Η Ινδονησία ένας σιωπηρός μαζικός τάφος

Η φρικιαστική εξόντωση 1.000.000(!) κομμουνιστών και η Ιστορία (και το σινεμά) που δεν λέει να ησυχάσει

| 12/05/2017

«Κάποιος να σκοτώνει είναι απαγορευμένο. Επομένως, όλοι οι δολοφόνοι τιμωρούνται εκτός και αν δολοφονούν μαζικά και με τον ήχο των σαλπίγγων» είχε σημειώσει ο Βολταίρος στις μπροστά σελίδες της Ιστορίας και αυτή έρχεται κάθε φορά να τον επιβεβαιώσει. Άλλωστε τα 250 χρόνια που πέρασαν μέχρι τις μέρες μας στηρίζουν αυτό το κοινωνικό συμπέρασμα, που παραμένει αμετάβλητο. Η μαζική εξόντωση είναι μια πολιτικώς ορθή εξουσιαστική πρακτική όσων κοινωνιών βασίζονται στον ανταγωνισμό και την προάσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας. Και θύματα αυτοί που την αρνούνται και κυρίως όσοι δεν την κατέχουν.

Το παραπάνω απόφθεγμα του Βολταίρου μας το θυμίζει ξεκινώντας η πολυβραβευμένη ταινία «Η πράξη του φόνου», το ένα από τα δυο σπουδαιότερα κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ – που μαζί με τον «αδελφό» του «Η όψη της σιωπής» -, μας αφήνει άφωνους, αρρωστημένα σοκαρισμένους, μελετώντας μαζί μας μια από τις μεγαλύτερες και πιο κτηνώδης εγκληματικές πολιτικές πράξεις του 20ου αιώνα. Στην Ινδονήσια του 1965 και σε λιγότερο από ένα χρόνο, εν μια νυκτί που λέμε, κράτος (με τις εντολές των Αμερικάνων), παρακράτος και με άμεσους εκτελεστές τη μαφία, τους μαυραγορίτες και τα κατώτερα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας δολοφόνησαν 1.000.000 (!) κομμουνιστές. Οι δολοφόνοι, οι αυτουργοί βρίσκονται μέχρι σήμερα νόμιμα στην εξουσία ενώ on camera κομπάζουν, πανηγυρίζουν και αστειεύονται για τα «κατορθώματα» τους και αναβιώνουν υποκριτικά και θεατρικά τα βασανιστήρια και τους φόνους τους. Αρνούνται χυδαία να λογοδοτήσουν στον οποιονδήποτε. Εκτός από την κάμερα του Joshua Oppenheimer που λειτουργεί ως διεθνές λαϊκό δικαστήριο και ως εκδίκηση της Ιστορίας.

indo_communist_wide-84ada7254c21d27023453a7ec8c94ab38669a30e-s900-c85


«Στην Ινδονησία ποια είναι η ποινή για όποιον ακουμπά τα πόδια του στο έδαφος;»


Η παραπάνω παράφραση που έχει απίστευτες δώσεις ειρωνείας θα εξηγηθεί και θα στηριχθεί μέσω μιας γρήγορης ιστορικής ανασκόπησης. Το 1949 η Ινδονησία σταματά να παίζει τον ρόλο της αποικίας. Διώχνει με αγώνα τους Ολλανδούς. Ο ηγέτης Sukarno αρχίζει ως ιδεολογικά εθνικιστής να αναπτύσσει το εθνικό αίσθημα του λαού του και παράλληλα να ψάχνει συμμαχίες ενάντια στους ιμπεριαλιστές, όπου και τις βρίσκει στην ΕΣΣΔ και στην Κίνα. Ως πολιτικό αντάλλαγμα προστατεύει παράλληλα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδονησίας από τις ενέργειες αντιδραστικών φορέων που έχουν επιβιώσει και προσπαθούν να πετάξουν κεφάλι, όπως ο στρατός και διάφορες οργανώσεις ακραίων ισλαμιστών. Το ΚΚΙ αποτελούσε το μεγαλύτερο αριθμητικά κόμμα του κόσμου – που δεν ήταν στην εξουσία -, με 3.000.000 μέλη. Η ολοένα αυξανόμενη επιρροή του στην κυβέρνηση Sukarno – όπου η ιδεολογία της βασισμένη εν μέρει στην Ινδονησιανή κουλτούρα και  μεταφραζόταν ως «NASACOM», δηλαδή «εθνικισμός – θρησκείες – κομμουνισμός» – και κατά συνέπεια η απειλή αυτού του φορέα λαϊκών συμφερόντων προς το παλιό σύστημα στο ήδη εύθραυστο και εύπλαστο αντιιμπεριαλιστικό τοπίο, έφερε πιο κοντά μια μέρα που ο κόσμος θα έπρεπε να θυμάται και να αρνείται να ξεχάσει. Τέτοιο δολοφονικό πογκρόμ ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους δεν είχε καταγραφεί ούτε ξανακαταγράφηκε ιστορικά. Ήταν Σεπτέμβρης του 1965, όπου ο στρατηγός Suharto, με την άμεση στήριξη των Αμερικάνων και της CIA, και με προβοκατόρικες μεθόδους στοχοποιώντας τους κομμουνιστές ανατρέπει την κυβέρνηση και αρχίζουν ένα έργο μακελέματος. Δίπλα στους 1.000.000 νεκρούς υπήρχαν άλλοι 1.5 εκατ. φυλακισμένοι.

«Έπρεπε να μας κάνουν ένα δώρο, ένα ταξίδι στην Αμερική αν όχι με αεροπλάνο, με κρουαζιέρα. Γιατί οι Αμερικάνοι μας μάθανε να μισούμε τον κομμουνισμό», ακούμε το 2012, έναν από τους αρχιεκτελεστές και αρχιμιαφιόζο στρογγυλοκαθήμενο στην καρέκλα του χυδαία και ξεδιάντροπα να λέει μπροστά στην κάμερα και μοιάζει διακαώς να αναζητά την επιβράβευση από τα γεωπολιτικά του αφεντικά. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν ένα ειδικό σύστημα ραδιοσυχνοτήτων ώστε ο στρατός να μπορεί να συντονίσει τις δολοφονίες. Ένας άνδρας ο Bob Martens, ο οποίος εργάστηκε στην Πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Τζακάρτα, κατάρτιζε καταλόγους χιλιάδων ονομάτων ινδονήσιων δημόσιων προσώπων που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στο νέο καθεστώς και τους παρέδιδε στην ινδονησιακή κυβέρνηση» λέει ο σκηνοθέτης Joshua Oppenheimer και καλεί έκτοτε δημόσια την χώρα του, τις ΗΠΑ, να αποδεχτούν τον καθοριστικό τους ρόλο ενοχής στο έγκλημα. Ταυτόχρονα τις αφήνει πίσω, μεταναστεύει στην Δανία, γυρνάει δυο ντοκιμαντέρ με αφορμή το ίδιο αισχρό υλικό και έπαιξε τον ηθικά σωστό του ρόλο του ως ο πιο σοβαρός και σπουδαίος ερευνητής καλλιτέχνης του, ως τώρα, 21ου αιώνα.

look of silence


Πόσο υπερασπιστής της αλήθειας μπορεί να γίνει ένα έργο τέχνης;


Ο Oppenheimer έδωσε ένα παγκόσμιο παράδειγμα σπουδαιότητας με το γεγονός πως γνωστοποίησε και επικαιροποίησε – σηκώνοντας σχεδόν αποκλειστικά στους ώμους του – το παραπάνω αποσιωπημένο και γενικώς άγνωστο μα ιστορικής κλίμακας γεγονός. Αποσιωπημένο γιατί; Θέλετε για λόγους αποποίησης των ευθυνών τους που θα ήθελαν οι ΗΠΑ, θέλετε για λόγους χωρικής απόστασης, για το λόγο δηλαδή πως το έγκλημα δεν συνέβη στον δυτικό κόσμο, θέλετε για λόγους επικράτησης των φασιστικών αντιλήψεων ως σήμερα στην Ινδονησία, θέλετε για λόγους επικράτησης του φόβου στον λαό της να μιλήσει και της κατά συνέπεια σιωπής του; Μια αποσιώπηση και μια παράλειψη από την επίσημη Ιστορία, σαφώς όμως και υπάρχει. «Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Είναι πολιτικές! Προσπαθείς να ξεθάψεις το παρελθόν. Μην συνεχίζεις γιατί δεν το έχουμε και πολύ να ξαναρχίζουμε να σκοτώνουμε!» βλέπουμε κάποιον δολοφόνο να λέει, γυρνώντας προς την κάμερα. Οι τίτλοι τέλους κατακλύζονται από «ανώνυμους» συντελεστές. Η αλήθεια γεννάει εκδίκηση, γεννάει αντίποινα. Και τα τάγματα θανάτου έχουν στιβαρό κρατικό δεκανίκι. Άρα οι λόγοι αποσιώπησης, έχουν τεράστια σημασία.

Ο Oppenheimer όμως επιδείχνει γενναιότητα. Κατανοεί την αποσιώπηση που έχει επέλθει με πολιτική πρόθεση και έτσι κινηματογραφώντας κάνει ένα τεράστιο βήμα που είτε θα στοίχιζε στην καριέρα του, είτε θα στοίχιζε στους δολοφόνους. Μέσω δυο κινηματογραφικών έργων, επανάφερε την αλήθεια ως ζήτημα και γεγονός καίριο της διεθνούς πραγματικότητας. Και αυτή η δυναμική που περικλείεται στα έργα του είναι καθοριστική. Είναι σημαίνουσα. Το κινηματογραφικό τούτο δίπτυχο, πέρα ότι επηρεάζει σε παγκόσμια κλίμακα την ενσυναίσθηση προς τους αδικημένους, θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο στοιχείου και ομολογίας σε μια διεθνή ποινική δίκη, εφόσον το μέλλον γίνει πιο δίκαιο. Ο Oppenheimer προμηνύοντας ίσως κάτι τέτοιο, έκανε μια τομή στην ιστορία και η προσφορά του είναι αξεπέραστη, πέραν της νομικής. Το έργο του είναι σημείο πολιτικής, κοινωνιολογικής, ηθικής και ψυχολογικής αναφοράς. Ταυτόχρονα αναφοράς αισθητικής, καλλιτεχνικής όπως και ζητήματος στάσης του καλλιτέχνη μπρος στην αλήθεια και την πραγματικότητα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης θέλει οι ταινίες του να προβάλλονται στην Ασία δωρεάν για να τις δει μαζικά ο κόσμος. Να μην υπάρξει λήθη. Πιάνει δηλαδή άπαντα τα κριτήρια ουσιώδους καλλιτεχνικής φύσεως. Δεν θα ήταν αβάσιμο, να πούμε πως το δίπτυχο των ταινιών του είναι ίσως από τα καλύτερα παραδείγματα λειτουργικής τέχνης όλων των εποχών.

5_taok_waterfall_framegrab


«Ευχαριστούμε την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για την «πρωτοβουλία» και την «βοήθειά» της…» ή ο καθοριστικός ρόλος των ΗΠΑ στο αναίσχυντο


Χωρίς περαιτέρω ανάλυση, παραθέτω μονάχα επίσημες πηγές, όπως κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, για να γίνει πιο κατανοητή η σοβαρότητα του εγκλήματος που συντελέστηκε στην Ινδονησία καθώς και στον να μην υπάρξει η όποια παρανόηση. Εξάλλου η αντικομμουνιστική «υστερία» της Ινδονησίας είναι απότοκος της παγκόσμιας και σαφώς δεν έχει ψυχιατρικές αναφορές αλλά ξεκάθαρα πολιτικές και γεωπολιτικές. Η χώρα μας, ταυτόχρονα, όπως έχει ειπωθεί, συζητάει και χειροκροτεί και εκθειάζει αυτούς τους συμμάχους, δίχως τάσεις ντροπής -.

Η NSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ) υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «χορήγησαν οικονομική, τεχνική και στρατιωτική βοήθεια στον στρατό αμέσως μετά την έναρξη των δολοφονιών και συνέχισαν να το κάνουν ακόμη και όταν κατέστη σαφές πως διεξάγεται μια «εκτεταμένη σφαγή» στη Βόρεια Σουμάτρα και σε άλλα μέρη και προσδοκώντας ότι η βοήθεια των ΗΠΑ θα συμβάλει σε αυτό το σκοπό μέχρι τέλους».

Η CIA, αν και ιθύνων νους του εγκλήματος, ταυτόχρονα δηλώνει και «λυπημένος» μάρτυρας της αλήθειας. Όχι απλά δεν παραλείπει μα και δέχεται το γεγονός του σφαγιασμού δηλώνοντας πως «στην βάση του αριθμού των δολοφονημένων, οι σφαγές κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ινδονησία κατατάσσονται ως μία από τις χειρότερες μαζικές δολοφονίες του 20ού αιώνα…» θεωρώντας μάλλον πως θα αργήσει η μέρα που θα γίνει γνωστό πως για αυτή την «κατάταξη» στα παγκόσμια εγκλήματα, είναι η ίδια που έπαιξε τον κυρίαρχο της ρόλο. «Σκοτώστε τους πάντες που αναγράφονται σε αυτές τις λίστες και διαγράψτε τα ονόματα και δώστε πίσω τις λίστες όταν τελειώσετε» θα μας ενημερώσει ο σκηνοθέτης Oppenheimer πως δήλωναν οι διπλωμάτες της Αμερικάνικης Πρεσβείας που ετοίμαζαν και δίνανε τις λίστες των μελλοθάνατων κομμουνιστών. Συμπέρασμα: Κανείς δεν παίρνει τέτοιες αποφάσεις χωρίς την αμέριστη στήριξη και προστασία των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του. Κανείς αν θέλει να κυκλοφορεί ελεύθερος ή ζωντανός.

Τέλος το περιοδικό «Time» – που δεν φημίζεται για τις προοδευτικές του απόψεις, τις ηθικές του αναστολές και τις «γραμμές» που δίνει στην αμερικάνικη πολιτική ατζέντα -, στις 17 Δεκέμβρη του 1965 θα σημειώσει: «Οι κομμουνιστές, οι κόκκινοι συμπαθούντες και οι οικογένειές τους σφαγιάζονται κατά χιλιάδες. Μονάδες του στρατού αναφέρεται ότι έχουν εκτελέσει χιλιάδες κομμουνιστές μετά από ανάκριση σε απομακρυσμένες φυλακές. Οπλισμένοι με τεράστια μαχαίρια που ονομάζονται «parangs», οι μουσουλμανικές συμμορίες μπουκάρουν τη νύχτα στα σπίτια κομμουνιστών, σκοτώνοντας ολόκληρες οικογένειες και θάβοντας τα σώματα τους σε ρηχούς τάφους. Η εκστρατεία δολοφονιών έγινε τόσο ξεδιάντροπη σε μέρη της αγροτικής περιοχής της Ανατολικής Java, όπου οι μουσουλμανικές συμμορίες τοποθετούσαν τα κεφάλια των θυμάτων σε κοντάρια και τα γυρνούσαν στα χωριά. Οι δολοφονίες είχαν τέτοια κλίμακα ώστε η μάζα των πτωμάτων έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας στην Ανατολική Java και στη Βόρεια Σουμάτρα, όπου ο αέρας μεταφέρει την δυσωδία της σάπιας σάρκας. Οι ταξιδιώτες από αυτές τις περιοχές λένε για μικρά ποτάμια και ρέματα που έχουν κυριολεκτικά φράξει από νεκρά σώματα».

Όλα αυτά όπως ξαναείπαμε, ενυπάρχουν και στις δυο ταινίες – κάνοντας μας να απελπιζόμαστε είναι αλήθεια για την κατάντια της ανθρωπότητας – είτε ως θεατρική και γκροτέσκο απόδοση από τους ίδιους τους δολοφόνους είτε από την αφήγηση της μνήμης τους και… δεν χρειάζεται νομίζω άλλο σχόλιο, άλλη ερμηνευτική.

STILL3-1500x898


Οι ταινίες του Oppenheimer απεικονίζουν την επίγεια κόλαση όπως ούτε ο ίδιος ο διάολος δεν θα κατάφερνε να μας περιγράψει


