Συνέντευξη Γιώργος Πλειός: Media και Πολιτική

Πρώτο Μέρος: το δημοψήφισμα ως σταθμός

| 12/07/2016

Έναν Ιούλη μετά το ελληνικό δημοψήφισμα και τρεις Ιούληδες μετά το μαύρο στην ΕΡΤ, εν μέσω διεργασιών και νομοθετικών πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση για ένα διαφορετικό τοπίο στην τηλεόραση, είναι φανερό πως το ζήτημα της ενημέρωσης, το ζήτημα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης συνδέεται περισσότερο από ποτέ με την συμμετοχή στα κοινά και την κεντρική πολιτική -πολλές φορές μάλιστα ίσως συνδέεται και με την όξυνση της δυσπιστίας απέναντί σε αυτή. Βρεθήκαμε και μιλήσαμε με τον Γιώργο Πλειό, Καθηγητή στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και πρώην πρόεδρο του τμήματος.

Το ραντεβού δόθηκε στο γραφείο του, στο κέντρο της Αθήνας όπου εδρεύει το τμήμα των ΕΜΜΕ και η συζήτηση (την οποία παρουσιάζουμε σε δύο μέρη) προέκυψε παραπάνω από ενδιαφέρουσα:

[hr]

Ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν πάρα πολύ  κατά τη βδομάδα του δημοψηφίσματος , αλλά και μετά, ήταν η στάση των ΜΜΕ, το πως κάλυψαν το δημοψήφισμα, πως παρουσίασαν το ναι, πως παρουσίασαν το όχι. Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια γενική κατεύθυνση και αν ναι, ποια πιστεύεται εσείς ότι ήταν η βασική κατεύθυνση των ΜΜΕ στο δημοψήφισμα;

[hr]

Νομίζω ότι ήταν, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, η τρίτη φορά όπου ο ρόλος των ΜΜΕ στην εκλογική διαδικασία φαίνεται να συζητήθηκε εξίσου όπως και το αποτέλεσμα της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας ή οι πρωταγωνιστές της. Νομίζω ότι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που συνέβη αυτό ήταν οι επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 και η δεύτερη φορά ήταν οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, η τρίτη, βεβαίως, το δημοψήφισμα.

Ε, αυτό είναι απολύτως λογικό, διότι η ελληνική κοινωνία παρά τις όποιες αποστάσεις έχει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες έχει όπως οποιαδήποτε άλλη χώρα, εντούτοις, λόγω κάποιων δομικών αλλαγών που έγιναν κυρίως τη δεκαετία του ’90 και την επόμενη δεκαετία, έχει καταστεί κι αυτή μία δημοκρατία των ΜΜΕ, δηλαδή μία χώρα στην οποία η πολιτική διεξάγεται κυρίως δια των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των δημοσκοπήσεων. Πράγμα που σημαίνει ότι οι πολιτικοί απευθύνονται στο ακροατήριο ακόμα, κατά κύριο λόγο, από την τηλεόραση αλλά και οι πολίτες έρχονται σε επαφή με τον πολιτικό λόγο κυρίως πάλι από τα μέσα ενώ ένα πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν μεταξύ τους οι δημοσκοπήσεις. Ως εκ τούτου, βεβαίως, έχει πάψει να είναι και μια τόσο πολυκομματική δημοκρατία και έχει γίνει λίγο μια δημοκρατία των ΜΜΕ, ανεξάρτητα αν κάποιος θεωρεί αυτό το γεγονός, ως καλό ή ως κακό. Αυτό το γεγονός το επέτεινε, πρέπει να πω, η κρίση. Δηλαδή η κρίση έκλεισε περισσότερο τον κόσμο στα σπίτια του και άρα τον ώθησε δηλαδή πιο πολύ στην τηλεόραση και ακόμα περισσότερο στον υπολογιστή για να έρθει σε επαφή με τις πραγματικότητες και τις πολιτικές μεταξύ αυτών των πραγματικοτήτων.

