθρέφτης της. Το σεντούκι όπου φυλάσσονται τα μικρά και τα μεγάλα που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα.

«Δυο γυναίκες συζητάνε για την ιστορία πάνω από μπουγαδόνερα»

Η διαδρομή του βιβλίου δεν ήταν εύκολη. Τα πρώτα του βήματα ήταν δύσκολα και η καθιέρωση δεν ήρθε άκοπα. Ο Ταχτσής είχε πει γι’ αυτό: «Το έβγαλα λοιπόν με δικά μου έξοδα και πέρασε απαρατήρητο. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια για να φτάσει στο κοινό. Επί χούντας, το ΄70, αρχίζει να γίνεται γνωστό μέσα από τις φυλακές. Οι γυναίκες των πολιτικών κρατουμένων αναζητούν ευχάριστα βιβλία για τους άντρες τους. Εκείνοι πάλι έχουν όλο τον καιρό στη διάθεση τους. Το ανακαλύπτουν και στη συνέχεια το συνιστούν». Βέβαια, κριτικές γράφτηκαν για το έργο σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή του, όμως δεν ήταν όλες ενθαρρυντικές.

Ο αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Τάκης Καγιαλής, σε άρθρο της «Καθημερινής» για την επανέκδοση του βιβλίου μεταξύ άλλων είχε σημειώσει: «Με το Τρίτο Στεφάνι ο Κώστας Ταχτσής κατόρθωσε να δώσει λόγο και αξιοπρέπεια στον συγχυσμένο και εν πολλοίς ανυπόληπτο μικροαστικό κόσμο της μεταπολεμικής Ελλάδας».

Στο «Τρίτο Στεφάνι», όπως δήλωσε και συμπύκνωσε με μια φράση η Έλλη Αλεξίου, «δυο γυναίκες συζητάνε για την ιστορία πάνω από μπουγαδόνερα». Ο Ταχτσής χαρακτηρίστηκε ατίθασος, προκλητικός, εστέτ, γοητευτικός, ριψοκίνδυνος. Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τραβεστί και των ομοφυλόφιλων. Δολοφονήθηκε στις 27 Αυγούστου 1988. Η δολοφονία ποτέ δεν εξιχνιάστηκε.

Πηγές 

-Στέλλα Μητσάκα: «Αυτοβιογραφία ως μυθοπλασία/Μυθοπλασία ως αυτοβιογραφία: Κώστας Ταχτσής, Το φοβερό βήμα, Το τρίτο στεφάνι, Τα ρέστα». Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίαςς. Τομέας Μ.Ν.Ε.Σ. Διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα. «Νεοελληνικές Σπουδές και Πολιτισμός (ευρωπαϊκός, βαλκανικός,ανατολικός)

 -«Καθημερινή», «Ο Κώστας Ταχτσής γοητεύει ακόμη», της Όλγας Σελλά (3/5/2009)

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις