Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται - καλογυρισμένο δράμα εποχής με χειραφετητικές αποχρώσεις

Η φετινή νικήτρια ταινία του queer φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών βρίσκει πανηγυρικά το δρόμο της στις ελληνικές αίθουσες.

| 05/10/2019

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν μια σειρά από αξιόλογα φιλμ με queer περιεχόμενο, ξεκινώντας από τις εξίσου ενδιαφέρουσες ταινίες του Sebastian Lelio, The Fantastic Woman (2017) με πρωταγωνίστρια μια τρανς γυναίκα και Disobedience (2018) με θέμα τον λεσβιακό έρωτα στην εβραϊκή κοινότητα του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα και η Ελλάδα δεν έμεινε αμέτοχη μπροστά στην queer σεξουαλικότητα, με τον Πάνο Κούτρα να σοκάρει το ανυποψίαστο κοινό τού 2009 με την ιστορία της Στρέλλας αλλά και παλαιότερα με την Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά (1999). Μέχρι και ο Γιώργος Λάνθιμος επέλεξε να ασχοληθεί με το λεσβιακό ερωτικό τρίγωνο, απεικονίζοντας τα παιχνίδια εξουσίας γύρω από το βασιλικό στέμμα της Ευνοούμενης. Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω ταινιών αποτελεί το ότι άντρες σκηνοθέτες προσέγγισαν την γυναικεία LGBTQ σεξουαλικότητα, επομένως έχουμε πάντα παρόν το ανδρικό, ετεροσεξουαλικό πολλές φορές, βλέμμα (male gaze) στην απεικόνιση λεσβιακών χαρακτήρων. Όσο καλές προθέσεις και να είχαν οι παραπάνω σκηνοθέτες, που πράγματι οδήγησαν σε αξιόλογα αποτελέσματα, έλειπε από το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά μια βιωματική αντιμετώπιση του ομοφυλοφιλικού έρωτα, και αυτή βρέθηκε στο φετινό γαλλόφωνο πόνημα της Celine Sciamma.

Στην Βρετάνη του 1770, η Marianne (Noémie Merlant), μια νεαρή ζωγράφος, καλείται να κάνει το πορτραίτο της Héloïse (Adèle Haenel), μιας νεαρής αριστοκράτισσας, προκειμένου η δεύτερη να παντρευτεί στο Μιλάνο. Όμως η δυσκολία δεν έγκειται στην φιλοτέχνηση του πορτρέτου αλλά στην πεισματική της άρνηση να παντρευτεί από καπρίτσιο της κόμισσας μητέρας της ουσιαστικά έναν άγνωστο. Ο χρόνος πιέζει και η μητέρα μισθώνει την Marianne να παριστάνει την συνοδό στις μοναχικές βόλτες της Héloïse στην παραλία γύρω από τον πύργο και να την ζωγραφίζει κρυφά τα βράδια. Αυτή η κάλυψη ωστόσο φανερώνεται σύντομα και τελικά η Héloïse δέχεται να ποζάρει χωρίς πολλές αντιστάσεις, ξεδιπλώνοντας μια σειρά συναισθημάτων που σιγοκαίουν πίσω από βαθιά βλέμματα και φορτισμένες παύσεις.