Το δημοψήφισμα ήταν για τα ΜΜΕ η μητέρα όλων των μαχών

Ως εκ τούτου, λοιπόν, τα μέσα επικοινωνίας έπαιξαν ένα ρυθμιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2012, ένα ρυθμιστικό ρόλο απ’ ότι φαίνεται έπαιξε το διαδίκτυο και κυρίως τα σόσιαλ μήντια, για να έχουμε την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ τότε. Ε ενώ, απ’ ότι φαίνεται εξίσου ρόλο διαδραμάτισαν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στο δημοψήφισμα που έγινε πριν ένα χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι οι προθέσεις των ανθρώπων που χειρίστηκαν τα μέσα με το αποτέλεσμα δεν συμπίπτουν.

Θέλω να πω ότι στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου επικράτησε μια συγκεκριμένη λογική σε κάποια μέσα επικοινωνίας, τα λεγόμενα “συστημικά” από κάποιους, “κυρίαρχα” κατά τη δική μου άποψη, γιατί κατά την άποψή μου συστημικά είναι όλα σε τελευταία ανάλυση, με εξαίρεση ένα-δυο… Θεωρώ, λοιπόν, ότι τα συστημικά μέσα έδωσαν τον περσινό Ιούλη αυτό το οποίο έχω πει ξανά “τη μητέρα όλων των μαχών”. Το προηγούμενο διάστημα από τις εκλογές του Ιανουαρίου και μέχρι τον Ιούλιο είχαν μια αμφίθυμη στάση απέναντι στην κυβέρνηση, δηλαδή πότε ασκούσαν κριτική, πότε ήταν ουδέτερα. Εγώ δεν συμφωνώ ότι ήταν επιθετικά προς την κυβέρνηση και μάλιστα τα μεγάλα, δηλαδή του ΔΟΛ, των συγκροτημάτων αυτών κλπ… Θεωρώ ήταν αμφίθυμη η στάση τους, δηλαδή πότε ήταν κριτική, πότε ήταν ουδέτερη και αυτό διότι περίμεναν τις αλλαγές και τις εξελίξεις που θα συμβούν στο πεδίο των ΜΜΕ αλλά ήθελαν να έχουν καλές σχέσεις όσο γίνεται με την κυβέρνηση γι’ αυτό είχαν μια αμφίθυμη στάση.

Όταν όμως ήρθε το δημοψήφισμα, εκεί διαφαινόταν η πιθανότητα να διατυπωθεί μια απάντηση,  ξεκάθαρα όχι στο μνημόνιο και όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση διότι ας μη γελιόμαστε, όποιο κι αν ήταν το τυπικό δίλημμα στο δημοψήφισμα, το ουσιαστικό αυτό ήταν. Και νομίζω ότι έτσι το έθεσαν και από την πλευρά της ΕΕ και ο Σόιμπλε και ο Γιούνκερ και άλλοι. Όταν, λοιπόν, ήρθε εκείνη η στιγμή όπου τέθηκε το δίλημμα αυτό στο δημοψήφισμα, τότε λοιπόν είδαν την πιθανότητα αυτή να κοπεί η προηγούμενη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να σταματήσει η οποιαδήποτε χρηματοδότηση τα ΜΜΕ είχαν από την ΕΕ μέσω των τραπεζών και της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον μηχανισμό στήριξης όπως και να διαταραχτούν οι υπόλοιπες επιχειρηματικές δραστηριότητες πολλών εκ των ιδιοκτητών τους. Γι’ αυτό τότε έδωσαν τη λεγόμενη, τουλάχιστον όπως τη λέω εγώ, τη μητέρα όλων των μαχών. Δηλαδή κράτησαν μία στάση η οποία ήταν έντονα υπέρ, και μάλιστα επιθετικά θα έλεγα, υπέρ του ναι, υπέρ του μένουμε Ευρώπη δηλαδή.

δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να αναπαράγουν μια πραγματικότητα, την πραγματικότητα του δικού τους στούντιο ή οποία όμως ήταν κατασκευασμένη

censorship-by-drooker

[hr]

Με ποιον τρόπο / τρόπους πιστεύετε ότι έγινε αυτό;

[hr]

Αυτό έγινε με πολλούς τρόπους οι οποίοι είναι υπό διερεύνηση. Δηλαδή κατ’ αρχήν έγινε με τη στάση των κεντρικών παρουσιαστών στα δελτία ειδήσεων των μέσων επικοινωνίας ή των στελεχών εκείνων τα οποία έχουν τις εκπομπές λόγου ή τα οποία διεξήγαν τις έκτακτες εκπομπές που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο. Έγινε επίσης, για παράδειγμα, με τα πλάνα τα οποία έδειχναν, μπορώ να σας πω, και το θυμάστε, ότι τα πλάνα τα οποία είχαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί αν δεν ήταν, όπως τις πρώτες μέρες πλάνα αρχείου, όπου έδειχναν ουρές συνταξιούχων το καταχείμωνο να περιμένουν μπροστά στις τράπεζες και ήταν από την αναμονή για τη σύνταξή τους, τότε λοιπόν προσέφευγαν στα πλάνα τα οποία ήταν περί τις 11 η ώρα, όπου πράγματι υπήρχε πάρα πολύς κόσμος, κάτι το οποίο δε συνέβαινε και αργότερα.

Δηλαδή εδώ που βρισκόμαστε, στο χώρο αυτό, ακριβώς απέναντι είναι μία εθνική τράπεζα η οποία από τις 2 και μετά δεν είχε σχεδόν καθόλου κόσμο, αν είχε ένα-δύο άτομα, αλλά ποτέ δεν θα βλέπατε πλάνα από αυτό το ΑΤΜ, είδατε όμως από πολλά άλλα ΑΤΜ στα οποία κατά τις 11 το πρωί ή και τις πρώτες μέρες μετά τα μεσάνυχτα υπήρχε πολύς κόσμος. Επίσης, τα μέσα επικοινωνίας χρησιμοποίησαν κάποια διλήμματα τα οποία σε μεγάλο βαθμό ήταν τεχνητά, πχ ότι εάν ψηφίσουμε όχι θα αντιμετωπίσουμε κάποιον εξωτερικό κίνδυνο, εννοούσαν δηλαδή κάποια επιθετική στάση από την πλευρά της Τουρκίας ή εννοούσαν ότι σε περίπτωση όπου ψηφίσουμε “όχι” δε θα καταβληθούν συντάξεις ή ότι εκτός απ’ τα κάπιταλ κοντρόλς θα γίνει και ένα bail in, δηλαδή κούρεμα των καταθέσεων. Χρησιμοποίησαν και τέτοιου είδους  προπαγανδιστικά επιχειρήματα.

Χρησιμοποίησαν και άλλα μέσα, όπως για παράδειγμα την υπερπροβολή των εκπροσώπων του ΝΑΙ υπό την ιδιότητα των εκπροσώπων της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο που μια παρουσιάστρια ειδήσεων σε μεγάλο κανάλι είπε τη φράση ότι “τι φταίμε εμείς αν οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες είναι με το ναι”. Στην πραγματικότητα η κυρία αυτή και άλλα στελέχη των ΜΜΕ δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να αναπαράγουν μια πραγματικότητα, την πραγματικότητα του δικού τους στούντιο ή οποία όμως ήταν κατασκευασμένη.

αυτή η υπερβολική δόση προπαγάνδας οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή αντί να επηρεάσει τους εκλογείς υπέρ του ΝΑΙ, θα τους επηρεάσει υπέρ του ΟΧΙ

