Ψυχρή Τρυφερότητα- πόνος, τραύμα και θεραπευτική σχέση στον ύστερο καπιταλισμό

Ένα βιβλίο από τις εκδόσεις oposito «για την αμφιλεγόμενη λογική που ενώνει τα συναισθήματα με το κεφάλαιο».

| 22/07/2019

Τι θέση έχουν τα συναισθήματα στην ύστερη νεωτερικότητα; Με αυτό το αόριστο αλλά εξίσου δύσκολο ερώτημα αναμετριέται στα ίσια η συγγραφέας του βιβλίου Eva Illouz, απορρίπτοντας την γενικόλογη θέση ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί μη-συναισθηματικά περιβάλλοντα. Στην πραγματικότητα, αυτό που προσπαθεί να αποδείξει είναι ότι ο καπιταλισμός από την δεκαετία του ’60 και έπειτα, έχει εισαγάγει τα συναισθήματα στην σφαίρα της παραγωγής, προκειμένου να αυξήσει την παραγωγικότητα. Στην τελική, μετέφερε τα συναισθήματα και το τραύμα από την ιδιωτική στην δημόσια σφαίρα, ενώ παράλληλα θέσπισε κάποιους αντικειμενικούς κανόνες και αρχές προκειμένου να τα ποσοτικοποιήσει. Τα τεστ προσωπικότητας, οι καθημερινές, μεσημεριανές εκπομπές κοινωνικού περιεχομένου, ακόμα και τα dating sites αποτελούν πολλαπλές μορφές αυτής της ιδιότυπης τάσης του καπιταλισμού  να διαχειριστεί προς όφελός του οποιαδήποτε μορφή κεφαλαίου, εν προκειμένω το ψυχολογικό κεφάλαιο.

Αυτό που καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο η Eva Illouz είναι ότι συνθέτει κριτικά διαφορετικές φιλοσοφικές θεωρίες, από τον Μαρξ και τον Φρόυντ μέχρι σύγχρονες νεοφιλελεύθερες θεωρίες management, έτσι ώστε να αποκαλύψει εκείνο το κοινό νήμα που συνδέει καπιταλισμό και συναισθήματα. Πέρα λοιπόν από μια απαραίτητη αναδρομή στις ψυχαναλυτικές παρακαταθήκες του 19ου αιώνα και κυρίαρχα τις βασικές ιδέες του Φρόυντ σχετικά με το ασυνείδητο, την λανθάνουσα γλώσσα, τα όνειρα, την σεξουαλικότητα και την οικογένεια, ο 20ος αιώνας χαρακτηρίζεται από «νέες πολιτισμικές πρακτικές, οι οποίες επειδή είχαν την μοναδικότητα να βρίσκονται ταυτόχρονα στην σφαίρα επιρροής της επιστημονικής παραγωγής, της ελίτ και της λαϊκής κουλτούρας, αναδιοργάνωσαν τις έννοιες του εαυτού, της συναισθηματικής ζωής και των κοινωνικών σχέσεων»(σελ. 21). Αναφερόμαστε σε μια αναμόρφωση της σχέσης του εαυτού, την ίδια εποχή που ο καπιταλισμός άρχισε να υιοθετεί ένα τεχνοκρατικό προσωπείο και να πολλαπλασιάζει τα κέντρα ελέγχου του(σελ. 28). Σε αυτή την νέα τεχνολογία ελέγχου που προέκυψε τις πρώτες δυο δεκαετίες του 1900, οι ψυχολόγοι μαζί με τους μάνατζερ βρέθηκαν μπροστά στο πρόβλημα της αύξησης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και απάντησαν με ένα θεραπευτικό μοντέλο εργασίας, που βασιζόταν στον λόγο και την επικοινωνία των συναισθημάτων. Σε αυτή την εν γένει «θηλυκή» μέθοδο, ο μάνατζερ δανείζεται στοιχεία ενσυναίσθησης και εγκαθιδρύει μια θεραπευτική σχέση με τον εργαζόμενο, παρόμοια με αυτή του ψυχολόγου με τον ασθενή του. Πέρα από την επιδιωκόμενη πειθάρχηση με την γραμμή της επιχείρησης, αυτή η μέθοδος επαναπροσδιόρισε την αρρενωπότητα στον χώρο εργασίας και μετέτρεψε τη συναισθηματική ζωή σε βασικό στοιχείο του εργασιακού χώρου(σελ. 35).