Και θα μείνω στο παραπάνω τίτλο δίχως να περιγράψω τα συναισθήματα αποστροφής που νιώθουμε για αυτά που ακούμε και που πληροφορούμαστε πως συνέβησαν. Είναι δεδομένη μια τέτοια συναισθηματική αντίδραση. Πράγματι, τούτη η ιστορία πολιτικής γενοκτονίας – που θα έπρεπε να είναι διαδεδομένο υποχρεωτικά μάθημα στα σχολεία όλου του κόσμου, ως μάθημα ατιμίας, ανηθικότητας και τρόπου υπεράσπισης μιας αστικής πολιτικής σταθερότητας – θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για εκατοντάδες έργα. Ο ναζισμός εξάλλου δεν πέθανε στην Γερμανία, μα επέζησε και στην Ινδονησία, μα οι ταινίες για αυτό το γεγονός είναι όλες και όλες τρεις. Η απόκρυψη ή η παράλειψη στοχεύει όπως κάθε τι παρόμοιο στην ανάγκη πολιτικής καβάτζας, ως κάτι μελλοντικά χρήσιμο και χρηστικό. Η CIA, τα πεντάγωνα και οι φασιστικές κυβερνήσεις δεν θα το βάλουν ποτέ κάτω εξάλλου, στο να ελέγχουν την ανθρωπότητα. Οι ταινίες όμως εκτός ότι μας αναγγέλλουν τούτη την συνθήκη, μας ορμηνεύουν ότι η ανθρωπότητα οφείλει επίσης να την κατανοήσει ως επικίνδυνα υπαρκτή και παρούσα και ταυτόχρονα να καταδικάσει συνειδησιακά και πολιτικά τους δημιουργούς της, με κάθε μάσκα και όνομα που κυκλοφορούν. Έτσι οι ταινίες έχουν ένα πιο σημαντικό στόχο, από το να σοκάρουν. Θέλουν όχι να απεικονίσουν μα να προβάλουν το επικίνδυνο παρόν.

The-Act-of-Killing2


Ο μαζικός φόνος ως δικαιολογημένη και προσχεδιασμένη κρατική πρακτική, ως «έργο» με πρωταγωνιστές, κομπάρσους και εκατομμύρια αληθινούς νεκρούς


Η σπουδαιότερη συμβολή της ταινίας είναι ίσως, στο ακόλουθο δόκιμο μα και κατά πως φαίνεται βάσιμο συμπέρασμα που εξάγεται: Το να δολοφονείς μαζικά και για πολιτικούς λόγους και στόχους δεν είναι ένα φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο, μέρος μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς άμυνας ή επίθεσης. Δεν αποτελεί επίσης ζήτημα για μελέτη από τη ποινική θεωρία και νομοθεσία, γιατί απλούστατα δεν αποτελεί έκφανση του φόνου. Δεν είναι καν νομική παρέκκλιση, δεν είναι έγκλημα όπως το γνωρίζουμε. Η πολιτική δολοφονία σε μαζική κλίμακα κυρίως είναι ένα «act», – χρησιμοποιώντας τον τίτλο της ταινίας -, μια πράξη, ένα δημιούργημα, ένα «έργο». Πράξη μεθοδευμένη, σκηνοθετημένη, προσχεδιασμένη. Οι θύτες, οι δολοφόνοι παίζουν συγκεκριμένους και δοσμένους ρόλους με συγκεκριμένο και δοσμένο στόχο. Την υλοποίηση του σχεδίου του σεναριογράφου. Στην περίπτωση της Ινδονησίας, την υλοποίηση του «σεναρίου» των Αμερικάνων και των ντόπιων δικτατόρων που επιζητούσε την ολική εξαφάνιση των κομμουνιστών και όσων αντιστέκονταν. Οι πληρωμένοι εκτελεστές όταν τελειώνουν την δουλειά που τους παραγγέλθηκε, γυρνάνε ήσυχοι σπίτι τους. Αυτή είναι άλλωστε η εργασία τους. Να βγάλουν εις πέρας την πολιτική γενοκτονία κομμουνιστών. Και εδώ βρίσκεται ένα παράδοξο, μα διόλου αδικαιολόγητο. Το «act» τους που παράγεται και είναι άκρως επιτυχημένο, αποτελεί ταυτόχρονα μια φρικώδη θηριωδία. Οι αυτουργοί, οι βασανιστές, τα καθάρματα τούτα, ωστόσο, που βλέπουμε να χαριεντίζονται και να χαζομαρίζουν (θε μου!) και να «συγκινούνται» μπρος στις αναμνήσεις τους, να χαιρεκακούν με το τρόπαιο του νικητή πως έχουν κόψει γεννητικά όργανα, έχουν ξεκοιλιάσει, έχουν αποκεφαλίσει, έχουν βιάσει, έχουν κάψει ζωντανούς ανθρώπους και λοιπά ευεργετήματα, δεν έχουν ίχνος ντροπής, ίχνος μετάνοιας και ενοχής. Παραμένουν υγιείς αρμενίζοντας στον βούρκο και στην νοσηρότητα τους. Είναι οι ίδιοι «εφιάλτες» που αδυνατούν να έχουν άλλους εφιάλτες. Γιατί αυτό που κάνουν δεν είναι δολοφονία εν βρασμώ, δεν είναι ψυχιατρικού  – αν και εξηγείται πάντα η πολιτική και με ψυχολογικούς όρους αλλά όχι ψυχιατρικούς –  επιπέδου, δεν χρειάζονται δηλαδή ίαση, δεν είναι τρελοί, δεν έχουν προβλήματα, δεν είναι περιθώριο της κοινωνίας, μα αποκυήματα και ισότιμα μέλη της. Η δολοφονία τέτοιας κλίμακας επίσης δεν γίνεται για ατομικό όφελος ψυχικού, χρηματικού ή άλλου παράγοντα, αλλά είναι μέρος ενός κοινωνικά δοσμένου και κρατικά επιλεγμένου απαραίτητου σχεδίου.