Στο σημείο αυτό δεν θα έπρεπε να ξεχάσω ότι τα μέσα επικοινωνίας, ειδικά στην αρχή, τις πρώτες μέρες δηλαδή, έπαιξαν πάρα πολύ το χαρτί του εθνικού διχασμού. Τόνιζαν και ξανατόνιζαν δηλαδή ότι το δημοψήφισμα αυτό θα οδηγήσει σε εθνικό διχασμό, υπονοώντας σαφώς τον εμφύλιο. Χρησιμοποίησαν  και άλλα παρόμοια τέτοια επιχειρήματα, “ότι είμαστε ανώριμοι, δεν έχουμε εμπειρία να κάνουμε δημοψηφίσματα, εδώ δεν είναι Ελβετία, δεν είναι Αγγλία” και πάει λέγοντας. Τέτοιου είδους λοιπόν επιχειρήματα χρησιμοποίησαν και στην πραγματικότητα, τα λεγόμενα κυρίαρχα, μέσα επικοινωνίας όχι μόνο στάθηκαν με έμφαση υπέρ του ναι, υπέρ του “μένουμε Ευρώπη”, αλλά το έκαναν πολλές φορές κατά παράβαση και της ίδιας της εκλογικής νομοθεσίας.

Κυρίως όμως αξιοποίησαν έμμεσους τρόπους, τις λεγόμενες “ψυχολογικές επιχειρήσεις”. Μην ξεχνάτε ότι κάποιο μεγάλο κανάλι είπε ότι θα γίνουμε Ζάμπια, Ζιμπάμπουε ή κάτι τέτοιο την επομένη του δημοψηφίσματος . Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι το εξής : αυτή η υπερβολική δόση προπαγάνδας οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή αντί να επηρεάσει τους εκλογείς υπέρ του ΝΑΙ, θα τους επηρεάσει υπέρ του ΟΧΙ.  Υπάρχει ένα φαινόμενο στην κοινωνική ψυχολογία, το οποίο οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ονομάζουν “boomerang effect”, όταν η δόση της προπαγάνδας είναι περισσότερη από αυτή που χρειάζεται για να σου δώσει το αποτέλεσμα, τότε λοιπόν προκαλείται το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή ένα κοινό, αντί να πειστεί υπέρ της επιλογής που του προτείνεις , πείθεται υπέρ της αντίθεσης επιλογής και νομίζω αυτό έγινε.

μετά το δημοψήφισμα, τίποτα δεν είναι ίδιο στο πεδίο των μέσων επικοινωνίας

kanalia

[hr]

Υπήρχαν διαφοροποίησεις ως προς την κάλυψη του δημοψηφίσματος από τα ΜΜΕ; είτε όσον αφορά τη διάκριση δημόσια-ιδιωτικά είτε τη διάκριση ανάμεσα σε ραδιόφωνο και τηλεόραση;

[hr]

Υπήρχαν πολλές διαφοροποιήσεις, όχι μόνο μία. Η βασική διαφοροποίηση ήταν ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό μέσο. Έχω ακούσει πολλές το Σταύρο Καπάκο (ΕΡΤ) να λέει ότι τα δημόσια ΜΜΕ ακολούθησαν μία γραμμή 50-50. Δεν μπορώ να πω αν ήταν 50-50 ή 51-49, δεν έχει σημασία, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι πράγματι η ΕΡΤ στο σύνολο της, προσπάθησε να ακολουθήσει μία, όσο γίνεται,  ίσων αποστάσεων πολιτική απέναντι στο δημοψήφισμα, έχοντας υπ όψιν της, προφανώς, οι άνθρωποι εκεί, ήξεραν την εμπειρία του προηγούμενου κλεισίματος της ΕΡΤ για πολιτικές διώξεις στην πραγματικότητα. Κράτησαν μία ισορροπημένη στάση και να μπορώ να το βεβαιώσω ως αυτόπτης μάρτυς, δηλαδή όταν πήγα 1-2 φορές αυτές τις μέρες στην ΕΡΤ σε κάτι εκπομπές που με κάλεσαν, θυμάμαι ότι μου συνέστησαν πάρα πολύ εμφατικά, ειδικά το Σάββατο, να μη μιλήσω για δημοψήφισμα, να μην  πω κάτι. Τα ιδιωτικά μέσα σαφώς πήραν θέση, πολύ εμφανή και πολύ εμφατική υπέρ της μιάς ή της άλλης άποψης, που υποστήριζαν οι εργοδότες τους, στην πλειοψηφία τους, βεβαίως, οι εργοδότες υποστήριξαν το ΝΑΙ.