Έτσι η ανασκευή του εαυτού, οδήγησε στο πρότυπο του επιχειρηματικού εαυτού, το οποίο εγκαθίδρυσε ένα περιβάλλον «δημοκρατίας» και «ισότητας» στον εργασιακό χώρο, αφού η ηγετική θέση του μάνατζερ μοιάζει να είναι ζήτημα δεξιοτήτων και όχι κοινωνικής θέσης. Δεξιότητες όπως επικοινωνία και ενσυναίσθηση αποτελούν για τους εργαζόμενους κριτήρια επιτυχίας και άρα κοινωνικής ανέλιξης. Ο συναισθηματικός καπιταλισμός στον οποίο αναφέρεται η συγγραφέας «προαπαιτεί και δημιουργεί δίκτυα αλληλεξάρτησης και έχει το συναίσθημα στο επίκεντρο των συναλλαγών του, έχει επιφέρει την αναδιάρθρωση στις ίδιες τις έμφυλες ταυτότητες που αρχικά βοήθησε να καθιερωθούν[…] κάνοντας τον οικονομικό εαυτό συναισθηματικό και τα συναισθήματα να ταυτίζονται με την εργαλειακή δράση»(σελ. 45).

Ο φεμινισμός(το δεύτερο κύμα) με βάση τα προηγούμενα αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν θεραπευτικό αφήγημα από την στιγμή που συγκροτήθηκε. ‘Όλη αυτή η θεσμική επικράτηση της ψυχολογίας στην εργασία επηρέασε τη λαϊκή αμερικάνικη κουλτούρα του ’60 και με τον νόμο του 1946 η ψυχική υγεία των καθημερινών πολιτών είχε ήδη αρχίσει να μπαίνει στην δικαιοδοσία των ψυχολόγων. Η θεραπευτική γλώσσα βρήκε νέα ακροατήρια και βάλθηκε να μεταβάλλει την δομή της φυσικά «νευρωτικής», μεσοαστικής οικογένειας(σελ. 47), στρώνοντας τον δρόμο για την επίσης θεσμική επικράτηση του φεμινισμού, την δεκαετία του ’70. Φιλελεύθερος φεμινισμός και ψυχολογία διαμόρφωσαν τον γυναικείο εαυτό από κοινού τον 20ο αιώνα με βάση την συναισθηματική επικοινωνία, την οικειότητα, την ισότητα και την υιοθέτηση ουδέτερων διαδικασιών. Αυτή η διαδικασία διαπέρασε και τις συντροφικές σχέσεις και βελτίωσε την σεξουαλική ζωή των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών καθώς «η θεραπευτική οικειότητα επιστράτευσε την γλώσσα των δικαιωμάτων και εξίσωσε το καλό σεξ με την αποδοχή των δικαιωμάτων κάθε συντρόφου. Εντέλει, αυτή η ιδέα για την σεξουαλική απόλαυση, έκανε ασαφείς τις έμφυλες διαφορές»(σελ. 53).

Με βάση αυτό το μοντέλο επικοινωνίας έχουμε δυο τινά: πρώτον τα συναισθήματα μεταφέρθηκαν σε μικρο-δημόσιες σφαίρες και εκτέθηκαν σε κοινή θέα και δεύτερον τα συναισθήματα μπήκαν σε μια διαδικασία εξορθολογισμού και αναλογικότητας. Στην τελική παρουσιάστηκε μια σύγκρουση ανάμεσα στην έντονα υποκειμενική ζωή του ατόμου και την αυξανόμενη τάση αντικειμενοποίησης των μέσων έκφρασης και των συναισθημάτων του. Σε αυτό το πλαίσιο άλλαξε άρδην η επικοινωνία του τραύματος και των νευρώσεων με την θεωρία της αυτοβοήθειας. Η συγγραφέας εδώ τονίζει την ταξική σκοπιά των νευρώσεων, που ενυπάρχει ως διαπίστωση από τον Φρόυντ «…γιατί η σκληρή καθημερινότητα που τους περιμένει (τους εργάτες) αν αναρρώσουν δεν μοιάζει ιδιαίτερα ελκυστική, ενώ η ασθένεια τους δίνει ένα ακόμη δικαίωμα για κοινωνική βοήθεια». Στην σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα, ο εκδημοκρατισμός του ψυχικού πόνου έχει καταστήσει  διαταξική την θεραπεία, διευρύνοντας το πελατολόγιο των ψυχολόγων και μετατρέποντας το ψυχολογικό αφήγημα ως μια κερδοφόρα επιχείρηση.

