Συζητήσεις με Γάλλους συγγραφείς νουάρ (μέρος Γ'): Ερβέ Λε Κορ

| 13/07/2018

Ο λόγος για τους τρεις Γάλλους συγγραφείς που λειτουργούν εξαιρετικά στον χώρο του νουάρ αφηγήματος ή αν, θέλετε, του λεγόμενου, παλιότερα,  νεό-πόλαρ όπως αυτό εμφανίσθηκε  στις αρχές  του ’70  έχοντας επηρεαστεί  σφόδρα απ’ τις κοινωνικές διεργασίες που κορύφωσε ο Μάης του ’68. Οι παλιότεροι, Ζαν-Μπερνάρ Πουί και Ερβέ Λε Κορ και ο πιο νέος, Καρίλ Φερέ, γράφουν για ανθρώπους που άλλος λίγο, άλλος περισσότερο εμπλέκονται στις κοινωνίες που ζούνε μέσα από τα προσωπικά τους οράματα και την ηθική τους· αρκετά συχνά χάνουν το παιγνίδι, ενίοτε και την ζωή τους αλλά κερδίζουν την ανθρωπιά τους. Η παρουσία τους στην Αθήνα στα πλαίσια των εκδηλώσεων ως παγκόσμιας πρωτεύουσας βιβλίου έδωσε αφορμή να συζητήσουμε για τα πιο πρόσφατα βιβλία τους. Οι συνεντεύξεις θα δημοσιεύονται στο ToPeriodiko.gr. 


Ο τρίτος της παρέας των Γάλλων νουάρ, ο Ερβέ Λε Κορ ζει και εργάζεται στο Μπορντό. Πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος  έχει τέσσερα βιβλία του στην Ελλάδα, όλα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, δύο εκ των οποίων, «Άμμος στο στόμα» και «Περνώντας τους λύκους για σκυλιά» (σε μεστή μετάφραση Γιάννη Καυκιά) βγήκαν πριν λίγους μήνες. Το πρώτο, ένα αιματηρό θρίλερ σχετικά με την προσπάθεια βάσκων αυτονομιστών να διαφύγουν πίσω στην Ισπανία ύστερα από ένα τρομοκρατικό χτύπημα και το δεύτερο μια άγρια κόκκινη εικόνα ανθρώπων που βιώνουν τον κοινωνικό πάτο σε κάποια επαρχία της Γαλλίας,  χωρίς καμιά προοπτική.    

Στο βιβλίο σας «Άμμος στο Στόμα» θελήσατε ίσως να τονίσετε την τραγικότητα των δυο βασικών χαρακτήρων, του Πιέρ και της Ματίλντ, ενταγμένους στο παρελθόν σε αριστερίστικες οργανώσεις. Είναι, κατά κάποιο τρόπο η ένοπλη βία η επιλογή των ανθρώπων που ξεκίνησαν να αλλάξουν τον κόσμο με πολιτικά μέσα;

-«Εκεί που μένουμε στην Νοτιοδυτική Γαλλία είμαστε πολύ κοντά στην Βασκική περιοχή. Η χώρα των Βάσκων γνώρισε έναν αγώνα εδώ και πενήντα χρόνια για την ανεξαρτησία της με την οργάνωση της ΕΤΑ η οποία αυτοδιαλύθηκε πριν  πολύ λίγο καιρό. Γνωρίζαμε πως η πόλη που μένουμε, το Μπορντό, αποτελούσε βάση αναδίπλωσης για εκείνους που τους καταζητούσαν καθώς και για την αποθήκευση όπλων. Όταν είμαστε στην άκρα αριστερά έτυχε να γνωρίσω ανθρώπους που ήταν στρατευμένοι σε αυτό, που ήταν συμπαθούντες από την γαλλική πλευρά. Ήταν πολύ διακριτικοί αλλά με αυτά που λέγανε καταλαβαίναμε πως ήταν κοντά σε αυτόν τον αγώνα. Πάντα αναρωτιόμουν γενικότερα για το θέμα της ένοπλης πάλης. Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι τι μπορεί να κινητοποιήσει τους μαχόμενους  να επιλέξουν αυτό το είδος δράσης γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι μπορούν να καταδιωχθούν όπως, επίσης, να γίνουν αντικείμενα χειρισμού ακόμη και από την αστυνομία, δηλαδή, να προσχωρήσουν στις τάξεις τους αστυνομικοί. Παρ’ όλα αυτά κατανοώ την απόγνωσή τους, την οργή τους. Πιστεύω ότι κάνουν λάθος αλλά δεν μπορώ να τους καταδικάσω πλήρως. Δεν είναι καθόλου μια δική επιλογή. Ξέρω ότι κάνουν χαζομάρες αλλά σέβομαι  το πάθος τους . Επίσης- για την δημιουργία των χαρακτήρων μου- είχα διαβάσει ένα βιβλίο του Τζόρτζ Στάινερ που λεγότανε «Κόκκινη Αντιγόνη» και μιλούσε για τους ενταγμένους στον Κόκκινο Στρατό (RAF) στην Γερμανία οι οποίοι πέθαναν στα κελιά τους κατά την διάρκεια απεργίας πείνας και είχαν απαγορεύσει στους οικείους τους να έχουν πρόσβαση στο σώμα τους όπως ακριβώς απαγορεύεται στην Αντιγόνη να πάρει και να θάψει τον αδελφό της.»