Η δεύτερη βασική διαφοροποίηση ήταν μεταξύ των μέσων που ήταν “σοβαρών ειδήσεων”  και αυτών που ήταν ελαφρών ειδήσεων, “hard” και “soft” news, δηλαδή όσο περισσότερο πάμε προς το σκέλος των ελαφρών ειδήσεων, τόσο περισσότερο έκδηλη είναι η στράτευση και, μάλιστα, η στράτευση με έναν πολύ χυδαίο τρόπο μερικές φορές θα έλεγα. Νομίζω σήμερα έχουμε παραδείγματα τέτοιων χυδαία στρατευμένων μέσωΝ που αγγίζουν  σχεδόν τη φρασεολογία της Χρυσής Αυγής. Κάτι ανάλογο, όχι βέβαια με την ίδια ένταση, είχαμε και τότε. Μάλιστα όσο πιο “κίτρινο” είναι ένα μέσο, τόσο πιο στρατευμένο και χυδαία στρατευμένο εμφανίστηκε. Τα λεγόμενα “σοβαρά” μέσα ή μέσα “σοβαρών” ειδήσεων, όσο και να είχαν μία άποψη, υπέρ του “ΝΑΙ” ή του “ΟΧΙ”, και μιλάμε κυρίως για το ΝΑΙ, δεν παραβίαζαν σε γενικές γραμμές, κάποιες βασικές αρχές. Να το θέσω πιο σωστά, όχι ότι δεν το έκαναν, αλλά  ήταν λίγο μετριασμένη αυτή η παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αν θέλετε και από ένα ένστικτο “αυτοσυντήρησης”.

Μία τρίτη γραμμή διαφοροποίησης προέκυπτε ανάλογα με το πόσο είναι ειδησεογραφικά ή όχι κάποια μέσα. Τα μέσα τα οποία δεν είναι ειδησεογραφικά,  αλλά ψυχαγωγίας και σχολιασμού, επίσης παρουσίασαν μία πολύ πιο έντονη υπέρ της μιάς ή της άλλης άποψης, και κυρίως βέβαια υπέρ του ΝΑΙ. Και βεβαίως είχε και έχει να κάνει το αν τα μέσα αυτά είναι στρατευμένα τυπικώς ή όχι, υπάρχουν μέσα τα οποία είναι κομματικά, όπως είναι ο Ριζοσπάστης και η Αυγή, τα οποία τοποθετήθηκαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Τα μέσα δεν είναι αντικειμενικά, δεν μπορούν να είναι αντικειμενικά από τη φύση τους

Αυτό το οποίο, μπορώ να πω είναι ότι, μετά το δημοψήφισμα, τίποτα δεν είναι ίδιο στο πεδίο των μέσων επικοινωνίας. Όχι ότι άλλαξε ριζικά η κατάσταση, αλλά πλέον, έχουμε περάσει ένα σημείο, στο οποίο κανείς δεν μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι τα μέσα επικοινωνίας είναι ανεξάρτητα. Ότι τα μέσα επικοινωνίας, υπάρχουν για να προβάλλουν την αλήθεια, την αντικειμενική πραγματικότητα, τα πραγματικά περιστατικά. Από το δημοψήφισμα και μετά -στην πραγματικότητα, από την υπόθεση της Χρυσής Αυγής και μετά, από τον εκφασισμό της κοινωνίας κατ’ αρχήν, αλλά και από το δημοψήφισμα και μετά, εκεί φάνηκε πως στέκονται τα μέσα επικοινωνίας. Φάνηκε πλέον ότι τα μέσα επικοινωνίας είναι μέσα, στα οποία δεν ισχύει αυτό το οποίο πιστεύαμε, αφελώς κατά τη γνώμη μου, για πολλές δεκαετίες: ότι είναι αντικειμενικά ή ότι μπορούν να είναι αντικειμενικά. Τα μέσα δεν είναι αντικειμενικά, δεν μπορούν να είναι αντικειμενικά από τη φύση τους και, άρα, λοιπόν το κυριότερο που μπορούν να κάνουν είναι να σέβονται τα γεγονότα και να δίνουν, όσο γίνεται,  μεγαλύτερο βήμα στις απόψεις, ή αν έχουν μία στρατευμένη άποψη, να λένε εμένα αυτή είναι η άποψη μου.

Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στο ερώτημα, είχαμε πάρα πολλές διαφοροποιήσεις, όπως είχαμε διαφορές μεταξύ τηλεόρασης και ραδιοφώνου. Η τηλεόραση κυνηγούσε περισσότερο τα ATM, το ραδιόφωνο κυρίως το σχολιασμό, η εφημερίδα την ανάλυση. Και εκεί υπήρχε μεγάλη στράτευση αλλά με ανάλυση. Η εφημερίδα, επειδή έχει ένα κοινό που δεν χρειάζεται να το πείσεις, είναι ήδη πεισμένο, περισσότερο κοιτάζει να διαλευκάνει και να διερευνήσει λίγο τα γεγονότα. Άρα είχαμε πολλά επίπεδα διαφοροποίησης, διαφοροποιήσεις που υπήρχαν πριν, πολλαπλασιάστηκαν και γέννησαν νέες διαφοροποιήσεις. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το δημοψήφισμα, συνολικά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της πορείας των μέσων επικοινωνίας, κάτι το οποίο κορυφώθηκε με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όπου κορυφώθηκε η επιστροφή τηλεθεατών στην τηλεόραση και, από αυτό το σημείο και μετά, έχουμε τη διαρκή μείωση των τηλεθεατών.

handling-avoiding-social-media-crisis

[hr]

Θα μπορούσατε να αναπτύξετε την τελευταία θέση ;  Δηλαδή το πώς ,μετά από σημαντικές πολιτικές καμπές, εμφανίζεται μία διευρυμένη απονομιμοποίηση των μέσων. Σε σειρά ερευνών κοινής γνώμης, τα μέσα εμφανίζονται στις τελευταίες θέσεις ως προς την αξιοπιστία τους.

[hr]

Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, σύμφωνα και με τις εθνικές μετρήσεις των δημοσκοπήσεων αλλά και τις έρευνες του ευρωβαρόμετρου οι οποίες είναι πιο αξιόπιστες, καταγράφεται μία δυσπιστία του ελληνικού κοινού προς τα μέσα επικοινωνίας. Αυτό το ποσοστό της δυσπιστίας για την τηλεόραση κυμαίνεται περίπου στο 80% και ακολουθούν, σε ανάλογα ποσοστά, και τα υπόλοιπα μέσα. Αυτή η δυσπιστία οφείλεται σε πάρα πολλούς παράγοντες.

Κατ αρχήν, οφείλεται στο γεγονός ότι οι σημερινοί πολίτες γενικά είναι δύσπιστοί απέναντι στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, αντιλαμβάνονται ότι απέναντι τους έχουν εξουσίες που δεν λειτουργούν προς δικό τους όφελος, αλλά δουλεύουν για αλλότρια συμφέροντα και όχι για τα δικά τους. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος αυτής της δυσπιστίας. Δηλαδή βλέπουν το κράτος ως στρατευμένο, να το πω έτσ,ι και επομένως, οτιδήποτε συνδέεται με αυτό.

η κρίση υπέσκαψε , τη συναίνεση πάνω στην οποία στηριζόταν η προηγούμενη αποδοχή των ΜΜΕ

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι, κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα μέσα επικοινωνίας κράτησαν μία μεροληπτικότατη στάση υπέρ των μνημονιακών πολιτικών. Μάλιστα,  τα μέσα επικοινωνίας ήταν πιο μνημονιακά και από τις κυβερνήσεις που επεξεργάστηκαν και εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές. Τα μέσα επικοινωνίας είναι ένας από τους βασικούς μηχανισμούς στους οποίους οφείλεται η επικράτηση των μνημονιακών πολιτικών. Άρα λοιπόν, αντιλαμβάνονται ότι έχουν απέναντι τους μέσα επικοινωνίας, τα οποία εργάστηκαν για να τους επιβάλλουν τέτοιου είδους πολιτικές.