Η ταινία προβάλλει όλα τα παραπάνω. Ο τίτλος της όπως και ο τρόπος κινηματογράφησης και αφήγησης της στηρίζει, δικαιολογεί και επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό. Αυτή ήταν η γενοκτονία της Ινδονησίας. Ένα σενάριο εξόντωσης που σκηνοθετήθηκε και εκτελέστηκε όπως ήθελαν. Ακριβώς όπως και στη ναζιστική Γερμανία. Ακριβώς όπως και στον κόσμο μας σήμερα. Στη Χιροσίμα πρότερα και στους αμερικανοβοηθούμενους ISIS τώρα. «Μόνο μια ταινία είναι, κοιτάξτε!» λέει ο αρχιεκτελεστής στα εγγόνια του που τους επιβάλλει να δούνε στην τηλεόραση τα φονικά του «παιχνιδίσματα». Μια «ταινία» στην οποία οι θύτες παίζουν ρόλους – άρα είναι ηθικά καθαροί και νομικά αθώοι – και τα θύματα είναι στο χώμα, σε τάφους μαζικούς. Και θα αναρωτηθεί κάποιος φυσικά. Γιατί κανείς δεν του καταδικάζει; Και η απάντηση που δίνουν οι ίδιοι οι μαφιόζοι είναι λίγο πολύ η αυταπόδεικτη. Τα δικαστήρια τα ιδρύουν και τα λειτουργούν οι κάθε φορά νικητές. Και στην Ινδονησία συνεχίζουν να δικάζουν και την ίδια την Ιστορία.