Η σκηνοθέτης διαχειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο την φόρμα του δράματος εποχής, αν και σε μερικά σημεία γίνεται περιττά ακαδημαϊκός και βερμπαλιστικός ο λόγος μεταξύ των δυο πρωταγωνιστριών. Με αρκετά μινιμαλιστική διάθεση, ο θεατής μεταφέρεται από τα εντυπωσιακά άγρια θαλασσινά τοπία των βόρειων ακτογραμμών της Γαλλίας στον σχετικά λιτό εσωτερικό χώρο του ατελιέ και του λοιπού πύργου, από το χώρο ελευθερίας της Héloïse στον χώρο εργασίας της Marianne. Η φωτογραφία της ταινίας με βασική παλέττα τις αποχρώσεις του μπλε, θυμίζει πολλές φορές πίνακες εκείνης της εποχής  και η αντίθεση των φορεμάτων με το περιβάλλον κυριαρχεί σε κάθε κάδρο. Αντιθετικοί είναι και οι γυναικείοι χαρακτήρες, με την Marianne να είναι μια γυναίκα ζωγράφος που ζει λιτά αλλά ελεύθερη, με τους δικούς της κανόνες, συνειδητοποιημένη ως προς το βάρος της σεξουαλικής της ταυτότητας, ενώ η Héloïse βρίσκεται μόνιμα εγκλωβισμένη στους τοίχους ενός μοναστηριού, τώρα του πύργου και αργότερα της συζυγικής έπαυλης, εμμονικά προστατευμένη και απομακρυσμένη από τον κόσμο. Βλέπουμε τις δυο πτυχές που επιφύλασσε η πατριαρχία στις γυναίκες της εποχής: το ρόλο της συζύγου που χαίρει κοινωνικής αποδοχής και το ρόλο της ανεξάρτητης γυναίκας που δεν θα παντρευτεί και θα ζει σχετικά στο περιθώριο. Ωστόσο ο χώρος του πύργου αποτελεί ένα ιδιάζοντα μητριαρχικό χώρο, απαλλαγμένο εντελώς από άντρες, όπου η ταξική διαστρωμάτωση εξαλείφεται και η υπηρέτρια συνυπάρχει με την ευγενή.  Είναι ενδεικτικό ότι οι γυναίκες του πύργου μοιάζουν να διεκδικούν το δικαίωμα στην μητρότητα και την αυτοδιάθεση του σώματός τους, οδηγώντας στην φορτισμένη σκηνή της έκτρωσης της υπηρέτριας.

Η πιο σημαντική ίσως πλευρά της σκηνοθεσίας είναι η έννοια του γυναικείου βλέμματος, δηλαδή το πώς μια γυναίκα σκηνοθέτης επιλέγει να απεικονίσει σεξουαλικά μια άλλη γυναίκα, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι και σύντροφος της σκηνοθέτιδας. Με αρκετά λοιπόν αυτοβιογραφική διάθεση, η Celine Sciamma επιλέγει να μας δείξει μέσα από τα μάτια της Marianne το αντικείμενο του πόθου της, δηλαδή την Héloïse. Παρατηρώντας την προκειμένου να την ζωγραφίσει, ο θεατής ακολουθεί το βλέμμα της Marianne καθώς αυτό αιωρείται στο πρόσωπο και το λαιμό (όχι το σώμα όπως θα περιμέναμε στο male gaze) της Héloïse. Στο αρχικό πορτρέτο παρατηρούμε την απουσία συναισθηματικής σύνδεσης με το αντικείμενο που καλείται να ζωγραφίσει, ενώ όσο η Marianne την ερωτεύεται, στο δεύτερο πορτρέτο τα χαρακτηριστικά γίνονται πιο εξωραϊσμένα αλλά ρεαλιστικά. Μέσα από την διαδικασία του πορτρέτου ξεδιπλώνεται η διαφορετική λογική του female gaze σχετικά με το γυναικείο σώμα, το οποίο δεν κατατέμνεται προκειμένου να καταναλωθεί και να αντικειμενοποιηθεί αλλά σχετίζεται περισσότερο με την παρατήρηση και βαθιά εκτίμησή του. Η οπτική της Sciamma δεν στερείται σεξουαλικού φορτίου, αντίθετα μάλιστα το γκρο πλαν στις ανάμεικτες αντιδράσεις πόθου και αυτοπεριορισμού των δυο γυναικών δημιουργεί μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Όπως και να ‘χει, η σύντομη ερωτική ιστορία που αναπτύσσεται καταφέρνει να αποδώσει με τον πιο ειλικρινή τρόπο την ουσία της γυναικείας επιθυμίας και να γίνει μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.