Ο τρίτος λόγος είναι ότι, και ας μην το υποβαθμίσουμε αυτό, οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις και κόμματα έχουν ασκήσει κατά καιρούς κριτική στα μέσα επικοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο όρος “διαπλοκή” υπάρχει στην ελληνική ζωή, αναφερόμενος στους επιχειρηματίες των ΜΜΕ, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και, μάλιστα, δεν τον εισήγαγε καν η Αριστερά αυτό τον όρο, αλλά ο Μητσοτάκης. Μην ξεχνάτε την έκφραση “νταβατζήδες” του Καραμανλή κ.ο.κ. Βεβαίως και τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον της διαπλοκής, η οποία ήταν αρκετά εκτεταμένη και ο λόγος περί διαπλοκής είχε πάρα πολύ σημαντική θέση συνολικά, στο πρόγραμμα και το λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα λοιπόν, το ίδιο το πολιτικό σύστημα συνέβαλε σε αυτή την κατεύθυνση.

Τέλος ας μην ξεχνάμε, την εμπειρία των ίδιων των τηλεθεατών. Οι τηλεθεατές δεν είναι άβουλοι, είναι άνθρωποι που εργάζονται, πηγαίνουν στην αγορά και ψωνίζουν, έχουν παιδιά άνεργα, παιδιά που σπουδάζουν. Αντιλαμβάνονται ότι η δική τους εμπειρία, με την εμπειρία όπως τους τη δείχνουν τα ΜΜΕ έχει αρκετές διαφορές. Η κρίση συνέβαλε πάρα πολύ, γιατί η κρίση υπέσκαψε , τη συναίνεση πάνω στην οποία στηριζόταν η προηγούμενη αποδοχή των ΜΜΕ. Η βάση πάνω στην οποία στηριζόταν αυτή η συναίνεση ήταν ο καταναλωτισμός ως ιδεολογία. Όχι ο καταναλωτισμός ως το να αγοράσεις πέντε πράγματα, αλλά ως μία ιδεολογία που σου έλεγε ότι θα γίνεις ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, θα αποκτήσεις μία καλύτερη θέση, εάν αγοράσεις το α ή το β και εάν δουλέψεις σκληρά για αυτό. Αυτό κλονίστηκε με την κρίση και κλόνισε ότι ακουμπούσε πάνω του, ή εξαρτιόταν από αυτό, όπως τα ΜΜΕ, αν και δεν είναι μόνο αυτά.

Από εκεί και πέρα, ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχε ένα γενικότερο πρόβλημα με τα ΜΜΕ και την αξιοπιστία τους που είχε να κάνει με τη διάδοση του διαδικτύου, δηλαδή η έλευση του διαδικτύου έδωσε τη δυνατότητα σε πάρα πολλούς ανθρώπους να ανοιχθούν σε πάρα πολλές πηγές πληροφορίας. Αυτό και μόνο το γεγονός, ότι διαβάζεις κανείς τόσες πολλές διαφορετικές εκδοχές της πραγματικότητας, θέτει σε αμφισβήτηση τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας, που κάποτε ήταν οι “γκουρού” της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, αλλά και των πολιτικών εξουσιών που τα χρησιμοποιούσαν.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνετέλεσαν στην κρίση αξιοπιστίας των ΜΜΕ. Αν συνδυάσουμε όλο αυτό με το βαθμό της προπαγάνδα, ή των “ψυχολογικών επιχειρήσεων” όπως τις λέω, που ανέπτυξαν την περίοδο του δημοψηφίσματος,  επέτεινε ακόμα περισσότερο την κρίση αποτελεσματικότητας των ΜΜΕ. Αν κάποιος θέλει να ψάξει τις ευθύνες, όχι για το ποιός επικράτησε στο δημοψήφισμα, αλλά για την έκταση αυτής της διαφοράς, ας την ψάξει καλύτερα στο δικό του στρατόπεδο και στις τεχνικές προπαγάνδας που χρησιμοποίησε.        

(Τέλος πρώτου μέρους)

mme_tv_m_0