Ο δημιουργός Joshua Oppenheimer

Ο δημιουργός Joshua Oppenheimer


Ένα δίπτυχο ντοκιμαντέρ που καθορίζει τι σημαίνει κινηματογράφος – όπλο


Οι ταινίες δεν απεικονίζουν το μακελειό. Το αναβιώνουν μέσα από την αφήγηση και μέσα από την έρευνα. Μέσα από τις προθέσεις και τις μνήμες των δολοφόνων. Δεν έχουν αρχειακό υλικό. Έτσι σοκάρουν πολύ βαθύτερα από όσο περιμένουμε. Χτίζουν μνήμες φρίκης στην συνείδηση μας. Κι αυτό, διότι μας επιτρέπουν να δομήσουμε τις εικόνες στο μυαλό μας, να δημιουργήσουμε το δικό μας βίωμα, να έρθουμε στην θέση να συνθέσουμε την ιστορία. Αυτή η νοητική λειτουργία που μας επιβάλλεται είναι άκρως πιο πετυχημένη στο να εγείρει αντιδράσεις και συναισθήματα, ταυτοχρόνως με το να υποβοηθά την σκέψη στην εξαγωγή πάμπολλων μικρών και μεγάλων συμπερασμάτων. Καθώς βλέπουμε τις ταινίες, το μυαλό μας λειτουργεί δοκιμιακά προσθέτοντας μονίμως ερωτήματα κοινωνιολογικού, πολιτικού και ηθικού χαρακτήρα. Και αυτό το πετυχαίνουν γιατί ως ντοκιμαντέρ έχουν άλλο ένα σπουδαίο προτέρημα: Αν και μοιάζουν να «παρατηρούν» και να αφηγούνται αποκλειστικά εν μέσω των δολοφόνων δίχως να μας δείχνουν τα θύματα, παρόλα αυτά, η σύγκρουση κυριαρχεί. Αν και μη οπτικά υπαρκτή, υποβόσκει. Ο κομμουνιστής, πάντα εκτός κινηματογραφικού πεδίου – και ως μέσο ίσως σεβασμού προς τους νεκρούς – πάντα παρών όμως στο κάθε πλάνο. Το γεγονός αυτό, αποτελεί κινηματογραφικό μάθημα. Αποδείχνει από πλευρά δημιουργού την πλήρη κατανόηση των συνθηκών και της ιστορίας του θέματος που προσεγγίζει και κινηματογραφεί και κάνει το έργο του γραπωτικό μα ταυτόχρονα λειτουργικό και χρήσιμο σε αντίθεση με την μονομέρεια – και κατά συνέπεια την ροπή προς το ανούσιο και το βαρετό – άλλων ταινιών ντοκιμαντέρ που προσπαθούν να αποκαλύψουν και να εγείρουν πολιτικά το κοινό, μα δεν τα καταφέρνουν. Το σινεμά εξάλλου στηρίζεται πάντα στις συγκρούσεις γιατί εκ φύσεως είναι ένα διαλεκτικό μέσο απεικόνισης. Ο Oppenheimer το κατακτά στην εντέλεια αυτό. Και εδώ μια παρένθεση. Σαφώς ο σκοπός του δημιουργού και των ταινιών δεν έχει συμφιλιωτικό χαρακτήρα, όπως διάφοροι καλοθελητές κριτικοί είδαν. Σαφώς και δεν θεωρεί παρανοϊκές τις πράξεις ή δεν βλέπει κάτι το τυχαίο και το φαινομενικό πίσω από αυτές. Τις θεωρεί αντιθέτως, όπως είπαμε αναγκαίες και αναγκαστικές, προσχεδιασμένες και μας το επιβάλλει αυτό, επιτρέποντας μας να τις φέρουμε ακέραιες ως υποθετικές πράξεις του σήμερα και της κάθε μελλοντικής περίπτωσης. Πράξεις που μπορεί να ξανασυμβούν.

the-act-of-killing-TAOK_AnwarAndGrandkids_rgb-640

Ο αρχιεκτελεστής με τα εγγόνια του μπρος στην τηλεόραση και τα κατορθώματα του


Η μαζική δολοφονία ως σχέδιο δημιουργίας μιας περιρρέουσας λαϊκής σιωπής ή και χλευασμού και μιας νέας τάξης πραγμάτων, ενός νέου μαζικού αξιακού συστήματος προστασίας του συστήματος από όλους και όλα


Οι ταινίες αυτές παίζουν άλλον έναν σπουδαίο κοινωνιολογικό ρόλο. Δοκιμιογραφούν αποδείχνοντας κάτι που πολλές φορές προσπερνάμε. Πως το αποτρόπαιο όταν υφίσταται και λειτουργεί μέσα σε μια περίοδο χρόνων δημιουργεί με την σειρά του μια νέου τύπου κουλτούρα. Έτσι το αποτρόπαιο εμφανίζεται ως κανονικότητα, ως κάτι το φυσιολογικό.