Είναι τόσο απενοχοποιημένη αυτή η διαδικασία δημοσιοποίησης του τραύματος, έτσι ώστε να εμφανίζονται πολιτιστικά προϊόντα (εκπομπές κοινωνικού περιεχομένου και τραυματικές αυτοβιογραφίες διάσημων) όπου ο πόνος του ατόμου μοιάζει να γίνεται στοιχείο ταυτότητας. Εμφανίζεται λοιπόν μια συνεχής διαδικασία αναζήτησης του εαυτού, μια μάχη με τον εσωτερικό εαυτό που αποσκοπεί στην απελευθέρωση από τα συναισθηματικά δεσμά, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Μισέλ Φουκώ στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας(τόμος 3), όπου η φροντίδα του εαυτού ενθάρρυνε παραδόξως την άποψη του «άρρωστου» εαυτού που χρειάζεται διόρθωση και μετασχηματισμό. Σε αυτή την «δημοκρατία του πόνου» που διαμορφώνεται η εξομολόγηση του τραύματος και η εμπειρία της αλλαγής του εαυτού παρουσιάζει μια επιτελεστικότητα, αφού αναδιοργανώνει την εμπειρία μέσα από την εξιστόρησή της (σελ. 89).

 

Πώς όμως οργανώνεται το συναισθηματικό πεδίο στην σφαίρα του κυβερνοχώρου; Η τρίτη και τελευταία ενότητα τιτλοφορείται «Ρομαντικά δίκτυα» και ερευνά ακριβώς αυτό με αφοπλιστική ακρίβεια, παρά το ότι γράφτηκε πριν δέκα και πλέον χρόνια. Ιστοσελίδες γνωριμιών και dating apps έχουν αλλάξει άρδην τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και την διαδικασία επιλογής συντρόφου, εφόσον ο διαδικτυακός, «ασώματος» εαυτός μοιάζει πιο αυθεντικός και επομένως πιο ελκυστικός από τον πραγματικό. Από την μια το άτομο καλείται σε μια ενδοσκοπική διαδικασία ανεύρεσης εκείνων των θελκτικών χαρακτηριστικών και από την άλλη να τα εκθέσει σε δημόσια θέα. Η ίδια η επιλογή των χαρακτηριστικών αποτελεί την επιτομή του μεταμοντέρνου εαυτού σύμφωνα με την συγγραφέα, καθώς το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα φάσμα ρόλων που πρέπει να προσαρμόσει σε κάθε περίσταση, καταργώντας την έννοια του πυρηνικού εαυτού, δηλαδή ενός εαυτού με σταθερά χαρακτηριστικά. Νόμισμα των διαδικτυακών συναλλαγών γίνεται το σώμα και η εικόνα του, δημιουργώντας ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον που αντηχεί την ρήση των Αντόρνο  και Χορκχάιμερ στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού: «το σώμα απαξιώνεται και απορρίπτεται ως κάτι κατώτερο και την ίδια στιγμή είναι επιθυμητό ως κάτι απαγορευμένο, αντικειμενοποιημένο και αλλοτριωμένο». Κυνισμός, εξορθολογισμός, εργαλειοποίηση, φετιχισμός και εμπορευματοποίηση χαρακτηρίζουν την φύση των συναλλαγών στις ιστοσελίδες γνωριμιών παράλληλα με μια εξωπραγματική εκλέπτυνση των γούστων και των προσδοκιών. Έρωτας και ρομαντισμός αναχαιτίζονται μπροστά στην φαντασία του διαδικτύου και η μετάβαση από τον αυθόρμητο σε ένα «βιώσιμο» έρωτα που θα αντέξει στην καθημερινότητα μοιάζει όλο και πιο δύσκολη. Η Eva Illouz με σύντομο, περιεκτικό λόγο εξηγεί με σαφήνεια το σκεπτικό της και προσφέρει μια ανατρεπτική ματιά στον αρκετά νεφελώδη χώρο των συναισθημάτων και της ψυχικής υγείας.

Το βιβλίο της Eva Illouz «Ψυχρή Τρυφερότητα. Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις oposito/κριτικές ψυχολογίες.