Στο άλλο βιβλίο σας, «Περνώντας τους λύκους για σκυλιά», το σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό. Ο Φρανκ, ο αδελφός του Φαμπιάν, η γυναίκα του Τζέσικα, οι γονείς της- ζούνε κυριολεκτικά στο περιθώριο- χωρίς άραγε έξοδο διαφυγής; 

-«Δεν νομίζω πως υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγουν. Κυρίως η Τζέσικα και οι γονείς της- ο Φράνκ είναι κάτι άλλο. Ανήκουν σε εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται τόσο πολύ στο περιθώριο της κοινωνίας καθώς επινοούν τον δικό τους κώδικα και οι νόμοι, η νομιμότητα δεν έχει καμιά σημασία γι’ αυτούς. Δημιουργούν τις δικές τους αξίες. Είναι άνθρωποι που έχουν κάτι το συμπαθητικό ενώ βρίσκονται σε μια κατάσταση επιβίωσης. Υπάρχουν πολλοί σαν και  αυτούς στην Γαλλία. Άνθρωποι μακριά από την κοινωνία. Είναι φαινόμενο που υπάρχει εδώ και δέκα χρόνια περίπου, πολύ φτωχοί άνθρωποι που εγκαταλείπουν τα προάστια της πόλης για να πάνε στην επαρχία γιατί πιστεύουν ότι θα τα βγάλουν πέρα πιο εύκολα γιατί μπορούν να καλλιεργήσουν λαχανικά, να έχουν έναν μικρό κήπο. Προφανώς είναι εντελώς απομονωμένοι. Σε αυτή την νέα τάξη των φτωχών αναφέρομαι, οι οποίοι κάνουν διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ άλλων.»

Είναι αλήθεια τόσο βίαιες και αιματηρές οι σχέσεις αυτού του περιθωριακού μικρόκοσμου στην πραγματικότητα;

-«Γράφω μυθιστορήματα, δεν κάνω κοινωνικές αναλύσεις. Για να γράψω ένα μυθιστόρημα φαντάζομαι ένα είδος συμπύκνωσης της βίας στην υπερβολή της. Από την άλλη πιστεύω πως αυτοί οι άνθρωποι υπόκεινται σε μια μεγάλη κοινωνική βία, με την περιθωριοποίηση, με την δυστυχία που βιώνουν και σε αυτή την κατηγορία υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν λάθος ένεκα της οργής τους από την φοβερή πίεση που υφίστανται, Αντί να επαναστατήσουν, αντί να χρησιμοποιήσουν τον θυμό τους ενάντια στην κοινωνία, τον στρέφουν εναντίον τους ή στους διπλανούς τους- τους εξαπατά η οργή τους.»

Το έχουμε διαβάσει και σε άλλα νουάρ μυθιστορήματα όπως πχ στον Ζιλ Βενσάν πως η Ισπανική αστυνομία- εν καιρώ δημοκρατίας- στρατολογούσε επαγγελματίες εκτελεστές  σαν τον Άνχελ Ματάνθας στο «Άμμος στο Στόμα», για να δολοφονούν βάσκους μαχητές.