Οι νικητές μιας κοινωνικής και ταξικής σύγκρουσης, δεν έχουν καθόλου αποκλειστικά άμεσους στόχους. Έχουν κυρίως μακροπρόθεσμους. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων, να δομήσουν ένα νέο αξιακό κώδικα και ένα νέο ηθικό σύστημα που θα γίνεται ανεκτό, παραδεκτό και θα υπηρετείται από όλη την κοινωνία, από τον λαό. Αυτό το νέο ηθικό καθεστώς, με την σειρά του προστατεύει τους εξουσιαστές και το ίδιο το κοινωνικό σύστημα στο να παραμένει σταθερό και αιώνιο. Στην Ινδονησία το σύστημα λοιπόν επιβλήθηκε και σε σωματικό όπως και σε ψυχολογικό επίπεδο. Η μαζική δολοφονία έγινε μέσο πειθαρχίας του λαού, η τιμωρία μια συνήθης κρατική και παρακρατική πρακτική, η δολοφονία μετά βασανιστηρίων ένα παιχνίδι. Αυτό που στον δυτικό κόσμο θεωρούμε αδιανόητο, εκεί απέκτησε στοιχεία κανονικότητας. Αλλοτρίωσε και μετάλλαξε τις γενικές – εφόσον υπάρχουν τέτοιες – ανθρώπινες αξίες και τις έκανε πατσαβούρι. Στην ίδια λογική, η πλήρης διαφθορά, η χρηματική εξαγορά ψήφων και συνειδήσεων, η παιδική πορνεία θεωρείται άλλο ένα μέρος της κουλτούρας της. Και εφόσον οι αντιστάσεις κάμφθηκαν – το Κομμουνιστικό κόμμα διαλύθηκε φυσικά μετά από τέτοιο πογκρόμ ή οι άνθρωποι σιώπησαν τρομοκρατημένοι – δεν υπάρχει ένα δεύτερο αξιακό και φιλοσοφικό ρεύμα να αντιπαρατεθεί. Και η δικτατορία αν και έπεσε τυπικά, οι ίδιοι ακόμη φασίστες και μαφιόζοι κυβερνούν και ο κόσμος γελάει μπρος στην ενθύμηση των εγκλημάτων. Βλέπουμε σοκαρισμένοι δηλαδή εξόφθαλμα μια αθλιότητα και μια χυδαιότητα να διαφεντεύει και να χαριεντίζεται μπρος στην κάμερα. Μια πλήρη ασυλία των δολοφόνων να επικρατεί και ο λαός να χαζογελάει  – αν δεν σιωπά – μπροστά σε δηλώσεις επίσημων κυβερνητών και υπουργών που παίρνουν μέρος επίσημα μπρος σε παρακρατικά τάγματα θανάτου: «Ο κομμουνισμός δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτός εδώ γιατί έχουμε τόσους πολλούς γκάνγκστερ και αυτό είναι καλό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους κατευθύνουμε». Ταυτόχρονα η κρατική τηλεόραση παίρνει συνέντευξη από τους αρχιδολοφόνους – ντυμένους τεξανούς (!) – για να διηγηθούν μεσημεριάτικα τις δολοφονίες τους όχι υπό των ήχο σαλπίγγων μα με κονφετί και καραμούζες. Οι αξίες και οι αρχές της χώρας φτάσανε σε άλλο, ανάστροφο, ευτελές και κιτς επίπεδο. Και έτσι βλέπουμε στο σινεμά κάτι το πολύ άσχημο: Ο κόσμος όχι απλά δεν είναι αγγελικός αλλά είναι ακόμα πιο εφιαλτικά δομημενος από όσο νομίζουμε. Ο καπιταλισμός σε διάφορες αναγκαίες και οριακές εκφάνσεις του, δεν είναι παρά γκανγκστερισμός.

«Τους έκοβα το λαρύγγι και έβαζα το αίμα τους σε ποτήρι και μετά το έπινα» λέει ένας εκτελεστής. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρωτάει ο σκηνοθέτης. «Για να μην τρελαθώ» απαντάει και η κάμερα μένει στάσιμη σε ένα ντροπιαστικό γέρικο πρόσωπο που δεν ξέρεις αν πρέπει να το φτύσεις ή να το αφήσεις να ξεψυχήσει μόνο του. Η κάμερα σίγουρα έχει μια οπτική δηλωτική, δεικτική, σοκαριστική και αποφασιστική. Μας επιτρέπει να οργισθούμε κατά πώς η ανθρωπιά μας μας επιτρέπει και μας υποδηλώνει και να αντιδράσουμε με τον πιο πολιτικό και ηθικό τρόπο. Διότι άνθρωποι (θα) συνεχίζουν να δολοφονούνται και κάποιοι (θα) συνεχίζουν να χαζογελάνε.


[hr]

*Το παρόν κείμενο αποτελεί εκτενή έκδοση της τοποθέτησης του συντάκτη στη συζήτηση που διοργανώνεται σήμερα Παρασκευή 12/05/2017 με αφορμή την πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας “The Act of Killing” του Joshua Oppenheimer στον κινηματογράφο Τριανόν.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).