-«Ναι είναι αλήθεια. Στρατολογούσαν και στη περιοχή του Μπορντό άτομα του υπόκοσμου μάλιστα εκείνη την εποχή της αντιπαράθεσης ένα Βάσκος κόστιζε πέντε χιλιάδες φράγκα. Οι μαχητές περνούσαν παράνομα από την Ισπανία στην βασική περιοχή της Γαλλίας, την  Μπαγιόν. Εκεί έχουν καταγραφεί επτά με οκτώ δολοφονίες. Ίσως να διεπράχθησαν  και άλλες που δεν έγιναν γνωστές. Τους σκότωναν στα μπαρ, στον δρόμο. Όλος ο κόσμος το γνώριζε αλλά δεν υπήρχαν απτές αποδείξεις. Ήταν ένα είδος κρατικής τρομοκρατίας.»

Γράφετε νεό-πόλαρ ή νουάρ; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τους;

-«Γράφω νουάρ. Γιατί τα νεό-πόλαρ στην Γαλλία εστιάζουν στις δεκαετίες ’80- ’90. Είναι μυθιστορήματα πολύ στρατευμένα αλλά όχι τόσο ενδιαφέροντα σε λογοτεχνικό επίπεδο. Υπήρξε ένας συγγραφέας πολύ στρατευμένος αλλά πολύ πιστός στην λογοτεχνική ποιότητα, ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ. Εκεί βρίσκεται η αφετηρία. Πολλοί συγγραφείς πίστεψαν πως ακολούθησαν τον δρόμο του αλλά δεν είχαν την καλλιτεχνική δύναμη που είχε εκείνος. Η σχολή νεό-πόλαρ σβήνει σιγά – σιγά. Βέβαια, υπάρχουν πάντοτε στρατευμένοι συγγραφείς αλλά το νουάρ έχει μια ανωτερότητα στους τρόπους έκφρασης. Οι συγγραφείς κατάλαβαν  ότι πρωτίστως οφείλεις να γράφεις λογοτεχνία που έχει σχέση με την κοινωνία. Είμαι πεπεισμένος πως κερδίζουμε σε ισχύ και αποτελεσματικότητα όταν νοιαζόμαστε για την γραφή, όταν δίνουμε μια οπτική σχεδόν ποιητική της πραγματικότητας- με την ετυμολογική έννοια του όρου.»

Πιστεύετε πως όλα αυτά ξεκίνησαν με τους στρατευμένους συγγραφείς εξ’ αιτίας του Μάη του ’68 για να εξελιχθούν κατόπιν;

Σαφώς είναι μια προέκταση του Μάη του ’68, πχ ο Μανσέτ άρχισε να δημοσιεύει από το ’72 και μετά. Έχει ενδιαφέρον γιατί κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει. Εξηγεί στο ημερολόγιο που κρατούσε πως δεν μπορούσε πια να εκπληρώσει τον ρόλο του ως συγγραφέας. Ακριβώς πριν τον θάνατό  ξεκίνησε να γράφει ένα πολύτομο μυθιστόρημα, από την Κουβανική Επανάσταση μέχρι και σήμερα. Πρόλαβε να γράψει διακόσιες σελίδες που εκδόθηκαν υπό τον τίτλο “La Princess Du Sang” («Η Πριγκίπισσα του Αίματος»).»

Και μια τελευταία ερώτηση, ίσως πλέον ξεπερασμένη. Παλιότερα γραφόταν πως το νουάρ δεν είναι  ακριβώς λογοτεχνία.

-«Ακόμη και τώρα λέγεται. Απλώς ξεθωριάζει λίγο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι πεπεισμένοι ότι οι υπάρχουν σαφείς διαχωρισμοί, αστυνομικό, νουάρ κτλ, όλα εξαρτώνται από τι πιστεύει ο αναγνώστης. Ας πούμε, στις λογοτεχνικές εκπομπές της  τηλεόρασης απουσιάζουν οι παρουσιάσεις νουάρ, το πολύ δυο φορές τον χρόνο να μιλήσουνε για τέτοια βιβλία. Βεβαίως, υπάρχουν περιοδικά και εφημερίδες που κάνουν ενδιαφέρουσες κριτικές αλλά το κοινό δεν θεωρεί ακόμη το είδος λογοτεχνία, μάλλον παραλογοτεχνία.»

Τώρα η τελευταία ερώτηση! Αφορά την μενταλιτέ των νουάρ συγγραφέων. Καθώς έχω μιλήσει με αρκετούς, αυτό που τους διακρίνει από το σύνολο των «λογοτεχνών» συγγραφέων είναι η απλότητα, η προσήνεια και το ακομπλεξάριστο  τους.

-« Αυτό είναι αλήθεια! Είναι γιατί δεν θεωρούμαστε πραγματικά συγγραφείς!»

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.